Topics:

Η Φαντασμαγορία μου: Ο Λόφος των Ονείρων

«Από όλους τους δημιουργούς του Κοσμικού Τρόμου, ανυψωμένου στην πιο υψηλή καλλιτεχνική του βαθμίδα, πολύ λίγοι ή κανένας δεν μπορεί να ελπίζει να φτάσει το μεγαλείο του Άρθουρ Μάχεν, συγγραφέα μικρών και μεγάλων διηγήσεων στις...

Η Φαντασμαγορία μου: Ο Λόφος των Ονείρων

«Από όλους τους δημιουργούς του Κοσμικού Τρόμου, ανυψωμένου στην πιο υψηλή καλλιτεχνική του βαθμίδα, πολύ λίγοι ή κανένας δεν μπορεί να ελπίζει να φτάσει το μεγαλείο του Άρθουρ Μάχεν, συγγραφέα μικρών και μεγάλων διηγήσεων στις οποίες τα στοιχεία του κρυμμένου τρόμου και του φόβου που παραμονεύει στις σελίδες του αγγίζουν ασύγκριτα επίπεδα σε ουσία και αληθοφάνεια. O κύριος Μάχεν είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και διδάσκαλος ενός μοναδικού λυρικού και εκφραστικού ύφους.

Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στην δημιουργία του Φανταστικού, αλλά και σε αρχαιολογικές εξερευνήσεις, συνεπαρμένος από τα μυστήρια των σκοτεινών κελτικών δασών και από τους θρύλους της γενέτειράς του, της Ουαλίας, λάτρης της διαλεκτικής και της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Το αναμφισβήτητο γεγονός στην περίπτωση του Μάχεν είναι αυτό: το δυναμικό και τρομακτικό υλικό στα έργα του, στέκει μοναδικό στο είδος του, και υψώνεται σαν ξεχωριστό σύμβολο, σημαδεύοντας την εποχή του αλλά και την Ιστορία της Λογοτεχνίας του Φανταστικού…» X. Φ. Λάβκραφτ, στην μελέτη του, Supernatural Horror in Literature, για τον Μάχεν.

«Είναι η αναπαραγωγή εκείνου που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις στην φύση, διαμέσου του πέπλου της ψυχής.» Edgar Allan Poe, όταν του ζήτησαν να δώσει με δυο λόγια έναν ορισμό για την Τέχνη.

Μέσα από αυτό το πέπλο της ψυχής πρέπει να αναγνώσει κανείς το έργο αυτό του Μάχεν.

«Θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότερες βασικές αλήθειες στα διηγήματα του Άρθουρ Μάχεν, απ’ ό,τι σε όλες τις στατιστικές του κόσμου.» Philip Van Doren Stern

Οι καταστάσεις που βιώνει ο ήρωας αυτού του βιβλίου, είναι, τελείως ταυτόσημες με αυτές που βίωνε ο Μάχεν στο ξεκίνημα της περιπέτειάς του με την λογοτεχνία. Όπως ο ίδιος περιγράφει:

«Έτσι, νύχτα μετά την νύχτα, διάβαζα και μελετούσα συνεχώς. Μένω κατάπληκτος μπροστά στην τόση μεγάλη μοναξιά που πηγάζει απ’ αυτήν την κατάσταση, όταν συγκρίνω αυτόν τον τρόπο ζωής μου με το ξεκίνημα της ζωής άλλων ανθρώπων των γραμμάτων. Αυτοί οι άλλοι πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο, έκαναν κάθε είδους χρήσιμους και ευχάριστους φίλους, προέρχονταν από οικογένειες γνωστές και καλές, κάθε βήμα που κάνουν είναι εύκολο γι’ αυτούς, ο δρόμος τους είναι καλοστρωμένος από πριν, και υπάρχουν πάντα χέρια για να τους βοηθήσουν στις δύσκολες στιγμές.

Ακόμη και αν δεν έχουν πάει στην Οξφόρδη ή στο Κέιμπριτζ, ακόμη κι αν δεν είναι από μεγάλο τζάκι, παρ’ όλα αυτά γνωρίζουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, νεαρούς συνομήλικούς τους, που μπορούν να συζητούν μαζί τους ατέλειωτα για τα γράμματα και την τέχνη, καπνίζοντας τις αιώνιες πίπες τους κι αδειάζοντας μπουκάλες καλού κρασιού. Ο ένας πληροφορεί και ενημερώνει τον άλλον για όλων των ειδών τα θέματα, ενώ συχνά κάποιοι απ’ αυτούς, συνειδητά ή ασυνείδητα, σφετερίζονται ο ένας τον δρόμο του άλλου.

Συχνά ζηλεύω αφόρητα, όταν ακούω ή βλέπω με ποιον τρόπο ένας νεαρός, καινούργιος στην πόλη, τρυπώνει τόσο εύκολα, τόσο άνετα και ευχάριστα, τόσο φυσιολογικά σ’ έναν απόλυτα χαρακτηριστικό λογοτεχνικό χώρο, πριν γίνει καλά-καλά εικοσιπέντε χρονών. Μπαίνει στον κόσμο των γραμμάτων όπως μπαίνει ένας καλοαναθρεμμένος άνθρωπος σε μία αίθουσα γεμάτη με εξαίρετες και σπουδαίες προσωπικότητες, ξέροντας με κάθε λεπτομέρεια τι πρέπει να πει και πώς να το πει, όλοι γοητεύονται όταν τον ακούνε, και εκείνος νιώθει άνετα αμέσως, σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, και μέσα σ’ ένα-δυο χρόνια το πολύ, γίνεται σχεδόν κλασσικός.

Ενώ εγώ βρίσκομαι εντελώς μόνος, μέσα στο μικρό δωμάτιό μου, χωρίς φίλους, εγκαταλειμμένος και έρημος, συνειδητοποιώντας ως το βάθος της καρδιάς μου την ολοκληρωτική μου αδεξιότητα. Όσες φορές επιχείρησα να δοκιμάσω να χειριστώ τον υπέροχο λόγο της λογοτεχνίας, βρέθηκα να περιπλανιέμαι αμήχανος μέσα στον κόσμο της φαντασίας, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Αναζητώ ψηλαφώντας τον δρόμο μου όπως ένας τυφλός, σκοντάφτω όπως ένας τυφλός, και χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο όπως ένας τυφλός. Κανείς δεν με βοηθά, δεν έχω κανέναν φίλο, κανέναν να με συμβουλεύσει, κανέναν να με παρηγορήσει…»

Ο Άρθουρ Μάχεν (Arthur Machen, ήταν το ψευδώνυμο του Arthur Llewellyn Jones, 1863-1947) είναι ο πιο παράξενος συγγραφέας του Φανταστικού (έναν τίτλο που τον μοιράζεται μαζί με τον Ρόμπερτ Γ. Τσέημπερς, τον Άλτζερνον Μπλάκγουντ, και τον Χ. Φ. Λάβκραφτ). Τα αινιγματικά έργα του, που χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη αίσθηση του Παράξενου, του Απόκρυφου και του Θαυμαστού που εκπέμπουν οι σελίδες τους, καθώς και η απαράμιλλη λογοτεχνική ικανότητά του, κάνουν τον Μάχεν μια περίπτωση μοναδική, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που έχει επηρεάσει όλους τους μεγάλους συγγραφείς του Φανταστικού.

Συγγραφέας, μελετητής, κριτικός, μυστικιστής (ήταν μυημένος στο Ερμητικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής), περιηγητής, συλλέκτης παράξενων αντικειμένων, φιλόσοφος, ο Άρθουρ Μάχεν στοιχειώνει με τις ιστορίες του χιλιάδες αναγνώστες για περίπου εκατό χρόνια μέχρι σήμερα. Στα βιβλία του, βρίσκονται οι πιο σπάνιες και παράξενες ιστορίες του Φανταστικού. Το Εσώτατο Φως, Το Κόκκινο Χέρι, Η Ερημική Κατοικία, Περιπέτεια του Χρυσού Τιβέριου, Η Νουβέλα της Σιδηράς Παρθένου, Παράξενο Συμβάν στο Κλάρκενγουελ, Η Τελετή, Μαγεία, Ο Ροδόκηπος, Ο Μικρός Λαός, Τα Ιερά Πράγματα, κ.α. όπου θα ανακαλύψετε πολλά που σχετίζονται με την μυστική τέχνη του Megapolisomancy, της Συγχρονικότητας, της μεταμόρφωσης, της εξαπάτησης, των μαγικών πραγματικοτήτων, των ανθρώπινων χαρακτήρων, του μυστηρίου, της φαντασίας. Ο “Κόσμος των Σκιών” στέκει παντού γύρω μας, ένας κόσμος αόρατος που κρύβεται πίσω από το πέπλο, ένας κόσμος στον οποίον καθημερινά συμβαίνουν τα πιο παράξενα πράγματα, αλλά κανείς δεν τα προσέχει, ενώ επηρεάζουν την πραγματικότητά μας.

Όταν ο Μάχεν έγραφε τον “Λόφο των Ονείρων” (που εκδόθηκε τελικά το 1907), το γράψιμο ήταν τόσο επίπονο, γεμάτο τόση βαθιά υπαρξιακή αγωνία, ονειροπόληση και νοσταλγία, που βασάνισε πολύ τον Μάχεν και έκανε δυόμισι χρόνια για να το ολοκληρώσει, παρ’ όλο που δεν είναι μεγάλο. Αργότερα, χρειάστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια για να βρει έναν εκδότη που θα τολμούσε να το εκδώσει, αφού ήταν τόσο παράξενο και καταδικασμένο να μην είναι πολύ εμπορικό.

«Η φαντασμαγορία μου: Ο Λόφος των Ονείρων. Άρχισα να το σκέφτομαι το φθινόπωρο του 1895. Το συλλογιζόμουν σε μακρινούς περιπάτους στους μισοσκότεινους δρόμους του Λονδίνου, το στριφογύριζα στο μυαλό μου στις ήσυχες πλατείες του Μπλούμσμπερι, στα δρομάκια του Κλέρκενγουελ, σε ξεχασμένες, βρώμικες γειτονιές στα ανατολικά του Γκρέι Ινν. Συμβουλεύτηκα το περίφημο Μαντείο του Πέντονβιλ και φυσικά τον Ερημίτη του Μπέρνσμπερι.

Και μετά πήγαινα σπίτι και σκεφτόμουν, και το ζύγιζα ξανά και ξανά και απορούσα και κρατούσα σημειώσεις και έκανα σχεδιαγράμματα, και πειραματιζόμουν με όποιο κόλπο που μου φαινόταν ελπιδοφόρο: με μια λέξη έκανα πολύ μεγάλες προσπάθειες. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου. Και μετά άρχισα να γράφω το βιβλίο. Συνέχισα να γράφω όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο διάβασα ό,τι είχα γράψει και είδα ότι είχα πάρει τελείως λάθος δρόμο. Τρία μεγάλα κεφάλαια έπρεπε να κοπούν.

Και ένωσα το κομμένο νήμα στο τέλος του κεφαλαίου IV. Έγραφα όλο το χειμώνα και τέλειωσα το βιβλίο τον Μάρτιο του 1897. Πάλι με μεγάλους κόπους. Ο Λόφος των Ονείρων δεν έγινε δεκτός από πολλούς εκδότες. Εν τέλει εκδόθηκε το 1907 μόλις δέκα χρόνια αφού το είχα τελειώσει. Και λυπάμαι που το ομολογώ, πάλι λέχθηκαν επικριτικά πράγματα.

Έτσι, η λογοτεχνική κοινότητα, μου ήταν υπόχρεη για τον κόπο που είχα βάλει σε μια εποχή που όλοι έγραφαν απρόσεκτα, αλλά ευχόταν να μην ήταν τόσο εμφανής η προσπάθεια…

Θέλω να προειδοποιήσω τον αναγνώστη μου. Η εν λόγω προειδοποίηση είναι ως προς αυτήν την έννοια: ότι ο κόπος, όσο μεγάλος κι αν είναι, δεν εξασφαλίζει τον έπαινο των συνανθρώπων μας. Τον φυλάγουν -και πολύ σωστά- για το αποτέλεσμα. Για να προσαρμόσουμε ένα ρητό που αποδίδεται -λανθασμένα πιστεύω- στο Τάγμα των Ιησουιτών, ο σκοπός είναι αυτός, η τελειωμένη δουλειά, που δικαιώνει τα μέσα. Πιστεύω ότι το μέσο που χρησιμοποίησα ήταν η καρδιά, και ο σκοπός μου ήταν η καρδιά του αναγνώστη μου.» Άρθουρ Μάχεν, σε μια αδημοσίευτη εισαγωγή του για τον Λόφο των Ονείρων.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

…από τον μεγάλο συγγραφέα του Φανταστικού, Λόρδο Ντάνσανυ (Lord Dunsany, 1878-1957), για τον Λόφο των Ονείρων του Άρθουρ Μάχεν, στην αγγλική έκδοση του 1954.

[…] Δεν γνώρισα ποτέ τον Άρθουρ Μάχεν, και, όταν διάβασα αυτό το βιβλίο παραπάνω από σαράντα χρόνια πριν -τότε που δεν διάβαζα και πολλά βιβλία- κάτι το ασήμαντο με αποθάρρυνε να διαβάσω κι άλλα δικά του. Νομίζω ότι αυτό που με αποθάρρυνε ήταν κάτι που έκανε ο ήρωας της ιστορίας: να αυτομαστιγωθεί με αγκάθια, μια πράξη που μου φάνηκε νοσηρή.

Καταλαβαίνω τώρα ότι δεν υπήρχε τίποτε το νοσηρό στον Μάχεν, και ότι το βιβλίο του καταγράφει τον ωραίο αγώνα που έκανε ενάντια στην φτώχεια και τον υλισμό, ώστε και να διατηρεί το όραμά του ζωντανό στα μάτια του νου και να το μεταφέρει στο χαρτί για να μπορέσουν να το δουν και οι άλλοι.

Όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί στον κόσμο περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία και είναι ενδιαφέρον σπορ να τα ανιχνεύεις, αρκεί βέβαια να μην κάνεις ζαβολιές όπως εγώ που είχα διαβάσει από πριν την μεταγενέστερη τρίτομη Αυτοβιογραφία του Μάχεν. Δεν υπάρχει τίποτε σπουδαιότερο στην λογοτεχνία από το να έχεις το όραμά σου, να παραμένεις πιστός σ’ αυτό και μετά να το γράφεις στο χαρτί καθαρά και όμορφα.

Το όραμα του Μάχεν ήταν για ένα ρωμαϊκό στρατόπεδο στους γέρικους λόφους της Ουαλίας, όπου οι θρύλοι μνημονεύουν ακόμη τους Ρωμαίους. Και για να συνδέσει κάπως το όραμά του με τα επίγεια, για την αγάπη ενός νεαρού που τελικά στρέφεται στα όνειρα και δεν χάνεται, και για την αρχαία εποχή που γίνεται γι’ αυτόν πιο αληθινή από ποτέ. Και μετά ακολουθεί η αγωνιώδης προσπάθεια να μεταφέρει το όνειρό του στο χαρτί δίχως ενθάρρυνση, δίχως χρήματα για αρκετό φαγητό, δίχως καν την ικανότητα να γράφει. Και μεγάλο μέρος απ’ αυτό το βιβλίο μιλά για το όραμα που ξεπερνά όλα αυτά τα εμπόδια γιατί υπάρχει μία δύναμη στα οράματα που ξεπερνά τα υλικά πράγματα.

Πώς έρχεται ένα όραμα δεν μπορούμε να το πούμε, γιατί απλούστατα κανείς δεν ξέρει. Αλλά για τους πολλούς είναι σίγουρα μεγάλη ανακούφιση να ξέρουν ότι όταν έρχεται είναι πιο δυνατό από τα εμπόδια που θα μπορούσαν να το σταματήσουν, και ότι ξεπερνά ακόμη και την ανικανότητα στο γράψιμο και ντύνεται από μόνο του με τις κατάλληλες λέξεις.

Αυτό το βιβλίο δείχνει πως είναι σκληρός αγώνας η αποκάλυψη ενός οράματος και πολλοί θα απελπίζονταν εκεί όπου ο Μάχεν επέμεινε. Αλλά γι’ αυτούς που επιμένουν όλα είναι δυνατά. Τα εμπόδια που ξεπερνά ο ήρωας του Μάχεν -που πρέπει να τα είχε και ο ίδιος και που τόσο έντονα περιγράφει- ήταν η φτώχεια, η έλλειψη συμπάθειας, κάποιες σκληρές κριτικές και το περιβάλλον των μίζερων δρόμων που ήταν τόσο ανόμοιοι με την ρωμαϊκή πόλη που ονειρεύτηκε ή τους λόφους της πατρίδας του όπου είχε γεννηθεί εκείνο το όνειρο.

Η έλλειψη αρκετού φαγητού είναι ένα εμπόδιο τεράστιο και απειλητικό και δεν χρειάζεται σχόλια, ειδικά αυτήν την εποχή που τα καταιγιστικά γεγονότα μίκρυναν τις μερίδες όλων μας. Η έλλειψη συμπάθειας είναι το επόμενο μεγάλο εμπόδιο. Αλλά κανένας συγγραφέας δεν θα βρει κάποιον άλλον που να βλέπει το όραμά του με την αγαλλίαση που το βλέπει ο ίδιος, γι’ αυτό και πρέπει να είναι προετοιμασμένος για μοναχικό αγώνα. Όσο για την σκληρή κριτική πρέπει να την περιμένει αν δεν γράφει καλά. Και αν γράφει καλά, πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την ζήλια. Ω, πόση ζήλια!

Το εχθρικό περιβάλλον που δημιουργείται από την πεποίθηση ότι η ομορφιά με την ωφέλεια είναι εχθροί, και ότι ο αναγνώστης είναι πελάτης και θήραμα που πρέπει να το κυνηγήσουμε, το νιώθουν πάντα τα ευαίσθητα πνεύματα που δοκιμάζονται στην συγγραφική, όπως τα απαλά δέρματα αυτών που επισκέπτονται για πρώτη φορά τους τροπικούς νιώθουν τα κουνούπια. Όμως είναι πολύ πιθανόν ο Μάχεν, αν είχε παραμείνει στους όμορφους λόφους όπου οι μνήμες των Ρωμαίων έτρεφαν το όνειρο του, να ένιωθε ικανοποιημένος, να μην έκανε ποτέ τον απελπισμένο αγώνα να μεταφέρει τα όνειρά του στο χαρτί και να ‘βλεπε και κάτι ωραίο στους δρόμους που τόσο πολύ τον καταπίεζαν. Αυτό είναι που ενίοτε αποκαλούμε τάση φυγής.

Πάντως δεν νομίζω ότι υπάρχει αρκετή λογική στον κόσμο. Η Αφροδίτη του Πραξιτέλους δεν ήταν μια απόδραση από την ασχήμια των Ελληνίδων αλλά πρέπει να την εμπνεύστηκε από την ομορφιά τους σε ένα περιβάλλον όμορφο όπου τα εργοστάσια ήταν άγνωστα.

Η πηγή έμπνευσης του Μάχεν είναι πάντα ξεκάθαρη: έρχεται από τα βάθη της εξοχής. Υπάρχουν αυτοί που θα πουν ότι μια φτωχογειτονιά ή ένα εργοστάσιο είναι εξίσου καλή έμπνευση για λογοτεχνία μ’ έναν λόφο και μια κοιλάδα, και άλλοι που θα πουν ότι είναι καλύτερη. Δεν μπορεί κανείς να είναι δογματικός όσον αφορά τις τέχνες ή να αρνηθεί σε κάποιο θέμα ή κάποιο μέρος της γης μια θέση στην λογοτεχνία, αλλά δεν νομίζω ότι κανείς από εμάς μπορεί να ξεπεράσει την Δημιουργία.

Και μιας και ό,τι συμβαίνει σε μια πόλη είναι σε κάποιο βαθμό απομακρυσμένο από την Δημιουργία, θεωρώ την εξοχή πιο αγνή πηγή έμπνευσης για τις τέχνες. Ωστόσο σε μια πόλη φτιαγμένη από ανθρώπους εμπνευσμένους από την Δημιουργία και διακοσμημένη από ανθρώπους που οδηγούνται από παρόμοιες εμπνεύσεις, δεν θα ήταν κάποιος μακριά από την αρχική πηγή. 0 Μάχεν στην προσπάθεια να βγάλει το ψωμί του δεν είχε την τύχη να ζει σε τέτοιο περιβάλλον. Αλλά το όνειρό του ξεπέρασε τον όγκο των υλικών εμποδίων και ο ίδιος παρέμεινε πιστός στο όνειρό του και το αράδιασε τελικά στο χαρτί με ταιριαστές λέξεις που έρεαν με τον σωστό ρυθμό. Ποιος είναι ο σωστός ρυθμός δεν μπορώ να πω, γιατί ο ρυθμός και το μέτρο είναι κάτι πράγματα σαν τα παλιά ξόρκια που πρέπει να τα νιώθεις, και δεν υπάρχει τρόπος -απ’ όσο ξέρω- για να τα διδαχτείς.

Αλλά ο Μάχεν τον ένιωσε, και αφού τον ένιωσε του ήταν πιστός, και έτσι το όνειρό του περνά χορεύοντας μπροστά από τα μάτια μας χαρούμενο και σκερτσόζο. Σε ποιον ρυθμό, δεν μας λέει, γιατί κι αυτός, σαν κι εμένα, δεν μπορεί. Αλλά αναγνωρίζει και εξηγεί στο βιβλίο του, ότι υπήρχε μια ορισμένη μαγεία στον Μίλτον που δεν μπορούσε να συλλάβει, που μετέτρεπε τις σκέψεις του σε χρυσό ακόμη κι όταν μερικές απ’ αυτές ήταν κατά τα άλλα μελαγχολικές. Είναι πολύ περίεργο πώς αυτή η αίσθηση του ρυθμού φαίνεται πάντα να συνοδεύει ό,τι είναι άξιο να ειπωθεί, ώστε κάθε όμορφη σκέψη παρουσιάζεται μπροστά μας με την χάρη και την αξιοπρέπεια που της αξίζει. Και μια αρνητική επιβεβαίωση αυτού είναι ότι, όταν ήρθε η μόδα -άγνωστη στα νιάτα του Μάχεν- να γράφονται προτάσεις δίχως νόημα, ο ρυθμός και το μέτρο αποχώρησαν.

Μια αίσθηση δέους, ένα έντονο αίσθημα για ομορφιά, παραξενιά, νοσταλγία, αντοχή και σκληρή δουλειά, είναι πράγματα που κάποιος τα βλέπει ολοκάθαρα στον Μάχεν κοιτάζοντας από το παράθυρο αυτού του βιβλίου. Σε μια μικρή βόλτα στην εξοχή λέει πώς ο -μάλλον αυτοβιογραφικός- ήρωάς του «ένιωθε ρίγος με την αίσθηση ότι είχε ταξιδέψει πολύ μακριά, όλο τον δρόμο από το γνωστό στο Άγνωστο».

Κι ακόμη περισσότερο «είχε ξεστρατίσει σε ξένα κι απόκρυφα μέρη». Και πέφτει η νύχτα κι αυτός νιώθει την ομορφιά και το μυστήριό της καθώς και όλης της αρχαίας εξοχής, και φτάνει προσκυνητής στο λοφάκι του αρχαίου ρωμαϊκού στρατοπέδου. Και σταδιακά, αυτά τα πράγματα, που τόσο έντονα τα παρατηρεί, δυναμώνουν την φαντασία του, μέχρι που απλώνει το βλέμμα πάνω από τις κόψεις των λόφων και πέρα από τους αιώνες, και αρχίζει να βλέπει τους Ρωμαίους ανάμεσα στα αμπέλια τους και σε μια από τις βρετανικές τους πόλεις όπου, με την σκέψη ίσως στοιχειωμένη από το Avallon, αποκαλεί τον εαυτό του Avallaunius.

Όταν μιλά για την εξοχή μιλά γι αυτήν με την ίδια αγάπη που ένιωθε ο Richard Jefferies, λίγο πιο ανατολικά, ή ο Τουργκένιεφ για την Ρωσία του. Και μερικές φορές διακρίνεται μια επιρροή του De Quincey, εκεί που ο νεαρός για τον οποίο μιλά η ιστορία λέει πως «είχε αμαρτήσει εναντίον της γης και η γη σειόταν κι έτρεμε για εκδίκηση», η μελαγχολική υπερβολή του οποίου θυμίζει μία από τις ατυχείς φάσεις του De Quincey, τότε που ένιωθε ότι ο Βράχμα τον καταδίωκε σ’ όλα τα δάση της Ασίας, όπου λέει με παράπονο «ο Βισνού με μισούσε, ο Σίβα μου είχε στήσει καρτέρι. Ξαφνικά έπεσα επάνω στον Όσιρη και την Ίσιδα. Είχα κάνει κάτι, μου είπαν, που η ίβις και ο κροκόδειλος το σκιάζονταν…»

Ίσως να μην υπάρχει μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στις δύο παραγράφους, αλλά υπάρχει και στις δύο μια εφιαλτική μελαγχολία που είναι ειπωμένη με φαντασία και ρυθμό.

Όμως ο ήρωας του Μάχεν δεν βασανίζεται στα δάση της Ασίας αλλά στα δυτικά του Λονδίνου, όπου τον τυραννά η αγωνία της νοσταλγίας, όχι μόνο επειδή οι δρόμοι είναι τόσο διαφορετικοί από τους λόφους και τα δάση της πατρίδας του, αλλά επειδή οι λεπτεπίλεπτες αισθήσεις του αντιλαμβάνονται πολύ καλά μια έλλειψη καλωσορίσματος και φιλίας στα πρόσωπα αυτών που περνούν.

Διότι είναι απίθανο για τους κατοίκους μιας πόλης πέντε εκατομμυρίων κατοίκων να καλοδέχονται κάθε ξένο. Και οι άνθρωποι της πόλης έχουν κι αυτοί τη διαίσθησή τους, και συνήθως ξεχωρίζουν τους επαρχιώτες και γνωρίζουν καλά ότι τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων της πόλης και εκείνα των χωρικών, είναι χωρισμένα από μεγάλες αποστάσεις και πολλά σύνορα. Κι ένα ευαίσθητο πνεύμα βλέπει αυτό το αίσθημα στα μάτια των περαστικών.

Προς το τέλος του βιβλίου ο νεαρός επιστρέφει στην εξοχή του και στο όνειρό του που δεν ξεχωρίζει πάντα εύκολα από τον εφιάλτη, σε μια απελπισία και σ’ ένα χειρόγραφο που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει. Κι όμως το βιβλίο δεν είναι προϊόν απελπισίας, αλλά μάλλον μια θριαμβευτική νίκη εναντίον της. Διότι όση πικρία και να γεννήθηκε στον Μάχεν από την αντίθεση ανάμεσα στον ευφάνταστο εαυτό του και στους πρακτικούς συγγενείς και γείτονές του, και όσο σκληρούς και να έβρισκε τους δρόμους του δυτικού Λονδίνου ένα πνεύμα διαμορφωμένο από την εξοχή όπως αυτό του Μάχεν, αυτός επέμενε να γράψει αυτό και τα άλλα του βιβλία με τους ντελικάτους ρυθμούς και με μια ομορφιά αντλημένη από τους λόφους και τις μαγικές κοιλάδες που ήξερε.

Και, είτε ήταν όνειρο είτε εφιάλτης αυτό που αναζητούσε, δίνει ένα μάθημα για σκληρή δουλειά και αποφασιστικότητα, σε μια εποχή κατά την οποία τόσο πολλοί συγγραφείς και ζωγράφοι είναι έτοιμοι να πασαλείψουν στο χαρτί ή στο μουσαμά ό,τι τους περνά από το κεφάλι, χωρίς ίχνος από την σκληρή δουλειά, το αυθεντικό όραμα και την αποφασιστικότητα που χρειάστηκε το γράψιμο του Λόφου των Ονείρων.

Διότι είναι ένας θρίαμβος της φαντασίας ενάντια στην σκληρή πραγματικότητα, μιας φαντασίας που έχτισε μια πόλη δίχως μάρμαρα και την φύτεψε με κληματαριές και πρίνους και έφερε πίσω, από τα σκοτάδια περασμένων εποχών, ένα αρχαίο ρωμαϊκό πληθυσμό, και τρόμους και εκστάσεις και κοπέλες που είχαν χορέψει με σάτυρους. Ένας αρχιτέκτονας ή ένας γλύπτης, έχει επίσης τέτοια όνειρα και, όποτε βρίσκει μάρμαρο, το όνειρό του γρήγορα γίνεται αποδεκτό. Για τον Μάχεν ο αγώνας ήταν μακρύτερος και σκληρότερος.[…]

Lord Dunsany
Δουβλίνο, 1954

Ο ΛΟΦΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

I

Ο ουρανός είχε μια κόκκινη λάμψη, σαν να είχαν ανοίξει στον ορίζοντα οι πόρτες ενός τεράστιου καμινιού.

Όλο το απόγευμα έβλεπε με τα μάτια του αυτή την μαγεία, όλο το απόγευμα περιπλανιόταν στην χώρα των παραμυθιών. Οι γιορτές κόντευαν να τελειώσουν και ο Λούσιαν Τέιλορ είχε βγει έξω αποφασισμένος να χαθεί, να ανακαλύψει παράξενους λόφους και μέρη που δεν είχε ξαναδεί. Η ατμόσφαιρα ήταν ακίνητη λες και της είχε κοπεί η ανάσα από την εξάντληση μετά την καταρρακτώδη βροχή, και τα σύννεφα έμοιαζαν μολυβένια. Ούτε η παραμικρή αύρα δεν φύσαγε πάνω στον λόφο, ούτε ένα ξερό φύλλο δεν κουνιόταν κάτω στην κοιλάδα, ούτε ένα κλαρί δεν σειόταν σ’ ολόκληρο το σκοτεινό δάσος εκείνου του Ιανουαρίου.

Γύρω στο ένα μίλι μετά το πρεσβυτέριο, ο Λούσιαν Τέιλορ άφησε τον κεντρικό δρόμο και χώθηκε σ’ ένα άνοιγμα που υποσχόταν μυστήριο και περιπέτεια. Ήταν ένας παλιός παραμελημένος χωματόδρομος, κάτι λίγο παραπάνω από χαντάκι, σκαμμένος ως δέκα πόδια βάθος από τις χειμωνιάτικες βροχές και σκιασμένος από τεράστιους θάμνους σφιχτοπλεγμένους μεταξύ τους. Κι από τις δυο του πλευρές κυλούσαν θολά ρυάκια, και κάπου-κάπου ένας χείμαρρος κατρακυλούσε από τις όχθες και πλημμύριζε το δρομάκι. Ήταν τόσο βαθιά και σκοτεινά εκεί, που δεν ξεχώριζε τίποτε από τα μέρη που περνούσε, κι ο δρόμος όλο κατηφόριζε κι ο Λούσιαν Τέιλορ δεν είχε ιδέα που θα καταλήξει.

Μπορεί να ‘χε περπατήσει και δύο μίλια μέσα στο σκιασμένο δρομάκι, όταν η κατηφόρα σταμάτησε, μα εκείνος ενθουσιάστηκε με την ιδέα ότι είχε ταξιδέψει πολύ μακριά, όλο τον μακρύ δρόμο από το γνωστό προς το Άγνωστο. Είχε φθάσει, όπως φαινόταν, στον πάτο μιας λεκάνης ανάμεσα στους λόφους, και μαύρα δάση έκλειναν έξω τον υπόλοιπο κόσμο. Από τον δρόμο πίσω του, από τον δρόμο μπροστά του, από αόρατες πηγές κάτω από τα δέντρα, ποταμάκια νερών φούσκωναν και κατρακυλούσαν κατά το κέντρο στο ρυάκι που διασταυρωνόταν με τον χωματόδρομο.

Μέσα στην νεκρή σιωπή της ατμόσφαιρας, κάτω από μολυβένια και ακίνητα σύννεφα, ήταν παράξενο ν’ ακούς έναν τέτοιο σαματά από γουργουρίσματα και κελαρύσματα, και στάθηκε για αρκετή ώρα επάνω στο γεφυράκι που τρανταζόταν, και παρακολουθούσε όλη εκείνη την έφοδο από πεθαμένα δέντρα, σπασμένα κλαριά και δεμάτια άχυρα, που έτρεχαν σαν παλαβά από κάτω για να κάνουν βουτιά μέσα στον πίδακα του αφρού που ανάβραζε μανιασμένος ενάντια σ’ ένα μεγάλο πεσμένο δέντρο.

Έπειτα, σκαρφάλωσε πάλι ανάμεσα από ασβεστολιθικά βράχια και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, μέχρι που ο θόρυβος των νερών δεν ξεχώριζε καθαρά κι ακουγόταν σαν απόμακρο αχνό βουητό, σαν σμήνος από μέλισσες το καλοκαίρι. Περπάτησε κάποια απόσταση σε ίσιο έδαφος, μέχρι που βρήκε ένα ρήγμα στις όχθες κι ένα φυσικό πεζούλι όπου μπορούσε να στηριχτεί και να κοιτάξει έξω. Είδε ότι ήταν, όπως το έλπιζε, μόνος και έρημος. Είχε ξεστρατίσει σε απόμερα και απόκρυφα μέρη. Από το ύψος του χωματόδρομου, περιτρέχοντας το φρύδι ενός λόφου, είδε κάτω χαμηλά βαθιές κοιλάδες και δασωμένες λαγκαδιές, και πέρα, μακριά πιο πέρα από τα δέντρα, είδε άγριους γυμνούς λόφους και σκοτεινά δασωμένα εδάφη να σμίγουν με τον γκρίζο και ακίνητο ουρανό.

Σ’ εκείνο το σημείο, ακριβώς κάτω από τα πόδια του, το έδαφος κατηφόριζε απότομα προς την κοιλάδα: μια πλαγιά με πυκνό χορτάρι μπαλωμένο με νεκρές φτέρες, διάστικτο εδώ κι εκεί με αγκαθωτούς θαμνώνες και, πιο κάτω από εκεί, πυκνοί και σκοτεινοί δρυμοί ασάλευτοι, σιωπηλοί και μοναχικοί, απάτητοι λες από ανθρώπου πόδι. Χορτάρι και φτέρες και αγκαθιές και δέντρα, όλα χρωματίζονταν καφέ και γκρίζα κάτω απ’ τον μολυβένιο ουρανό. Κι ο Λούσιαν κοίταζε θαμπωμένος σαν να διάβαζε μια υπέροχη μυστική ιστορία που το νόημά της δεν το χωρούσε ο νους του.

Έπειτα, σαν τον ήρωα του παραμυθιού, προχώρησε όλο και περισσότερο, παρατηρώντας φευγαλέες εικόνες από την υπέροχη χώρα όπου είχε τρυπώσει, πιο πολύ νιώθοντας παρά βλέποντας, γιατί καθώς η μέρα περνούσε όλα γίνονταν όλο και πιο γκρίζα, όλο και πιο μελαγχολικά. Και όπως προχωρούσε, άκουγε τους βραδινούς ήχους από τις φάρμες, τους στεναγμούς των αγελάδων και το γάβγισμα των τσοπανόσκυλων.

Αμυδροί κι αδύναμοι ήχοι από μακριά. Η ώρα ήταν περασμένη, και όσο σκούραιναν οι σκιές εκείνος περπατούσε γρηγορότερα, μέχρι που ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει και πάλι, πήρε μια απότομη στροφή και βρέθηκε προς μεγάλη του ανακούφιση -και με κάποια απογοήτευση- σε γνωστό έδαφος. Είχε σχεδόν διαγράψει κύκλο, και γνώριζε πολύ καλά αυτήν την άκρη του χωματόδρομου. Δεν ήταν πάνω από ένα μίλι μακριά από το σπίτι.

Κατηφόρισε ζωηρά τον λόφο. Η ατμόσφαιρα ήταν φωτερή και θολή, και μεταμόρφωνε δέντρα και θάμνους σε φαντάσματα, ενώ οι τοίχοι του αγροκτήματος που τα παιδιά αποκαλούσαν Άσπρο Σπίτι, τρεμόσβηναν στην λοφοπλαγιά κι ήταν σαν να προχωρούσαν προς το μέρος του. Ξαφνικά έγινε μια αλλαγή. Πρώτα, μια μικρή ανάσα αέρα χάιδεψε με ένα ξερό ψιθύρισμα τους θάμνους, και τα λίγα φύλλα που είχαν απομείνει στα κλαδιά άρχισαν να αναδεύονται κι ένα- δυο χόρεψαν σαν τρελά. 0 αέρας γύρισε και δυνάμωσε, και όλα τα ξερά κλαδιά από πάνω του άρχισαν να χτυπούν το ένα επάνω στο άλλο και να κροταλίζουν σαν κόκαλα. 0 ξαφνικός δυνατός άνεμος φάνηκε να καθαρίζει την ατμόσφαιρα και να την φωτίζει.

Ο Λούσιαν ανέβαινε τα σκαλώματα προς τα κει που ένα μονοπάτι οδηγούσε στο απομονωμένο σπιτάκι της γριάς κυρίας Γκίμπον στην μέση του λιβαδιού, και διέκρινε τον αχνό γαλάζιο καπνό της καμινάδας της πάνω από τις ξερακιανές κορομηλιές με φόντο μια χλωμή λωρίδα στον ορίζοντα που όλο και φάρδαινε. Ενώ ανέβαινε με το κεφάλι σκυφτό και το βλέμμα στο χώμα, κάτι λευκό πετάχτηκε μέσα από την μαύρη σκιά των θάμνων, και, στο παράξενο λυκόφως που κοκκίνιζε στα δυτικά, του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να περνά από μπροστά του πλέοντας στον αέρα και να χάνεται.

Για μια στιγμή ο Λούσιαν αναρωτήθηκε ποιος θα μπορούσε να είναι, το φως ήταν τόσο τρεμουλιαστό και αχνό, τόσο ανόμοιο με το αληθινό φως της ημέρας, όταν θυμήθηκε πως ήταν απλώς η Αννυ Μόργκαν, η θυγατέρα του γερο-Μόργκαν από το Άσπρο Σπίτι. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη απ’ αυτόν, και, παρόλο που ήταν μόνο δεκαπέντε ετών, είχε ψηλώσει πολύ από την τελευταία φορά που την είδε στις καλοκαιρινές διακοπές. Ο Λούσιαν τώρα είχε φτάσει στους πρόποδες του λόφου και σηκώνοντας το βλέμμα είδε τις παράξενες αλλαγές στον ουρανό.

Η χλωμή λωρίδα είχε γίνει μια απέραντη έκταση από θολό φως, και από πάνω του τα βαριά μολυβένια σύννεφα σκόρπιζαν κυνηγημένα από τον άνεμο. Στάθηκε να τα παρακολουθήσει και κοίταξε ψηλά προς τον μεγάλο λόφο, που προεξείχε από τους άλλους στην μέση της κοιλάδας.

Ο λόφος εκείνος ήταν ένας παράξενος φυσικός σχηματισμός και πρέπει να είχε από πάντα σχήμα σαν φρούριο, αλλά η υπερβολικά απότομη κλίση του είχε αυξηθεί με την αρχαία ρωμαϊκή τεχνοτροπία και στην κορυφή του είχε ψηλά αναχώματα, που ο πατέρας του Λούσιαν του είχε πει πως ήταν η οχύρωση του αρχαίου ρωμαϊκού στρατοπέδου, κι ένα βαθύ χαντάκι είχε σκαφτεί προς βορρά για να το αποκόψει από την λοφοπλαγιά. Σ’ αυτήν την κορυφή είχαν φυτρώσει βελανιδιές-νάνοι, αλλόκοτα δέντρα, παραμορφωμένα, με στρεβλούς κορμούς και κλαδιά. Κι αυτά τώρα όλα τους μαύριζαν με φόντο τον φωτεινό ουρανό.

Και έπειτα η ατμόσφαιρα άλλαξε και πάλι. Το κόκκινο έγινε πιο έντονο και μια κηλίδα σαν αίμα εμφανίστηκε στην λιμνούλα δίπλα στην αυλόπορτα και όλα τα σύννεφα φλογίστηκαν από πύρινες πιτσιλιές και κορδέλες από φωτιά. Εδώ κι εκεί ήταν σαν να είχαν ανοίξει οι πόρτες ενός τρομακτικού καμινιού.

Ο άνεμος πλέον φυσούσε μανιασμένα κι ερχόταν από την μεριά του δάσους μ’ έναν ήχο σαν ουρλιαχτό, και μια τεράστια βελανιδιά στην άκρη του δρόμου κουνούσε πέρα-δώθε τα κλαδιά της μ’ ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο. Καθώς εκείνο το ασυνήθιστα πορφυρό χρώμα επικρατούσε στα ουράνια, η γη και όλα επάνω της φεγγοβολούσαν. Ακόμη και τα φαιά χειμωνιάτικα λιβάδια και οι γυμνές λοφοπλαγιές κατακοκκίνισαν, οι στέρνες έμοιαζαν από λιωμένο χαλκό, ακόμη κι ο δρόμος γυάλιζε. 0 Λούσιαν είχε μείνει εμβρόντητος, άναυδος μπροστά στην πορφυρή μαγεία του λυκόφωτος.

Το αρχαίο ρωμαϊκό φρούριο φαινόταν λες και πολιορκούταν από φωτιά. Φλόγες από τον ουρανό χτυπούσαν τα τείχη του, κι από πάνω αιωρούνταν ένα σκοτεινό σύννεφο σαν αιθέρια καπνιά, και κάθε γυμνό και συ συστρεμμένο δέντρο έδειχνε μαύρο σαν τα μεσάνυχτα μπροστά σ’ αυτήν την πύρινη έκρηξη…

Όταν έφτασε στο σπίτι, άκουσε τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Να κι ο Λούσιαν, επιτέλους!… Μαίρη, ο κύριος Λούσιαν ήρθε, μπορείς να ετοιμάσεις το τσάι».

Εκείνος τους διηγήθηκε μια μεγάλη ιστορία για τις περιπέτειες του, και ένιωσε κάπως ντροπιασμένος που ο πατέρας του φαινόταν απόλυτα εξοικειωμένος με την όλη διαδρομή και ήξερε τα ονόματα των άγριων δασών που αυτός είχε διασχίσει με τόσο δέος.

«Πρέπει να πήγες από το Ντάρεν, νομίζω» -ήταν το μόνο που είπε. «Ναι, το είδα το ηλιοβασίλεμα. Θα χαλάσει ο καιρός. Δεν θα ‘χουμε και πολύ κόσμο αύριο στην εκκλησία…»

Μαζί με το τσάι είχαν ψωμί με βούτυρο «γιατί ήταν γιορτή». Οι βυσσινιές κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, το τζάκι έκαιγε ζωηρά, και τα παλιά γνώριμα έπιπλα, αν και λίγο φθαρμένα, είχαν κι αυτά την ομορφιά τους. Όλα ήταν σίγουρα πολύ πιο ευχάριστα από την κρύα και βρώμικη σχολική αίθουσα. Και ήταν πολύ καλύτερα να διαβάζεις εφημερίδα παρά γεωμετρία. Και ήταν καλύτερα να μιλά στον πατέρα και την μητέρα του παρά να απαντά σε πειράγματα όπως: «Δε μου λες Τέιλορ, ράφτη μου, πόσα θες για να μου ράψεις το παντελόνι;» «Λούσυ, χρυσή μου, έλα γρήγορα και ράψε μου το κουμπί στο πουκάμισο!»

Εκείνη την νύχτα τον ξύπνησε η καταιγίδα, πετάχτηκε και ψαχούλεψε στα τυφλά με τα χέρια του τα σεντόνια και ανακάθισε τρέμοντας, μη ξέροντας πού βρίσκεται. Είχε δει στο όνειρό του τον εαυτό του μέσα στο ρωμαϊκό φρούριο να κάνει κάτι φριχτό, και οι πόρτες του καμινιού άνοιξαν και μια αστραπή φωτιάς από τον ουρανό έπεσε στο κεφάλι του.

Ο Λούσιαν προόδευε με αργό αλλά αξιοσημείωτο ρυθμό στο σχολείο, παίρνοντας πού και πού κάποιον έπαινο, αλλά ήταν ερωτευμένος όλο και περισσότερο με «άσκοπα διαβάσματα» και «άχρηστες γνώσεις». Τα κατάφερνε μια χαρά με τα ελεγειακά και τα ιαμβικά του, αλλά προτιμούσε να εξασκείται στα ρυθμικά λατινικά του Μεσαίωνα. Του άρεσε η Ιστορία, αλλά αυτό που αγαπούσε πιο πολύ ήταν να στοχάζεται μια λεηλατημένη χώρα, την Βρετανία που εγκαταλείφθηκε από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, τα σπάνια μωσαϊκά που έσπαγαν από τον παγετό, την κέλτικη μαγεία που ήταν ακόμη ζωντανή επάνω στους άγριους λόφους και στα μαύρα βάθη των δασών, τα αρχαία ρόδινα μάρμαρα λεκιασμένα από την βροχή και τους τοίχους που μαύριζαν στο πέρασμα του χρόνου.

Οι δάσκαλοι δεν ενεθάρρυναν αυτού του είδους τις μελέτες και τις ονειροπολήσεις. Πίστευαν πως ο μόνος γνήσιος ενθουσιασμός πρέπει να αφορά το κρίκετ και το ποδόσφαιρο, οι ερασιτέχνες μπορούσαν ίσως να παίζουν σκάκι και να διαβάζουν Σαίξπηρ, κι αυτό δεν ήταν πρόβλημα, αλλά τα υγιή Εγγλεζάκια δεν είχαν καμιά δουλειά με το Decadence και τις περιόδους του.

Μια φορά, ο Λούσιαν θεωρήθηκε ένοχος που σύστησε τα ποιήματα της Διαθήκης του Francois Villon σε κάποιον συμμαθητή του που τον έλεγαν Μπαρνς. Ο Μπαρνς προσπάθησε να εξαγάγει δυσάρεστα συμπεράσματα από το έργο του και παρεκτράπηκε εξ αιτίας της ανικανότητάς του στην γλώσσα. Το ζήτημα ήταν σοβαρό. Ο διευθυντής του σχολείου δεν είχε ακουστά τον Villon, και ο ένοχος κατέδωσε το όνομα του θαυμαστή του δίχως ενοχές. Έτσι ουαί κι αλίμονο στον Λούσιαν και πλήρης απαλλαγή του άθλιου, αγράμματου Μπαρνς, ο οποίος τελικά αποφάσισε να περιορίσει τις μελέτες του στην Παλαιά Διαθήκη, ένα βιβλίο που ο διευθυντής γνώριζε καλά.

Όσο για τον Λούσιαν, τράβηξε τον δρόμο του, έκανε σωστά την δουλειά του γράφοντας μερικές φορές αρκετά αξιόπιστα λατινικά και ελληνικά πεζά. Οι συμμαθητές του τον θεωρούσαν μάλλον τρελό και μάλλον τον ανέχονταν, όντως ήταν πολύ ευγενικοί μαζί του με το δικό τους τελείως βάρβαρο τρόπο. Συχνά θυμόταν στην κατοπινή ζωή του πράξεις καλής θέλησης και γενναιοδωρίας από παλιόπαιδα σαν τον Μπαρνς που δεν έδιναν δεκάρα για τα παλιά γαλλικά και τα περίεργα μέτρα, και τέτοιες θύμησες τον έκαναν πάντοτε να συγκινείται. Οι ταξιδευτές διηγούνται τέτοιες ιστορίες. Οι ναυαγοί σε αφιλόξενες ακρογιαλιές δεν βρήκαν και λίγη καλοσύνη και ζεστή φιλοξενία ανάμεσα στις άγριες φυλές!

Περίμενε τις διακοπές με την ίδια χαρά που τις περίμεναν και οι άλλοι. Ο Μπαρνς και ο φίλος του ο Ντέσκοτ συνήθιζαν να του λένε τα σχέδια και τις προσδοκίες τους. Γύριζαν σπίτι σε αδέρφια και αδερφές και κρίκετ -όλο και πιο πολύ κρίκετ ή ποδόσφαιρο, έπειτα κι άλλο ποδόσφαιρο- και κατά τον χειμώνα σε πάρτι και γιορτές όλων των ειδών. Αυτός με την σειρά του θα ανακοίνωνε την πρόθεσή του να μελετήσει την εβραϊκή γλώσσα ή ίσως την διάλεκτο της Προβηγκίας, ή τα σχέδιά του για μια εκδρομή στην ύπαιθρο, μια ανάβαση σε κάποιο απόκρημνο και έρημο βουνό, κατά προτίμηση σε μια βροχερή μέρα. Έτσι, ο Μπαρνς εμπιστευόταν στον Ντέσκοτ την πεποίθησή του ότι ο φουκαράς ο Λούσιαν Τέιλορ ήταν βλαμμένος. Ήταν περίεργη κι αστεία η ζωή στο σχολείο, δεν θύμιζε σε τίποτε Τομ Μπράουν.

Μια φορά είδε τον διευθυντή να χαϊδεύει το κεφάλι του μικρού γιου του επισκόπου, λέγοντάς τον «αντράκι μου» και χαμογελώντας χυδαία. Είπε την ιστορία με θεατρικό ύφος στην κάτω αίθουσα και κέρδισε αρκετό χειροκρότημα, αλλά έχασε αμέσως κάθε συμπάθεια προτείνοντας ένα εθελοντικό πρόγραμμα παιδαγωγικής συμπεριφοράς. Ένας βάρβαρος τον πέταξε στο πάτωμα κι ένας άλλος του ρίχτηκε, αλλά έγινε με πολύ ευχάριστο τρόπο. Όντως υπήρχαν στο σχολείο και λίγοι από μια χειρότερη κατηγορία, σοβαροί συκοφάντες, γουρούνια ολοκληρωμένα από την τρυφερή ακόμη ηλικία, που ήδη «έπαιρναν τη ζωή στα σοβαρά», και όμως, όπως έλεγε ο διευθυντής, ήταν «ευχάριστοι, νεαροί κύριοι». Μερικοί απ’ αυτούς έβαζαν τα καλά τους για το δείπνο στο σπίτι, και μιλούσαν για χορούς όταν έρχονταν πίσω τον Ιανουάριο. Αλλά αυτό το μολυσματικό είδος ήταν σχετικά σπάνιο και τα μέλη του είχαν πάντα μεγάλη επιτυχία στην κατοπινή ζωή τους.

Βλέποντας συνολικά τα σχολικά του χρόνια, πάντα εκφραζόταν επιεικώς για το εκπαιδευτικό σύστημα, και, πολλά χρόνια μετά, περιέγραψε με ενθουσιασμό την δυνατή μπύρα σε μια ταβέρνα στο δρόμο λίγο έξω από την πόλη. Αλλά υποστήριζε πάντα πως η συνήθεια του καπνίσματος, που το άρχισε μικρός, ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του αγγλικού δημόσιου σχολείου.

Τρία χρόνια μετά αφότου ανακάλυψε ο Λούσιαν τον στενό σκεπαστό χωματόδρομο και το όραμα του φλεγόμενου φρουρίου στον λόφο, οι διακοπές του Αυγούστου τον έφεραν πίσω στο σπίτι σε εποχή καύσωνα. Ήταν ένα από εκείνα τα αξιομνημόνευτα για τον αγγλικό καιρό χρόνια, κατά τα οποία φαίνεται πως η νήσος στην Βόρεια Θάλασσα περνούσε μια προβηγκιανή περίοδο και οι ακρίδες τερέτιζαν δυνατά σαν τζιτζίκια, οι λόφοι μύριζαν δεντρολίβανο και οι άσπροι τοίχοι των παλιών αγροτόσπιτων άστραφταν στην λιακάδα λες και βρίσκονταν στην Αρλ, στην Αβινιόν ή στη φημισμένη Ταρασκόν στις όχθες του Ροδανού.

Ο πατέρας του Λούσιαν άργησε να έρθει στο σταθμό, και συνεπώς ο Λούσιαν αγόρασε τις Εξομολογήσεις ενός Άγγλου Οπιοφάγου του Ντε Κουίνσυ, που βρήκε στο περίπτερο. Όταν τελικά κατέφτασε ο πατέρας του, ο Λούσιαν πρόσεξε ότι ένα καινούριο στρώμα μπογιάς σκέπαζε το παλιό κάρο και ότι το αλογάκι φαινόταν γερασμένο.

«Το φοβόμουν πως θ’ αργήσω, Λούσιαν», είπε ο πατέρας του, «παρόλο που ζόρισα την καημένη την Πόλυ. Ήμουν έτοιμος να πω στον Τζωρτζ να την ζέψει στο κάρο, όταν ήρθε να με δει ο νεαρός Φίλιπ Χάρις σε κακή κατάσταση. Είπε πως ο πατέρας του έπεσε κάτω ξαφνικά στην μέση του χωραφιού, και δεν μπορούσαν να τον κάνουν να μιλήσει, και με παρακάλεσε να πάω να τον δω. Έτσι έπρεπε να πάω, αν και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για τον καημένο τον άνθρωπο. Είχαν στείλει να φωνάξουν τον Δρ. Μπάρροουζ και φοβάμαι πως είναι βαριά ηλίαση. Οι γέροι λένε πως δεν θυμούνται τέτοια ζέστη…».

Το πόνυ περπατούσε με αργό και σταθερό βηματισμό στην καυτή άσφαλτο, παίρνοντας εκδίκηση για την βιασύνη στον δρόμο για τον σταθμό. Οι φράχτες ήταν άσπροι από την σκόνη και τα χωράφια άχνιζαν απ’ την κάψα. Ο Λούσιαν έδειξε τις Εξομολογήσεις στον πατέρα του και άρχισε να μιλά για τα όμορφα κομμάτια που είχε ήδη ανακαλύψει. Ο κος Τέιλορ ήξερε καλά το βιβλίο -το είχε διαβάσει πολλά χρόνια πριν.

Πράγματι ήταν το ίδιο δύσκολο να τον εκπλήξεις όσο κι εκείνον τον ήρωα του Ντωντέ που είχε μια φόρμουλα για όλες τις αλλαγές της ζωής και όταν είδε να σέρνουν τον πνιγμένο ακαδημαϊκό από το ποτάμι απλώς σχολίασε «J’ ai vu tout ga» (Τα έχω δει όλα αυτά). Ο κος Τέιλορ, «ο εφημέριος» όπως τον φώναζαν οι ενορίτες του, είχε διαβάσει όλα τα καλά βιβλία και αγαπούσε τους λόφους και τα δάση και δεν μπορούσες να τον εντυπωσιάσεις ή να τον εκπλήξεις εύκολα. Όντως η εκκλησία του δεν δεχόταν πολλές δωρεές και τα δικά του προσωπικά έσοδα είχαν μειωθεί σχεδόν στο μηδέν, και υπό αυτές τις περιστάσεις το σπουδαίο στυλ χάνει την νοστιμιά του. Είχε μεγάλη αδυναμία στον Λούσιαν και χαιρόταν με την επιστροφή του, αλλά το απόγευμα θα ήταν πάλι ένα θλιμμένος άνθρωπος με το μάγουλο ακουμπισμένο στο χέρι και τα μάτια να ατενίζουν ένα θλιβερό μέλλον.

Κανείς δεν φώναξε «Ήρθε ο κύριός σου με τον κύριο Λούσιαν. Βάλε το τσάι!» όταν το αλογάκι ανηφόρισε προς τη μπροστινή πόρτα. Η μητέρα του ήταν πεθαμένη εδώ κι ένα χρόνο και μια ξαδέρφη φρόντιζε το σπίτι. Ήταν ένα αξιοσέβαστο άτομο που όλοι την αποκαλούσαν «Διακόνισσα», μια μεσήλικη γυναίκα τυπικών αρχών. Συνεπώς υπήρχε κρύο αρνί στο τραπέζι. Υπήρχε κέικ, αλλά τίποτε από αλεύρι ψημένο στο φούρνο από τα χεράκια της δεσποινίδος Διακόνισσας δεν φούσκωνε. Πάντως, το γεύμα ήταν στρωμένο στην αγαπημένη σάλα με την θέα στους λόφους και τις κοιλάδες και τα ανηφορικά δάση που καδράρονταν από το ανοιχτό παράθυρο, και τα παλιά έπιπλα ήταν ευχάριστα στο μάτι και τα παλιά βιβλία στα ράφια έφερναν πολλές αναμνήσεις. Μία από τις πιο αξιοσέβαστες πολυθρόνες είχε χαλαρώσει στους αρμούς και έπρεπε να στηριχτεί επιδέξια, αλλά ο Λούσιαν την βρήκε πολύ άνετη μετά από όλους εκείνους τους σκληρούς πάγκους.

Όταν τελείωσαν με το τσάι, ο Λούσιαν βγήκε έξω και βολτάρισε στον κήπο και τους μπαξέδες και κοίταξε πάνω από τον φράχτη το τοπίο, όπου αγριολούλουδα και φτέρες και σκουπόχορτα ανακατεύονταν με τις χαμηλές φουντουκιές, όπου γνώριζε μυστικά ξέφωτα και απάτητες σπηλιές βαθιά μέσα στην πυκνή πρασινάδα -καταφύγια για πολλά χρόνια των μοναχικών του στοχασμών. Κάθε μονοπάτι γύρω από το σπίτι του, κάθε λιβάδι και φράχτης, είχε φιλικές και αγαπημένες αναμνήσεις. Και η μυρωδιά του χαμομηλιού ήταν προτιμότερη από την κάψα του ήλιου. Χασομέρησε και κάθισε εκεί στον φράχτη, μέχρι που τα μακρινά δάση άρχισαν να γίνονται μαβιά και οι λευκές ομίχλες σκέπασαν την κοιλάδα.

Καθημερινά, όλον εκείνο τον Αύγουστο, πρωί και βράδυ είχε καταχνιά. Καθημερινά η γη σπιθοβολούσε από την ζέστη και ο αέρας ήταν παράξενος, ασυνήθιστος. Καθώς περιπλανιόταν στα δρομάκια και βάδιζε δίπλα στο μυρωμένο κατώφλι του δάσους, δεν έβλεπε και δεν ένιωθε τίποτε οικείο διότι η λιακάδα μεταμόρφωνε τα λιβάδια και άλλαζε την όψη της γης. Κάτω από τον βίαιο, Προβηγκιανό θα ‘λεγες, ήλιο, οι φτελιές και οι οξιές έμοιαζαν σαν δέντρα εξωτικά, και νωρίς το πρωί, όταν η καταχνιά ήταν πυκνή, οι λόφοι έπαιρναν μια απόκοσμη όψη.

Η μόνη περιπέτεια των διακοπών ήταν η επίσκεψη στο ρωμαϊκό φρούριο, σ’ εκείνον τον φανταστικό λόφο όπου τρία χρόνια πριν είχε δει τις φλόγες του ηλιοβασιλέματος να στεφανώνουν τις απόκρημνες επάλξεις και τις διεστραμμένες βελανιδιές.

Από το σαββατιάτικο δειλινό εκείνου του Ιανουαρίου, η μοναχική κοιλάδα ήταν το πιο ποθητό μέρος γι’ αυτόν. Είχε παρακολουθήσει τις πράσινες πολεμίστρες με καλοκαιρινό και χειμωνιάτικο καιρό, είχε δει τα αναχώματα να διαγράφονται αχνά μέσα στην βροχή, είχε διακρίνει το απότομο ύψωμα να αναδύεται από τις ασπρογάλαζες ομίχλες των καλοκαιρινών βραδιών, είχε παρακολουθήσει παραμυθένιους πυργίσκους να τρεμοφέγγουν και να χάνονται μέσα στο μετέωρο απριλιάτικο λυκόφως.

Στον φράχτη του χωματόδρομου υπήρχε ένα πορτάκι όπου συνήθιζε να ακουμπά και να κοιτά κάτω νότια, προς τα εκεί όπου ο λόφος ξεπεταγόταν απότομα και στην κορυφή του ξεχώριζαν τα καλοκαιρινά βράδια όχι μόνο οι καμπυλωτές επάλξεις αλλά και το δαχτυλίδι από πυκνά πράσινα φυλλώματα που σχημάτιζε ο κύκλος των δρυών. Πιο ψηλά στον χωματόδρομο, τον δρόμο απ’ όπου είχε έρθει εκείνο το σαββατιάτικο σούρουπο, μπορούσε κάποιος να δει τους άσπρους τοίχους της φάρμας του Μόργκαν στην πλαγιά στα βόρια, και στα νότια ήταν ο φράχτης απ’ όπου φαινόταν ο καπνός του σπιτιού της γηραιάς κυρίας Γκίμπον.

Αλλά κάτω στο βάθος, κοιτάζοντας πάνω από το πορτάκι, δεν υπήρχε ίχνος από ανθρώπινη παρέμβαση στο τοπίο, εκτός από τους παλιούς και πρασινισμένους πλίνθινους τοίχους, γύρω από τους οποίους έστεκαν σε κύκλο οι βελανιδιές φρουρώντας το εσωτερικό δάσος.

Ο δακτύλιος του φρουρίου στον λόφο ασκούσε σ’ αυτόν ακόμη εντονότερη γοητεία με τον καυτό Αυγουστιάτικο καιρό. Εκεί που στεκόταν και «ρέμβαζε» -όπως θα έλεγε ο διευθυντής του σχολείου- δίπλα στο πορτάκι, κοιτάζοντας προς την κλειστή μυστική κοιλάδα, του φάνηκε σαν να είδε ένα φωτοστέφανο γύρω από τον λόφο, μια άχλη που παιχνίδιζε γύρω του σαν την φωτιά.

Ένα απόγευμα, καθώς κοίταζε πάλι από την θέση του δίπλα στο πορτάκι, τα αναχώματα και οι καμπυλωτές πολεμίστρες τού φάνηκαν περισσότερο από ποτέ σαν πράγματα μαγικά. Το πράσινο δρύινο δαχτυλίδι ξεχώριζε στο φόντο του ουρανού ακίνητο και φωτεινό σαν πίνακας, και ο Λούσιαν, παρά τον σεβασμό του για τον νόμο περί καταπάτησης ξένης ιδιοκτησίας, σκαρφάλωσε και πήδηξε πάνω από το πορτάκι.

Ήξερε ότι οι αγρότες και οι εργάτες τους ήταν απασχολημένοι στην άνω μεριά με τον θερισμό, και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην περιπέτεια. Στην αρχή προχωρούσε στα κλεφτά για να μην τον δουν, παράλληλα με το ρυάκι μέσα στη σκιά των δέντρων, όπου το χορτάρι και τα λουλούδι· των υγρών λιβαδιών φύτρωναν πυκνά. Αλλά όταν πλησίασε στο φρούριο και το είδε να υψώνεται επάνω από το κεφάλι του, άφησε κάθε κάλυψη κι άρχισε να σκαρφαλώνει με λαχτάρα. Δεν φυσούσε καθόλου. 0 ήλιος έλαμπε στη γυμνή πλαγιά. Το δυνατό τερέτισμα των τριζονιών ήταν το μόνο που ακουγόταν.

Ήταν μια απότομη ανηφόρα και γινόταν ακόμη πιο απότομη στο βούλιαγμα της κοιλάδας. Γύρισε για μια στιγμή και κοίταξε κάτω προς τα εκεί που το ρυάκι φιδογύριζε ανάμεσα στα δέντρα. Πέρα, δίπλα στην κοιλάδα, μικρές σκούρες φιγούρες κινούνταν μέσα στα χωράφια, και κάπου-κάπου ο άνεμος έφερνε την αχνή ηχώ μια ψιλής φωνής σαν τραγούδι από φωνόγραφο. Ήταν μούσκεμα απ’ την ζέστη. 0 ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του και τον ένιωθε να κυλά σ’ όλο του το σώμα. Όμως, από πάνω του οι πράσινοι πλίνθινοι τοίχοι υψώνονταν προκλητικά, και ο σκοτεινός κύκλος των βελανιδιών υπόσχονταν δροσιά. Συνέχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και τελικά άρχισε να σκαρφαλώνει με τα χέρια και τα γόνατα αρπάζοντας τα χόρτα και τις ρίζες που ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί στο κόκκινο χώμα. Και μετά, ξάπλωσε λαχανιασμένος στην κορυφή, παίρνοντας βαθιές ανάσες.

Μέσα στο φρούριο όλα ήταν μισοσκότεινα, δροσερά και υπόκωφα. Ήταν σαν να στεκόταν στον πάτο ενός τεράστιου φλιτζανιού. Από μέσα ο τοίχος φαινόταν ψηλότερος απ’ όσο απ’ έξω, και ο κύκλος των βελανιδιών καμπύλωνε σαν σκοτεινός πράσινος θόλος. Μέσα στην τάφρο φύτρωναν τσουκνίδες πυκνές και ψηλές. Έμοιαζαν διαφορετικές από τις κοινές τσουκνίδες στους χωματόδρομους, και όταν ο Λούσιαν άγγιξε μια κατά λάθος, το τσίμπημα τον έκαψε σαν φωτιά.

Πέρα από την τάφρο υπήρχε βλάστηση, μια πυκνή συστάδα με δέντρα κοντά και γέρικα, στρεβλά και μεταμορφωμένα από τους ανέμους σε σκαιές και άσχημες μορφές. Οξιές και βαλανιδιές, φουντουκιές, μελιές και μουριές, συστρεμμένες και τόσο ζαρωμένες και παραμορφωμένες που, όπως και οι τσουκνίδες, καμιά τους δεν έμοιαζε με το συνηθισμένο είδος. Αρχισε να παλεύει για ν’ ανοίξει δρόμο μέσα στην πυκνή δύσμορφη βλάστηση, σκόνταφτε και δεχόταν γερά χτυπήματα από το αναπήδημα των συστρεμμένων κλαριών.

Το πόδι του χτύπησε μια-δυο φορές πάνω σε κάτι πιο σκληρό από ξύλο, και κοιτάζοντας κάτω είδε πέτρες ξασπρισμένες από το άγγιγμα του χρόνου, αλλά με ευδιάκριτο ακόμη επάνω τους το έργο του πελεκιού. Πιο πέρα, οι ρίζες των διεστραμμένων δέντρων αγκάλιαζαν σφιχτά τα χαμηλά απομεινάρια ενός τοίχου. Ένας σωρός πεσμένες πέτρες φιλοξενούσε στυγερά άγνωστα βοτάνια, που από την οσμή τους έμοιαζαν δηλητηριώδη. Το έδαφος ήταν μαύρο, γλιστερό και ρευστό κάτω από τα πόδια του και δεν άφηνε ίχνη. Στα σκοτεινότερα σημεία όπου η σκιά ήταν πιο πυκνή, αφθονούσε η βλάστηση ενός ακατονόμαστου μύκητα που πλημμύριζε τον ακίνητο νοσηρό αέρα με μια μιαρή μυρωδιά, και αναρίγησε όταν ένιωσε όλο αυτό το απαίσιο πράγμα σαν πολτό κάτω από τα πόδια του.

Έπειτα, είδε μια αχτίδα φωτός, και όταν παραμέρισε τα τελευταία κλαριά βγήκε παραπατώντας σε ένα ξέφωτο στην καρδιά του αρχαίου στρατοπέδου. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι με ευωδιαστό πυκνό χορτάρι, με σταθερό καθαρό έδαφος όπου δεν φύτρωνε καμιά νοσηρή βλάστηση, και κοντά στο κέντρο του ξέφωτου υπήρχε το απομεινάρι μιας μουριάς που δεν την είχαν κόψει οι ξυλοκόποι. 0 Λούσιαν σκέφτηκε πως το δέντρο είχε μείνει έτσι πελεκημένο για να χρησιμεύει ως κάθισμα. Ένα στρεβλό κλαδί, μέσα στο οποίο έρεε ακόμη λίγος χυμός, ήταν το στήριγμα για την πλάτη και, μετά από τόση κούραση, ο Λούσιαν κάθισε για ν’ αναπαυτεί.

Ήταν λιγότερο άνετο κι απ’ τα θρανία του σχολείου, αλλά ήταν ικανοποιημένος που βρήκε κάτι που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για καρέκλα. Κάθισε εκεί, λαχανιασμένος ακόμη από το σκαρφάλωμα και την πάλη μέσα στην υγρή ζούγκλα, και ένιωσε να ζεσταίνεται όλο και περισσότερο. Το τσίμπημα της τσουκνίδας στο χέρι του τον έκαιγε και το μούδιασμα έμοιαζε να απλώνεται σε όλο του το σώμα.

Ξαφνικά κατάλαβε πως ήταν απόλυτα μόνος. Δεν ένιωθε απλώς μοναξιά. Αυτήν την ένιωθε συχνά όταν περιπλανιόταν βαθιά μέσα στο δάσος και στους εξοχικούς δρόμους. Τώρα ήταν μια εντελώς διαφορετική και παράξενη αίσθηση. Σκέφτηκε την κοιλάδα που απλωνόταν εκεί κάτω, και τα λιβάδια δίπλα στο ποταμάκι όλα πράσινα και ειρηνικά και γαλήνια χωρίς μονοπάτια και περάσματα. Μετά σκέφτηκε το σκαρφάλωμα στο απότομο ύψωμα του λόφου και το πέρασμα από τις πρασινισμένες καμπύλες επάλξεις, τον κύκλο των φρουρών-βελανιδιών, το πυκνό και υγρό σύδεντρο και το ξέφωτο στο κεντρικό σημείο.

Κι από πίσω υπήρχαν, το ήξερε, πολλά απόμερα λιβάδια, άγρια και απάτητα που δεν ανήκαν σε κανέναν και που δεν πήγαινε κανείς. Ήταν εντελώς μόνος. Καθισμένος εκεί στο κούτσουρο, ζεστάθηκε ακόμη περισσότερο και τελικά ξάπλωσε κάτω στο μαλακό χορτάρι και τεντώθηκε κι άφησε τα κύματα της ζέστης να διαπερνούν το κορμί του.

Και τότε άρχισε να ονειρεύεται, άφησε την φαντασία του να περιπλανηθεί σε φανταστικά, υπέροχα πράγματα, και να ικανοποιήσει με τις περιπλανήσεις της έναν παρθένο νου. Ένιωθε τον ζεστό αέρα να τον χτυπά κατά κύματα και το τσίμπημα της τσουκνίδας να τον φαγουρίζει αφόρητα. Και ήταν μόνος επάνω στον παραμυθένιο λόφο, μέσα στον κύκλο των βελανιδιών, βαθιά στην καρδιά του πυκνού σύδεντρου.

Άρχισε να ξελύνει τις μπότες του, τραβώντας αδέξια τα κορδόνια και ρίχνοντας διαρκώς φοβισμένες ματιές ολόγυρα προς τα άσχημα παραμορφωμένα δέντρα που περιέφραζαν το λιβάδι. Ούτε ένα κλαρί δεν ήταν ίσιο, ούτε ένα δεν ήταν ελεύθερο, όλα ήταν μπλεγμένα και μπερδεμένα μεταξύ τους, και λίγο πιο πάνω από το έδαφος τα γαγγραινιασμένα κλαριά ενώνονταν με τις προεξέχουσες ρίζες και σχημάτιζαν μορφές που έμοιαζαν με ανθρώπινες φιγούρες και πρόσωπα και πλεγμένα μέλη, παρουσιάζοντας ένα θέαμα που τον άφησε έκπληκτο.

Για μαλλιά είχαν πράσινα μούσκλια και για μπούκλες σκληρές γκρίζες λειχήνες. Μια συστρεμμένη ρίζα σχημάτιζε ένα πόδι. Στις κουφάλες του σάπιου κορμού είδε μάσκες και πρόσωπα ανθρώπων. Το βλέμμα του καρφώθηκε σε όλα αυτά τα simulacra, με ορθάνοιχτα από έκπληξη μάτια, κοιτώντας με δέος τις αναπαραστάσεις των δέντρων, και δεν μπορούσε να δει τα χέρια του, κι έτσι ξαφνικά κι απότομα τον είδε ξαπλωμένο στην λιακάδα, ήταν παράξενα όμορφος, με το σταρένιο δέρμα του, τα μαύρα μαλλιά, τα μαύρα μάτια -η υπέροχη οπτασία ενός σαγηνευτικού ξωτικού, ενός Φαύνου.

Καυτές φλόγες διέτρεχαν τώρα τα νεύρα του, υπόνοιες για μυστήρια, για μυστικά της ζωής περνούσαν φευγαλέα από το μυαλό του, άγνωστες λαχτάρες τον κέντριζαν. Όπως κοίταζε πέρα από το χορτάρι, μέσα στην λόχμη το φως φαινόταν πράσινο και η αντίθεση ανάμεσα στην έντονη λιακάδα στο λιβάδι και την μαύρη σκιά στο χέρσο προκαλούσε ένα αλλόκοτο λαμπύρισμα, που έκανε τα κλαριά και τις ρίζες με τις αφύσικες πόζες να μοιάζουν να αναδεύονται. Το δάσος ήταν ζωντανό. Το χορτάρι από κάτω του φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν το κύμα της θάλασσας.

Αποκοιμήθηκε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι στην μέση του σύδεντρου.

Κατάλαβε αργότερα ότι θα πρέπει να κοιμήθηκε σχεδόν μια ώρα. Οι σκιές είχαν αλλάξει όταν ξύπνησε. Ανέκτησε τις αισθήσεις του μ’ ένα ξαφνικό τίναγμα, ανακάθισε και κοίταξε τα γυμνά του πόδια σαν χαμένος. Έσιαξε τα ρούχα του και έδεσε τις μπότες του απορώντας τι τρέλα τον έπιασε. Μετά, ενώ στεκόταν αναποφάσιστος, διστακτικός, με το μυαλό του να έχει μετατραπεί σε μια δίνη από απορημένες σκέψεις, με το σώμα του να ριγεί, τα χέρια να τρέμουν. Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας, η θύμηση άστραψε απότομα. Ένα φλογερό κόκκινο άναψε στα μάγουλα του, ζέστανε τα μέλη του και τον έκανε να ανατριχιάσει.

Την στιγμή που ξυπνούσε, ένα ξαφνικό ελαφρό αεράκι είχε ταράξει σε μια άκρη τα διεστραμμένα κλαδιά, και το μάτι του έπιασε μια αντανάκλαση που ίσως να ‘ταν μια ξαφνική αχτίδα του ήλιου μέσα στην σκιά, και τα κλαδιά θρόισαν και μουρμούρισαν, ίσως από το πέρασμα του αέρα ή ίσως επειδή είχαν δική τους φωνή.

Άπλωσε τα χέρια και φώναξε στην παράξενη οπτασία να επιστρέψει. Ικέτεψε για τα σκούρα μάτια που είχαν λάμψει από πάνω του και τα πορφυρά χείλη που τον είχαν φιλήσει. Και μετά, πανικός πλημμύρισε την καρδιά του και τρέχοντας στα τυφλά βγήκε από τα δέντρα. Σκαρφάλωσε στο τείχος και κοίταξε έξω σκυφτός για να μην φαίνεται. Μόνο οι σκιές είχαν αλλάξει, και μια ανάσα δροσερότερου αέρα έφθανε ως εδώ από το ποτάμι. Τα λιβάδια ήταν ακίνητα και γαλήνια, οι μαύρες φιγούρες κινούνταν πέρα μακριά στα χωράφια, και η αχνή ηχώ των ψηλών φωνών που τραγουδούσαν ερχόταν προς τα ‘δω καβάλα στο βραδινό αγέρι. Πέρα από το ποτάμι, στην σχισμή του λόφου απέναντι από το φρούριο, ο γαλάζιος καπνός ανέβαινε σαν σπείρα από την καμινάδα του σπιτιού της γηραιάς κυρίας Γκίμπον…

Αρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη στην απότομη κατηφόρα του λόφου και δεν σταμάτησε ώσπου πέρασε το πορτάκι κι έφτασε πάλι στο χωματόδρομο. Κοίταξε πίσω του κάτω στην κοιλάδα προς το νότο, και είδε την απόκρημνη ανηφόρα, τα πράσινα καμπύλα τείχη και το πράσινο δαχτυλίδι των βελανιδιών. Το φως του ήλιου φαινόταν να σχηματίζει γύρω από το φρούριο μια άχλη από φωτιά.

«Πού στο καλό ήσουν τόση ώρα Λούσιαν;» είπε η εξαδέλφη του όταν γύρισε στο σπίτι. «Φαίνεσαι άρρωστος. Θα ‘σαι τρελός που πας βόλτα με τέτοια ζέστη. Απορώ πώς δεν έπαθες ηλίαση. Και το τσάι κρύωσε. 0 πατέρας σου βαρέθηκε να περιμένει…»

Μουρμούρισε πως ήταν κουρασμένος και κάθισε για το τσάι. Δεν ήταν κρύο γιατί η τσαγιέρα ήταν σκεπασμένη με το μάλλινο κάλυμμα της, αλλά ήταν μαύρο, δυνατό και πικρό. Το αφέψημα είχε δυσάρεστη γεύση αλλά του έκανε καλό, και σκέφτηκε με ανακούφιση ότι απλώς κοιμήθηκε και είδε παράξενα εφιαλτικά όνειρα. Έδιωξε αποφασιστικά από το νου του όλες τις φαντασιώσεις, και σκέφτηκε πως η μόνη αιτία αυτών των απίθανων αναμνήσεων πρέπει να ήταν η ερημιά του στρατοπέδου, το λιοπύρι και πιθανόν το τσίμπημα της τσουκνίδας που ακόμη τον έκαιγε απίστευτα. Θυμήθηκε ότι είχε νιώσει το τσίμπημα, όταν έπιασε με το διπλωμένο μαντήλι του μια τσουκνίδα, την τσάκισε και την έβαλε στην τσέπη του για να την δείξει στον πατέρα του. Ο κος Τέιλορ είδε το δείγμα όταν επέστρεψε από τον απογευματινό του περίπατο στον κήπο, και έδειξε κάποιο ενδιαφέρον.
«Πού το βρήκες αυτό Λούσιαν;» ρώτησε. «Δεν πιστεύω να πήγες στο Caermaen;»
«Οχι. Πήγα στο Ρωμαϊκό φρούριο, από τον δρόμο».
«Α, πήγες στο twyn. Πρέπει τότε να πέρασες μέσα από τα κτήματα για να βγεις πέρα, και γνωρίζεις πως αυτό απαγορεύεται. Ξέρεις τι είναι αυτό το φυτό;»
«Οχι. Σκέφτηκα πως φαινόταν διαφορετική από τις συνηθισμένες τσουκνίδες.»
«Ναι. Είναι μια ρωμαϊκή τσουκνίδα – urtica pilulifera. Είναι σπάνιο φυτό. Ο Μπάρροουζ λέει πως μπορείς να την βρεις στο Caermaen. Εγώ δεν την βρήκα ποτέ. Πρέπει να την προσθέσω στο φυτολόγιο του πρεσβυτερίου.»

Ο κος Τέιλορ είχε αρχίσει ένα φυτολόγιο αλλά τελικά είχε ξεχαστεί σ’ ένα ράφι σκονισμένο και ημιτελές. Έβαλε το δείγμα πάνω στο γραφείο του σκοπεύοντας να το κολλήσει στο λεύκωμα, αλλά λίγες μέρες αργότερα η υπηρέτρια το πέταξε, ξερό και μαραμένο.

Εκείνη την νύχτα, ο Λούσιαν στριφογύριζε και φώναζε στον ύπνο του και το πρωί το ξύπνημά του έμοιαζε με εκείνο το παράξενο ξύπνημα στο φρούριο. Αλλά η αίσθηση δεν ήταν το ίδιο δυνατή, και τώρα, μέσα στο λιτό δωμάτιο, δεν φαινόταν παρά σαν ένα σκέτο παραλήρημα, μια φαντασμαγορία. Έπρεπε να κατέβει στο Caermaen το απόγευμα, διότι η κα Ντίξον, η σύζυγος του επισκοπικού εφημέριου, είχε «διατάξει» την παρουσία του στο τσάι. Ο κος Ντίξον, κοντόχοντρος και καλοξυρισμένος, ήταν ένας συντηρητικός άνθρωπος με καμία ακραία άποψη για οτιδήποτε.

Οίκτιρε κάθε ακραία πεποίθηση οποιασδήποτε παράταξης και πίστευε πως οι σημαντικότερες ανάγκες της αγαπημένης μας Εκκλησίας ήταν ο συμβιβασμός, η μετριοπάθεια, και υπεράνω όλων η «συνένωσις» -όπως το έλεγε. Η κα Ντίξον ήταν ψηλή, επιβλητική, εντυπωσιακή, απόλυτα ταιριαστή στο επισκοπικό δόγμα, με χαρίσματα που θα ξεχώριζαν και στο παλάτι. Είχαν κόρες που μελετούσαν Γερμανική Φιλολογία, αλλά νόμιζαν ότι η Μις Φράνσις Ρίντλεϋ Χάβεργκαλ έγραφε ποιήματα. Όπως και να ‘χε, ο Λούσιαν δεν τις φοβόταν καθόλου, έτρεμε τα αγόρια. Όλοι έλεγαν πως οι γιοι της οικογένειας Ντίξον ήταν ωραίοι, αρρενωποί τύποι, πολύ κύριοι, με τόσο καλούς τρόπους που σίγουρα θα πετύχαιναν στην ζωή τους.

Ο Λούσιαν αναφώνησε «Σκοτίστηκα!» με πολύ έντονο τρόπο, όταν η «τιμητική πρόσκληση» έφτασε στα χέρια του, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να την γλιτώσει. Η δεσποινίς Διακόνισσα έβαλε τα δυνατά της για να τον κάνει κομψό. Οι γραβάτες του ήταν όλες τόσο χάλια που αναγκάστηκε να αναπληρώσει το κενό με μια στενή κορδέλα σε ουρανί απόχρωση. Και του βούρτσισε τα μαλλιά τόση ώρα και τόσο δυνατά που κατάλαβε καλά γιατί το άλογο μερικές φορές δαγκώνει και κλωτσά τον ιπποκόμο. Ξεκίνησε ανάμεσα στις δύο και στις τρεις με κακόκεφη διάθεση. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε ένα υπέροχο απόγευμα με αληθινά αρρενωπά αγόρια.

Αλλά, βρήκε την πραγματικότητα πιο ανατριχιαστική απ’ ό,τι περίμενε. Τα παιδιά ήταν στο γήπεδο και το πρώτο σχόλιο μόλις αντίκρισε την παρέα ήταν: «Γεια σου Λούσιαν, πόσα θες για την γραβάτα;» αναφώνησε ο μικρός Ντίξον. «Ωραία γραβάτα!» παρατήρησε ένα άλλο ξένο αγόρι, «Την σούφρωσες από την γάτα, έτσι δεν είναι;» Έπειτα ξεκίνησαν ένα παιχνίδι κρίκετ και τον έβαλαν πρώτο. Έχασε κάθε τέρμα στον δεύτερο γύρο, έτσι είπαν όλοι, και έμεινε στο παιχνίδι όλο το απόγευμα.

Ο Αρθουρ Ντίξον που ήταν στην ηλικία του, ξεχνώντας κάθε κανόνα φιλοξενίας, του είπε πως ήταν πολύ μπούφος όταν έχασε μια μπαλιά, μια μάλλον δύσκολη μπαλιά. Έχασε αρκετές μπαλιές και φάνηκε σε όλους ότι έτρεχε διαρκώς πίσω από την μπάλα, χωρίς ποτέ να την προφταίνει, πράγμα που, όπως είπε ο Έντουαρντ Ντίξον, ο κάθε βλάκας κι ακόμη κι ένα μωρό θα το είχε καταφέρει. Επιτέλους το παιχνίδι διαλύθηκε, μόνο και μόνο εξ αιτίας της ανικανότητας του Λούσιαν, όπως δήλωσαν όλοι.

Ο Έντουαρντ Ντίξον που ήταν δεκατριών, και είχε ένα πρησμένο κόκκινο πρόσωπο και γουρλωμένα μάτια, ήθελε να τον δείρει που χάλασε το παιχνίδι, και όλοι συμφώνησαν πως ο Λούσιαν δείλιασε και απέφυγε τον καβγά με πολύ βρώμικο τρόπο. Το ξένο αγόρι που λεγόταν Ντε Κάρτι, και που έλεγαν ότι ήταν μακρινός συγγενής του Λόρδου Ντε Κάρτι από το Μακάρτυ, είπε ανοιχτά ότι τα παιδιά στα μέρη του δεν θα ανέχονταν ούτε πέντε λεπτά έναν τέτοιον ύπουλο τύπο. Έτσι, το απόγευμα πέρασε όντως πολύ ευχάριστα, μέχρι που ήρθε η ώρα να μπούνε στο πρεσβυτέριο για απαίσιο τσάι, σπιτικό κέικ και άγουρα δαμάσκηνα.

Επί τέλους ήρθε η ώρα να φύγει. Καθώς έβγαινε στην πόρτα άκουσε το τελικό σχόλιο του Ντε Κάρτι: «Στα μέρη μας, μας αρέσει να ντυνόμαστε καλά. Ο κύρης του πρέπει να είναι πραγματικά πολύ φτωχός, για να τον αφήνει να κυκλοφορεί έτσι. Είδατε το παντελόνι του που ήταν φθαρμένο στα μπατζάκια; Σίγουρα είναι τζέντλεμαν αυτός ο Τέιλορ;…»

Ήταν ένα πολύ αξιοπρεπές απόγευμα, και ο Λούσιαν με μεγάλη ανακούφιση άφησε πίσω του το πρεσβυτέριο. 0 βραδινός καπνός της μικρής πόλης, που κάποτε υπήρξε η ένδοξη πόλη της Siluria, απλωνόταν σαν καταχνιά πάνω από τις ταλαιπωρημένες στέγες και ανακατευόταν με την ομίχλη του ποταμού. Κοίταξε κάτω από το ύψος του δρόμου τα πυκνοχτισμένα σπίτια, είδε τα φώτα να ξεκινούν ξαφνικά από τα αγροτόσπιτα πέρα στην πλαγιά και να απλώνονται αργά, και αγνάντεψε την όμορφη κοιλάδα που χανόταν μέσα στο λυκόφως, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι και το μόνο που απέμεινε ήταν η σκιασμένη ράχη του δάσους. Το περπάτημα ήταν ευχάριστο στον μυρωμένο δρόμο, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στη σκοτεινή εξοχή και νιώθοντας παντού το αόριστο μυστήριο της νύχτας που σκιάζει τα δάση και τα λιβάδια.

Ένας ζεστός αέρας έφερνε ριπές ευωδιάς από τα χαμομήλια δίπλα το ποτάμι, κάπου-κάπου μέλισσες και σκαθάρια στροβιλίζονταν στον αέρα στο δρόμο για τις φωλιές τους, βγάζοντας ένα βαθύ ήχο σαν μεγάλο μουσικό όργανο, και κάπου πέρα μακριά, από την άκρη του δάσους, ακούστηκε το «χου-ου, χου-ου, χου-ου» της κουκουβάγιας, ήχος τρομαχτικός και παράξενος, που ανακατευόταν με το σφύριγμα και το κροτάλισμα των νυχτοπουλιών βαθιά μέσα στις φτέρες. Το φεγγάρι αναδύθηκε μέσα από τα θαμπά συννεφένια του πέπλα και κρεμάστηκε σαν υπέροχο χρυσό φανάρι στην μέση του ουρανού. Και στους σκοτεινούς φράχτες εμφανίστηκαν μικρές πράσινες φωτιές, οι πυγολαμπίδες.

Ο Λούσιαν ανηφόριζε με αργό ρυθμό ρουφώντας την μυσταγωγία του τοπίου, και νιώθοντας βαθιά μέσα του ότι η νυχτερινή εξοχή ήταν το ίδιο μυστικιστική και υπέροχη με έναν μυστηριακό καθεδρικό φωτισμένο απ’ τα κεριά. Είχε ξεχάσει εντελώς τους «ανδροπρεπείς νεαρούς κυρίους» και τα σπορ τους, και το μόνο που ευχόταν καθώς η γη άρχισε να λαμπυρίζει και να αχνοφέγγει από το φεγγαρόφωτο, ήταν να μπορούσε με κάποιο μέσο, με λέξεις ή με χρώματα, να αναπαραστήσει την ομορφιά που ένιωθε γύρω του…

«Πέρασες καλά Λούσιαν;» ρώτησε ο πατέρας του όταν μπήκε μέσα.
«Ναι, ήταν ωραία η επιστροφή στο σπίτι. Α, το απόγευμα παίξαμε κρίκετ. Δεν μ’ αρέσει ιδιαίτερα. Ήταν εκεί ένα αγόρι που το λένε Ντε Κάρτι. Μένει μαζί με τους Ντίξον. Η κα Ντίξον μου ψιθύρισε όταν μπήκαμε μέσα για το τσάι: “Είναι δεύτερος ξάδερφος του Λόρδου Ντε Κάρτι”, πολύ-πολύ σοβαρή λες και βρισκόταν στην εκκλησία…» Ο εφημέριος χαμογέλασε μελαγχολικά και άναψε την παλιά του πίπα.

«Ο προπάππος του Βαρόνου Ντε Κάρτι ήταν ένας δικηγόρος στο Δουβλίνο», σχολίασε, «επ’ ονόματι Ιερεμίας Μακάρτυ. 0ι ζημιωμένοι συμπολίτες του τον φώναζαν Άδικο Διαχειριστή ή και Ματωμένο Δικηγόρο και πιστεύω πως η έκφραση “στο διάολο ο Μακάρτυ” ήταν πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή.»

Ο κος Τέιλορ ήταν ένας άντρας με ευρεία αλλά σκόρπια μάθηση και γερή μνήμη. Συχνά απορούσε και αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ανέλθει στην εκκλησία. Είχε πει κάποτε στον κο Ντίξον ένα περίεργο και αστείο ανέκδοτο σχετικά με τα κολεγιακά χρόνια του επισκόπου και δεν ανακάλυψε ποτέ γιατί ο ιεράρχης δεν είχε υποκλιθεί σύμφωνα με την συνήθειά του όταν ακούστηκε το όνομα Τέιλορ στην επόμενη επίσκεψη.

Μερικοί είπαν ότι ο λόγος ήταν τα πολλά κεριά που άναβε ο εφημέριος Τέιλορ, αλλά αυτό ήταν απίθανο μιας κι ο αξιότιμος αιδεσιμότατος Σμώλγουντ Στάφορντ, ο γιος του Λόρδου Μπήμι, ο οποίος εφάρμοζε μια θεραπεία για τις ψυχές στην μητρόπολη, ήταν πολύ γνωστό ότι έκαιγε αμέτρητα κεριά, και μ’ αυτόν ο επίσκοπος τα είχε πολύ καλά. Πράγματι, ο επίσκοπος έμενε συχνά στο Κόπλεσι Χωλ, το σπίτι του Λόρδου Μπήμι στα δυτικά.

Ο Λούσιαν είχε αναφέρει το όνομα του Ντε Κάρτι επίτηδες, και ίσως να είχε υπερβάλλει λίγο για τον σεβασμό της κας Ντίξον. Ήξερε ότι τέτοιου είδους σχόλια έφτιαχναν το κέφι του πατέρα του, που ποτέ δεν μπορούσε να δει αυτά τα θέματα από την σωστή οπτική γωνία και, όπως έλεγε ο κόσμος, μερικές φορές είχε παράξενες απόψεις για κληρικός. Αυτός ο ασεβής τρόπος αντιμετώπισης των σοβαρών πραγμάτων, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους δεσμούς ανάμεσα σε πατέρα και γιο, συνέβαλλε όμως πολύ στην απομόνωσή τους.

Ο κόσμος έλεγε συχνά ότι θα ήθελαν να καλούν τον κο Τέιλορ σε πάρτυ και τσάγια και άλλες φτηνές διασκεδάσεις, αρκεί να μην ήταν τόσο ακραίος άνθρωπος και τόσο παράξενος. Πράγματι, ένα χρόνο πριν, ο κος Τέιλορ είχε πάει σ’ ένα πάρτυ στο Castle του Caermaen και είχε τόσο γελοιοποιήσει την πρόσφατη ομιλία του επισκόπου για τις ιεραποστολές στους Πορτογάλους, που οι Τζέρβας και οι Ντίξον και όλοι όσοι τον άκουσαν, σοκαρίστηκαν και ενοχλήθηκαν πολύ. Και όπως παρατήρησε η κα Μέιρικ από το Λανιρέιβον, το μαύρο σακάκι του ήταν τόσο παλιό που είχε πρασινίσει εντελώς. Όσο για τον γιο, κανείς δεν ήθελε να τον καλέσει. Η κα Ντίξον, όπως είπε στον σύζυγό της, τον καλούσε από φιλανθρωπία.

«Φοβάμαι ότι πολύ σπάνια τρώει ένα αξιοπρεπές κανονικό φαγητό στο σπίτι», σχολίασε, «κι έτσι νόμισα ότι θα του άρεσε ένα καλό σπιτικό τσάι μια φορά κάθε τόσο. Αλλά είναι τόσο αχάριστο παιδί, που δεν ήθελε δεύτερη φέτα από εκείνο το ωραίο σκέτο κέικ και δεν μπόρεσα να τον πείσω να πάρει πάνω από δύο δαμάσκηνα. Και ήταν αρκετά ώριμα και τα παιδιά συνήθως τρελαίνονται για φρούτα…»

Έτσι λοιπόν, ο Λούσιαν αναγκάστηκε να περάσει τις διακοπές παρέα με τον εαυτό του και να βολευτεί όπως μπορούσε με τα ώριμα ροδάκινα στον νότιο μαντρότοιχο του κήπου του πρεσβυτερίου.

Υπήρχε μια συγκεκριμένη γωνιά όπου συγκεντρωνόταν η ζέστη εκείνου του καυτού Αυγούστου, όπου οι θερμές ακτίνες αντανακλούνταν από τον ένα τοίχο στον άλλο, και εκεί του άρεσε να περνά την ώρα του τα πρωινά, όταν οι ομίχλες θόλωναν τις κοιλάδες, του άρεσε να «ρεμβάζει» βολτάροντας από την κυδωνιά μέχρι τη μουσμουλιά και πάλι πίσω, δίπλα στους μουχλιασμένους μαντρότοιχους με τα παλιά τούβλα. Ήταν γεμάτος απορία και δέος και, νιώθοντας μια παράξενη αγαλλίαση, ήθελε όλο και πιο πολύ να είναι μόνος και να σκέφτεται εκείνο το υπέροχο απόγευμα στο Ρωμαϊκό φρούριο.

Παρά την θέλησή του, η υπέροχη εκείνη εντύπωση σιγά-σιγά ξεθώριαζε. Δεν μπορούσε πια να εξηγήσει εκείνο τον τρελό πανικό που τον έκανε τότε να το βάλει στα πόδια από το σύδεντρο και να κουτρουβαλήσει σαν τρελός την απότομη πλαγιά. Όμως είχε νιώσει ολοκάθαρα την φυσική ντροπή και την απροθυμία της σάρκας. Θυμήθηκε ότι για μερικά δευτερόλεπτα μετά το ξύπνημα η ίδια η θέα του κορμιού του τον έκανε να ανατριχιάσει και να μαζευτεί σαν να είχε υποστεί κάποιο βαρύ εξευτελισμό. Είδε μπροστά του ένα όραμα με δυο μορφές. Έναν Φαύνο με σάρκα ερεθισμένη, που ήταν ξαπλωμένος όλο προσμονή στην λιακάδα, και την εικόνα ενός ντροπιασμένου και εξαθλιωμένου παιδιού που έστεκε με συγκλονισμένο σώμα και τρεμάμενα χέρια.

Ήταν όλα μπερδεμένα, μια διαδοχή από θολές εικόνες να αιωρούνται μέσα σ’ ένα φως που ήταν εντελώς φασματικό και εξωπραγματικό, πλημμυρισμένες με αγαλλίαση και έκσταση αλλά και με τρόμο και ντροπή. Δεν τόλμησε να πλησιάσει το φρούριο ξανά. Πήγαινε μέχρι τον δρόμο για το Caermaen που περνούσε από πίσω του ένα μίλι μακριά, και από εκεί τον χώριζαν από τις ψηλές επάλξεις το άγριο έδαφος και μια λωρίδα δάσος. Εκεί, λοιπόν, βρισκόταν μια μέρα και κοίταζε προς την κατεύθυνση του λόφου όλο απορία κι αμφιβολία, όταν ξαφνιασμένος άκουσε βαριά βήματα πίσω του και γυρίζοντας είδε ότι ήταν ο γερο-Μόργκαν από το Άσπρο Σπίτι. «Καλησπέρα κύριε Λούσιαν», άρχισε, «πιστεύω να είναι καλά ο κος Τέιλορ. Πετάγομαι ένα λεπτό στο σπίτι. Οι εργάτες στα χωράφια θέλουν κι άλλο μηλίτη. Έρχεσαι κι εσύ να πιεις ένα ποτηράκι κύριε Λούσιαν; Έχω πολύ καλό μηλίτη, αλήθεια…»

Ο Λούσιαν δεν είχε καμιά όρεξη για μηλίτη, αλλά σκέφτηκε ότι θα χαιρόταν ο γερο-Μόργκαν αν πήγαινε μαζί του, κι έτσι είπε ότι θα ήθελε πάρα πολύ να δοκιμάσει τον μηλίτη. 0 Μόργκαν ήταν ένας
γεροδεμένος και μεγαλόσωμος άντρας της παλιάς γενιάς. Μονοκόμματος, άνθρωπος της εκκλησίας που έτρωγε πρωί-πρωί παχιά σούπα και τυρί όπως ακριβώς και οι πρόγονοί του. Το ζεστό κρασί ήταν για τις χειμωνιάτικες βραδιές και το τζιν για τις γιορτές. Το αγρόκτημα ανήκε από πάντα στην οικογένεια των Μόργκαν, και όταν ο Λούσιαν ακολουθώντας τον κτηματία δρασκέλισε την δρύινη εξώπορτα της μεγάλης βεράντας και κατέβηκε στην μακρόστενη σκοτεινή κουζίνα, ένιωσε σαν να βρέθηκε στον δέκατο έβδομο αιώνα.

Ένα δίφυλλο παράθυρο χωμένο βαθιά μέσα στον παχύ τοίχο άφηνε να περνά το λιγοστό φως της ημέρας, μέσα από χοντρό γυαλί λαξεμένο με έλικες και κύκλους που παραμόρφωνε την θέα της τριανταφυλλιάς που το αγκάλιαζε από έξω, τον κήπο και τα χωράφια πέρα στον ορίζοντα. Δύο χοντρά δρύινα δοκάρια, ασβεστωμένα, διέσχιζαν το ταβάνι. Μια αδύναμη φωτιά σπίθιζε στο τζάκι και μια σπείρα γαλάζιου καπνού ανέβαινε για να δραπετεύσει από την καμινάδα. Ήταν η γνήσια παραδοσιακή γωνιά δίπλα στο τζάκι, που τόσες ιστορίες την έχουν φιλοξενήσει.

Είχε πολυθρόνες κι απ’ τις δυο πλευρές του τζακιού όπου μπορούσε κανείς να καταφύγει και να βολευτεί τις νύχτες του Δεκέμβρη, ακούγοντας ζεστός και ευτυχισμένος δίπλα στην λαμπρή φωτιά τον άνεμο να λυσσομανά και τις φλόγες να φτύνουν και να σφυρίζουν εχθρικά στις χιονονιφάδες που πέφτουν από την καμινάδα. Στο πίσω μέρος του τζακιού είχε μεγάλα μαυρισμένα πλακάκια, κι εκεί ξεχώριζε κανείς ανάγλυφα αρχικά και μια χρονολογία: Ι.Μ. 1684.
«Κάθισε κύριε Λούσιαν, κάθισε», του είπε ο Μόργκαν.
«Άννυ!» φώναξε μέσα από μια από τις πολλές πόρτες. «Είναι εδώ ο κύριος Λούσιαν του εφημέριου και θα ήθελε ένα ποτηράκι μηλίτη. Φέρε μια κανάτα, αμέσως…»

«Αμέσως, πατέρα!» ήρθε η φωνή από το γαλακτοκομείο, και σε λίγο μπήκε το κορίτσι σκουπίζοντας την κανάτα που κρατούσε. Με τον χαρακτηριστικό αγορίστικο τρόπο, ο Λούσιαν ταραζόταν πολύ από την Άννυ Μόργκαν. Την έβλεπε την Κυριακή από την θέση του στην εκκλησία, περιεργαζόταν το περίεργα χλωμό δέρμα της, τα χείλη που έμοιαζαν σαν βαμμένα με κάποια γυαλιστερή βαφή, τα μαύρα μαλλιά και τα αεικίνητα μαύρα μάτια της, κι όλα αυτά του προκαλούσαν παράξενες φαντασιώσεις που δυσκολευόταν να καθορίσει ακόμη και στον εαυτό του. Η Άννυ είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα μέσα σε τρία χρόνια κι αυτός ήταν ακόμη αγόρι.

Μπήκε στην κουζίνα χαμογελαστή κάνοντας μια μικρή υπόκλιση.
«Καλημέρα κύριε Λούσιαν. Τι κάνει ο πατέρας σας;»
«Πολύ καλά ευχαριστώ. Ελπίζω να είστε καλά».
«Καλά, κύριε, σας ευχαριστώ. Τι ωραία που ακούγεται η φωνή σας στην εκκλησία, κύριε Λούσιαν. Το έλεγα στον πατέρα την περασμένη Κυριακή…»

Ο Λούσιαν χαμογέλασε ψεύτικα και φυσικά ένιωσε πολύ άβολα, και το κορίτσι ακούμπησε απαλά την κανάτα στο τραπέζι και έφερε ένα ποτήρι από την σερβάντα. Έγειρε κοντά του καθώς γέμιζε το ποτήρι με τον πράσινο μυρωδάτο μηλίτη. Το χέρι της άγγιξε τον ώμο του για μια στιγμή και είπε «Με συγχωρείτε» πολύ χαριτωμένα. 0 Λούσιαν σήκωσε γενναία το κεφάλι και την κοίταξε ανυπόμονα κατά πρόσωπο. Τα μαύρα μάτια της, σε σχήμα κάπως οβάλ, έλαμπαν χαρούμενα και τα χείλη χαμογελούσαν. Η Άννυ φορούσε ένα απλό φόρεμα από μαύρο ύφασμα, ανοιχτό στο λαιμό. Το δέρμα της ήταν όμορφο. Το φάντασμα κάποιας ασχημάτιστης επιθυμίας πέρασε στιγμιαία από τον νου του. Μετά η Άννυ του έδωσε το ποτήρι με μια υπόκλιση και απάντησε στις ευχαριστίες του με ένα «Παρακαλώ πολύ, κύριε».

Το ποτό ήταν πραγματικά καλό. Ούτε αραιό, ούτε γλυκό, αλλά έντονο, πλούσιο σε γεύση, με μια λεπτή κίτρινη φλόγα να παιχνιδίζει μέσα στο πράσινο όταν το κρατούσε κάποιος ψηλά στο φως. Ήταν σαν αδέσποτη ηλιαχτίδα που περιπλανιόταν στο γρασίδι ενός πυκνού δεντρόκηπου, και ήπιε μονοκοπανιά το γεμάτο ποτήρι με απόλαυση, παινεύοντάς το θερμά. Ο κος Μόργκαν συγκινήθηκε.

«Βλέπω πως ξέρεις να ξεχωρίζεις το καλό πράμα, κύριε» είπε. «Εδώ που τα λέμε είναι καλό πράμα αν και το ‘φτιαξα εγώ. Ο παππούς μου είχε φυτέψει τα δέντρα τον καιρό των πολέμων και ήξερε καλύτερα απ’ όλους τα μήλα στις μέρες του. Και ήταν γνωστός και για τα μπόλια του. Δεν θα δεις πουθενά πρήξιμο στα δέντρα που μπόλιαζε. Τώρα ο Τζέιμς Μόρρις είναι κι αυτός διάσημος μπολιαστής, αλλά τα Στάρκιν που μου μπόλιασε πριν πέντε χρόνια έχουν φουσκώσει κιόλας κάτω από το μπόλι. Θες να δοκιμάσεις ένα Μπλέμιν, κύριε Λούσιαν; Πρέπει να υπάρχουν λίγα ακόμη στην αποθήκη.»

Ο Λούσιαν είπε πως θα ήθελε πολύ ένα μήλο, ο αγρότης βγήκε από μια άλλη πόρτα και η Άννυ έμεινε στην κουζίνα για να του κάνει παρέα. Του είπε πως η κα Τρέβορ, η παντρεμένη αδερφή της, θα ερχόταν σύντομα να μείνει μερικές μέρες στο κτήμα.
«Έχει ένα τόσο όμορφο μωρό», είπε η Άννυ, «και καταλαβαίνει κιόλας τα πάντα αν και είναι μόνο εννιά μηνών. Η Μαίρη θα ήθελε να σας δει, αν είχατε την καλοσύνη να περάσετε. Βέβαια, αν δεν σας κάνει κόπο, κύριε Λούσιαν. Πιστεύω να τα πάτε καλά με τις σπουδές σας, ε;.»
«Τα πάω πολύ καλά, ευχαριστώ», είπε το αγόρι. «Ημουν πρώτος στον κλάδο μου πέρυσι.»
«Αλήθεια; Για φαντάσου! Άκουσες πατέρα για τις σπουδές του κυρίου Λούσιαν;»
«Θα γίνει πολύ γραμματιζούμενος, είμαι σίγουρος», είπε ο πατέρας. «Μοιάζεις στον πατέρα σου, κύριε Λούσιαν. Έχω να το λέω πως δεν τον φτάνει κανείς στο κήρυγμα.»

Ο Λούσιαν δεν βρήκε το μήλο τόσο καλό όσο τον μηλίτη, αλλά το έφαγε με προσποιητή απόλαυση και με ευχαριστίες έχωσε άλλο ένα στην τσέπη του. Ευχαρίστησε και πάλι τον αγρότη όταν σηκώθηκε να φύγει. Η Άννυ υποκλίθηκε και χαμογέλασε, του ευχήθηκε καλημέρα και του είπε να ξανάρθει. Φεύγοντας, ο Λούσιαν την άκουσε να λέει στον πατέρα της πως είχε γίνει ένας πολύ ευγενικός νεαρός κύριος. Πήρε το δρόμο και σκεφτόταν πως η Άννυ ήταν πολύ όμορφη, και συλλογιζόταν αν θα έβρισκε το κουράγιο να την φιλήσει αν την συναντούσε σ’ έναν σκοτεινό δρόμο. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι τότε εκείνη θα γελούσε απλά, και θα ‘λεγε «Ω, κύριε Λούσιαν!.»

Επί πολλούς μήνες είχε ξαφνικές κρίσεις αναμνήσεων των ονειροπόλων εμπειριών του, καυτές και παγωμένες ταυτόχρονα. Αλλά το χάσμα του χρόνου που βάθαινε σιγά-σιγά, έκανε εκείνες τις τρομακτικές και υπέροχες εικόνες όλο και πιο συγκεχυμένες, μέχρι που τελικά πέρασαν σ’ εκείνη τη χώρα των θαυμάτων που τα νιάτα αναπολούν με θαυμασμό και απορία, μην ξέροντας γιατί κάτι ήταν κάποτε σύμβολο τρόμου ή χαράς. Στο τέλος κάθε τρίμηνου ερχόταν σπίτι και έβρισκε τον πατέρα του ακόμη πιο απελπισμένο και ακόμη πιο άκεφο. Και την ταπετσαρία και τα έπιπλα όλο και πιο βρώμικα και φθαρμένα.

Οι δύο γάτες, αγαπημένα και πανάρχαια ζώα που τα θυμόταν από μικρούλης πριν πάει σχολείο, πέθαναν εξαθλιωμένα το ένα μετά το άλλο. Η γρια-Πόλυ, το αλογάκι, τελικά έπεσε κάτω μέσα στο στάβλο από
αδυναμία και αναγκάστηκαν να την θανατώσουν. Το σαραβαλιασμένο κάρο δεν έτρεχε πια στους γνωστούς δρομάκους. Το χορτάρι στον κήπο είχε ψηλώσει και τα ήμερα οπωροφόρα δέντρα δίπλα στον φράχτη ήταν πλέον τελείως εκτός ελέγχου. Στο τέλος, όταν ο Λούσιαν έγινε δεκαεφτά, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον βγάλει απ’ το σχολείο. Δεν μπορούσε πια να πληρώνει τα δίδακτρα: ένα θλιβερό τέλος για τις ελπίδες και τα όνειρα για επαίνους, διακρίσεις, υποτροφίες και δόξα, ελπίδες που ο φτωχός εφημέριος έτρεφε από παλιά για τον γιο του.

Κάθονταν λοιπόν οι δυο τους, κακόκεφοι και κατσούφηδες, στο μίζερο δωμάτιο, ο καθένας από μια πλευρά του τζακιού, αναπολώντας περασμένους καιρούς και πεθαμένα σχέδια και βλέποντας ένα γκρίζο μέλλον να απλώνεται μπροστά τους. Μία φορά υπήρξε μία ευκαιρία προς βοήθεια του Λούσιαν εκ μέρους ενός μακρινού συγγενή. Και πράγματι, έγινε η συνεννόηση ότι έπρεπε να πάει στο Λονδίνο για ορισμένο σκοπό. Ο κος Τέιλορ είπε τα καλά νέα στους «γνωστούς» του -το μαύρο σακάκι του ήταν πολύ πράσινο πια για να παριστάνουν πως είναι φίλοι του.

Και ο ίδιος ο Λούσιαν μίλησε για τα σχέδιά του στον γιατρό Μπάρροουζ και τον κο Ντίξον κι ένα δυο άλλους. Αλλά μετά, το όλο πλάνο απέτυχε και ο εφημέριος και ο γιος του δέχτηκαν πολλά συλλυπητήρια. 0 κόσμος, φυσικά, έπρεπε να πει ότι λυπάται, αλλά στην πραγματικότητα τα
νέα έγιναν δεκτά με την θυμηδία και την κρυφή χαρά με την οποία κάποιος βλέπει μια πέτρα που κατρακυλά στην κατηφόρα να δίνει ένα σάλτο και να πέφτει στην λίμνη.

Η κα Ντίξον άκουσε τα ευχάριστα μαντάτα από την κα Κόλεΐ που ήρθε να συζητήσουν για την Συγκέντρωση των Μητέρων και την Μπάντα της Ελπίδας. Η κα Ντίξον θήλαζε την μικρή Έθελγουιγκ, ή κάτι τέτοιο τότε, και έκανε πολλές συγκινητικές παρατηρήσεις για την γενική δικαιοσύνη με την οποία κυβερνιέται ο κόσμος. Ήταν φανερό ότι η κακοτυχία του καημένου του Λούσιαν είχε αυξήσει την πίστη της στην Θεία Τάξη, λες και ήταν κάποιο παράδειγμα στην Αναλογία του Μπάτλερ.

«Δεν είναι πολύ ακραίες οι ιδέες του κου Τέιλορ;» είπε στον σύζυγό της το ίδιο βράδυ.
«Φοβάμαι πως ναι…» της απάντησε εκείνος. «Στενοχωρήθηκα πολύ στο τελευταίο Επισκοπικό Συνέδριο, με τον τρόπο που μίλησε. 0 καλός μας ο επίσκοπος είχε κάνει μια ομιλία για την Εξομολόγηση. Αναγκάστηκε να το κάνει, ξέρεις, μετά απ’ αυτό που έγινε, και πρέπει να πω ότι ένιωσα πολύ περήφανος για την αγαπημένη μας Εκκλησία…»

Ο κος Ντίξον της εξιστόρησε ολόκληρη την ομηρική ιστορία του συνεδρίου, απαριθμώντας τα κατορθώματα των υπερμάχων, «οικτίροντας» το ένα και επικροτώντας το άλλο. Φαίνεται ότι ο κος Τέιλορ διαφωνώντας είχε το θράσος να παραθέσει αυθεντίες τις οποίες ο επίσκοπος δεν μπορούσε ακριβώς να αναιρέσει, αλλά έτσι κι αλλιώς έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την «υγιή» διατύπωση του επισκοπικού δόγματος.

Η κα Ντίξον στενοχωρήθηκε, φυσικά. Ήταν λυπηρό για έναν κληρικό να συμπεριφέρεται τόσο απαίσια. «Ξέρεις όμως καλέ μου.» συνέχισε, «σκεφτόμουν το άτυχο το αγόρι και τις κακοτυχίες του και, μετά απ’ αυτό που μου είπες, είμαι σίγουρη πως είναι θεία τιμωρία και για τους δυο τους. Ξέχασε ο κος Τέιλορ τους όρκους που πήρε όταν χειροτονήθηκε; Δεν νομίζεις καλέ μου πως έχω δίκιο και ότι έτσι τιμωρείται η οικογένεια; Αμαρτίες γονέων;»

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο Λούσιαν διαισθανόταν αυτήν την ατμόσφαιρα των ύβρεων και των επικρίσεων, και απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη μικρή επαρχιακή κοινωνία. Όταν δεν ρέμβαζε στα αγαπημένα του λιβάδια και δάση με τις ευτυχισμένες αναμνήσεις, κλεινόταν μέσα με βιβλία και διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, συσσωρεύοντας ένα μεγάλο απόθεμα από «ανάρμοστες και άχρηστες γνώσεις».

Πολύ καιρό πέρασε με τους ανθρώπους του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Χασομέρησε στους χαρούμενους ηλιόλουστους δρόμους με τον Παπύς, ακούγοντας τους μαγικούς ήχους του Οργίου της Παλινόρθωσης.

Περιπλανήθηκε άσκοπα δίπλα σε ήρεμα ρυάκια με τον Αιζακ Γουώλτον και τους μεγάλους Καθολικούς ιεράρχες. Μαγεύτηκε με τον βίο του Χέρμπερτ, του στοργικού ασκητή. Πλημμύρισε δέος από την μυστικιστική πνοή του Κράσοου. Οι ιππότες ποιητές τραγουδούσαν τα αβρά τους τραγούδια μόνο γι’ αυτόν. Και ο Χένρικ έψελνε τους ιερούς ύμνους του. Και στα παλιά γνωμικά και στις λαϊκές παροιμίες της εποχής, ανακάλυψε την καλή και όμορφη αγγλική ζωή, μια εποχή γεμάτη χάρη και αξιοπρέπεια, ευμάρεια και διασκεδάσεις.

Βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στα βιβλία του. Ενστερνιζόταν κάθε τι που είχε περιπέσει σε αχρηστία. Από αηδία για τις ανόητες κοινότυπες ερωτήσεις «Θα βγάλει λεφτά;» «Αξίζει κάτι;» και τα λοιπά, διάβαζε μόνο ό,τι ήταν ασυνήθιστο και άχρηστο. Την παράξενη πομπώδη Καμπάλα με τους υπαινιγμούς της για τα πιο τρομερά πράγματα. Τα Ροδοσταυρικά μυστήρια του Φλουντ, τα αινίγματα του Βων, τα μυστικά του Μπέηκον, τα ονόματα των αλχημιστών -όλα αυτά του έδιναν χαρά. Αυτοί ήταν οι σύντροφοί του, μαζί με τους λόφους και τα ανηφορικά δάση, τα ρυάκια και τις μοναχικές λιμνούλες. Τα βιβλία, οι σκέψεις για βιβλία, οι εμπνεύσεις, όλα γίνονταν μια μοναχική φαντασμαγορία με τα μάγια της άγριας εξοχής και της διανοητικής του μοναξιάς.

Κρατιόταν μακριά από τα τείχη του φρουρίου στον Ρωμαϊκό λόφο. Του αρκούσε να βλέπει τους ερειπωμένους πυργίσκους του και τις απόκρημνες νεραϊδένιες πολεμίστρες του από το πορτάκι στο χωματόδρομο, και να περιλαμβάνει το μυστήριο μέσα στον κύκλο των βαλανιδιών περίτεχνα στις παιδικές του φαντασιώσεις. Παρίστανε πως γελούσε με τον εαυτό του και τις φαντασίες του εκείνου του καυτού αυγουστιάτικου απογεύματος, τότε που τον είχε πάρει ο ύπνος μέσα στην λόχμη, αλλά στο βάθος της καρδιάς του υπήρχε κάτι που δεν ξεθώριασε ποτέ -κάτι ζεστό σαν την κόκκινη αναλαμπή της φωτιάς των τσιγγάνων που την βλέπεις από μακριά πέρα στους λόφους, μέσα στην ομίχλη της νύχτας, και καταλαβαίνεις πως καίει σε μέρος ακατοίκητο.

Μερικές φορές, βυθισμένος όπως ήταν στα βιβλία του, η φλόγα της χαράς ξεπεταγόταν και του αποκάλυπτε μια ολόκληρη μυστική περιοχή συναισθημάτων, μια ήπειρο της φύσης του, όλο λαμπρότητα και φως. Και μέσα στην αγαλλίαση και τον θρίαμβο, τραβιόταν πίσω λιγάκι φοβισμένος. Είχε γίνει ασκητικός από την μελετηρή και μελαγχολική απομόνωσή του, και το όραμα αυτών των εκστάσεων είχε αρχίσει να τον τρομάζει.

Τελικά, όμως, όλα γίνονταν έμπνευση.

Αρχισε να γράφει λίγο. Στην αρχή πολύ διστακτικά και αμφίβολα και μετά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Έδειξε μερικές γραμμές στον πατέρα του, που του είπε αναστενάζοντας ότι κάποτε έλπιζε κι αυτός να γράψει, «τα παλιά χρόνια στο Όξφορντ», πρόσθεσε.
«Είναι πολύ καλογραμμένα», παρατήρησε ο εφημέριος, «αλλά φοβάμαι ότι δεν θα βρεις κανέναν να τα δημοσιεύσει, αγόρι μου…» κατέληξε με θλίψη.

Αλλά εκείνος συνέχισε. Συνέχισε να διαβάζει τα πάντα, να μιμείται ό,τι του έκανε εντύπωση, να προσπαθεί να εφαρμόσει τα κλασικά μέτρα σε αγγλικό στίχο, δοκιμάζοντας το ταλέντο του σε μια μασκαράτα, σε μια κωμωδία της Παλινόρθωσης, σε φαντασίες υπερφυσικές, κάνοντας απίθανα πλάνα για βιβλία σε σημειώσεις που σπάνια ξεπερνούσαν την μισή ντουζίνα γραμμές σ’ ένα φύλλο χαρτί. Κουραζόταν με υπέροχες φαντασιώσεις που αρνούνταν να υποκύψουν στην πένα του. Αλλά η ανώφελη ευχαρίστηση της συγγραφής, δεν ήταν εντελώς ανώφελη διότι του θωράκιζε την ψυχή…

Οι μήνες περνούσαν μονότονοι και συχνά μέσα σε μαύρη απελπισία. Έγραφε και σχεδίαζε και γέμιζε το καλάθι των αχρήστων με ανέλπιδες προσπάθειες. Που και που έστελνε στίχους, μικρά διηγήματα και άρθρα σε περιοδικά, μόνο και μόνο από αξιοθρήνητη άγνοια για το επάγγελμα. Ένιωθε την απέραντη δυσκολία μιας καριέρας στην λογοτεχνία, δίχως όμως να την καταλαβαίνει ξεκάθαρα. Η μάχη γινόταν ευτυχώς με πυκνή ομίχλη στο πεδίο και η στρατιά του εχθρού δεν φαινόταν σε όλη την τρομακτική της έκταση και δύναμη.

Όμως, έτσι κι αλλιώς, συναντούσε πολλές δυσκολίες που τον τρομοκρατούσαν. Μετά από περίπλοκες διαδρομές δίπλα σε ανώνυμα ρυάκια και σε σιωπηλά μισοσκότεινα δάση, μετά από το θέαμα των βουνών και την μουσική πνοή του ανέμου, ερχόταν στο σπίτι γεμάτος παράξενες σκέψεις και συναισθήματα, μυστικές ιδέες που ανυπομονούσε να μεταφέρει στον γραπτό κόσμο. Και το αποτέλεσμα της προσπάθειας, του φαινόταν πάντοτε κοινότυπο! Ξύλινες προτάσεις, πομπώδες στυλ, ασαφή νοήματα και αδεξιότητα, εμπόδιζαν την πένα του από το να κυλήσει προς το αριστούργημα.

Έμοιαζε αδύνατο να κατακτήσει το μεγάλο μυστικό των λέξεων. Μονάχα τα άστρα έλαμπαν στο σκοτάδι και χάνονταν στην απέραντη παγωνιά του διαστήματος, μέσα στο καθαρό φως. Οι περίοδοι της απόγνωσής του ήταν μεγάλες και αφόρητες, οι νίκες ήταν ελάχιστες και ασήμαντες…

Νύχτα μετά την νύχτα καθόταν στο γραφειάκι και έγραφε -όταν ο πατέρας του είχε τινάξει και την τελευταία του πίπα- γεμίζοντας μια σελίδα με δυσκολία μέσα σε μια ώρα, και συνήθως αναγκαζόταν να σχίσει όλο το γραπτό απελπισμένος και να πέσει στο κρεβάτι δυστυχισμένος όσο ποτέ, ξέροντας πως, έπειτα από τόση προσπάθεια, δεν είχε καταφέρει απολύτως τίποτε.

Υπήρχαν όμως στιγμές που το ασυνήθιστο όραμα εκείνου του τοπίου ερχόταν και τον ξεσήκωνε, και οι άγριοι θολωτοί λόφοι και τα σκοτεινιασμένα δάση έμοιαζαν με σύμβολα κάποιου τρομερού μυστικού, της εσωτερικής ζωής εκεί¬νου του ξένου -του εαυτού του…

Μερικές φορές όταν ήταν βυθισμένος στα βιβλία και στα χαρτιά του, κάποιες φορές σ’ ένα μοναχικό περίπατο, και κάποιες άλλες ακούγοντας την κουραστική φλυαρία της «κοινωνίας» του Caermaen, αναριγούσε από μια ξαφνική αίσθηση απαίσιων κρυφών πραγμάτων, και τότε διέτρεχε τα νεύρα του εκείνη η τρεμουλιαστή φλόγα που του ξαναθύμιζε το μπερδεμένο σύδεντρο και εκείνη την πρώτη εντύπωση των γυμνών μαύρων κλαδιών που ήταν τυλιγμένα στις ουράνιες φλόγες πάνω στον λόφο.

Παρόλο που απέφευγε τον έρημο εξοχικό δρόμο και την θέα του απόκρημνου υψώματος με τον κύκλο των βελανιδιών και τα αναχώματα, η εικόνα τους γινόταν όλο και πιο έντονη και μετατρεπόταν σε σύμβολο ορισμένων υπονοιών και υποθέσεων. Η θριαμβική και εξεγερμένη σάρκα του ονείρου, φαινόταν να έχει τον ναό και το κάστρο της μέσα σ’ εκείνους τους αρχαίους τοίχους. 0 Λούσιαν επιθυμούσε με όλη του την καρδιά να δραπετεύσει, να φύγει μακριά, να νιώσει ελεύθερος μέσα στην ερημιά του Λονδίνου και ασφαλής μέσα στο βουητό των μοντέρνων δρόμων…