Η εποχή μας είναι αντιαισθητική.
Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο είναι ζήτημα ενός αισθητικού ενστίκτου και όχι απλώς γούστου. Οι χίππυς είχαν ένα σύνθημα Επικούρειας φιλοσοφικής έμπνευσης: «κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο». Αυτό δεν είναι τόσο απλοϊκό όσο ακούγεται. Τείνω να πιστέψω ότι το κυριότερο πρόβλημα της εποχής μας δεν είναι απλώς πολιτικό, οικονομικό κλπ. αλλά αισθητικό.
Δεδομένου ότι η αισθητική λειτουργία στα ανώτερα θηλαστικά πηγάζει από το ερωτικό ένστικτο (και στον άνθρωπο μετασχηματίζεται σε τέχνη, αρχιτεκτονική, ένδυση κλπ.), η εποχή μας είναι αντιαισθητική ακριβώς επειδή είναι αντιερωτική.
Ένα καλό παράδειγμα του πόσο αντιερωτική είναι η εποχή μας μπορούμε να δούμε στον τρόπο που φέρεται στα παιδιά. Η «παιδεία» παράγει μαζικά εργασιακά εργαλεία, διαρκώς αγχωμένα και ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους. Τους γαμάει το μέλλον, αφού προηγουμένως τους έχει γαμήσει την ψυχική τους υγεία.
Ο λόγος που τουλάχιστον οι λεγόμενοι φυσιολογικοί άνθρωποι γοητεύονται από τα παιδιά, είναι ότι τους θυμίζουν τον έρωτα. Οι αρχαίοι έλληνες απεικόνιζαν τον Θεό Έρωτα ως ένα παιδί. Όταν τα κοιτάζουμε, είναι σαν να κοιτάζουμε Αυτόν. Και φυσικά γι΄ αυτό είναι που χαμογελάμε σαν ηλίθιοι μπροστά τους.
Ποιος είναι λοιπόν ο σωστός τρόπος να μεγαλώνεις ένα παιδί, αν όχι το να το αναθρέφεις με σεβασμό στον έρωτα;
Ένα παιδί πρέπει να το μεγαλώνεις όπως ακριβώς συμπεριφέρεσαι σε έναν άνθρωπο με τον οποίο είσαι ερωτευμένος. Με παθιασμένη τρυφερότητα, σεβασμό, νοιάξιμο και σταθερότητα χαρακτήρα. Να του χαρίζεις την πληρότητα. Μπορούμε να καταλάβουμε πόσο ολοκληρωμένος εραστής είναι κάποιος από τον τρόπο που φέρεται, ή που απλώς κοιτάει το παιδί του (ή τα παιδιά, γενικότερα). Πρέπει να το κοιτάει σαν κάποιον που θέλει να κατακτήσει ερωτικά. Να μην επαναπαύεται στο ότι τα παιδιά ούτως ή άλλως αγαπούν τους γονείς τους, επειδή είναι εξαρτημένα από αυτούς. Να ξεπερνάει τον εαυτό του. Να ανεβαίνει εξελικτικό σκαλοπάτι. Το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι η συνέχεια του φλερτ και του σεξ, γιατί το σεξ δεν τελειώνει πάντα με το να ξαναφορέσουμε τα ρούχα μας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε να φέρεται και η κοινωνία στις νέες γενιές.
Ένα άλλο παράδειγμα του πόσο αντιερωτική είναι η εποχή μας μπορούμε να δούμε στην έλλειψη προσανατολισμού που περνούν ειδικά οι ερωτικές σχέσεις.
Πίσω από τις επιμέρους αιτίες, η πρωταρχική αιτία για την γενικότερη αποσάθρωση των σχέσεων είναι η ίδια η αντιερωτικότητα (= αντιαισθητικότητα) της εποχής. Ακόμα και σε εποχές πείνας και δυστυχίας, ο έρωτας μπορούσε να ανθίσει ηρωικά στα πιο άγονα βράχια και στους πιο αποπνικτικούς βούρκους, σαν εξωτικό λουλούδι. Ίσως γιατί τότε υπήρχε φτώχεια και αγώνας, οι άνθρωποι ήσαν λιγότερο εγωιστές και είχαν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλον. Αλλά κι ο κοινωνικός εχθρός φαινόταν πιο καθαρά και ήταν πιο προσωποποιημένος.
Αλλά τι συμβαίνει σήμερα; Ο καθένας προσπαθεί να συγκεντρώσει και να τετραγωνίσει τα κομμάτια της ζωής του σαν να παραγγέλνει ράφια για τον τοίχο. Προσπαθεί να φτιάξει την επαγγελματική του ζωή, τον ιδιωτικό χώρο του, τις κοινωνικές σχέσεις του, τον λεγόμενο «ελεύθερο» χρόνο του σαν αποκομμένα μεταξύ τους πράγματα και όχι σαν ένα οργανικό σύνολο. Και μόνο στο τέλος διαμορφώνει την ερωτική του οπτική και ρυθμίζει την ερωτική του δραστηριότητα ανάλογα με το εάν χωράει σε κάποιο ράφι που του έχει περισσέψει.
Και τότε -ακόμα κι αν δεν το αντιλαμβάνεται- σκέφτεται και ενεργεί με προκατάληψη, με μέτρα και με σταθμά και (όσο κι αν δεν το παραδέχεται) με φόβο. Το αποτέλεσμα είναι η επ’ αόριστον ματαίωση της ερωτικής του ολοκλήρωσης και ένα αίσθημα μη ικανοποίησης (παρά την ενδεχόμενη υπερλειτουργία στο αμιγώς σεξουαλικό ζήτημα. -I Can’t Get No Satisfaction όπως τραγουδούσαν οι Rolling Stones στα χίππικα ’60s). Πιθανότατα δεν θα γνωρίσει ποτέ αυτή την πλευρά του έρωτα που σε κάνει να αντιληφθείς πόσο μίζερη είναι η ζωή φασόν που μας έχουν δώσει, που σε αλλάζει για πάντα και κάνει τον προηγούμενο εαυτό σου να μοιάζει με αγοφερόμενη σκιά και τον κόσμο με ένα εξωραϊσμένο άσυλο δυστυχισμένων.
Πίσω από τις μάσκες, η εποχή μας παράγει μαζικά ανθρώπους σκυθρωπούς, αγχωμένους, φοβικούς, αλλοτριωμένους, με μια λέξη αντιαισθητικούς. Κι έτσι δεν είναι περίεργο που είτε αδυνατούν να συνάπτουν δυνατές ερωτικές σχέσεις, είτε δεν μπορούν καν να συντηρήσουν αυτές τις ισχνές που ενδεχομένως έχουν. Μια αντιερωτική και άρρωστη εποχή πώς θα φέρει στον κόσμο υγιείς ανθρώπους;
Επειδή η εποχή μας είναι αντιερωτική είναι και αντιαισθητική και αντιστρόφως.
Η αισθητική διαπαιδαγώγηση αυτού του κόσμου είναι ένα κομμάτι «αγοράς», το οποίο έχει εκχωρηθεί σε ψυχικά σακάτηδες “ειδικούς”, σε μόδιστρους και “στυλίστες”, σε “συμβούλους” και σε κατασκευαστές μαζικών προτύπων με ημερομηνία λήξης. Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σε αντιαισθητικούς χώρους, κάνουμε αντιαισθητικά επαγγέλματα, βάζουμε αντιαισθητικά χρονοδιαγράμματα, συμπεριφερόμαστε αντιαισθητικά -π.χ. στην φύση- σκεφτόμαστε αντιαισθητικά, χαιρόμαστε, ή λυπόμαστε αντιαισθητικά. Και μετά παραπονούμαστε για την «μοναξιά» και για τον μαρασμό των ερωτικών σχέσεων.
Αλλά ο έρωτας δεν είναι πραγματικά τέτοιος αν δεν σου διαμορφώνει την αισθητική, αν δεν σε κάνει να χαζεύεις -όπως μπροστά σε ένα μικρό παιδί-, αν δεν σε κάνει επαναστάτη, αν δεν σε κάνει να θέλεις να θρυμματίσεις τον περιχαρακωμένο φασόν μικρόκοσμό σου στην απεραντοσύνη Του.
Η πνευματική και ψυχολογική βάση κάθε επανάστασης πρέπει να είναι αισθητική ώστε, να μην παραχθούν άλλα εκτρώματα που απλώς θα διαδεχθούν τα παλιά. Ο καπιταλισμός είναι αντιαισθητικός γιατί, είναι ένα σύστημα που βασίζεται στις «αρπαχτές» και στον ανταγωνισμό και όχι στην γνήσια δημιουργία. Όσο υπάρχει, θα υπάρχουν και «κρίσεις» όπου θα τρέχουμε πανικόβλητοι να ξαναμαζέψουμε τα κομμάτια της ζωής μας (όπως σήμερα). Η περίφημη «κατάσταση ισορροπίας» της αγοράς είναι απλώς μια υπόθεση εργασίας για τους πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών, ένας ευσεβής πόθος των οικονομολόγων (από τον οποίο σπάνια απαλλάσσονται). Αυτό σημαίνει ότι όσες φορές κι αν «λύνουμε» πρόσκαιρα το πρόβλημα, θα το ξαναβρίσκουμε πάντοτε μπροστά μας.
Κατά συνέπεια τα πολιτικά, οικονομικά, επαγγελματικά και εκπαιδευτικά μας κριτήρια πρέπει να γίνουν κατά κύριο λόγο αισθητικά. Από εκεί και μετά τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους. Δεν χρειαζόμαστε άλλες αντιαισθητικές «αντικαπιταλιστικές» ιδεολογίες, που είναι το ίδιο αρρωστημένες με αυτό εναντίον του οποίου φτιάχτηκαν για να πολεμήσουν. Δεν χρειαζόμαστε άλλα σκυθρωπά, αγχωμένα, και σκληρά με τον εαυτό τους πλάσματα. Χρειαζόμαστε έναν κόσμο από ελεύθερους και υπερήφανους ανθρώπους, χωρίς θεούς κι αφέντες και αυτό είναι κατεξοχήν αισθητικό και όχι απλά ιδεολογικό, πολιτικό, ή οικονομικό ζητούμενο.
Η αισθητική του ανθρωπισμού.
Οι αυθεντικές επαναστάσεις έφερναν πάντα, μεταξύ άλλων, έναν νέο τρόπο μετεπαναστατικής καλαισθησίας. Αυτό θα πρέπει να αποτελεί και το κριτήριο της αυθεντικότητάς τους.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, το κύμα των δημοκρατικών επαναστάσεων στις ελληνικές πολιτείες (αυτές τις πολιτείες, που τόσο πολύ κομπλεξάρησαν τον περιθωριακό τυραννόφιλο Πλάτωνα και τους επιγόνους του), οδήγησε στην κλασική αισθητική και δημιούργησε τα αισθητικά πρότυπα του σημερινού δυτικού κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν οι ιδρυτές του ανθρωπισμού και άρα μιας νέας αισθητικής τόσο στην τέχνη, όσο και στην πολιτική σκέψη.
Κανείς πιο πριν δεν είχε απεικονίσει τον άνθρωπο με τέτοια πληρότητα, ποίηση, θέατρο, εικαστικές τέχνες, φιλοσοφία, πολιτική αναζήτηση. Πριν από αυτούς επικρατούσε η καταπλακωτική αισθητική των αφροασιατικών μοναρχιών. Μετά από αυτούς ο κόσμος πισωγύρισε στον ανατολικό σκοταδισμό, στην χριστιανική, ή στην ισλαμική εκδοχή του, τον οποίο ακόμα δεν έχει αποβάλλει εντελώς, ούτε κι έχει διαφύγει οριστικά τον κίνδυνο ενός νέου ιστορικού πισωγυρίσματος.
Μετά τον χριστιανικό μεσαίωνα, κατά την επανεμφάνιση των πόλεων στην Ιστορία, η Αναγέννηση ξανάπιασε το αισθητικό νήμα από εκεί όπου είχε κοπεί δηλαδή από τους Έλληνες, αλλά αυτό αφορούσε κυρίως στο καλλιτεχνικό πεδίο. Η Γαλλική Επανάσταση και το εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα επέκτειναν την αισθητική του ανθρωπισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης στην πολιτική σκέψη. Ήταν η πρώτη ίσως φορά στην Ιστορία μετά τους αρχαίους Έλληνες, όπου το ζωικό είδος “άνθρωπος” ξαναεπιχείρησε να περπατήσει στα δύο του πίσω άκρα…
Η “αισθητική” των φασισμών.
Αντίθετα, ο χριστιανισμός και κάθε Αβρααμισμός –και ειδικά η ανατολική αυτοαποκαλούμενη “ορθοδοξία” του- δημιούργησε μια αισθητική βδελυρή, εντιερωτική, μουντή και κατηφή. Μια (αντί)αισθητική που αντανακλούσε ακριβώς το εφιαλτικό ιδεώδες του χριστιανισμού για τον άνθρωπο. Την ίδια ακριβώς αισθητική υιοθέτησαν και ο λενινισμός/κομμουνισμός (μπολσεβίκοι), και ο εθνικοσοσιαλισμός (ναζιστές).
Αν η Αναγέννηση κατόρθωσε να εξανθρωπίσει –έστω και σε ένα επιφανειακό εικαστικό επίπεδο- τον καθολικισμό, οι κακόγουστες αντιερωτικές βυζαντινές τοιχογραφίες των βλοσυρών χριστιανών αγίων με τον σκοτεινό χρωματισμό τους και την έλλειψη προοπτικής, μοιάζουν ευεξήγητα με τα ζωγραφικά, ή φωτογραφικά πορτραίτα του Λένιν, του Χίτλερ, του Στάλιν, του Μαρξ, του Τρότσκυ, του Μάο κ.α. Ακόμα και τα χριστιανικά αγιολόγια και οι αστείοι βίοι αγίων μοιάζουν με την εξίσου απλοϊκή “λογοτεχνία” (βλ. π.χ. “Πώς δενότανε τ’ ατσάλι” του Ν. Οστρόφσκι), ή κινηματογράφο του λεγόμενου “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”.
Δεν είναι τυχαίο που όλες αυτές οι ιδεολογίες του θανάτου -ανεξάρτητα από τον θρησκευτικό, ή πολιτικό μανδύα με τον οποίο επενδύθηκαν- μοιράζονται την ίδια απαξιωτική ιδέα για τον άνθρωπο και που στις επικράτειες τους βασίλεψαν ο τρόμος και οι τεχνικές μαζικού θανάτου.
Ο ίδιος ο χαρακτηρισμός μάζα που χρησιμοποιούν αυτές οι ιδεολογίες για να προσδιορίσουν αυτό που θεωρούν ως ιστορικό τους υποκείμενο είναι άκρως υποτιμητικός. Είναι το ίδιο υποτιμητικός και ίδια φύσης με τον χαρακτηρισμό δούλοι του θεού, ή ποίμνιο (πρόβατα) που χρησιμοποιούν οι χριστιανοί. Όποιοι χρησιμοποιούν ιδεολογικά τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, τότε ή νιώθουν οι ίδιοι έτσι –οπότε δεν μπορούν να παράξουν κανένα απελευθερωτικό έργο- ή επιδιώκουν να κρατήσουν τον κόσμο στην κατάσταση του δούλου, του πρόβατου και της μάζας.
Μπορούμε να προβλέψουμε την πρακτική κατάληξη μιας κοινωνικής θεωρίας εξετάζοντας απλώς την γλωσσική και νοηματική αισθητική της, αλλά και την αισθητική των τελετουργιών της. Τότε η πολυδιαφημισμένη πλατωνική πολιτεία δεν θα διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτα από μια κοινωνία/κάτεργο μπολσεβικικού, ή ναζιστικού τύπου, με την ιεραρχία του, το αλάθητο ιερατείο του, την ένοπλη αριστοκρατία του και την στρατιωτικοποίηση της δουλείας/εργασίας των υπολοίπων.
Δεν είναι τυχαίο που οι χριστιανοί αγιοποίησαν τον Πλάτωνα και μέσω αυτού, (ω, τι βολικό) τον δάσκαλό του Σωκράτη. Ενώ η αθηναϊκή δημοκρατία είχε καταδικάσει, τουλάχιστον τον δεύτερο, ως εκτροφέα αιμοσταγών τυράννων, όπως ο Κριτίας. Αλλά και ο μπολσεβικισμός, ή ο ναζισμός θα φαίνονταν από την αρχή σαν αυτό που ήταν προδιαγεγραμμένο να καταλήξουν: μέθοδοι συστηματικής γενοκτονίας του απλώς διαφορετικού. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και στα μαρξιστικά γραπτά δεν εξετάστηκε φιλοσοφικά ούτε μια φορά η λέξη «ελευθερία».
Δεν είναι επίσης τυχαίο που η αναρχική συνιστώσα του εργατικού κινήματος αντέδρασε από την αρχή στην μαρξιστική, χρησιμοποιώντας συχνά μια επιχειρηματολογία παρμένη από την αισθητική και που προέβλεψε με αγχωτική διαύγεια την αιματοβαμμένη γραφειοκρατική μετάλλαξη μιας πολλά -τότε- υποσχόμενης θεωρίας όπως ο μαρξισμός.
Ούτε είναι τυχαίο που τόσο ο χριστιανισμός, όσο και ο μαρξισμός, ή ο ναζισμός δεν είναι παρά μορφές της ίδιας μεταφυσικής, όπου ο άνθρωπος θεωρείται ένα εσαεί ανώριμο ον, ένα πρόβατο, το οποίο έχει ανάγκη «καθοδήγησης». Και όπου οι σωτήρες και οι μεσσίες κάθε είδους είναι επιφορτισμένοι από κάποια αόρατη -«θεϊκή», ή «ιστορική»- δύναμη για να τον «σώσουν» και να τον οδηγήσουν σε μια κατάσταση χιλιόχρονης βασιλείας.
Ούτε επίσης είναι τυχαίο που οι μαζικές εκδηλώσεις των χριστιανών, των λενινιστών, ή των φασιστών χαρακτηρίζονται από τον ίδιο φανατισμό, το ίδιο μίσος για τον «άπιστο» και άρα τον «κατώτερο», την ίδια πομπώδη αλλά και γελοιωδώς γραφική συγκινησιακότητα. Αρκεί να διαβάσει κάποιος τα κηρύγματα μισάνθρωπων/κτηνών όπως ο Παύλος, ή ο Ιωάννης Χρυσόστομος και να συγκρίνει την φανατισμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί συχνά στους χριστιανικούς ναούς με τα φιλμ από τις ομιλίες του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Λένιν, ή του Στάλιν.
Με αυτή την έννοια, αν θέλει κάποιος να αξιολογήσει μια ιδεολογία, το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι απλώς να εξετάσει τις αισθητικές επιπτώσεις της πρώτα από όλα στους ίδιους τους υποστηρικτές της. Ούτε να διαβάσει τα κείμενά της, ούτε να ανοίξει συζητήσεις με τους θιασώτες της, ούτε να περιμένει να δει την εφαρμογή της στην “πράξη”, ούτε τίποτα. Όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός μιας συλλογικής συνειδητοποίησης, τόσο πιο αχρείαστη είναι η “οργάνωση” της αντίστοιχης συλλογικότητας –και αντιστρόφως, όπου βλέπει κάποιος “ισχυρές οργανώσεις”, τόσο πιο ποιμνιωμένο και αγράμματο είναι το πλήθος που θέλουν να “εκφράζουν”.
Αυτό που έχει κυρίως σημασία δεν είναι η οποιαδήποτε ιδεολογία καθεαυτή, αλλά η ψυχική και διανοητική ποιότητα εκείνων που την φέρουν. Μάλιστα όσο πιο συγκροτημένοι σε προσωπικό επίπεδο είναι αυτοί, τόσο λιγότερο χρειάζονται την «οργανωμένη» ιδεολογία, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το επιδραστικότερο κίνημα του 20ου αιώνα, τους χίππυς του ’60, οι οποίοι δεν είχαν καν κάτι τέτοιο. Και αντιστρόφως: όσο πιο «οργανωμένη» με άρθρα πίστης και παραγράφους είναι μια ιδεολογία, τόσο πιο ποίμνιο είναι αυτοί που την φοράνε καπέλο.
Ένα ενδεικτικό “μαργαριτάρι” μισανθρωπισμού του χριστιανού θεωρητικού Ιωάννη, του αποκαλούμενου “Χρυσόστομου”: «Κι αν ακόμη φονεύση κάποιος κατά το θέλημα του Θεού, ο φόνος αυτός είναι από κάθε φιλανθρωπία καλύτερος, ενώ αν κάποιος από λύπη δείξει ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, παρά το θέλημα του Θεού, θα μπορούσε η φειδώ αυτή να αποβή πιο μιαρή από οιοδήποτε φόνο»(!).
(«Κάν φονεύσει τις κατά γνώμην του Θεού, φιλανθρωπίας απάσης βελτίων εστίν ο φόνος. Καν φείσηταί τις και φιλανθρωπεύσηται παρά το δοκούν εκείνω, φόνου παντός ανοσιωτέρα γένοιτ’ αν η φειδώ» Κατά Ιουδαίων, Λόγος Δ΄σελ. 195, AdversusJudaeos 48.873.18 επόμ.)
Ας μη ξεχνάμε άλλωστε και τα εκβιαστικά διλήμματα του «γλυκύτατου Ιησού»: «Ο μή ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί» (!) Ματθ. ΙΒ΄30. Δηλαδή: “όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου”.
Οι ομοιότητες με την γνωστή λενινιστική και ναζιστική θεωρητική θεμελίωση της βίας, μόνο συμπτωματικές δεν μπορούν να είναι.
Η αισθητική της τεχνολογίας.
Ίσως τελικά να μην υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να είναι αισθητικώς ουδέτερο. Ακόμα και η τεχνολογία έχει αισθητική. Οι έλληνες αντιλαμβάνονταν την τεχνολογία με γνήσιο τρόπο, δηλαδή σαν κάτι απελευθερωτικό για τον άνθρωπο, και όχι τον τελευταίο σαν εξάρτημά της, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι αρχαίοι ανέπτυξαν αυθεντική τεχνολογική σκέψη, ίσως γιατί η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν περιορισμένο φαινόμενο: η παραγωγική βάση της αρχαίας ελληνικής οικονομίας –με την εξαίρεση της Σπάρτης- ήταν η εργασία του σκληρά εργαζόμενου ανεξάρτητου τεχνίτη και αγρότη και όχι η δουλεία. Εξάλλου και οι μισθοδοσίες για την κατασκευή των διαφόρων μνημείων -όπως του Παρθενώνα- που έχουν ανευρεθεί, αποδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χτιστών τους ήσαν ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι.
Επειδή ακριβώς ζούσε σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούσε η κοπιώδης ανεξάρτητη εργασία, ο Αριστοτέλης περιέγραψε μια τεχνολογία που θα αντικαθιστούσε πλήρως την σκληρή σωματική προσπάθεια, αποδεσμεύοντας από τον καθημερινό μόχθο. Μάλιστα η αριστοτελική σύλληψη της πλήρως αυτοματοποιημένης τεχνολογίας περιλαμβάνει και τον θάνατο της ιεραρχίας: σε ένα περίφημο χωρίο του ο Αριστοτέλης δεν λέει μόνο ότι δεν θα χρειάζεται η ανθρώπινη σωματική προσπάθεια, αλλά κι ότι επίσης δεν θα χρειάζονται οι διάφοροι επιστάτες και αρχιμάστορες (βλ. διευθυντές, προϊστάμενοι κλπ.)
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ιστορικά η πρώτη αμφισβήτηση της δουλείας έρχεται από την αρχαία Ελλάδα, δηλαδή από μια κοινωνία που δεν στηριζόταν ούτε αποκλειστικά, ούτε κυρίως στην δουλεία, όπως π.χ. η Περσία, ή η Ρώμη. Ειδικά η Ρώμη απαξίωσε πλήρως την τεχνολογία αφού η οικονομία της στηριζόταν στην εργασία εκατομμυρίων σκλάβων. Οι μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, όπως η ατμοδύναμη, έμειναν στα χαρτιά, γιατί θα μπορούσαν να ανατρέψουν τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής και άρα τους δουλοκτήτες και την κυριαρχία τους.
Κατά παρόμοιο τρόπο σήμερα, όπου εξακολουθεί να επικρατεί η εξαρτημένη εργασία (=μισθωτή δουλεία με ψευδαίσθηση ελευθερίας), η επικρατούσα τεχνολογία -και συνακόλουθα η οργάνωση της παραγωγής- αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως πλήρως υποταγμένο γρανάζι της. Αλλά μια τεχνολογία όπου προϋποθέτει τον άνθρωπο ως ένα ακόμα εξάρτημά της, θα ήταν για τους αρχαίους τόσο αντιαισθητική όσο και ένα λατομείο με σκλάβους.
Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά π.χ. σε ένα οποιοδήποτε εργοστάσιο, ή και απλώς στην αλυσίδα παραγωγής μιας οποιασδήποτε επιχείρησης. Επίσης μια τεχνολογία που απαξιώνει με τέτοιον τρόπο τον άνθρωπο, δεν μπορεί να μην απαξιώνει γενικότερα την ζωή και κατ΄ επέκτασιν την φύση. Η σημερινή τεχνολογία είναι αντιφυσική -και άρα παρά φύσιν- ακριβώς επειδή είναι πρώτα από όλα αντιανθρώπινη.
Σχετικά με την σημερινή τεχνολογία δεν μπορούν άλλο να μπαίνουν αποπροσανατολιστικά ζητήματα «καλής», ή «κακής» χρήσης της. Αρκετά πια με αυτή την συλλογιστική τρικλοποδιά. Είναι μια τεχνολογία φτιαγμένη για να υποτάσσει τον συλλογικό κοινωνικό παραγωγό στα οικονομικά -δηλαδή στα πραγματικά- αφεντικά της κοινωνίας. Μια τεχνολογία σχεδιασμένη για να διατηρεί την δουλεία. Χρειαζόμαστε μια εντελώς διαφορετικού είδους τεχνολογία, όπου θα αποτελεί απελευθερωτική προέκταση του ανθρώπου και εργαλείο ολόπλευρης πραγμάτωσης των δυνατοτήτων του και ταυτόχρονα θα αποτρέπει την συσσώρευση εξουσίας.
Μια τεχνολογία που θα προάγει την αισθητική του αυτοκαθορισμού και της δημιουργίας, αντί της εξουσίας, της ιεραρχίας και της «παραγωγικότητας». Μια τέτοια τεχνολογία θα τίναζε φυσικά στον αέρα την υπάρχουσα εκμεταλλευτική μορφή οικονομίας.
Η αισθητική ενός νέου ανθρωπότυπου.
Αλλά αυτό που κατεξοχήν χρειάζεται -ο πλανήτης, η “Ιστορία” ή απλά το ανθρώπινο είδος- δεν είναι άλλες αντιαισθητικές θρησκείες, ιδεολογίες κ.λπ. αλλά ένα νέο είδος ανθρώπου, το οποίο θα θα περιγραφεί και θα αναζητηθεί βάσει αποκλειστικά αισθητικών κριτηρίων. Κι αυτό δεν είναι τόσο ουτοπικό όσο ακούγεται. Ο άνθρωπος έχει αλλάξει πολλές φορές στο παρελθόν τόσο βιολογικά π.χ. Νεάντερταλ, Homo Sapiens κλπ. όσο και σαν ψυχική συγκρότηση “φύση”. Ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι παρά ο πιο πρόσφατος κρίκος μιας εξελικτικής αλυσίδας.
Η ανθρώπινη «φύση» ως κάτι στατικό και αναλλοίωτο στο πέρασμα των χιλιετηρίδων είναι μια «ανακάλυψη» της χριστιανικής θρησκείας. Σύμφωνα με αυτή ο άνθρωπος είναι ένα ον «εκ φύσεως» άπληστο, επιθετικό, «αμαρτωλό», «κακό». Και φυσικά έχει ανάγκη -από τι άλλο;- «διασώσεως», επιτήρησης – και, συνακόλουθα, ιεραρχίας. Ωστόσο η Ανθρωπολογία από τον 19ο αιώνα έχει καταρρίψει τον μύθο περί υπάρξεως μιας ενιαίας και διαχρονικής ανθρώπινης φύσης.
Οι Ευρωπαίοι ανθρωπολόγοι είχαν μείνει κατάπληκτοι από την ακραία διαφορά και ποικιλία αντιλήψεων, τρόπου αίσθησης των πραγμάτων, ηθών, συμπεριφορών κλπ. που ανακάλυπταν στις προκρατικές -αλλά όχι πρωτόγονες- κοινωνίες, π.χ. των νησιών του Ειρηνικού, αλλά και σε “υπανάπτυκτες” περιοχές μέσα στην ίδια την Ευρώπη.
Η αλληλεγγύη που ανακαλύφθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις προκρατικές κοινωνίες υπήρξε -και παραμένει- άλλωστε το βασικότερο επιστημονικό επιχείρημα του αναρχισμού για την μη αναγκαιότητα της εξουσίας. Οι μόνοι που θέλουν να μας πείσουν περί του δήθεν αναλλοίωτου της ανθρώπινης φύσης είναι οι εξουσίες, που μας θέλουν πρόβατα, «αναλλοίωτα» ανεπαρκείς, αμαρτωλούς, ατελείς και ανίκανους να ζήσουμε χωρίς την κηδεμονία τους, για απολύτως ευνόητους λόγους.
***
@Λαμπρόπουλος Θεόδωρος / περιοδικό Δαυλός / terrapapers/com / 2014