«Ελπίζω ότι κανένας υπαινιγμός παράδοξων και άγνωστων χωρών που ίσως προκύπτει από τον τίτλο δεν θα τρομάξει τους αναγνώστες κάνοντάς τους ν ’ αποφύγουν αυτό το βιβλίο– γιατί, αν και μερικά κεφάλαια μιλούν πραγματικά για την Χώρα των Ξωτικών, στο μεγαλύτερο τους μέρος δεν έχουν να δείξουν τίποτα περισσότερο από τους αγρούς που ξέρουμε, καθώς και κοινά αγγλικά δάση κι ένα συνηθισμένο χωριό και μια κοιλάδα, κάπου είκοσι ή είκοσι πέντε μίλια από τα σύνορα της Χώρας των Ξωτικών.» Λόρδος Ντάνσανι (1878-1957) “Η κόρη του βασιλιά της χώρας των ξωτικών”
“Οι Γκιμπελίν τρώνε, ως γνωστόν, τίποτα λιγότερο καλό από τον άνθρωπο. Ο κακός πύργος τους ενώνεται με την Terra Cognita, με τα εδάφη που γνωρίζουμε, με μια γέφυρα. Ο θησαυρός τους είναι πέρα από την λογική. Η φιλαργυρία δεν έχει καμία χρησιμότητα. Έχουν ξεχωριστό κελάρι για σμαράγδια και ξεχωριστό κελάρι για ζαφείρια. έχουν γεμίσει μια τρύπα με χρυσό και την σκάβουν όταν την χρειάζονται. Και η μόνη χρήση που είναι γνωστή για τον γελοίο πλούτο τους είναι να προσελκύουν στο κλουβί τους μια συνεχή προσφορά τροφής. Σε περιόδους λιμού, είναι γνωστό ότι σκορπίζουν ρουμπίνια στο εξωτερικό, ένα μικρό ίχνος από αυτά σε κάποια πόλη του Ανθρώπου, και σίγουρα, τα κελάρια τους σύντομα θα γεμίσουν ξανά” Λόρδος Ντάνσανι “The Hoard of the Gibbelins”
***
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟΧΩΡΑΣ
Ο Edward John Moreton Drax Plunkett ήταν ο 18ος Βαρώνος του Dunsany.
Ήταν ταυτόχρονα και Δημιουργός Ονειρικών Κόσμων.
Ο Έντουαρντ Τζον Μόρετον Ντραξ Πλάνκετ, γεννήθηκε στην Αγγλία από παλιά αγγλοϊρλανδική αριστοκρατική οικογένεια ευγενών. Σπούδασε στο Ίτον και το Σάντχαρστ. Υπηρέτησε στο Σώμα των Coldstream Guards. Πήγε στο Γιβραλτάρ και την Νότια Αφρική, όπου έλαβε μέρος στον πόλεμο των Μπόερς. Το 1899 διαδέχεται τον πατέρα του στον τίτλο και την κληρονομιά στο κάστρο του Μιθ στην Ιρλανδία, ένα επιβλητικό οικοδόμημα ηλικίας αρκετών αιώνων τώρα κατοικείται από το γιο του, Ράνταλ Πλάνκετ, δέκατο ένατο λόρδο, που έλαβε μέρος στην μάχη του Ελ Αλαμέιν ως διοικητής μιας μονάδας τεθωρακισμένων.
Ο Ντάνσανι πέρασε την μισή του ζωή στην Αγγλία και την άλλη μισή στην Ιρλανδία. Έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής αλλά δεν εκλέχτηκε. Μετά την αποτυχία του και πριν στραφεί στην λογοτεχνία, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με ασημαντότητες. Αγαπούσε με πάθος την εξοχή και πολλές φορές περνούσε όλη την ημέρα του πάνω στην σέλα. Αυτή την περίοδο, έχοντας περάσει τα είκοσι και παντρευτεί την γυναίκα του Βεατρίκη και χωρίς να ’χει αποφασίσει ακόμη τι θα κάνει στην ζωή του, περνά τον καιρό του με παιδικά παιχνίδια, κυνήγια, ταξίδια, σπορ —όλη του η ζωή ήταν γεμάτη περιπέτειες και σφαγές άγριων ζώων— ιδίως σκάκι (κάποια στιγμή μάλιστα έγινε και πρωταθλητής Ιρλανδίας), και ατέλειωτα πάρτι. Όντας οικονομικά ανεξάρτητος και χωρίς την ανάγκη ενός επαγγέλματος για να ζήσει, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε και να γράψει ό,τι ήθελε, κι αυτό ακριβώς έκανε.
Ο A ‘ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως ήταν μια φοβερά τραυματική εμπειρία γι ’ αυτόν η φρίκη του τον χτύπησε κατάστηθα, μπορεί να πει κανείς. Υπηρετώντας στα χαρακώματα είδε τους φίλους του να σκοτώνονται δίπλα του —οι αυτοβιογραφίες του είναι γεμάτες από τέτοια θλιβερά γεγονότα. Αυτός ο εφιάλτης μαζί με την Ιρλανδική Επανάσταση του 1916, όπου τραυματίστηκε και το κάστρο του πολιορκήθηκε, θα χρωματίσουν την όρασή του με σκοτεινά, πικρά, κυνικά και απαισιόδοξα χρώματα.
Άρχισε να γράφει νέος και φυσικά οι πρώτες του απόπειρες ήταν ποιήματα. Στα δεκαέξι του χρόνια πούλησε μάλιστα ένα απ ’ αυτά στο περιοδικό Pall Mall. Όταν φοιτούσε στο Σάντχαρστ, αποπειράθηκε να γράψει ένα πρώτο μικρό διήγημα σε συνεργασία με το φίλο του λόρδο Χάουαρντ ντε Βάλντεν, που όμως δεν το τελείωσαν ποτέ.
Ήταν ένας υγιής άνθρωπος με έμφυτη καλοσύνη, βαθιά ανθρωπιστής με την πλατιά έννοια του όρου, με φυσική ευφράδεια που τον βοήθησε στις διαλέξεις του αλλά και όταν υπαγόρευε. Ήταν όμως και ευέξαπτος και συχνά δύσκολος, σχεδόν απόλυτος στις ιδέες του και τις θέσεις του· με τον «εχθρό» δεν συμμάχησε ποτέ ούτε κι έβαλε νερό στο κρασί του.
Από την αρχή έδειξε πως διέθετε μεγάλη ικανότητα σύλληψης και οργάνωσης. Οικοδομούσε όλο το έργο μέσα του κι ύστερα καθόταν απλώς και το έγραφε χωρίς να το διορθώσει μετά. Αυτό σημαίνει ότι διαμόρφωνε τις ιστορίες του στην φαντασία του, τις οργάνωνε στο μυαλό του σε εικόνες, καταστάσεις, συγκρούσεις και ήρωες, σε τέτοιο σημείο ώστε κάποια στιγμή η ιστορία εμφανιζόταν ολοκληρωμένη.
Άλλοτε έγραφε μόνος του κι άλλοτε υπαγόρευε στην γυναίκα του. Το γραφείο του, στο σπίτι τους στο Ντάνσταλ της κομητείας του Κεντ, βρισκόταν κοντά στο παράθυρο, μας πληροφορεί ο Αι Σπρέι ντε Καμπ, που το επισκέφθηκε. Ο Ντάνσανι έγραφε με φτερό σ ’ ένα δερματόδετο σημειωματάριο το ένα και μοναδικό κείμενο της εργασίας του.
Έγραψε λογοτεχνία φαντασίας υψηλής ποιότητας χωρίς να ενδώσει ποτέ στην εμπορικότητα ούτε στο πνεύμα των καιρών. Ήταν βαθύτατα μορφωμένος με ουσιαστική γνώση της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Τα πρώτα λογοτεχνικά είδωλά του ήταν οι αδελφοί Γκριμ και ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Σ’ αυτούς θα προστεθούν αργότερα ο Ηρόδοτος, οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, ο λαμπερός κόσμος της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα ελληνικά κλασικά γράμματα γενικώς, τα λατινικά επίσης, η Βίβλος, και οι ιρλανδικοί μύθοι και θρύλοι της πατρίδας του. Από όλο αυτό το μνημειώδες υλικό πλουτίστηκε και η δική του γλώσσα, στην οποία αναμειγνύοντας και στοιχεία του καθημερινού ιρλανδικού λόγου, απόκτησε μελωδικότητα, μουσικότητα και μια μαγική, ονειρικά υπνωτιστική υποβλητικότητα. Και μ ’ αυτόν το θαυμαστό λόγο θα δημιουργήσει και το δικό του αστραφτερό, μυθικό σύμπαν.
Η σαγήνη του προσωπικού ύφους του, οι μεγαλόπνοες ιδέες του, το μεγαλείο της φαντασίας του, το πηγαίο ταλέντο του και η σπάνια ποιότητά του που δεν έμοιαζαν με κανενός άλλου, διαπιστώθηκαν από την πρώτη επίσημη εμφάνισή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν απλώς επιβεβαίωσαν αυτή την άποψη.
Ο Λόρδος Ντάνσανι υπήρξε ο μεγαλύτερος συγγραφέας φάνταζι του αιώνα μας. Πολύ φυσικό όχι μόνο να επηρεάσει, να δημιουργήσει σχολή, αλλά και να κατευθύνει την εξέλιξη του φανταστικού ως τις μέρες μας. Στην σκιά του ανδρώθηκαν ο X. Φ. Λάβκραφτ, ο Φριτς Λάιμπερ, ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, οΛι Σπρέι ντε Καμπ, ο Τζακ Βανς, ο Ρέι Μπράντμπερι, η Ούρσουλα Λε Γκεν και κυρίως ο Τζ.Ρ. Τόλκιν. Την δεξιοτεχνία του, την φυσική ικανότητα τελειότητας που διέθετε αλλά και το ποιητικό βάθος του, κανένας δεν μπόρεσε να πλησιάσει. Γι ’ αυτό και θα παραμένει πάντα ο μοναδικός.
Υπήρξε πολυγραφότατος, μια αστείρευτη πηγή, και η πλούσια παραγωγή του, στην διάρκεια της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του, περιλαμβάνει ποίηση, θέατρο, διήγημα, μυθιστόρημα, ευθυμογράφημα, πολεμικό και πολιτικό δοκίμιο, κριτική θεάτρου και λογοτεχνίας, αυτοβιογραφικά κείμενα και διάφορες ομιλίες. Θα προσπαθήσουμε να τους ρίξουμε μια σύντομη κατατοπιστική ματιά, γιατί η μελέτη τους θα ξεπερνούσε τα όρια αυτού του απλώς πληροφοριακού κειμένου.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
“Οι Θεοί της Πεγκάνα”, το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε με δικά του έξοδα, κυκλοφόρησε το 1905. Είναι μια συλλογή μικρών διηγημάτων που όμοιά τους δεν υπάρχουν στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αν κανένας ωστόσο επιχειρήσει να εντοπίσει τις βαθύτερες επιρροές που δέχτηκε ο συγγραφέας προκειμένου να οδηγηθεί στην γραφή τους, θα δυσκολευτεί αφάνταστα. Ίσως να υπάρχει μια επιπόλαιη μακρινή ανάμνηση, κι αυτή μόνο στην εξωτερική φόρμα τους, απ’ τις σύντομες ιστοριούλες του Γέιτς και του Ουάιλντ.
“Οι Θεοί της Πεγκάνα” είναι μια ανάμειξη μύθων και θρύλων, διανθισμένων με λεπτό χιούμορ-μικρά, κομψά σαν σπάνια κοσμήματα διηγήματα που μοιάζουν με χειρόγραφα κάποιας άγνωστης, μυστηριώδους θρησκείας, δεδομένου ότι περιγράφουν έναν κόσμο που υπήρξε πολύ πριν από τους θεούς του Ολύμπου, τον Βούδα και τον Αλλάχ. Δημιουργός όλων των μικρότερων θεών αυτού του κόσμου είναι ο Μάνα Γιούντ Σουσάι, που κι αυτόν πρέπει να τον έχει δημιουργήσει μια άλλη υπερδύναμη.
Είναι γραμμένα σε ύφος περίτεχνα αρχαϊκό, ένα κράμα βιβλικής, αρχαιοελληνικής και ανατολίτικης γλώσσας, αλλά χαριτωμένο, και θεωρείται ένας θρίαμβος της φαντασίας- συνδυάζει απόλυτα τον εξωτισμό με την ομορφιά —είναι ένα κομψοτέχνημα που εξαντλείται στον μουσικό εαυτό του χωρίς προεκτάσεις ή συμβολισμούς. Είναι μια πλήρης δημιουργία. Ο κόσμος της Πεγκάνα είναι αθώος και πρωτόγονος, έτσι οι θεοί της αποκτούν μεγαλύτερη αληθοφάνεια, τουλάχιστον όση και στους προϊστορικούς κόσμους. Οι προσωποποιήσεις των φυσικών δυνάμεων, χαρακτηριστικό των αρχαίων θρησκειών, έχουν κι εδώ τον πρώτο λόγο. Ο Κιντ, ο Χορηγός της Ζωής, ο Σις, ο Καταστροφέας των Ωρών, ο Μουνγκ, ο Θεός του Θανάτου, κυριαρχούν στο πάνθεον της Πεγκάνα, ενώ στην Ακρη του Κόσμου κάθεται το τέρας Θρογκούλ διαβάζοντας Το Βιβλίο που Περιέχει τα Πάντα.
Παρ ’ όλη την αίσθηση του απόκοσμου, του παραμυθιού και του μαγικού, αυτή η ψευτομυθολογία όχι μόνο συναρπάζει τον αναγνώστη αλλά τελικά κερδίζει και την αποδοχή του- γίνεται πιστευτή. Κι ας μοιάζει ο άνθρωπος αυτού του κόσμου ένα ασήμαντο παιχνίδι μπροστά στην μεγαλειότητα του κοσμικού όντος, που συγκρινόμενοι μ ’ αυτό ακόμη και οι Μικροί Θεοί είναι ασήμαντοι, ιδέα που θα καλλιεργήσει στο έπακρο ο Λάβκραφτ.
Το δεύτερο βιβλίο του είναι “Ο Χρόνος και οι Θεοί” (1906), γραμμένο με την ίδια ποιότητα και στο ίδιο ύφος. Η πλοκή και η έκταση των διηγημάτων είναι ανεπτυγμένα, το πάνθεον όμως παραμένει το ίδιο. Γοητευτικά θολό και προηγμένα διανοουμενίστικο. Θεοί και θνητοί πρωταγωνιστούν κι εδώ στο κλίμα της κλασικής βιβλικής αρχαιότητας- οι διάφορες ιστορίες εξηγούν φυσικά φαινόμενα με τον τρόπο του Οβίδιου στις Μεταμορφώσεις.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα στίχο του Σουίνμπουρν. Ο χρόνος και οι θεοί βρίσκονται σε διαμάχη, όπως παραδέχτηκε χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Ντάνσανι.
Στο βιβλίο υπάρχουν και μερικά διηγήματα μόνο με θνητούς, που μπορούν να θεωρηθούν οι πρόδρομοι των διηγημάτων με βασιλιάδες και πολεμιστές που εξάσκησαν τόσο μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους συγγραφείς του κύκλου, Σπαθί και Μαγεία, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Εκείνο που αποκομίζει ίσως ο αναγνώστης απ ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν μπορείς να ανακτήσεις το χρόνο ούτε και να σταματήσεις την ροή του. Ο Ντάνσανι όμως δεν κάνει κήρυγμα, τον ενδιαφέρει περισσότερο η ποιητική διάσταση των καταστάσεων.
Σημαντική αλλαγή παρατηρείται στο τρίτο βιβλίο του, “Το Σπαθί του Βέλεραν” (1908). Μ’ αυτό πλησιάζει περισσότερο στην φόρμα της ηρωικής ή ψευτοηρωικής περιπέτειας. Το διήγημα που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, αναφέρεται σ’ ένα αγόρι που δέχεται το σπαθί ενός από τα φαντάσματα των αρχαίων ηρώων φρουρών της πόλης, για να σώσει την Μητρόπολη από τις ορδές των βαρβάρων.
Το πιο εντυπωσιακό διήγημα του βιβλίου είναι Το απόρθητο φρούριο, οχυρό για το Σάκνοθ, όπου οι διάφορες υπερβολικές καταστάσεις δημιουργούν ένα φανταστικό σύνολο απόλυτα συνεπές και πιστευτό. Ένας μάγος έρχεται στην Γη καβάλα σ ’ έναν αστεροειδή, στέλνοντας διαβολικά όνειρα στους άντρες. Στο τέλος, όταν του επιτίθενται με σπαθιά, αυτός απλώς σηκώνει το κεφάλι του με τα χέρια του για να τα αποφύγει.
Είναι ένα από τα ωραιότερα διηγήματά του που η ομορφιά του πλησιάζει την ανάλογη του διηγήματος, Η Πτώση της Μπαμπουκλούντ, όπου διάφοροι ταξιδιώτες αναφέρονται σε μιαν υπέροχη πόλη- όταν όμως φτάνουν στον προορισμό τους, η πόλη δεν υπάρχει. Την έχει καταστρέψει ο «Θεός», γιατί οι κάτοικοί της λάτρευαν τα είδωλα. Φυσικά ο καθένας αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον εβραϊκό θεό Ιεχωβά- ποιος άλλος είναι τόσο σκληρός; Η αρχαία ηρωική φαντασία, που τα ωραιότερα είδη της είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, ο Γκιλγκαμές, το Μπίογουλφ, ή οι Χίλιες και Μία Νύχτες, βρίσκουν εδώ την ωραιότερη έκφραση-αναβίωσή τους, σε μια λογοτεχνία πρωτότυπη, ζωντανή, χυμώδη.
Πολύ δίκαια, ο Ντάνσανι θεωρείται ο πρόδρομος της μοντέρνας ηρωικής φαντασίας, όπου στον βαρβαρισμό, την ωμότητα και την σκληρότητα άλλων, του Ρόμπερτ Χάουαρντ π.χ., αντιτάσσει την εξυπνάδα, την ποίηση, το χιούμορ, την ειρωνεία, την κυνικότητα. Τα διηγήματά του έχουν μια ονειρική, παραμυθένια ποιότητα- ένα διήγημά του μοιάζει μ ’ έναν πίνακα που τεμαχίζεται σε πολλά κομμάτια έχοντας το καθένα την δική του γοητεία και όλα μαζί συγκροτούν ένα πολύχρωμο λαμπερό σύνολο.
Οι ιδέες του ήταν φωτεινές και οι μύθοι του πλούσιοι, αλλά η πραγματική ομορφιά του ήταν ο τρόπος που χρησιμοποιούσε την γλώσσα και συνέθετε την φράση του. Σ ’ αυτό ήταν αξεπέραστος και δύσκολο να τον μιμηθεί κανείς. Τον μιμήθηκαν όμως, όπως ήταν επόμενο- ο Λάβκραφτ πιο ουσιαστικά και πιο πετυχημένα από πλήθος άλλων. Η “Σελεφαίς” του μάλιστα —στο βάθος δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ξαναγράψιμο του διηγήματος του Ντάνσανι.
“Η στέψη του κυρίου Τόμας Σαπ”, θεωρείται καλύτερο από το πρωτότυπό του. Εξίσου εντυπωσιακή θεωρείται και η μεγάλη ντανσανική νουβέλα του, “Η ονειρική αναζήτηση της άγνωστης Καντάθ”, όπου και αναπτύσσει εκτενέστερα το σύμβολο της Ονειροχώρας.
Αυτός ο πρώιμος Ντάνσανι αποτέλεσε και μεγαλύτερο ερέθισμα για μιμήσεις. Η Ούρσουλα Λε Γκεν, θαυμάστριά του, λέει ότι είναι η φριχτή μοίρα του νέου συγγραφέα που αποφασίζει να γράψει φανταστική πεζογραφία να ξεκινήσει από τον «απλό», αρχικό Ντάνσανι. Ομως, άλλο είναι να μιμηθείς το ύφος ή την τεχνοτροπία ή τους μύθους του, κι άλλο να είσαι πράγματι πρωτότυπος. Για να γράψει κανείς ένα τέτοιο διήγημα πρέπει να είναι ιδιοφυία, δηλαδή Ντάνσανι. Και η Λε Γκεν συνεχίζει: «Ο Ντάνσανι ανακάλυψε μια στενή φλέβα που όμως ήταν γεμάτη χρυσάφι· και ήταν όλη δική του».
Ποιος μπορεί να την ξαναβρεί; Σχεδόν κανείς. Στην καλύτερη περίπτωση, τα διαμάντια του αντικαταστάθηκαν από φο μπιζού.
Ένα άλλο, επίσης ενδιαφέρον, διήγημα του βιβλίου είναι, “Οι φίλοι των Ξωτικών”, όπου αναφέρεται για πρώτη φορά στην Ιρλανδία. Το υλικό του το συγκέντρωσε τον καιρό που περιόδευε για τις εκλογές που έχασε. Επισκέφθηκε εργοστάσια και διάφορους άλλους τόπους εργασίας και μπορεί να πει κανείς ότι πήρε μια ιδέα του ανθρώπινου μόχθου και της πραγματικότητας —έτσι η ηρωίδα του είναι μια νεράιδα που έγινε θνητή, αλλά μισώντας την σκληρή ανθρώπινη εργασία θέλει να επιστρέψει στην αρχική φύση της.
Ύστερα από “Το Σπαθί του Βέλεραν”, εμφανίστηκαν “Οι ιστορίες ενός Ονειροπόλου” (1910), που είναι τοποθετημένες σε φανταστικούς τόπους ή σε μια φανταστική, ρομαντική Ανατολή και οι ήρωές τους είναι συνηθισμένοι άνθρωποι.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη πορεία στον Ντάνσανι, που ξεκινά με την γέννηση του σύμπαντος, τους μακρινούς Θεούς, τα πρώτα βασίλεια και προφήτες, για να περάσει στην συνέχεια στο καθημερινό και συνηθισμένο. Η πορεία όμως αυτή δεν ακολουθήθηκε βάσει σχεδίου, απλώς λειτούργησε έτσι.
Το πιο διάσημο διήγημα του βιβλίου είναι “Οι ήσυχες μέρες στο Γιαν”.
Ο Γέιτς έγραψε γι ’ αυτό: «Είχα διαβάσει την «Πτώση της Μπαμπουκλούντ» και τις «Ήσυχες μέρες στο Γιαν» όταν ήμουν παιδί. Μέσα από τα διηγήματα αυτά απόκτησα την αίσθηση του Καλού και του Κακού- είναι τα πρώτα σπέρματα της δημιουργίας του κόσμου μου».
Το διήγημα ξεκινά μ ’ ένα ταξίδι στον Νείλο και είναι η περιπλάνηση στις Χώρες της Αναζήτησης. Αλλά το γήινο τοπίο και γενικά η γήινη γεωγραφία του δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Είναι προσωπική του δημιουργία στα μέτρα της Ομορφιάς όπως την αντιλαμβανόταν η αισθητική του.
Δύο άλλα διηγήματα του βιβλίου είναι πολύ όμορφα. Το Μπλάκ νταρός προσφέρει την μαγεία των επινοήσεων. Ασήμαντα αντικείμενα όπως ένας παλιός φελλός, ένα καμένο σπίρτο κι ένα παλιό παιδικό κουνιστό αλογάκι διηγούνται την ιστορία τους’ το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό.
Αλλά πιο παράξενο είναι το δεύτερο διήγημα, “Όπου οι παλίρροιες υποχωρούν και επιστρέφουν”, από τα πλέον σκοτεινά και μελαγχολικά του, που θυμίζουν Κάφκα. Ο ήρωας έχει αθετήσει τους κανόνες μιας μυστικής κοινωνίας, γι ’ αυτό καταδικάζεται να μην βρει ανάπαυση ούτε μετά τον θάνατό του. Έτσι σε κάθε γενιά ξεθάβουν τα κόκαλά του αφήνοντάς τα στην λάσπη του Τάμεσυ κι αυτό συνεχίζεται μέχρι καταβολής κόσμου. Όταν όμως η ανθρωπότητα επανέρχεται στην Φύση, η κατάρα λύνεται. «Αμάρτησε στους ανθρώπους, λένε τα Πουλιά, αλλά εμάς αυτό δε μας ενδιαφέρει», κι ανεβάζουν την ψυχή του ψηλά στα ουράνια.
Το διήγημα αγγίζει το σουρεαλισμό, κι ενώ μοιάζει να μην συμβολίζει τίποτε, έχει ένα βαθύτατο νόημα και μια γενικότερη άποψη της απαλλοτρίωσης. Όλη η αφήγηση γίνεται από τον νεκρό και διαθέτει μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ.
Ένα άλλο διήγημά του που δείχνει τις ανανεωτικές τάσεις του είναι “Ο καημένος ο γερο-Μπιλ”. Αναφέρεται στο πλήρωμα ενός πλοίου που στασιάζει εγκαταλείποντας τον καπετάνιο του κι αυτός τους καταριέται. Το πλοίο τους δεν μπορεί να αγγίξει την Γη όσο αυτός είναι ζωντανός. Οι προμήθειες κάποτε τελειώνουν και οι ναυτικοί τρώνε ο ένας τον άλλο, ώσπου μένει μόνο ο αφηγητής.
Το τελευταίο μεγάλο βιβλίο του αυτής της περιόδου και για ορισμένους το καλύτερό του είναι “Το Βιβλίο των Θαυμάτων” (1912), που διαφέρει σημαντικά από τα προηγούμενα. Το χιούμορ και η ειρωνεία έχουν αυξηθεί πολύ εδώ, φτάνοντας πολλές φορές στα όρια του σαρκασμού. Στο βιβλίο αυτό αναπτύσσει και μια ιδέα που επρόκειτο να γίνει το χαρακτηριστικό του: “Την Άκρη του Κόσμου” Πρόκειται για την άκρη του δικού μας κόσμου, η οποία βρίσκεται εκεί που τελειώνει η Γη. Μια απότομη χαράδρα ανοίγεται από το σημείο αυτό που οδηγεί σε μια άβυσσο γεμάτη ομίχλη και αστέρια. Δύο από τα διηγήματα του βιβλίου είναι ενδεικτικά. Το ένα, “Η πιθανή περιπέτεια των Τριών Λογίων”, φέρνει τους τρεις φίλους στην “Άκρη του Κόσμου” για να κλέψουν το κουτί που περιέχει τα ωραιότερα ποιήματα τον κόσμου.
Συλλαμβάνονται όμως από το Φύλακά του, ο οποίος δεν περιγράφεται· αλλά το τι είναι, συμπεραίνεται από την αντίδραση του τρίτου που προτιμά να πηδήσει στην άβυσσο παρά να πέσει στα χέρια του. Το άλλο είναι “Ο θησαυρός των Γκίμπελιν”, σύμφωνα με το οποίο ο ιππότης Άλντερικ πηγαίνει στο κάστρο των Γκίμπελιν, που βρίσκεται στην Άκρη του Κόσμου, για να κλέψει πολύτιμους λίθους- τα Γκίμπελιν τρώνε βέβαια ανθρώπους. Όλα πάνε καλά για τον ιππότη μέχρι την στιγμή που βγαίνει από το κάστρο, οπότε τα Γκίμπελιν, που φυσικά τον περιμένουν, «χωρίς λέξη, χωρίς ούτε καν να χαμογελάσουν τον κρέμασαν προσεχτικά στον εξωτερικό τοίχο. Κι αυτή είναι μια ιστορία χωρίς ευχάριστο τέλος».
Αυτό το απότομο τέλος είναι από τα καλύτερα ευρήματα του Ντάνσανι. Κλείνει με μιά έξυπνη φραστική στροφή σαν παγίδα, και ο αναγνώστης μόλις που καταλαβαίνει ότι το διήγημα τελείωσε- παράλληλα είναι και ένα ερέθισμα για την φαντασία του μετά από όσα προηγήθηκαν.
Το δεύτερο βιβλίο του, “Ιστορίες Θαυμάτων” (1916), περιέχει επίσης αρκετά ωραία διηγήματα, παρ ’ όλο που θεωρείται κάπως κατώτερο από τα προηγούμενα. Είναι φυσικό για ένα συγγραφέα που έμοιαζε να γράφει συνέχεια, να έχει και στιγμές κάμψης, όσο πλούσια κι αν ήταν, που ήταν βεβαίως, η φαντασία του. Ωστόσο κι εδώ είναι άφθονη και πάντα ερεθιστική, όπως άφθονο είναι και το χιούμορ σε σημείο μάλιστα να προκαλεί και το γέλιο. Τα καλύτερα διηγήματα εδώ εξερευνούν παρθένες περιοχές, όχι στην Ονειροχώρα, αλλά σε θρυλικές εκδοχές του κόσμου μας. Το Μια ιστορία της Γης και της Θάλασσας π.χ. ξεκινά από την Ευρώπη και καταλήγει στην Αφρική. Το ζωντανό, σύγχρονο ύφος του γραψίματός του θα μιμηθούν αργότερα πολλοί άλλοι συγγραφείς όπως ο Τζον Κόλιερ, ο Στέφεν Βίνσεντ Μπένε, ο Μαρκ Βαν Ντόρεν, κ.α.
Οι ιστορίες των Τριών Ημισφαιρίων (1919) θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του, αλλά ο μελετητής του έργου του Ντάρελ Σβάιτσερ το απορρίπτει, ξεχωρίζοντας μόνο ορισμένα διηγήματα, όπως το Ο σάκος με τα διαμάντια, για την εντυπωσιακή ατμόσφαιρά του, το Πώς η τσάντα του ταχυδρόμου άδειασε κάτω στον κάμπο, στο Ότφορντ, για την επιδέξια ανάμειξη της ειρωνείας με τον τρόμο, Το μαγαζί στο δρόμο της Λησμονιάς και το Ο τιμωρός του Περντόνταρις, για να καταλήξει όμως ότι τελικά το βιβλίο είναι γοητευτικό.
Κατά την διάρκεια του A ‘ Παγκόσμιου Πολέμου, τα μόνα βιβλία που έγραψε είναι Οι Πολεμικές Ιστορίες (1918), και τα Δυσάρεστα μακρινά πράγματα (1919), αλλά είναι τόσο επηρεασμένα από την βρετανική προπαγάνδα περί της ορθότητας της Συνθήκης, τον ηρωισμό των Συμμάχων της εποχής του Κάιζερ ή το ανθρώπινο λίπος που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί στις μηχανές τους, ώστε δεν πρέπει να τα λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του. Αν συγκριθούν με το Ουδέν νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο, του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ π.χ. γίνεται αντιληπτό γιατί δεν επέζησαν.
ΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Ο Αόρδος Ντάνσανι έγινε θεατρικός συγγραφέας ξαφνικά ένα απόγευμα της άνοιξης του 1909. Ήταν η εποχή της Αναγέννησης του ιρλανδικού θεάτρου και το Θέατρο Αμπι βρισκόταν στις δόξες του, η εποχή που ο ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς και η Λαίδη Γκρέγκορι δημιουργούσαν την εθνική δραματουργία της Ιρλανδίας. Η μεγαλύτερη αποκάλυψή τους ήταν ο Τ.Μ. Σινγκ, κι ένα από τα ωραιότερα έργα του, “Η Ντίαρντρι των Θλίψεων”. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, λοιπόν, ο Γέιτς ζήτησε από τον Ντάνσανι να γράψει ένα έργο. Και ο Ντάνσανι έγραψε το μεγάλο μονόπρακτο, “Η Λαμπερή Πύλη”, που ανεβάστηκε στο Θέατρο Αμπι με μεγάλη επιτυχία.
Δυο κλέφτες, μετά το θάνατό τους, βρίσκονται μπροστά στην Πύλη του Παραδείσου, αλλά όταν την ανοίγουν, τους υποδέχεται το σκοτεινό χάος κι ένα σαρκαστικό γέλιο που γεμίζει το άδειο σύμπαν ολόγυρά τους. Έχει λεχθεί ότι ο Ντάνσανι κατά βάθος ήταν αθεϊστής- το έργο αυτό το επιβεβαιώνει. Ο διάλογός του είναι ζωντανός και άμεσος, και τα δυο πρόσωπά του άνθρωποι αληθινοί και συγκινητικοί και το «κλείσιμο» του έργου σχεδόν τραγικό, προσφέροντας κάτι από το ρίγος μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Το επόμενο έργο του ήταν “Ο βασιλιάς Αργιμένης και ο Άγνωστος Πολεμιστής”, σε δυο πράξεις. Παίχτηκε κι αυτό στο Θέατρο Άμπι τον Ιανουάριο του 1910 με επιτυχία, και θεωρείται ένα από τα ωραιότερά του. Ο βασιλιάς Αργιμένης, σκλάβος ενός άλλου μονάρχη, βρίσκει ένα μυθικό ξίφος και με την βοήθειά του οδηγεί τους σκλαβωμένους συντρόφους του σε επανάσταση κατά του βασιλιά Ντάρνιακ. Το έργο έχει εξωτικό χρώμα και εντάσσεται στην μυθολογία του της Ονειροχώρας.
Η πλοκή του είναι περίτεχνη και καλύπτει κάπως την έλλειψη βάθους των χαρακτήρων, που όμως έτσι κι αλλιώς δεν τον ενδιέφερε. Οι ήρωές του είναι απλώς αυτό που κάνουν και αυτό που λένε, είναι η ιστορία τους έτσι όπως ακριβώς διαδραματίζεται, έτσι όπως μας την «αφηγείται» ο συγγραφέας, που λες και στέκεται σε κάποια απόσταση απ ’ όπου μπορεί να «βλέπει» και να «ακούει» τα τεκταινόμενα —οι «βαθύτερες» σκέψεις των ηρώων, ο «άλλος» εαυτός τους, κύριο και βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου ψυχολογικού θεάτρου, δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο· και ίσως αυτό να ήταν που τον εξόρισε από την σημερινή σκηνή.
Αλλά ο Ντάνσανι ξεκινούσε από την «καθαρότητα» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που γνώριζε καλά, η οποία στην ουσία παρουσιάζει καταστάσεις και γεγονότα· και ακριβώς αυτά είναι που οικοδομούν τους ήρωες. Τα τραγικά πρόσωπα πράττουν, η σύγκρουσή τους με την μοίρα, τον κόσμο και τον εαυτό τους είναι η αρχέγονη σύγκρουση του όντος με μιαν αναπόφευκτη φύση κι ένα δεδομένο σύμπαν —και αυτό κάνουν και οι ήρωες του Ντάν σανι – αυτή εξάλλου είναι και η ομορφιά τους αλλά και η αλήθεια τους.
“Οι Θεοί του Βουνού”, έργο που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1910, και ανέβηκε στο Θέατρο Χάιμαρκετ του Λονδίνου, είναι συνθεμένο με βάση αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο. Διαδραματίζεται και αυτό σε μια φανταστική ειδωλολατρική χώρα. Μια ομάδα ζητιάνων εξαπατούν τους κατοίκους μιας πόλης, οικειοποιούμενοι τις μορφές των Θεών τους που τα είδωλά τους είναι λαξευμένα στους βράχους του κοντινού βουνού. Αλλά οι πραγματικοί Θεοί δε συγχωρούν την ύβρι. Κατεβαίνουν από τα βάθρα τους και τιμωρούν τους κλέφτες μεταμορφώνοντάς τους σε αγάλματα Θεών. Η «τραγική» (;) ειρωνεία είναι ότι οι κάτοικοι της πόλης θεωρούν τους ζητιάνους πραγματικούς Θεούς. Ο αρχαίος από μηχανής θεός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας κάνει κι εδώ την θριαμβευτική εμφάνισή του, δηλώνοντας έτσι κι αλλιώς την παρουσία του. Το έργο είναι καλογραμμένο, τα πρόσωπα σχεδιασμένα σωστά και οι καταστάσεις αληθοφανείς.
“Ο Γελωτοποιός των Θεών” (1911), δεν ξεφεύγει από την παραπάνω ιδεολογική γραμμή και θεωρείται πιο εντυπωσιακό. Ένας βασιλιάς με τις γυναίκες του βρίσκεται στην εξοχή. Η πρώτη βασίλισσα όμως πλήττει και θέλει να επιστρέφει στην πρωτεύουσα, παρακινεί, λοιπόν, το μυστικοσύμβουλο-προφήτη του βασιλιά να πείσει την εξοχότητά του ότι πρέπει να γυρίσει στην Μητρόπολη του κράτους, διαφορετικά, αν δεν υπακούσει, οι Θεοί θα την καταστρέφουν. Ο βασιλιάς, που ανακαλύπτει το ψέμα, του αντιτάσσει ότι δεν πρόκειται να επιστρέφει, και ότι αν η πόλη δεν καταστραφεί, θα τον εκτελέσει. Και η πόλη καταστρέφεται. Δεν μπορείς να παίζεις με δυνάμεις που δεν γνωρίζεις και σε ξεπερνούν, όταν εσύ δεν είσαι παρά ένα ασήμαντο παιχνίδι στα χέρια τους, ούτε και πρέπει να χρησιμοποιείς το όνομα του Θεού επί ματαίω.
Οπως και στα προηγούμενα έργα του, ο διάλογος είναι ζωντανός και γίνεται ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους. Οι συγκρούσεις είναι έντονες και πειστικές και η εξέλιξη φυσιολογική ως το φοβερό τέλος. Το γεγονός με το τραγικό υπόβαθρό του, ξεπερνά τελικά την ιστορία και τον εξωτισμό της. Οι άνθρωποι, όποιοι κι αν είναι και ανεξάρτητα από τον χρόνο και χώρο που βιώνουν, είναι τελικά οι δημιουργοί της μοίρας τους.
“Ο Αλέξανδρος” (1924) είναι ίσως σπουδαιότερο, τουλάχιστον σε ιδεολογική βάση. Ένα πολύ «ελληνικό» έργο, όχι μόνο λόγω θέματος, αλλά και λόγω δομής και τεχνοτροπίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος κάνει το λάθος να απαρνηθεί τον συμβουλάτορά του, ιερέα του Απόλλωνα, και πληρώνει την υπεροψία του με τον θάνατό του. Το έργο είναι τετράπρακτο, θεωρήθηκε λοιπόν λάθος ο θάνατος του Αλέξανδρου-πρωταγωνιστή στην τρίτη πράξη. Ο Ντάνσανι όμως ήθελε να δείξει μ ’ αυτό ότι ακόμη κι όταν οι κορφές γκρεμίζονται, τα είδωλα πέφτουν και οι Θεοί πεθαίνουν, η Ζωή συνεχίζεται, γιατί είναι κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πέρα απ ’ την φθαρτότητα και την θνητότητα ανθρώπων και πραγμάτων, κάτι αιώνιο και αθάνατο.
“Οι Εχθροί της Βασίλισσας” (1917) είναι κι αυτό ένα σαρκαστικό σχόλιο πάνω στην υπεροψία της εξουσίας. Μια αιγύπτια βασίλισσα πνίγει τους εχθρούς της σε μια υπόγεια σπηλιά, γιατί απλώς δεν υποφέρει την ιδέα να έχει εχθρούς. Αυτοί όμως συνεχίζουν να υπάρχουν.
Στα μεταπολεμικά του έργα τοποθετείται το Τσίζο (1917). Παρ ’ όλο που γράφεται σε μια περίοδο που βασιλεύει ακόμη ο ρομαντισμός, είναι πολύ κοντά στην σύγχρονη αμοραλιστική φιλοσοφία, διότι η αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας που επιχειρείται, μιας πραγματικότητας που δεν χαρακτηρίζεται για καμιά «ονειρική ομορφιά», είναι ενδεικτική. Ο βοηθός ενός εφημέριου καταφέρνει να παντρευτεί την κόρη ενός επιχειρηματία με δόλια μέσα. Για μια φορά ακόμη σχεδιάζεται η αιώνια πάλη του Καλού με το Κακό, μόνο που εδώ νικά το δεύτερο.
“Η ιστορία του γερο-Βασιλιά” (1917) είναι γραμμένη στο ίδιο ανατρεπτικό, αναρχικό πνεύμα. Αναφέρεται σ ’ έναν εξόριστο μονάρχη που οι Θεοί δεν του επιτρέπουν να γυρίσει στην πατρίδα του. Ένα νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων θα συνεχίσει τον απελπισμένο αγώνα του γέροντα. Τα νιάτα, η ορμή, η φλόγα, λέει ο Ντάνσανι, μπορούν τα πάντα να νικήσουν ακόμη και τους Θεούς.
Το “Εάν” (1919) είναι εξίσου ενδιαφέρον. Η πλούσια σκηνική δράση του εναρμονίζεται με το φιλοσοφικό βάθος του. Ο ήρωας του έργου βρίσκει ένα μαγικό κρύσταλλο που έχει την ιδιότητα να σταματά το χρόνο. Θα μπλεχτεί σε διάφορες περιπέτειες με αποτέλεσμα να χάσει γυναίκα και υπάρχοντα. Το έργο δεν διαθέτει μόνο το στοιχείο της έκπληξης αλλά και κάτι βαθύτερο. Σαν τον μαθητευόμενο μάγο, μην καταπιάνεσαι με δυνάμεις που δεν μπορείς να τιθασεύσεις, και ο χρόνος δεν τιθασεύεται. Αν δεν ξέρεις να τον αξιολογήσεις, θα σε νικήσει.
Τα μεταπολεμικά έργα του Ντάνσανι, όπως φαίνεται, διαθέτουν πιο πολλά σύγχρονα στοιχεία που φτάνουν μέχρι την Ε. Φ. Το διαπιστώνει κανείς στο Στην Αγία Ρωσία (1928), Το ταξίδι της Ψυχής (1928), Ο παράξενος εραστής (1930), Ατμοσφαιρικά (1937), Ο δρόμος (1950).
ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
Το πρώτο μυθιστόρημά του είναι “Τα χρονικά του Ροντρίγκεζ” (1922). Του λείπει φανερά η ουσιαστική δομή, αλλά το δυνατό γράψιμο σε κάνει να παραβλέψεις αυτό το «ελάττωμα». Η δράση τον είναι τοποθετημένη σε μια φανταστική Ισπανία. Ο ήρωας Ντον Ροντρίγκεζ είναι νέος και άπειρος, αλλά γεμάτος ρομαντισμό και πάθος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του κληρονομεί ένα τόξο κι ένα μαντολίνο και μ ’ αυτά τα εφόδια ρίχνεται σε ρομαντικές περιπέτειες. Στην συνέχεια θ ’ αποκτήσει έναν πύργο, γυναίκα κι ένα βοηθό τύπου Σάντσο Πάντσα. Το μυθιστόρημα, όπως φαίνεται, είναι η άποψη του Ντάνσανι —μια καθυστερημένη, ετεροχρονική απάντηση ίσως— για τον Δον Κιχώτη. Δεν έχει όμως την ικανότητα του Θερβάντες να σατιρίσει το ιπποτικό, ρομαντικό μυθιστόρημα, και δεν ήταν αυτός ο σκοπός του εξάλλου. Όπως και σε πολλά από τα διηγήματά του ή σε θεατρικά έργα, έτσι και εδώ ο από μηχανής θεός θα δώσει την λύση.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του, “Η κόρη του Βασιλιά της Χώρας των Ξωτικών” (1924), όμως, θεωρείται όχι μόνο ένα από τα καλύτερά του, αν όχι και το ωραιότερο, αλλά και κλασικό του είδους. Το βασικό του θέμα, που θα το εκμεταλλευτούν πλήθος άλλοι συγγραφείς, από την απλή αντιγραφή του έως την πλήρη διασκευή του, και που θα γίνει το σήμα κατατεθέν του φάνταζι, είναι η Χώρα των Ξωτικών, η περίφημη Ονειροχώρα. Αυτή δεν είναι μια χώρα που κατοικείται μόνο από νεράιδες, δαιμόνια και ξωτικά γενικώς, είναι κυρίως ένα βασίλειο έξω από το δικό μας χώρο και χρόνο· βρίσκεται κάπου πέρα από το λυκόφως —τα όριά της μπορεί να τα δει κανείς καμιά φορά στα ανατολικά, στην άκρη της χαραυγής ή πιο συχνά στις βαθιές σκιές του δειλινού.
Η Ονειροχώρα είναι γεμάτη από ασύλληπτες ομορφιές, από θαυμαστές εκπλήξεις κι από μαγικά συμβάντα. Είναι δημιούργημα του μυαλού του Νεραϊδοβασιλιά, και γι ’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί μάλλον ένας Θεός παρά ένας απλός μονάρχης που διαθέτει και υπερφυσικές ικανότητες. Φυσικό λοιπόν, οι γήινοι νόμοι να μην ισχύουν στην γεωγραφία της. Είναι επίσης μια φιλολογική, πολύπλοκη μεταφορά στην χώρα της φαντασίας, στην σφαίρα της χαμένης παιδικής αθωότητας, στην σφαίρα του οτιδήποτε που βρίσκεται πέρα από την γνώση μας, εκεί που τα πάντα μπορούν να συμβούν και όλα είναι πιθανά. Αν σταματήσεις όμως να ονειρεύεσαι, δεν μπορείς όχι μόνο να ξαναδείς πλέον τις νεραϊδοβουνοκορφές, αλλά ούτε και να ξαναεπισκεφθείς την Χώρα των Ξωτικών, γιατί, όπως ήδη ειπώθηκε, αυτή, παρ ’ όλη την υλική υπόστασή της, δεν βρίσκεται σε καμιά γήινη ήπειρο.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα του Ντάνσανι φωτίζονται απ ’ αυτή την φιλοσοφική θέση. Σκιαγραφούν δηλαδή και αντιπαραθέτουν το ρεαλισμό με τον ρομαντισμό, την πραγματικότητα με την φαντασία, την απλή μίμηση με την γνήσια δημιουργία, ό,τι και να συνεπάγεται αυτή η τελευταία τελικά.
Ο πόλεμος βέβαια έθαψε τα υπέροχα όνειρά του, αλλά αυτός, σαν το μυθικό φοίνικα, είχε την ικανότητα να ξαναγεννιέται από την στάχτη του και να βρίσκει μέσα από τα ερείπια το δρόμο για την Ονειροχώρα, κι ίσως γι ’ αυτό “Η Κόρη του Βασιλιά της Χώρας των Ξωτικών” είναι τελικά ο θρίαμβος του ονείρου.
Ο μύθος του, παρ’ όλο που εδώ δεν παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, είναι ενδεικτικός. Ο πρίγκιπας Άλβερικ φεύγει απ ’ το γήινο βασίλειο του Ερλ και πηγαίνει στην Ονειροχώρα αναζητώντας την γυναίκα των ονείρων του. Την βρίσκει στο πρόσωπο της Λιραζέλ, της κόρης του Βασιλιά των Ξωτικών. Όταν όμως την παντρεύεται, της ζητά να υποταχθεί στην καθημερινότητα, ν’ απαρνηθεί τον κόσμο της, να γίνει χριστιανή και να πάψει να λατρεύει τ ’ αστέρια και τα λουλούδια. Η Λιραζέλ ενδίδει για λίγο, αλλά στο βάθος είναι δυστυχισμένη. Και κάποια στιγμή, με την μαγική βοήθεια του πατέρα της, επιστρέφει στη Νεραϊδοχώρα μαζί με τα φθινοπωρινά φύλλα, εγκαταλείποντας τον Άλβερικ. Αυτός θα την αναζητήσει και πάλι, αλλά μάταια- ό,τι χάθηκε, χάθηκε για πάντα. Φιλολογικά, γιατί ο βασιλιάς έχει εξαφανίσει τα σύνορα, μεταφορικά, γιατί στο μεταξύ ο Άλβερικ έχει μεγαλώσει κι έχει γίνει ένας πλαδαρός και νωθρός γέρος. Η Λιραζέλ όμως τον αγαπά πάντα και ζητά από τον νεραϊδοβασιλιά πατέρα της μια τελευταία ευκαιρία. Κι αυτός μεταφέρει την Ονειροχώρα πάνω στο Ερλ μαγεύοντας τα πάντα εκτός από ένα μικρό εκκλησάκι, στο οποίο μένει ένας καλόγερος και μερικοί πιστοί που δεν δέχονται να ασπαστούν τον παγανισμό.
Σαν σύλληψη το μυθιστόρημα είναι σίγουρα εκπληκτικό, όπως εκπληκτική είναι και η οικοδόμησή του. Οι περιγραφές της φύσης είναι γοητευτικές, κι αυτό είναι φυσικό για έναν άνθρωπο που ζού σε το φυσικό τοπίο, ήταν δεμένος μαζί του, ήξερε τις μυστικές ομορφιές του και τις παρθενικές πηγές του, και που, εκτός αυτού, τον χαρακτήριζε η επιδεξιότητα και η κομψότητα στο χειρισμό του λόγου. Έτσι, όλο το μυθιστόρημα διαπνέεται από μια ποιητική, τρυφερή, λυρική διάθεση, και, παρ ’ όλο το μαγικό κλίμα του, την μουσική ατμόσφαιρά του, είναι αυτή η δεξιοτεχνία του Ντάνσανι που κεντά θαρρείς την ομορφιά με σπάνια υλικά, προσφέροντάς την στον αναγνώστη σαν ένα κομψοτέχνημά υπνωτιστικής ακτινοβολίας, που τον συνεπαίρνει τελικά.
Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί “Η Σκιά της Παραδουλεύτρας” (1926). Η συνοχή και η σαφήνεια της πλοκής της Ονειροχώρας εδώ είναι πιο προχωρημένα. Δείχνει επίσης να χειρίζεται πολύ πιο σταθερά και ισορροπημένα το υλικό του. Ο μύθος είναι τοποθετημένος και πάλι στην Χρυσή Εποχή της φανταστικής Ισπανίας, και συνεχίζει την ιστορία του Ντον Ροντρίγκεζ μερικές γενιές αργότερα. Ο Ραμόν Αλόνζο Μάθιου Μαρκ Λουκ Τζον στέλνεται από τον πατέρα του σ ’ ένα μάγο να του μάθει την τέχνη της μαγείας (την ιδέα θα χρησιμοποιήσει αργότερα η Ούρσουλα Λε Γκεν στην σειρά της Θαλασσογή). Εκεί ο μάγος του κόβει την σκιά μ ’ ένα μαχαίρι και ο Ραμόν γίνεται ένας απόκληρος. Διότι, όπως είναι γνωστό, ένας άνθρωπος χωρίς σκιά είναι μολυσμένος από την Μαύρη Μαγεία (ο Ντάνσανι παίρνει την ιδέα από το μυθιστόρημα του Άντελμπερτ φον Καμίσο, Η αλλόκοτη ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ -1813). Στο σπίτι του μάγου ο Ραμόν συναντά την Παραδουλεύτρα, της οποίας ο μάγος έχει αφαιρέσει επίσης την σκιά· όταν της την ξαναδίνει, η γυναίκα γίνεται και πάλι νέα.
Οι αρετές του μυθιστορήματος είναι πολλές και μεγάλες. Κύριο προσόν του ότι όλα έχουν υπόσταση και αληθοφάνεια. Το περιβάλλον του μάγου περιγράφεται με ακρίβεια και οι σκηνές της μαγείας είναι από τις ωραιότερες της φανταστικής λογοτεχνίας. Η Ανεμώνη, η Παραδουλεύτρα, είναι μια απόλυτα πιστευτή ύπαρξη, που το πρόβλημά της, έτσι όπως εκτίθεται, συγκινεί τελικά. Η αίσθηση της μαγείας κυριαρχεί σ ’ όλο το βιβλίο και τα παγανιστικά στοιχεία συγκρούονται με τα χριστιανικά, χωρίς όμως η μαγεία να κυριεύει ολόκληρη την Γη αυτή την φορά, απλώς κάποια στιγμή εξαφανίζεται. Ο καταδικασμένος μάγος πετά μαζί με τους φίλους του στην Χώρα Που Βρίσκεται Πέρα Από Την Ανατολή του Φεγγαριού, και δεν ξαναγυρίζει ποτέ.
“Η Ευλογία του Πάνα” (1928), όμως, δε βρίσκεται στο ύψος των προηγούμενων μυθιστορημάτων του. Παρ’ όλο που οι διάλογοι είναι καλύτεροι και για πρώτη φορά περιγράφει πραγματικά τοπία, ωστόσο το μυθιστόρημα μοιάζει ν ’ αργοσέρνεται κάπως. Ο μύθος του είναι μάλλον ηθελημένα απλοϊκός. Μια μυστηριώδης, σαγηνευτική μουσική που τα απογεύματα έρχεται από τους λόφους του Κεντ, ξεσηκώνει τους αξιοπρεπείς κατοίκους της περιοχής να επιδοθούν σε άγρια, πρωτόγονα όργια. Ο ήρωας, ένας νεαρός ιερέας, ζητά την βοήθεια του Επισκόπου, αναφέροντάς του τις παγανιστικές ενδείξεις. Ο Επίσκοπος του απαντά ότι είναι κουρασμένος κι έχει παραισθήσεις. Στο τέλος όμως ο παγανισμός κυριαρχεί. Ο ιερέας θυσιάζει στον Πάνα, που δεν εμφανίζεται ποτέ, και ο θαυματουργός τάφος του Αγίου Εθελμπρούντα χάνει την δύναμή του και τις θαυματουργικές ιδιότητές του.
“Η Κατάρα της Σοφής Γυναίκας” (1933), που ακολουθεί, είναι ένα πολύ πιο ουσιαστικό και μεστό μυθιστόρημα. Κατ ’ αρχήν είναι πιο αποτελεσματικά δομημένο, και οι χαρακτήρες του ολοζώντανοι. Για πρώτη φορά πηγή έμπνευσης είναι η ζωή της Ιρλανδίας. Πριν από είκοσι χρόνια οι Γιατς, οι κύκλοι των διανοούμενων κριτικών, τον είχαν αποπέμψει από το ατομικιστικό σύστημα της Ιρλανδικής Αναγέννησης. Ο Ντάνσανι απάντησε τότε ότι αν κάποιος ήθελε να βάλει σε μια ομάδα τους ποιητές της Μεσαιωνικής Ιταλίας, θα άφηνε απ ’ έξω τον Ντάντε, σύμφωνα με την λογική τους, μια και δεν έγραψε για την Ιταλία, αλλά για «κάποιους άλλους πολύ πιο διαφορετικούς τόπους». Τώρα λοιπόν, παρουσίαζε ένα εντυπωσιακό ιρλανδικό μυθιστόρημα, αποστομώνοντας τους παρωπιδικούς εχθρούς του.
Σύμφωνα με τον μύθο, πέρα από τον Tip Ναν Ογκ, βρίσκεται η Χώρα της Νιότης. Η κελτική παράδοση αναφέρει ότι κανείς δεν την έχει δει ποτέ, γιατί κανείς δεν έφτασε ποτέ εκεί. Οι σκοτεινές κατάρες της μάγισσας της περιοχής, μια παρέα που σκοπεύει να αποξηράνει το βάλτο, εκπληκτικές σκηνές μαγείας, η Θεά του Tip Ναν Ογκ κι ένα μοναχικό αγόρι που μεγαλώνει ολομόναχο ανάμεσα στους βάλτους, δίνουν τον τόνο σ ’ αυτό το μυθιστόρημα που διαπνέεται από αθωότητα και νοσταλγία για ό,τι ωραίο χάνεται. Και, πράγμα σπάνιο για τον Ντάνσανι, το βιβλίο περιέχει και μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το 1936 κυκλοφορούν τρία ακόμη ενδιαφέροντα μυθιστορήματά του.
Το πρώτο είναι το “Ρόρι και Μπραν”, πάλι ιρλανδικό. Ένας νέος 19 χρονών που όμως μοιάζει 12, φοβερός βιβλιοφάγος, στέλνεται από τον πατέρα του στην αγορά να πουλήσει ζώα. Αλλά το παιδί είναι ακατάλληλο γι’ αυτή την δουλειά με αποτέλεσμα να μπλεχτεί σε διάφορες περιπέτειες, απ ’ τις οποίες τον σώζει κάθε φορά ο φίλος του Μπραν που είναι προφανώς σκύλος- «προφανώς» επειδή πουθενά στο έργο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα σαν τέτοιος- αυτό όμως εξάγεται από τα συμφραζόμενα.
Η αφήγηση είναι βέβαια μια οπτική τέχνη στα μάτια του μυαλού, αυτή όμως η «αινιγματικότητα» του έργου, η ασάφεια γι ’ άλλους, προσδίνει με την υπαινιχτικότητά της και την κρυφή γοητεία του έργου, απ’ το οποίο θα ξεκινήσει μια ολόκληρη φιλολογία, με σπουδαιότερα έργα του είδους ίσως το “Σείριος” (1944), του Όλαφ Στάπλεντον και το Ένα Αγόρι και ο Σκύλος του” (1969), του Χάρλαν Έλισον.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος του Ντάνσανι είναι πιο ανθρώπινοι τώρα και η Ονειροχώρα του μοιάζει ν’ απομακρύνεται στα βάθη του μύθου της. Οι απλοί άνθρωποί του φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα με τα πιστεύω τους και την καθημερινή ζωή τους μέσα στην φύση.
Στο δεύτερο μυθιστόρημα, “Πάνω στους Λόφους”, η μαγεία έχει εξαφανιστεί πλέον μπορεί να θεωρηθεί ο Χάκλμπερι Φιν της Ιρλανδίας, αλλά κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο από την ιστορία του Μαρκ Τουέν όταν το αγόρι-πρωταγωνιστής του Ντάνσανι τρώει το χαστούκι της πραγματικότητας, τότε είναι η πραγματικότητα που το αποδέχεται.
Ο μύθος αναφέρεται σ ’ ένα αφρικανικό κράτος που μόλις έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Θέλοντας λοιπόν ν ’ αποδείξει ότι είναι ισότιμο με τα ευρωπαϊκά κράτη που στέλνουν αρχαιολογικές εξερευνητικές αποστολές στη Μαύρη Ήπειρο, στέλνει κι αυτό τους δικούς του επιστήμονες να σκάψουν σε μια αρχαία ιρλανδική τοποθεσία. Οι αφρικανοί αρχαιολόγοι δεν είναι και πολύ συνηθισμένοι στον ευρωπαϊκό πολιτισμό με αποτέλεσμα να δημιουργη θούν διάφορα κωμικά επεισόδια, συχνά σε βάρος των Ιρλανδών.
Οι ντόπιοι γίνονται έξω φρενών με τους μαύρους αρχαιολόγους που πασπατεύουν τα κόκαλα των αρχαίων προγόνων τους, οι μάγισσες τους καταριούνται και οι δεκαεφτάχρονος Μίκι Κόνορ ανεβαίνει στο βουνό μαζί με λίγους φίλους του κι αρχίζουν τον πόλεμο με τον επίσημο ντόπιο στρατό.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε τον ιρλανδικό εμφύλιο πόλεμο μετά την εγκαθίδρυση του ελεύθερου ιρλανδικού κράτους, το 1921, μεταξύ αυτών που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με το Όλστερ, το επίσημο δηλαδή κράτος, και αυτούς που αρνήθηκαν. Έτσι, το να συλληφθεί κανείς με όπλο ή να διατηρεί ιδιωτικό κάστρο μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλο παράπτωμα (ήδη ο Ντάνσανι συνεχίζοντας τον «πόλεμο» στην διάρκεια αυτής της περιόδου κινδύνευε να συλληφθεί και να υποστεί βαριές νομικές κυρώσεις). Γι’ αυτό και ο «πόλεμος» του Μίκι Κόνορ δεν είναι ένα αστείο γεγονός κι ας διαδραματίζεται σ’ ένα φανταστικό έργο.
Το γράψιμό του είναι όπως πάντα υψηλό και το χιούμορ του ποιότητας, έτσι οι όποιες «απιθανότητές» του, παρ ’ όλο που κινούνται μέσα στα όρια της πραγματικότητας, γίνονται δεκτές ακριβώς επειδή το έργο είναι «φανταστικό» —ο συγγραφέας φαντασιοποιούσε την πραγματικότητα ή, σωστότερα, έλεγε για μια φορά ακόμη ορισμένες πικρές αλήθειες- εναπόκειται στον αναγνώστη να «πιάσει» το πνεύμα του.
Το τρίτο μυθιστόρημα αυτού του χρόνου είναι “Οι συνομιλίες μου με τον Ντιν Σπάνλι”, και θεωρείται το σπουδαιότερο έργο της «μεγάλης κυνικής περιόδου» του Ντάνσανι, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Μαρκ Άμορι στο βιβλίο του, “Λόρδος Ντάνσανι: Μια Βιογραφία”, (1972). Περιγράφει την περίπτωση ενός πάπα, ο οποίος στην προηγούμενη ζωή του ήταν σκύλος. Τις εμπειρίες εκείνης της περιόδου τις θυμάται μόνον όταν πίνει το σπάνιο κρασί κάποιου μαχαραγιά. Ο Ντάνσανι ήταν φιλόζωος, αγαπούσε ιδιαιτέρως τα σκυλιά που γνώριζε πολύ καλά, έτσι ήταν φυσικό να πρωταγωνιστούν σε πολλά έργα του. Το μυθιστόρημα έχει πάρα πολλές συγκινητικές στιγμές και είναι καλογραμμένο.
Το 1939 κυκλοφορεί το “Η ιστορία της Μόνα Σίκι”, που θεωρείται το τελευταίο βήμα του για ν’ απομακρυνθεί από τον κόσμο της μαγείας. Αργότερα όμως θα επανέλθει σ ’ αυτήν. Οι Ιρλανδοί χωρικοί πιστεύουν ότι το κορίτσι του τίτλου είναι η κόρη της Καλής Βασίλισσας της Ονειροχώρας, αντίθετα όμως ο ιερέας υποστηρίζει πως είναι ένα πολύ ηθικό παιδί που αγωνίζεται να επιβιώσει και να γλιτώσει από τους κακούς συγγενείς του που θέλουν να του πάρουν την κληρονομιά του. Οι Τίνκερς, οι Ιρλανδοί τσιγγάνοι, κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, όπως και οι νεράιδες και τα ξωτικά και το γοητευτικό φυσικό τοπίο, αλλά το μαγικό λυκόφως έχει εξαφανιστεί. Όλο το μυθιστόρημα ανασαίνει παιδική δροσιά, αθωότητα και γλυκύτητα. Είναι γραμμένο ανάλαφρα και η αληθοφάνειά του είναι ένα από τα θετικά στοιχεία του.
Ίσως αυτή η αληθοφάνεια, η αναζήτηση δηλαδή της πραγματικότητας, να ήταν ο ενδόμυχος πόθος του Ντάνσανι, γιατί όσο κι αν μας προκαλεί έκπληξη για έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς φαντασίας του αιώνα μας, ο Ντάνσανι αποθάρρυνε άλλους συγγραφείς ν ’ ακολουθήσουν τον δρόμο της φανταστικής λογοτεχνίας και της Ε.Φ. Σ’ ένα νεαρό εκκολαπτόμενο συγγραφέα που ο Ντάνσανι είχε γνωρίσει πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος ήθελε να γράψει εξωτικές ιστορίες Ε.Φ., συμβούλευε: «Μη γράφεις φανταστικούς μύθους. Όση ομορφιά μπορείς να βρεις σ’ αυτούς, άλλη τόση μπορείς να βρεις σ ’ όλα τα αληθινά πράγματα που σε περιτριγυρίζουν». Ευτυχώς, πάντως, που ο ίδιος δεν ακολούθησε την συμβουλή που έδινε σ’ έναν άλλο.
Η ιδέα ωστόσο πρέπει να του γεννήθηκε γύρω στα 1943, όταν ο εκδοτικός οίκος Χάινεμαν προκήρυξε ένα διαγωνισμό καλύτερου θρίλερ. Σε λιγότερο από ένα μήνα ο Ντάνσανι έγραψε τον “Αντάρτη”, που κέρδισε όχι μόνο το πρώτο βραβείο, αλλά ευτύχησε και της αποδοχής κοινού και κριτικής —το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1944, στην καρδιά δηλαδή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου κι αυτό έχει σημασία.
Είναι το πιο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του Ντάνσανι και, λόγω θέματος φυσικά, δεν έχει κανένα απολύτως ρομαντικό ή χιουμοριστικό στοιχείο. Ο μύθος του είναι μάλλον απλός, συμβατικός θα λέγαμε, αλλά ενδεικτικός. Η δράση του είναι τοποθετημένη στην σύγχρονη υπόδουλη Ελλάδα, δείχνοντας έτσι πόσο κατανοούσε ο Ντάνσανι το ελληνικό πρόβλημα μέσα στην γενικότερη φρίκη.
Ένα Ελληνόπουλο χάνει τους γονείς του στην γερμανική κατοχή και προσχωρεί στην Αντίσταση- δεν διακατέχεται από καμιά φλογερή ιδεολογία, είναι γέννημα και δημιούργημα των καιρών. Θα αποκτήσει αυτοσυνειδησία αλλά και γνώση του περιβάλλοντος και της γενικής κατάστασης πολύ γρήγορα και πολύ γρήγορα θα ανδρωθεί. Ήταν η εποχή που τα παιδιά μεγάλωναν από την μια στιγμή στην άλλη.
Μπορεί στο μυθιστόρημα να υπάρχουν απλουστεύσεις ή εύκολες λύσεις ή ακόμη και απιθανότητες, αλλά σε τέτοιες περιόδους όλα είναι πιθανά —η πραγματικότητα ξεπερνά την φαντασία. Ο Ντάνσανι διέθετε τρομερή δύναμη παρατηρητικότητας, ήταν επίσης βετεράνος του A ‘ Παγκόσμιου Πολέμου κι έτσι μπορούσε να εκφράσει καλύτερα αυτά που πέρασε κατά την διάρκεια όλων εκείνων των γεγονότων και να ξαναζωντανέψει όχι μόνο με την φαντασία του την Ελληνική Αντίσταση. Αν η περιγραφή της μοιάζει να ξεπερνά τα ρεαλιστικά όριά της, αυτό δεν είναι απίθανο για ένα συγγραφέα φαντασίας, όπως ήταν ο Ντάνσανι- κι έπειτα, ο οποιοσδήποτε ηρωισμός ποτέ δεν ήταν μια ρεαλιστική πράξη.
Περιγράφει εξάλλου έναν παράλογο ρεαλισμό που θα μπορούσε να είναι και τέτοιος φαινομενικά απίθανος— και πολλές φορές ήταν. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα για να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο. Μπορεί οι Γερμανοί του να είναι μονολιθικοί σαδιστές και κτηνώδεις και οι Έλληνες του ιδανικά ηρωικοί, αποφασιστικοί, παράτολμοι και μεγαλειώδεις και οι σύμμαχοι οι από μηχανής θεοί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, αλλά όλ ’ αυτά υπαγορεύονταν από μια ανωτερότητα πνεύματος, από μια υψηλής ποιότητας θεώρηση μιας τραγωδίας που έπαιρνε παγκόσμιες διαστάσεις ξεπερνώντας τον άνθρωπο, κι ο άνθρωπος έπρεπε να μιμηθεί το Θεό για να σωθεί απ ’ την Κόλαση που ο ίδιος δημιούργησε.
Φοβάμαι ότι ο μελετητής του έργου του Ντάρελ Σβάιτσερ δεν θέλησε να κατανοήσει τίποτε απ ’ όλ ’ αυτά, απόδειξη ότι τον κατηγορεί για «κούφιο ρεαλισμό» και για έλλειψη ορθολογισμού. Αλλά ο Ντάνσανι μεταστοιχείωνε την πραγματικότητα, ακόμη κι όταν έμενε μέσα στα όριά της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να σκιαγραφήσει την ουσία της πραγματικότητας κι αυτό έκαμε. Αν τον κατηγορούσε κάποιος για προπαγάνδα, τότε αυτή ήταν στο ύψος του ανθρωπιστικού ιδεώδους.
Το επόμενο μυθιστόρημά του, “Τα παράξενα ταξίδια του συνταγματάρχη Πόλντερς”, εμφανίζεται το 1950. Είναι ένας συνδυασμός Ντιν Σπάνλι και Γιόρκενς. Ένας Ινδός, ο Πούντιτ Σιναντριάμα κι ένας Άγγλος, ο συνταγματάρχης Πόλντερς, διαφωνούν γύρω από την μετεμψύχωση. Ο συνταγματάρχης επιμένει ότι πρόκειται για πρόληψη, ο Ινδός ισχυρίζεται το αντίθετο. Ο συνταγματάρχης είναι ανένδοτος και τότε ο Ινδός με την βοήθεια της μαγείας τον στέλνει στο σώμα ενός σκύλου, ενός σπουργιτιού, ενός ψαριού και σε διάφορα άλλα ζώα, οπότε φυσικά αυτός αλλάζει γνώμη.
Μπορεί να μην υπάρχουν σκιαγραφήσεις ηρώων στο μυθιστόρημα, γιατί το ενδιαφέρον του συγγραφέα μοιάζει να επικεντρώνεται στις περιπέτειες αυτή η ποικιλία σε συνδυασμό με την ακρίβεια της περιγραφής είναι και το βασικό προσόν του βιβλίου. Σίγουρα, η Ε.Φ. με τα αμέτρητα μεταλλαγμένα ή εργαστηριακώς δημιουργημένα ζώα της ξεκινά από τον Ντάνσανι.
Το 1951 παρουσιάζει το “Η Τελευταία Επανάσταση”, που είναι το μοναδικό μυθιστόρημα Ε. Φ. που έγραψε. Ο Ντάνσανι απεχθανόταν την Βιομηχανική Επανάσταση —τις γκρίζες πολιτείες, την αυτοματοποίηση, τους γρήγορους ρυθμούς, την αγχωτική καθημερινότητα, το δύσοσμο περιβάλλον, τον εκνευριστικό θόρυβο με βάση αυτό το θέμα έγραψε και διάφορα διηγήματα Ε.Φ. Ένα απ ’ αυτά, “Ο Καινούριος Αφέντης”, όπου το κλασικό σατανικό ρομπότ παίζοντας σκάκι εξουδετερώνει το συμπαίκτη-δημιουργό του, πρέπει να του ενέπνευσε την “Τελευταία Επανάσταση”.
Εδώ η λέξη «επανάσταση» υποδηλώνει την εξέγερση της Μηχανής εναντίον του Ανθρώπου, υπό την έννοια ότι αυτή υπήρξε πάντοτε σκλάβος του. Έτσι, όταν ο επιστήμονας Πέντερ δημιουργεί έναν τέτοιο σκεπτόμενο μηχανικό σκλάβο, αυτός θα οδηγήσει τους συναδέλφους του σε εξέγερση. Αν νικήσουν, αυτό θα σημαίνει το τέλος του κόσμου- θέμα και ιδέα που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από πλήθος συγγραφέων.
Ο Άμπροουζ Μπιρς στο Ο Άρχοντας του Μόξον (1872), ο Σάμιουελ Μπάτλερ στο Έρεβον*’ (1872), ο Χ.Τζ. Ουέλς στο Η Μηχανή του Χρόνου”* (1895), ο Άλντους Χάξλεϊ στο “Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος” (1932), για ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο μερικούς, αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό, αν όχι και αρνητικά, την εισβολή της μηχανής στην ζωή του ανθρώπου. Ο Ντάνσανι ήταν ένας βαθιά πνευματικός άνθρωπος κι έβλεπε πολύ σωστά την μηχανοποίηση του ανθρώπου, δηλαδή την συρρίκνωση του ψυχισμού του. Τα κίνητρά του ήταν υψηλά κι όχι στενά αντιδραστικά.
Απ ’ αυτή την άποψη, ακόμη και σήμερα, ίσως ειδικά σήμερα, που ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει την παγκόσμια αλλοτρίωση του, το μυθιστόρημά του μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρο. Πίστευε στην διαδικασία της εξέλιξης κι ότι οι μηχανές θα είναι μάλλον οι κληρονόμοι μας, και τρόμαξε, γιατί ποια μηχανή μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο; (Την ιδέα αντλεί από το ήδη προαναφερθέν Έρεβον, του Σ. Μπάτλερ.) Πάντως η εξέλιξη αυτής της ανατριχιαστικής ιδέας, της εισβολής της μηχανής στην ζωή του σημερινού ανθρώπου, μπορεί να την δει κανείς στο Το Σπέρμα του Δαίμονα” (1974), του Ντιν Κουντζ ή στην εφιαλτική Κριστίν (1983), του Στέφεν Κινγκ.
Το τελευταίο μυθιστόρημά του είναι “Οι Άνθρωποί του” (1952). Εδώ αναζητά μια λύση στο πρόβλημα της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας. Για μια φορά ακόμη ο Ντάνσανι καταπιάνεται μ’ ένα σπουδαίο θέμα. Ο νεαρός και πάλι ήρωάς του περιπλανιέται στον κόσμο αναζητώντας αυτή την φορά ένα σκοπό κι ένα νόημα κάτω από το ακατανόητο παιχνίδι της πραγματικότητας. Όταν προσηλυτίζεται σε μια αίρεση, όπου σύμφωνα με το τυπικό της είναι υποχρεωμένος ν ’ ασπαστεί όλες τις θρησκείες και να τις υπηρετήσει, αρχίζουν και τα προβλήματά του, διότι, όπως είναι επόμενο, συγκρούεται συνέχεια. Λύση φυσικά δεν υπάρχει, γιατί κανένα φιλοσοφικό δίλημμα δεν την προσφέρει- το ότι όμως το έθεσε είναι αρκετό. Το πικρό, κυνικό συμπέρασμά του είναι: «Η μισαλλοδοξία είναι κληρονομιά στο ανθρώπινο είδος και δεν θ’ αλλάξει ποτέ». Είναι το τελευταίο ιρλανδικό μυθιστόρημά του και η πιο φιλόδοξη εργασία του.
Ο Dunsany είχε και μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, καθώς την επισκέφθηκε το 1940 ως Καθηγητής Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από την χώρα μας έφυγε στις αρχές του 1941 λόγω της Γερμανικής Εισβολής.
Επινόησε ένα ασύμμετρο παιχνίδι που ονομάζεται Dunsany’s chess. Στην μετέπειτα ζωή του απέκτησε επίτιμο διδάκτορα από το Trinity College του Δουβλίνου. Αποσύρθηκε στο Shoreham του Κεντ το 1947. Το 1957 αρρώστησε όταν επισκέφθηκε την Ιρλανδία και πέθανε στο Δουβλίνο σε ηλικία 79 ετών.
Είχε δώσει εντολή να ταφεί στο προαύλιο της εκκλησίας της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου, Shoreham, Kent, στην μνήμη των κοινών πολέμων. Στην κηδεία του παρευρέθηκε ένα ευρύ φάσμα της οικογένειας (συμπεριλαμβανομένων των Pakenhams, Jerseys και Fingals) και του Shoreham, καθώς και εκπρόσωποι του παλιού του συντάγματος και διαφόρων σωμάτων για τα οποία είχε δείξει ενδιαφέρον. Μια επιμνημόσυνη δέηση πραγματοποιήθηκε στο Kilmessan στο Meath με την ανάγνωση του “Διασχίζοντας το μπαρ”, το οποίο σημειώθηκε ότι συνέπεσε με ένα διερχόμενο κοπάδι χηνών.
Η Lady Beatrice επέζησε από τον Λόρδο Dunsany, ζώντας κυρίως στο Shoreham, επιβλέποντας την λογοτεχνική του κληρονομιά μέχρι το θάνατό της το 1970, ενώ ο γιος τους Randal τον διαδέχθηκε στην βαρονία και τον διαδέχτηκε με την σειρά του ο εγγονός του, ο καλλιτέχνης Edward Plunkett, στον οποίο μεταβιβάστηκαν τα λογοτεχνικά δικαιώματα.
“Το Τέσσερις Ποιητές” (1986) είναι μάλλον το τελευταίο έργο που παράδωσε στον εκδότη του εν ζωή και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του.
Ο Λόρδος Ντάνσανι κυριάρχησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, απολαμβάνοντας την αποδοχή κοινού και κριτικών. Στα πρώτα χρόνια όμως της δεκαετίας του ’60 άρχισε να ξεχνιέται. Ήταν τότε που νεόκοποι κριτικοί και διάφοροι καθηγητές της αγγλικής λογοτεχνίας υποστήριξαν ότι ο ρεαλισμός ήταν περισσότερη σοβαρή μορφή τέχνης, ξεχνώντας ότι τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας είναι προϊόντα φαντασίας. Ο Όμηρος, οι Έλληνες τραγικοί, ο Ηλιόδωρος, ο Λουκιανός, ο Γκέτε, ο Αριόστο, ο Σουίφτ, το Γοτθικό και Βικτοριανό μυθιστόρημα, για ν’ αναφέρουμε μόνο ενδεικτικά μερικά ονόματα, είναι οι στιγμές εκείνες που συγκροτούν το ουσιαστικό σώμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και μια απ ’ αυτές τις ωραίες στιγμές είναι σίγουρα και ο Ντάνσανι.
Πρέπει ακόμη να ειπωθεί ότι πριν από τον A ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κανονικός συνεργάτης του αγγλικού περιοδικού Saturday Review, στο οποίο υπάρχουν πολλά διηγήματά του, όπως επίσης και φιλολογικά άρθρα, καθώς και κριτικές για θέατρο και βιβλίο. Ένα πλήθος χιουμοριστικά κείμενά του, διηγήματα, σκίτσα, ανέκδοτα και φανταστικοί διάλογοι που περιέχουν μια συναρπαστική πολλές φορές πολιτική άποψη ή ιδέα, αδημοσίευτα και αυτά σε βιβλία, υπάρχουν και στο περιοδικό Punch.
Ανάλογα κείμενά του υπάρχουν και σε περιοδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα Spectator, Stand, Tim and Tid, και σ ’ άλλα αγγλικά και αμερικάνικα περιοδικά θα συναντήσει κανείς ένα πλούσιο υλικό που αποδεικνύει το λογοτεχνικό ωκεανό που έφερνε μέσα του αυτός ο εκπληκτικός συγγραφέας, που οι μεγαλύτερες αρετές του ήταν, όπως φάνηκε, η απέραντη εύφορη φαντασία του και η καταπληκτική δεξιοτεχνία του στο γράψιμο.
Η ουσία της λογοτεχνικής εργασίας του Ντάνσανι ήταν η χρήση της γλώσσας και ο μοναδικός τρόπος αφήγησης.
Σίγουρα θα υπάρξουν και άλλοι συγγραφείς φαντασίας στο μέλλον, αλλά ποτέ δε θα ξαναγεννηθεί ένας άλλος Λόρδος Ντάνσανι.
@Μάκης Πανώριος / αποσπάσματα από τον πρόλογο του βιβλίου “Η κόρη του βασιλιά της χώρας των ξωτικών” – Λόρδος Ντάνσανι