Topics:

Η Κοινωνιολογία του Τύπου

Ὁ γνήσιος λιβελλογράφος οὐδέποτε ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ στόχου του. Καὶ μόνον περὶ αὐτοῦ πρόκειται ἐνταῦθα. Ἡ ἐντιμότης θεωρεῖται ἄλλως τε ὡς ἀπαραίτητος καὶ αὐτονόητος προϋπόθεσις διὰ κάθε δημοσιογράφον. Ἡ ἔννοια «λιβελλογράφος» καὶ ἡ...

Η Κοινωνιολογία του Τύπου

Ευάγγελος Λεμπέσης – Η Κοινωνιολογία του Τύπου

Μερικαι ἀκόμη παρατηρήσεις, χωρὶς νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐξαντλήσουν τὸ μέγα θέμα, σκοποῦν μόνον νὰ συμβάλουν εἰς τὴν διάλυσιν ὡρισμένων παρανοήσεων:

Ἡ ἔννοια λ.χ. τοῦ «σοβαροῦ» ὕφους, παραπαίουσα καὶ κάθ’ ἑαυτήν ἐν πλήρει συγχύσει, φθάνει τὰ ὅρια τῆς ἐντελοῦς παραμορφώσεως, ἐκ λόγων ὑποκειμενικῆς — καὶ ἄρα οὐχὶ ἀνιδιοτελοῦς — ἀξιολογήσεως τῶν Ἑλλήνων γενικῶς, καὶ ὡρισμένων γραφόντων εἰδικώτερον.

Ἓν ὡρισμένον ὕφος δύναται νὰ εἶναι: α) σοβαρόν, λόγῳ τοῦ περιεχομένου του, δηλαδὴ λὸγῳ τῆς πλήρους ἀντιστοιχίας τῆς μορφῆς πρὸς τὸ περιεχόμενον, καὶ δύναται νὰ εἶναι: β) ἁπλῶς σοβαροφανές, λὸγῳ ἐλλείψεως τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης, δηλαδὴ λὸγῳ καθαρᾶς ἀπομιμήσεως τῶν ἐκφραστικῶν μέσων τῶν σοβαρῶν περιεχομένων, εἰς περιπτώσεις, εἰς ἅς τὸ περιεχόμενον σύγκειται ἀντιθέτως ἐκ σειρᾶς κοινοτοπιῶν ἤ ἀνοησιῶν.

Εἰς τὴν τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν οἱ γράφοντες ἔχουν πᾶν προσωπικὸν συμφέρον νὰ μειώσουν τὸ ὕφος τῶν γραφόντων τῆς α’ περιπτώσεως καὶ εἰς τοῦτο ὀφείλεται λ.χ. ἡ περίφημος «θεωρία»  ὅτι τὸ «ἐπιστημονικὸν» ἤ «σοβαρὸν» ὕφος δέον νὰ εἶναι ἀπολύτως ξηρὸν (ἐνῷ ξηραὶ πρέπει νὰ εἶναι αἱ ἔννοιαι καὶ αἱ συναρτήσεις αὐτῶν καὶ ὄχι τὸ ὕφος) ὅτι τὸ μὴ ἀπολύτως ξηρὸν ὕφος δὲν εἶναι «σοβαρὸν» ἤ εἶναι δημοσιογραφικὸν κ.λπ., κ.λπ.

Τὸ γεγονός, ὅτι αἱ μεγαλύτεραι ἐπιστημονικαὶ ἰδιοφυΐαι, ὡς ὁ Schopenhauer, ὁ Gumplowicz, ὁ Savigny, ὁ Oppenheimer, ὁ Jhering, ὁ Spengler, ὁ Sombart, καὶ πλεῖστοι ἄλλοι, ὑπῆρξαν ἀριστοτέχναι χειρισταὶ τοῦ καλάμου, ὑπῆρξαν μεγάλοι συγγραφεῖς καὶ μεγάλοι δημοσιογράφοι, ὅτι τὸ ὕφος των πᾶν ἄλλο εἶναι ἤ ξηρὸν, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ὕφος αὐτόχρημα φιλολογικόν, ὅτι ἀρκεῖ νὰ διαβάση κανεὶς ἐπιστημονικὸν των κείμενον, διὰ νὰ εἰκάση, ἐκ τοῦ καθαρῶς προσωπικοῦ των ὕφους, εἰς ποῖον ἐξ αὐτῶν τὸ κείμενον τοῦτο ἀνήκει, ὅτι ψυχολογικὰ περιεχόμενα, ἀνθρώπινοι τύποι, μορφαὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ἀναπηδοῦν ἐκ τῶν κειμένων αὐτῶν ζωνταναὶ καὶ ἀνάγλυφοι, ὅπως ἀπὸ τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα, καὶ ὅτι τὸ ἀνθρώπινον πάθος τῶν δημιουργῶν, πού πιστεύουν καὶ πολεμοῦν διὰ τὰς θεωρίας των ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τῆς ἀληθείας, τονίζει εἰς τὰς σελίδας των μίαν ὑπερκόσμιον δημιουργίαν -τὰ γεγονότα ταῦτα ἀποστομώνουν τοὺς δυστυχεῖς μελανωτάς, πού ματαίως προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὴν στειρότητα των, τὴν ἀναξιότητα των καὶ τὴν μοχθηρίαν των ὄπισθεν τῆς σοβαροφανείας.

Ὅλως ἀντιθέτως: ὅσον ἰσχυρότεραι εἶναι καὶ ἐπὶ τοῦ καθαρῶς ξηροῦ ἐπιστημονικοῦ ἤ λογικοῦ πεδίου αἱ διάνοιαι τῶν προσωπικοτήτων αὐτῶν -ἐπιστημόνων ἤ δημοσιογράφων- τόσον περισσότερον τρικλίζουν καὶ αἱ ξηραὶ ἐπιστημονικαί ἤ λογικαὶ ἔννοιαι μέσα εἰς τὸν ἀνάπηρον ἐγκέφαλον τῶν σοβαροφανῶν μελανωτῶν -ἐπιστημόνων ἤ δημοσιογράφων- διότι οὗτοι, καὶ λὸγῳ ἐλλείψεως δημιουργικῆς φαντασίας εἶναι ἀνίκανοι νὰ ἐπιτύχουν πρωτοτύπους καὶ ἀνωτέρας συναρτήσεις ξηρῶν λογικῶν ἐννοιῶν καὶ λόγῳ ἐλλείψεως καλλιτεχνικῆς πλαστικότητος εἶναι ἀνίκανοι νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὸ χάος τῶν λογικῶν ἤ μὴ λογικῶν στοιχείων ἕνα στερεὸν ἀρχιτεκτονικὸν ρυθμὸν καὶ νὰ ἐγείρουν τὰ θαυμάσια ἐκεῖνα δωρικὰ οἰκοδομήματα τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψεως, τὰ ὁποῖα ἔστησαν ὡς τρόπαια κατὰ τῆς ἀνθρωπινῆς μετριότητος οἱ «φιλόλογοι»-ἐπιστήμονες καὶ οἱ «δημοσιογράφοι» -ἐπιστήμονες: ἐπειδὴ ἡ πηγὴ τῆς ἐπιστημονικῆς των δημιουργίας καὶ τοῦ φιλολογικοῦ ἤ δημοσιογραφικοῦ των ὕφους ἦτο ἡ αὐτή• ἦτο αὐτὴ πού λείπει ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιστημονικῶν δουλοπαροίκων: ἡ δημιουργικὴ φαντασία καὶ ἡ καλλιτεχνικὴ πλαστικότης.

Διά τοῦτο δὲν εἶναι μόνον τὸ ὕφος τῶν δουλοπαροίκων αὐτῶν σοβαροφανές, κενόν, ἀνιαρόν καὶ βάρβαρον, ἀλλά εἶναι καὶ τὰ ξηρὰ «ἐπιστημονικὰ» των νοήματα ἤ εἰλημμένα ἕτοιμα ἐκ ξένης βιβλιογραφίας, ἤ ἀσήμαντα, κοινότοπα, πλαδαρά, ἀβαθῆ καὶ τρικλίζοντα, ἀνόργανα, τεμαχισμένα καὶ ἀποσπασματικά, περιγραφικὰ καὶ στεῖρα. Ἡ χαρακτηριστικὴ εἰς τοὺς στείρους ἀνθρώπους δειλία των ἐμφανίζεται ἐπὶ πλέον εἰς τὴν ἔντρομον ἀποφυγὴν ἀνθρωπίνως δυσάρεστων, ἀλλά ἐπιστημονικῶς ἤ δημοσιογραφικῶς ἐπιβεβλημένων κυριολεξιῶν -τὰς ὁποίας ἐπιρρίπτουν εἰς τοὺς ἄλλους ὡς «λιβελλογραφίαν»- καὶ εἰς τὴν διαμόρφωσιν ἑνὸς δῆθεν ἁβροῦ, ὅσον καὶ ἀντεπιστημονικοῦ καὶ ἀχρώμου συμβιβαστικοῦ ὕφους εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς, τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ρίζαν του εἰς τὴν ἀδυναμίαν των νὰ ἐννοήσουν, εἰς ποῖον βαθμὸν λ.χ. ἕνας στεῖρος ἤ ἕνας τσαρλατᾶνος ζημιοῖ πράγματι τὴν ἐπιστήμην ἤ τὴν δημοσιογραφίαν, διὰ νὰ τὸν χειρισθοῦν ὡς τοιοῦτον, ἀλλά καὶ εἰς τὸν ἰδιοτελῆ ὑπολογισμὸν νὰ μὴ δυσαρεστοῦν κανένα, τὸν ὁποῖον κάποτε δύνανται νὰ χρειασθοῦν καὶ εἰς τὸν ἐνδόμυχον φόβον μήπως ὁ ἐλαφρότερος ἐκεῖθεν ἄνεμος μεταβάλη εἰς ἐρείπια τὴν ἐπιστημονικὴν των καλύβην.

Ὡς πρὸς τὸν «λίβελλον» τέλος λυποῦμαι πράγματι εἰλικρινῶς, διότι ὁ χῶρος δὲν ἐπιτρέπει δυστυχῶς νὰ καταδειχθῆ εἰς ὅλην της τὴν ἔκτασιν ἡ ἰδιοτελὴς καὶ σκόπιμος σύγχυσις, ἤτις ἔχει δημιουργηθῆ περὶ αὐτοῦ παρὰ τῶν λεγεώνων τῶν πράγματι ἤ «δυνάμει» πληττομένων. Ἡ μεγαλύτερα παρανόησις ἀφορᾷ πάντως τὸ πρόσωπον τοῦ λιβελλογράφου. Ὅτι ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος, ἀντὶ νὰ «προσαρμοσθῆ» καὶ νὰ ζήση ἐκ τῶν πλουσίων, ἄλλως τε, καρπῶν τῆς «προσαρμογῆς» , προτιμᾷ ἀντιθέτως τὸν ξηρὸν ἄρτον τῆς κοινωνικῆς ἐξορίας, εἶναι καὶ θὰ παραμείνη εἰς τὸ κατώτερον κοινὸν ἀναμφισβητήτως οὐ μόνον ἀντιπαθητικός, ἀλλά καὶ ἀκατανόητος. Τὸ κύριον χαρακτηριστικόν τοῦ ὕφους του εἶναι ἡ ἐξαιρετικῆς ἐντάσεως ἠθική του παρόρμησις καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τοῦ ἐπιστήμονος, τοῦ ὁποίου αἱ παρορμήσεις προέρχονται ἐκ τοῦ θεωρητικοῦ συνειδότος, καὶ τοῦ πολιτικοῦ, τοῦ ὁποῖου αἱ πράξεις καθορίζονται παρὰ τῆς θετικῆς δεοντολογίας, πλησιάζει δὲ περισσότερον τὸ ὕφος τῶν προφητῶν.

Ἄλλο, συμπληρωματικὸν χαρακτηριστικὸν καὶ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀπὸ τῶν δύο τούτων τύπων, εἶναι ἡ καταστροφική, ἡ ἀρνητική του πλευρὰ (ἀρνητικὴ ὡς πρὸς τὴν λειτουργίαν της, ὄχι ὡς πρὸς τὸν σκοπόν της). Βεβαίως, οἱ πολλοί, πειθόμενοι ἀκρίτως εἰς τὴν γνώμην τῶν ὀλίγων ἐκείνων ἐνόχων καὶ ἰδιοτελῶν, πού ἀποτελοῦν, ἤ δύνανται ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ν’ ἀποτελέσουν, τοὺς στόχους τῶν λιβέλλων, ἐκλαμβάνουν εὐκόλως τὸν λίβελλον ὡς ἁπλοῦν «ὑβρεολόγιον», παραβλέποντες συστηματικῶς, ἤ μᾶλλον ἀγνοοῦντες, τὸ βασικὸν κίνητρον τοῦ λιβελλογράφου -τὸ ἠθικὸν- τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ εὐγενέστερον ἴσως ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων ἐλατηρίων, εὐγενέστερον δὲ πάντως ἀπὸ κάθε ἰδιοτελὲς κίνητρον τῶν στείρων καὶ συμφεροντολόγων, οἵτινες ἐν τῷ ματαὶῳ ἱδρώτι τοῦ προσώπου των, πλαστογραφοῦντες πᾶσαν γνησίαν ἀνθρωπίνην σοβαρότητα -τῶν μεγάλων προβλημάτων καὶ τῶν μεγάλων παθῶν- εἴτε εἰς τὸ περιεχόμενον, εἴτε εἰς τὸ ὕφος, καὶ ἑλισσόμενοι περὶ πᾶσαν ταπεινὴν κοινωνικὴν συμβατικότητα, προσπαθοῦν νὰ σφετερισθοῦν, παρὰ πᾶσαν κοινωνικὴν δικαιοσύνην, τὰς δάφνας τῶν ἀληθῶν λειτουργῶν τοῦ καλάμου.

Ἡ ἔννοια τῆς ὕβρεως ἐν τῇ ἠθικῇ καὶ ἐν τῇ ἐπιστήμῃ εἶναι τελείως ἄσχετος πρὸς τὴν κοινωνικὴν καὶ τὴν νομικήν. Ἐνῷ αἱ δύο τελευταῖαι αὗται ἔννοιαι εἶναι συμβατικαὶ καὶ ἀφοροῦν τὴν σκοπιμότητα τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, δι’ ὅ καὶ δὲν ἐξετάζουν τὸ ἀληθές τοῦ ὑβριστικοῦ χαρακτηρισμοῦ, ἀλλά τό προσβλητικόν αὐτοῦ, προασπίζουν δὲ πάντοτε τὸν ὑβριζόμενον, ἀντιθέτως αἱ δύο πρῶται ἐξετάζουν μόνον τὸ ἀληθές, ἀδιαφοροῦσαι πλήρως διὰ τὰς κοινωνικάς συμβατικότητας καὶ κυριολεκτοῦσαι πρὸ παντὸς πάντοτε κατὰ καθῆκον, προασπίζουν δὲ πάντοτε τοὺς ὑβριστάς. Κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴν καὶ ἠθικήν ἔννοιαν πραγματικὸς ὑβριστὴς εἶναι μόνον ὁ ψευδόμενος, οὐδέποτε δὲ καὶ ἐπ’ οὐδενί λὸγῳ ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, οἱαδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὕτη.

Ψευδόμενος δὲ εἶναι καὶ ἐκεῖνος, ὅστις μετριάζει τὴν ἀλήθειαν δι’ οἱασδήποτε «εὐπρεποῦς» ὡραιολογίας, ἤ ἄλλης τινὸς μεθόδου. Ὑβριστὴς πραγματικὸς εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπον ὡς πρὸς τοὺς ἀναγνώστας του, διότι ἡ ἀπόκρυψις τῆς ἀληθείας εἶναι ἀπάτη, ἡ δέ παραπλάνησις ἰσοδυναμεῖ πρὸς ὑποτίμησιν καὶ εἶναι ἠθικῶς πράξις ὑβριστική. Οἱ παρὰ τῶν λιβέλλων θιγόμενοι, υἱοθετοῦν φυσικὰ τὴν κοινωνικὴν καὶ τὴν νομικὴν ἔννοιαν τῆς «ὕβρεως» — ἥτις ἄλλως τε πρὸς προστασίαν αὐτῶν ἐθεσπίσθη — καὶ ἄγονται ἀκολούθως εἰς τὴν συκοφάντησιν τοῦ λιβέλλου, ὡς κοινοῦ ὑβρεολόγιου, κατωρθώσαντες νὰ θεσπίσουν καὶ τερατώδεις αὐτόχρημα νόμους περὶ τῶν «ἀδικημάτων κατὰ τῆς τιμῆς» πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς κοινωνικῆς σήψεως. Κατόπιν τούτων εἶναι εὔκολον νὰ φαντασθῶμεν τί θὰ συνέβαινεν, ἂν δὲν εὔρισκοντο καὶ μερικοί, πού νὰ ὑψώνουν φωνὴν ἐκ τῆς κοινωνικῆς ἐξορίας, οὕτως ὥστε νὰ μὴ διαλυθῆ τελείως ἡ κοινωνία καὶ μετ’ αὐτῆς ἡ ἐπίζηλος κοινωνικὴ καὶ νομικὴ ἔννοια τῆς ἐξυβρίσεως!

Τὸ λεκτικόν τοῦ λιβέλλου εἶναι ζήτημα ἀτομικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ χρησιμεύση ὡς δικαιολογητικὴ βάσις πρὸς χαρακτηρισμὸν τοῦ λιβέλλου ὡς «ὑβρεολογίου». Τὸ ἂν πραγματικὸς τις κερδοσκόπος, ἤ καταχραστὴς τοῦ δημοσίου χρήματος χαρακτηρισθῆ παρὰ τοῦ λιβελλογράφου ἁπλῶς ὡς «λωποδύτης» ἤ λ.χ. ὡς «ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου αἱ περὶ τὸ ἐμόν καὶ σὸν ἔννοιαι εἶναι λίαν συγκεχυμέναι», εἶναι οὐσιαστικῶς ἀδιάφορον — καθ’ ὅ ἰσοδύναμον — καὶ εἶναι ζήτημα προσωπικοῦ ὕφους, ὄχι ἀσχἐτου καὶ πρὸς τὴν ἀτομικὴν ἀγωγήν καὶ τὴν κοινωνικὴν ἔνταξιν τοῦ γράφοντος καὶ πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐφημερίδος του.

Τὸ νὰ χαρακτηρισθῆ ὅμως οὗτος ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος ἐλαστικῆς συνειδήσεως, τοῦτο ἀποκρύπτει τὴν ἀλήθειαν κατὰ μέγα μέρος καὶ συνεπῶς ἀποτελεῖ παραπλάνησιν, ἤ καὶ ἀληθῆ προάσπισιν τοῦ ἐν λόγῳ προσώπου, ὅταν τὰ ἀδικήματα του εἶναι πολλῷ βαρύτερα. (Ἐδῶ οἱ «εὐπρεπεῖς» γίνονται, δυστυχῶς, καὶ ὕποπτοι). Τὸ αὐτὸ φαινόμενον ἀντιστοιχεῖ εἰς τὸ ἐπιστημονικὸν ὕφος μὲ τὴν περίπτωσιν, καθ’ ἥν λ.χ. ὁ τύφος, ἐκ λόγων «εὐπρεπείας» ἤ «ἀνθρωπισμοῦ», δὲν θὰ ἐχαρακτηρίζετο μὲ κυριολεξίαν ὡς τύφος, ἀλλά ὡς τριήμερος πυρετός. Ἂν τοῦτο ἔπραττεν ἰατρός, θὰ τοῦ ἀφαιρεῖτο τὸ δίπλωμα. Τοῦτ’ αὐτὸ πράττοντες ἐπιστήμονες τῶν μὴ φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ δημοσιογράφοι ἐγείρουν ἀντιθέτως ἀξιώσεις ἐπὶ σοβαρότητι καὶ ἐπιστημοσύνῃ!

Θὰ ἔμεναν ὅμως ἐμβρόντητοι οἱ πολλοὶ καὶ περιδεῶς καὶ μετὰ θρησκευτικοῦ σεβασμοῦ θὰ προσέβλεπον τοὺς λιβελλογράφους, ἂν μόνον ἐγνώριζαν ποῖα σεπτὰ καὶ ἱερὰ πρόσωπα ὑπῆρξαν οἱ πανάρχαιοι αὐτῶν πρόδρομοι: οἱ προφῆται! Καὶ αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος! Ἂς ἐγκύψη λοιπὸν ὁ βουλόμενος εἰς τὰ κείμενα τῶν προφητῶν, τῶν εὐαγγελιστῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν στηλιτευόντων διὰ πυρίνων χαρακτηρισμῶν μεγίστης λογοτεχνικῆς ἀξίας, τὴν φαυλότητα καὶ τοὺς φαύλους τῆς ἐποχῆς τω καὶ ἂς ἐνθυμηθῆ, μεταξὺ τῶν ἀπειραρίθμων, ἕνα καὶ μόνον ρητόν του Χριστοῦ ( «οὐαὶ ἡμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, οἱ διϋλίζοντες τὸν κώνωπα καὶ καταπίνοντες τὴν κάμιλον! ) διὰ νὰ συλλέξη ἀριστουργήματα λιβελλογραφίας, τὰ ὁποῖα μεταγενέστεροι λίβελλοι μόνον κατὰ προσέγγισιν κατορθώνουν νὰ φθάσουν!

«Ὑποκριταὶ», λέγει εὐθέως ὁ «ὑβριστὴς» Θεάνθρωπος καὶ ὄχι λ.χ. «συμπολῖται, οἵτινες δυστυχῶς δὲν ἀνταπεκρίθησαν πλήρως πρὸς τὰ κοινωνικὰ αὐτῶν καθήκοντα» (τριήμερος πυρετὸς). Ἀλλά ποίους ἄλλους ὑπενόει, παρὰ τοὺς χρησιμοποιοῦντας τοιαύτας συγκαλυπτικάς φράσεις; Τὸ περίεργον μόνον εἶναι, ὅτι ἡ φράσις περὶ τῶν ὑποκριτῶν ἐλέχθη μίαν μόνην φορὰν καὶ περιεσώθη μετὰ δύο χιλιετηρίδας, ἐνῷ φράσεις ὡς ἡ ἀνωτέρω γράφονται — ὑπὸ τῶν ὑποκριτῶν — ἐπὶ δύο χιλιετηρίδας καὶ δὲν τὰς ἐσημείωσε κανεὶς οὔτε μίαν φοράν!

Ὁ γνήσιος λιβελλογράφος οὐδέποτε ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ στόχου του.

Καὶ μόνον περὶ αὐτοῦ πρόκειται ἐνταῦθα. Ἡ ἐντιμότης θεωρεῖται ἄλλως τε ὡς ἀπαραίτητος καὶ αὐτονόητος προϋπόθεσις διὰ κάθε δημοσιογράφον. Ἡ ἔννοια «λιβελλογράφος» καὶ ἡ ἔννοια «ἰδιοτελὴς» εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀσυμβίβαστοι. Ὁσάκις συμπίπτουν, πρόκειται περὶ ἐκβιαστοῦ καὶ ὄχι περὶ λιβελλογράφου. Ἐπίσης δέον νὰ διευκρινισθῆ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητηθῆ ἀπὸ κάθε δημοσιογράφον νὰ ὁμιλῆ ἀπροκαλύπτως, διότι τοῦτο θὰ προϋπέθετεν ἀνατροπὴν πάσης κοινωνικῆς νομοτέλειας. Ἁπλῶς σκοπεῖται νὰ τονισθῆ, ὅτι ἡ «εὐπρέπεια» καὶ ἡ σοβαροφάνεια οὐδ’ ἰδιαιτέρους τίτλους σοβαρότητος δημιουργοῦν διὰ τὸν δημοσιογράφον, οὐδὲ στρέφονται κατὰ τοῦ λιβελλογράφου.

Ἡ ἀδιαφορία του πρὸς αὐτὸ εἶναι ἴση πρὸς τὴν ἐκ βάθους περιφρόνησίν του, ἡ δὲ ἐγκάρδια περιφρόνησίς του ἰσοῦται πρὸς τὴν ἀσημαντότητα τοῦ στόχου του. Ὁ στόχος τοῦ εἶναι συνήθως τὸ ἀσήμαντον, τὸ ἀνάξιον, τὸ εὐτελὲς καὶ δόλιον «ἀνθρωπάριον» (τὸ ὁποῖον κολακεύεται νὰ θεωρῆ τὴν ἐπίθεσιν ὡς στρεφομένην προσωπικῶς ἐναντίον του καὶ νὰ χαρακτηρίζη αὐτὴν μὲ τά ἰδικὰ του μέτρα ὡς ἁπλῆν «κακογλωσσιάν» ἤ «μοχθηρίαν» ), ἐνῷ τὸ ἀνθρωπάριον δὲν ἀποτελεῖ διὰ τὸν γνήσιον λιβελλογράφον παρὰ τὸ ἀντικείμενον ὀλυμπίου γέλωτος. Ὡς σύμβολον καὶ μόνον, ὡς τύπος, ὡς κατηγορία, ὡς ὁμοταξία, ὡς λεγεών, τέλος, ἐνδιαφέρει ὁ στόχος του τὸν λιβελλογράφον.

Ἡ διαφορὰ μεταξύ τοῦ τελευταίου τούτου καὶ τοῦ λογοτέχνου συνίσταται μόνον εἰς τὸ ὅτι, ἐνῷ διὰ τὸν λογοτέχνην καὶ τὸ «ἀνθρωπάριον» ἀποτελεῖ πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ κατὰ βάθος ἀνεύθυνον, παρὰ τοῦ λιβελλογράφου ἀντιθέτως καταλογίζεται εἰς αὐτὸ συμβολικῶς πλήρης εὐθύνη. Διότι ὁ μὲν λογοτέχνης βλέπει τοὺς τύπους του ὑπερκοινωνικῶς, ἐνῷ ὁ λιβελλογράφος τοὺς βλέπει ἐντός της κοινωνικῆς των δράσεως καὶ τῶν κοινωνικῶν των συνεπειῶν.

Διὰ τοῦτο ὁ λίβελλος προκαλεῖ φαινομενικῶς τὴν ἐντύπωσιν προσωπικῆς ἐπιθέσεως, ἐνῷ ὁ λιβελλογράφος δύναται νὰ εἶναι ἀγαθώτατος ἄνθρωπος (συνήθως δὲ καὶ εἶναι, ὄπως ὅλοι οἱ κάπως προικισμένοι ἄνθρωποι• πᾶσα μοχθηρία προέρχεται κατὰ κανόνα ἐκ τῶν «ἀπροίκων», ὄπως ὁ Nietzsche, ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ψυχανάλυσις πρὸ πολλοῦ ἔχουν ἀποκαλύψη) καὶ αἱ σχέσεις αὐτοῦ μετὰ τοῦ στόχου του νὰ εἶναι εἰλικρινῶς φιλικώταται (λὸγῳ τῆς ἀδιαφορίας του διὰ τὸ πρόσωπόν του). Καὶ ὁσάκις ἀκόμη ἠσκήθη ἐπιτυχὴς λιβελλογραφία παρὰ γνησίων λιβελλογράφων κατὰ μεγάλων ἀνδρῶν καὶ πάλιν ὑπῆρξαν αἱ μικρότητες τῶν τελευταίων τούτων τὸ ἀντικείμενό της.

Αἱ μικραὶ πλευραὶ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν ὑπῆρξαν ἀντικείμενα ἐπιθέσεων μεγάλων λιβελλογράφων, ὅσον ἀκριβῶς αἱ μεγάλαι πλευραι τῶν αὐτῶν ἀνδρῶν ὑπῆρξαν ἀντικείμενα ἐπιθέσεων μικρῶν ἀνθρώπων. Καὶ τοῦτο ἀκριβῶς ἀποδεικνύει, ὅτι — παρὰ τὴν ἀντίθετον ἐπιπολαίαν ἀντίληψιν, τὴν ταυτίζουσαν τὴν λιβελλογραφίαν πρὸς τὴν ψευδολογίαν καὶ τὴν διαστροφὴν — οὐδὲν εἶδος λόγου ἔχει τοιαύτην ἀπόλυτον ἀνάγκην νὰ στηριχθῆ εἰς τὴν ἀλήθειαν, ὅσον ἡ λιβελλογραφία.

Εἰς ἐποχὰς καταπτώσεως, ὅταν κυριαρχοῦν οἱ τύποι τῆς σήψεως καὶ εἶναι ἔγκλειστος τῶν φαύλων εἰς τὰ κοινωνικὰ ὑπόγεια ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ὑγεία, ὁ λίβελλος ἀποτελεῖ ζωογόνον αὔραν καὶ καταντᾷ νὰ εἶναι τὸ μόνον σχεδὸν μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, πού ἵσταται εἰς τὸ ὕψος του, διαπιστώνει -διὰ τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὸ περιβάλλον του- ἐνώπιόν τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ του τὴν ἰδίαν αὐτοῦ ὕπαρξιν!