
Υπάρχει μια απλή, σχεδόν παιδική πράξη με αληθινά ανατρεπτική δύναμη. “Να καθίσεις ήσυχα και να δεις τί συμβαίνει μέσα σου”. Όχι να «κάνεις διαλογισμό», ούτε να βάλεις στόχο να ελέγξεις τον νου, αλλά να παρατηρήσεις — καθαρά, χωρίς κρίση — την ίδια του την κίνηση. Ο νους, όταν τον αφήσεις ήσυχο, μοιάζει με ποτάμι, ρέει αδιάκοπα, μεταφέρει εικόνες και μνήμες, επιθυμίες και φόβους, κλαδιά και φύλλα. Πηδάει σαν πεταλούδα από σκέψη σε σκέψη. Κι όπως ακούμε ένα τραγούδι όχι μόνο στις νότες αλλά και στις σιωπές ανάμεσά τους, έτσι και εδώ η παρατήρηση δεν είναι το «κόψιμο» της σκέψης· είναι η αίσθηση του ρυθμού της, μαζί με τα κενά της.
Όταν η προσοχή παύει να λειτουργεί ως λογοκριτής —όταν δεν υπάρχει «δικαστής» να επιβάλλει τι πρέπει και τι όχι— ο νους ησυχάζει μόνος του. Αυτή η ησυχία δεν είναι προϊόν βίας· είναι αυθόρμητη. Και στο βάθος της, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι είναι φτιαγμένος για χαρά. Για το καθαρό γέλιο χωρίς αφορμή, για την ευχαρίστηση της απλής ζωής, για το θάρρος ενός βλέμματος που δεν κουβαλά την παραμικρή σκιά φόβου.
Δοκιμάστε να κοιτάξετε έναν άνθρωπο στα μάτια —έναν δάσκαλο, έναν προϊστάμενο, έναν σερβιτόρο, έναν ζητιάνο— χωρίς πρόκληση, χωρίς υποτέλεια, απλώς παρόντες. Θα δείτε πόσο σπάνιο είναι αυτό το είδος επαφής. Οι περισσότεροι φοβόμαστε να φανερωθούμε και να δούμε τον άλλον όπως είναι. Κρυβόμαστε πίσω από τοίχους συνήθειας και μικρής εξαπάτησης, γιατί η εκτεθειμένη ματιά κάνει ορατές τις λαχτάρες και τις ανασφάλειές μας. Κι όμως, χωρίς το εσωτερικό τραγούδι —χωρίς την λεπτή μουσική της χαράς— η ζωή θαμπώνει. Μπορείς να περπατάς από ναό σε ναό ή από οργάνωση σε οργάνωση, να κυνηγάς δασκάλους και πιστοποιήσεις· αν μέσα δεν έχει ανάψει χαρά, όλα αυτά μένουν σκηνικά.
Ο μέσος άνθρωπος συχνά αντιτείνει: «Το ανικανοποίητο θολώνει την σκέψη. Μήπως καλύτερα να ησυχάσουμε;» Η ένσταση είναι εύλογη μόνο για την επιφανειακή εκδοχή του ανικανοποίητου, εκείνη δηλαδή που γεννιέται από την λαχτάρα για «περισσότερα» — περισσότερα χρήματα, κύρος, ασφάλεια, επιβεβαίωση. Αυτό το ανικανοποίητο είναι πεινασμένο, θορυβώδες και, πράγματι, θολώνει τον νου.
Άλλο όμως η επιθυμία για «περισσότερο» και άλλο μια ριζική, ολόκληρη έλλειψη ικανοποίησης με ό,τι είναι συμβατικό και νεκρό μέσα μας, με τις προκαταλήψεις μας, με τις έτοιμες πίστεις μας, με την ψυχολογική ανάγκη για καταφύγιο. Αυτή η ριζική ανικανοποίηση δεν στοχεύει κάπου· δεν ζητά ανταμοιβή. Είναι φωτιά που ξεκαθαρίζει. Φέρνει διαύγεια, επειδή δεν σε σπρώχνει προς «λύσεις»· σε σπρώχνει προς βλέμμα.
Πρωτοβουλία και Δημιουργικότητα
Από την ριζική ανικανοποίηση γεννιέται η πρωτοβουλία. Πρωτοβουλία δεν είναι κατ’ ανάγκην μεγάλα προγράμματα και δηλώσεις. Είναι η μικρή κίνηση που δεν σου την υπέδειξαν. Να φυτέψεις ένα δέντρο, να μετακινήσεις μια πέτρα από τον δρόμο, να χαμογελάσεις σε εκείνον που κουβαλάει βάρος, να χαϊδέψεις ένα ζώο χωρίς λόγο. Αυτές οι απλές πράξεις είναι σαν ρωγμές στον τοίχο του αυτονόητου. Από αυτές μπαίνει φως. Κι εκεί, αθόρυβα, ξεκινά η δημιουργικότητα, όχι ως τέχνασμα, αλλά ως τρόπος ύπαρξης.
Δεν είναι δημιουργικότητα μόνο οι πίνακες και τα ποιήματα — όσο κι αν τα τιμούμε. Δημιουργικότητα είναι κατάσταση νου: ο τόπος όπου η πρωτοβουλία ωριμάζει σε ελευθερία. Σε αυτήν την κατάσταση, ο άνθρωπος συναντά εκείνο που οι παραδόσεις ονόμασαν «θείο» — όχι ως δόγμα αλλά ως ζωντανή ποιότητα. Γι’ αυτό και η δημιουργικότητα δεν διδάσκεται· καλλιεργείται με την ζωή. Όπου υπάρχει φόβος και υστερόβουλη επιδίωξη, ο δημιουργικός νους σβήνει· όπου υπάρχει ώριμο ανικανοποίητο μαζί με χαρά, ο νους αναπνέει.
Η κοινωνική μηχανή μας εκπαιδεύει στην ησυχία της συμμόρφωσης. Η οικογένεια, η δουλειά, οι ρόλοι, οι βλέψεις των άλλων και το βλέμμα του κοινωνικού κύκλου λειτουργούν ως αργό καθαρτικό της εσωτερικής φλόγας. Όταν το πραγματικό ανικανοποίητο τσούζει, τρέχουμε να το αναισθητοποιήσουμε κυρίως μέσω της τεχνολογίας και του θορύβου, ευκαιριακές απολαύσεις, πνευματικοί «πάτρωνες», αλκοόλ, νέες «ταυτότητες». Όλα χρήσιμα ως διασκέδαση, κανένα ως λύση. Χωρίς την φλόγα, δεν εμφανίζεται η πρωτοβουλία· χωρίς την πρωτοβουλία, η δημιουργικότητα νεκρώνει.
Η πρόκληση είναι καθαρή. Μη φοβηθείτε το ανικανοποίητο. Θρέψτε το, ώσπου η σπίθα να γίνει φλόγα — όχι φανατισμός, φλόγα.
Ο Νους δεν αποζητά το Κέρδος
Η καθαρότητα της σκέψης δεν συνυπάρχει με την ψυχολογική επιδίωξη κέρδους. Όσο ο νους «θέλει» να φτάσει σε αποτέλεσμα, να επιβεβαιώσει μια πίστη, να κατοχυρώσει μια ταυτότητα, σκέφτεται με την ελαστικότητα ενός σκύλου δεμένου σε πάσσαλο. Κινείται, αλλά ως εκεί που φτάνει το σχοινί. Η σκέψη γίνεται πραγματικά διάφανη μόνο όταν ο νους δεν προσπαθεί να φτάσει «κάπου», όταν είναι ελεύθερος από την λαχτάρα για ασφάλεια και από το βάρος της προκατάληψης.
Τότε, η ριζική ανικανοποίηση δεν κατευθύνει — καθαρίζει. Δεν σε βάζει σε «γραμμή»· κάνει την σκέψη απλή, άμεση, ευθύβολη.
Ο συνηθισμένος νους ρωτά: «Πώς αποκτώ αυτογνωσία; Με ποια μέθοδο; Με πόση πειθαρχία;» Αυτή η νοοτροπία —να ανταλλάξω χρόνο και κόπο με εσωτερικό αποτέλεσμα— είναι μηχανική. Η αυτογνωσία δεν αγοράζεται, ούτε «αποκτάται». Συμβαίνει όταν ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του όπως είναι, μέσα στον καθρέφτη των σχέσεών του, στον τρόπο που μιλά, που ζητά, που θυμώνει, που κολακεύει και κολακεύεται· στον τρόπο που αντιδρά στο βλέμμα του άλλου.
Όπως ο καθρέφτης δεν ωραιοποιεί, έτσι και η προσοχή, αν μπορείς να παρατηρείς τον εαυτό σου χωρίς καταδίκη, χωρίς σύγκριση, χωρίς ευχές «να ήσουν αλλιώς», ανοίγει ένας ωκεανός χωρίς ακτές. Δεν υπάρχει τέλος σε αυτό το ταξίδι — κι εδώ βρίσκεται η ομορφιά του.
Οι πολιτισμοί ονομάτισαν το άφθαρτο «ψυχή» και το έντυσαν με παραδόσεις. Ίσως κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι γεύτηκαν μια κατάσταση πέρα από το χρόνο και τον θάνατο και μας μίλησαν γι’ αυτήν. Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι πολλοί αντικαθιστούμε την έρευνα με την αποδοχή «Έτσι θα είναι». Τότε παγιώνεται η λέξη και γεννιούνται στρατόπεδα πίστης.
Ο άνθρωπος που πράγματι θέλει να δει αν υπάρχει κάτι πέρα από το χρονικό γίγνεσθαι οφείλει πρώτα να σταθεί στα πόδια του· να αποσπαστεί από την συλλογική θέληση, να μη δανείζεται βεβαιότητες. Με απλή ειλικρίνεια, δεν χορταίνεις διαβάζοντας το μενού έξω από το εστιατόριο· αν πεινάς, μπαίνεις και τρως. Έτσι και εδώ καμία αυθεντία δεν θα σε θρέψει — η υπόθεση είναι προσωπική. Ακριβώς γι’ αυτό, η σωστή εκπαίδευση δεν είναι μηχανισμός τοποθέτησης σε δουλειές ούτε σκάλα κοινωνικής ανάβασης, αλλά άνοιγμα χώρου στον νου για να αναπτυχθεί χωρίς φόβο και δόγμα· να μάθει να σκέφτεσαι και να ρωτά, όχι να επαναλαμβάνει και να προσαρμόζεται· να διαφυλάσσει το δημιουργικό ανικανοποίητο, δένοντάς το με χαρά και γενναιοδωρία, ώστε να μη σβήνει από τις απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Υπάρχει μια κρίσιμη σύζευξη, που είναι η απόλυτη έλλειψη ικανοποίησης μαζί με χαρά και αγάπη. Το ανικανοποίητο χωρίς χαρά γίνεται μιζέρια που παραπονιέται για τα πάντα. Η χαρά χωρίς ανικανοποίητο καταντά ευκολία που νυστάζει. Η δημιουργική πορεία απαιτεί και τα δύο, την φωτιά που δεν συμβιβάζεται και το φως που δεν καίει τους άλλους.
Καλλιέργησε λοιπόν την σιωπηλή παρατήρηση, όχι τον εξαναγκασμό. Μάθε ξανά το ειλικρινές βλέμμα. Άφησε το ανικανοποίητο να γίνει φλόγα, όχι ιδεολογία. Πάρε μικρές, άμεσες πρωτοβουλίες που ραγίζουν την συνήθεια. Σκέψου χωρίς στόχο κέρδους και χωρίς δόγμα. Στάσου στα πόδια σου, πέρα από συλλογικές βεβαιότητες.
Τότε η δημιουργικότητα δεν θα είναι ρόλος ή χόμπι, αλλά τρόπος να ζεις. Κι εκεί —στον τρόπο— το αληθινό, το άχρονο, γίνεται οικείο χωρίς να χρειάζεται όνομα.
@OWL / 2025