Georg Wilhelm Friedrich Hegel και η διαλεκτική ανάσα της ελευθερίας!
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγάρδη, 27 Αυγούστου 1770 – Βερολίνο, 14 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται ενίοτε στην ελληνική βιβλιογραφία) ήταν Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά την δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για την διαλεκτική θεωρία του. Γεννήθηκε στην Στουτγάρδη και σπούδασε Φιλοσοφία και Θεολογία στο Τύμπινγκεν (1788–93). Το 1801 έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας. Μεταξύ 1812–16 εργάστηκε ως Διευθυντής Γυμνασίου στην Νυρεμβέργη. Το 1816 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1818 στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ενώ το 1830 διετέλεσε πρύτανης.
Ο Χέγκελ υπήρξε σφόδρα αντιδιανοούμενος και απεχθανόταν τους «σοφούς καθηγητές» και την επίδειξη της επιστημοσύνης τους. Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του τους παρομοιάζει με ζώα που άκουσαν όλους τους ήχους μιας μουσικής, αλλά δεν συνέλαβαν ποτέ την ενότητά της. Καταφέρεται με ένταση κατά των λατινικών, που επέτρεπαν — όπως έλεγε — να γράφονται στα λατινικά πράγματα που θα φαίνονταν γελοία αν τα έγραφε κανείς στα γερμανικά, και θα ήθελε μαζί με την εξαφάνιση της λατινικής να παρακμάσει και η ρωμαιοκαθολική ισχύς. Η σκέψη του, ωστόσο, δεν είναι ένας αντικληρικός θυμός· είναι το αίτημα να μιλήσει η σκέψη τη «ζωντανή γλώσσα» της εποχής. Στα ελληνικά γράμματα η αντήχησή του είναι αναγνωρίσιμη. Ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική» αναπνέει τον παλμό ενός παγκόσμιου Πνεύματος που προοδεύει μέσα στο σύμπαν και καλεί τον άνθρωπο σε συνδημιουργία και ευθύνη.
Από την Φαινομενολογία στην Λογική
Η πνευματική του σκευή σχηματίστηκε στο Τύμπινγκεν, στο ίδιο θεολογικό σεμινάριο που περπάτησαν ο Χέλντερλιν και ο Σέλλινγκ. Εκεί διάβασε τραγωδούς, μελέτησε τους Έλληνες, βίωσε τον ηλεκτρισμό της Γαλλικής Επανάστασης. Έπειτα εργάστηκε ως κατ’ οίκον δάσκαλος στην Βέρνη και την Φρανκφούρτη, γράφοντας νεανικά θεολογικά δοκίμια, για τον «βίο του Ιησού» και για την «θετικότητα» της θρησκείας, όπου διαισθανόμαστε ήδη την άρνησή του να αφήσει το πνεύμα να απολιθωθεί σε κανόνες.
Το 1801, στην Ιένα, δημοσιεύει πραγματείες που τον απομακρύνουν από τον ρομαντικό βολονταρισμό του Σέλλινγκ και τον σταθεροποιούν σε ένα ώριμο ιδεαλιστικό σχέδιο. Διαφορά του φιλοσοφικού συστήματος του Φίχτε και του Σέλλινγκ, Πίστη και Γνώση, κείμενα για φυσικό δίκαιο και πολιτική οικονομία. Μέσα στο κανονιοβόλημα της εποχής, το 1807, τυπώνει την Φαινομενολογία του Πνεύματος μια περιπέτεια της συνείδησης που περνά από την αμεσότητα της αίσθησης στον σκεπτικισμό, από τον «κύριο και τον δούλο» στην ηθικότητα, από την θρησκεία στην «γνώση απόλυτη». Την παραμονή της μάχης της Ιένας βλέπει τον Ναπολέοντα «ως παγκόσμια ψυχή» έφιππη. Δεν είναι ρητορικό τέχνασμα, είναι το βλέμμα ενός φιλοσόφου που καταλαβαίνει ότι η ιστορία κινείται συχνά από ανθρώπους που αγνοούν τι μεταφέρουν.
Η ήττα της Πρωσίας και η διάλυση της δημόσιας ζωής στην Ιένα σπρώχνουν τον Χέγκελ σε γήινες δουλειές. Γίνεται για λίγο αρχισυντάκτης στο Μπάμπεργκ και έπειτα γυμνασιάρχης στην Νυρεμβέργη. Εκεί παντρεύεται την Μαρίε φον Τούχερ, αποκτά δύο γιους, ενώ ήδη υπάρχει ο πρωτότοκος, ο Λούντβιχ Φίσερ, από την σχέση του στην Ιένα με την Χριστιάνα Μπούρκαρτ· αργότερα ο Λούντβιχ θα ενταχθεί στο νοικοκυριό και θα φύγει νέος στην Ολλανδία, όπου πεθαίνει μακριά, σε μια ιστορία που επιστρέφει σαν βουβή σκιά στο βιογραφικό του πατέρα. Στην Νυρεμβέργη γράφει την Επιστήμη της Λογικής (1812–1816), τον κινητήρα του συστήματος. Εκεί η έννοια αποκτά ρυθμό,: η «προσδιορισμένη άρνηση», το περίφημο Aufheben που ταυτόχρονα καταργεί, διατηρεί και ανυψώνει, η μετάβαση από το Είναι στο Είναι-άλλο, από την Ουσία στην Έννοια, από τυφλές κατηγορίες σε ζωντανή οργάνωση. Δεν έχουμε μια μηχανική «θέση–αντίθεση–σύνθεση», αλλά έναν ιστό εσωτερικών μεταβάσεων όπου το νόημα αντέχει τις αντιφάσεις του και βγαίνει ισχυρότερο.
Το 1816 περνά στην Χαϊδελβέργη, όπου εκδίδει την πρώτη Εγκυκλοπαιδεία των Φιλοσοφικών Επιστημών — το σύνολο σε μορφή εγχειριδίου. Το 1818 καλείται στο Βερολίνο, παίρνει την διαδοχή του Φίχτε και γίνεται ο κεντρικός καθηγητής της εποχής του. Στο Βερολίνο, εκτός από τα Στοιχεία της Φιλοσοφίας του Δικαίου (1821), διδάσκει σε κατάμεστες αίθουσες αισθητική, φιλοσοφία της θρησκείας, ιστορία της φιλοσοφίας και φιλοσοφία της ιστορίας. Οι φοιτητικές σημειώσεις θα συγκροτήσουν μετά τον θάνατό του τους μεγάλους τόμους των «Παραδόσεων», με όλες τις φιλολογικές δυσκολίες και την ανεκτίμητη παιδαγωγική τους ζωντάνια. Το 1830 εκλέγεται πρύτανης και λίγους μήνες αργότερα, το 1831, πεθαίνει ξαφνικά, πιθανότατα από χολέρα. Θάβεται στο Dorotheenstädtischer Friedhof, δίπλα στον Φίχτε — σαν μια σιωπηλή επιγραφή στο τέλος της μεγάλης διαδρομής του γερμανικού ιδεαλισμού.
Κράτος, Αστική Κοινωνία και οι Μεσολαβήσεις της Αναγνώρισης
Η πολιτική του φιλοσοφία είναι η εφαρμοσμένη οντολογία της ελευθερίας. Ξεκινά από το «αφηρημένο δίκαιο», όπου ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως πρόσωπο, αποκτά ιδιοκτησία ως εξωτερίκευση της προσωπικότητας και συνάπτει συμβάσεις ως δέσιμο βουλήσεων. Προχωρά στην υποκειμενική ηθική, όπου η πρόθεση και η ενοχή γίνονται εσωτερικές στάθμες. Αλλά μόνο στην «ηθική ζωή» (Sittlichkeit) η ελευθερία αποκτά σώμα. Η οικογένεια ως άμεση ενότητα, η αστική κοινωνία ως δίκτυο αναγκών που χειραφετεί και πληγώνει, το κράτος ως καθολική μορφή όπου τα ιδιωτικά συμφέροντα και οι κοινές ανάγκες βρίσκουν ορίζοντα.
Ο Χέγκελ βλέπει καθαρά ότι η αγορά δημιουργεί πλούτο και καινοτομία· βλέπει επίσης ότι γεννά ανισότητες και μια διάθεση «όχλου» (Pöbel), όπου η φτώχεια γίνεται εσωτερική αγανάκτηση. Η θεραπεία δεν είναι ένα ηθικολογικό κήρυγμα ούτε ο γυμνός καταναγκασμός, αλλά θεσμική διαμεσολάβηση. Η «αστυνομία» με την ευρεία τότε έννοια της κοινωνικής διοίκησης και οι «κορπορασιόν» επαγγελματικές ενώσεις που μεσολαβούν ανάμεσα στον ιδιώτη και στο κράτος, οργανώνουν εκπαίδευση, πρόνοια και συμμετοχή. Ο Χέγκελ εμπιστεύεται αυτές τις ενδιάμεσες μορφές επειδή πιστεύει ότι η ελευθερία, χωρίς κοινωνικούς ιστούς, γίνεται είτε κυνική ιδιώτευση είτε τυφλή βία.
Το κράτος, στην ώριμη σκέψη του, ορίζεται ως «η πραγματικότητα της ηθικής Ιδέας». Δεν είναι εξωτερικός χωροφύλακας, αλλά το σπίτι όπου η ατομική βούληση βρίσκει τον καθολικό της εαυτό. Το προτιμώμενο πολίτευμα είναι η συνταγματική μοναρχία με εκπαιδευμένη γραφειοκρατία, μια τάξη λειτουργών που ενσαρκώνει την «καθολικότητα», και αντιπροσώπευση όχι ως αθροιστική ψηφοφορία, αλλά ως παρουσία «τάξεων/σωματείων» στην πολιτεία.
Ο μονάρχης δεν είναι αυθέντης· είναι η «στιγμή της απόφασης» που συγκρατεί τον μηχανισμό. Στο ίδιο πνεύμα, ο Χέγκελ υπογραμμίζει τον ρόλο της «δημόσιας γνώμης» ως δύναμης που οφείλει να ακούγεται αλλά και να παιδεύεται, και θεωρεί την εκπαίδευση καθοριστική για την διαμόρφωση πολιτών που αναλαμβάνουν τον ρόλο τους στη Sittlichkeit. Δεν διστάζει να επικρίνει επιμέρους πολιτικές· κείμενά του για την βρετανική μεταρρύθμιση κόβονται από την λογοκρισία, σημάδι ότι δεν υπήρξε ποτέ αυλικός ρήτορας.
Στο διεθνές πεδίο είναι νηφάλιος και σκληρός, χωρίς μια υπερεθνική εξουσία, οι πόλεμοι είναι ιστορικά πιθανοί. Το περίφημο χωρίο όπου ο πόλεμος εμφανίζεται ως «ηθική στιγμή» δεν είναι στάση υπέρ της βίας, αλλά υπενθύμιση ότι οι κοινωνίες που παγιδεύονται στην ειδωλολατρία της ευζωίας χάνουν την εσωτερική τους σπονδυλική στήλη. Μιλά για «υγεία» των λαών όπως μιλάει για την ανάγκη ανανέωσης· αλλά ταυτόχρονα προειδοποιεί για την πανουργία του λόγου της ιστορίας, που δεν δίνει εγγυήσεις σε κανέναν.
Η διαλεκτική μέθοδος που διατρέχει όλα αυτά δεν είναι σύνθημα. Είναι μια «λογική ενέργεια». Η πραγματικότητα δεν στέκει σαν παγωμένη επιφάνεια, αλλά κινείται μέσα από αντιφάσεις. Η «προσδιορισμένη άρνηση» δεν μηδενίζει το προηγούμενο στάδιο· το μεταμορφώνει. Στην Φαινομενολογία το βλέπουμε άλλωστε καθαρά, η σκηνή «κυρίου και δούλου» δεν είναι απλή κοινωνική αλληγορία, αλλά η ανακάλυψη ότι η ελευθερία είναι αμοιβαία αναγνώριση. Στο Δίκαιο το ίδιο συμβαίνει με το πρόσωπο και τον θεσμό. Δεν είμαστε ελεύθεροι «παρά» τον θεσμό, αλλά «χάρη» στον θεσμό που μας αναγνωρίζει ως πρόσωπα.
Αισθητική, Θρησκεία και Ιστορία. Όταν το Απόλυτο Ζητά Μορφή
Οι παραδόσεις για την αισθητική περιγράφουν την τέχνη ως «αισθητή λάμψη της Ιδέας». Ιστορικά, η τέχνη διαγράφει τρεις μεγάλες φάσεις: το «συμβολικό», όπου η μορφή αγκομαχά να χωρέσει την ιδέα· το «κλασικό», όπου μορφή και ιδέα συναντιούνται σε ένα μέτρο· και το «ρομαντικό», όπου η εσωτερικότητα ξεχειλίζει την μορφή και η τέχνη πλησιάζει την αυτοσυνείδηση της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
Μέσα σε αυτό το τόξο ξεδιπλώνονται οι τέχνες ως ιδιαίτερες μορφές. Αρχιτεκτονική που σμιλεύει τον χώρο του ιερού, γλυπτική που δίνει σώμα στο θείο, ζωγραφική που αποχρωματίζει την ύλη προς όφελος του πνεύματος, μουσική που διαλύει την ύλη σε καθαρή έκταση ήχου, ποίηση που πλησιάζει την φιλοσοφία στον λόγο. Στη φιλοσοφία της θρησκείας, ο Χέγκελ χαρτογραφεί τις μορφές του θείου, από την φυσική θρησκεία και την θρησκεία της τέχνης ως την «φανερωμένη θρησκεία», όπου ο χριστιανικός μύθος της ενανθρώπισης γίνεται φιλοσοφική ιδέα της ενότητας θεϊκού και ανθρώπινου.
Στην φιλοσοφία της ιστορίας, ο Παγκόσμιος Νους προχωρά μέσα από κόσμους — ανατολικό, ελληνικό, ρωμαϊκό, γερμανικό — και μέσα από «παγκόσμιους ανθρώπους», όπως ο Αλέξανδρος ή ο Ναπολέων, που λειτουργούν ως αγωγοί ενός σκοπού μεγαλύτερου από τον εαυτό τους. Δεν είναι ο μυστικισμός της φυγής· είναι η μυστική ανάγνωση του κόσμου όπως είναι, όπου το απόλυτο ζητά μορφή και η μορφή ζητά νόημα.
Από τους μαθητές του στον 20ό Αιώνα
Μετά τον θάνατό του, η σχολή του διχάζεται. Οι «δεξιοί» χεγκελιανοί αναδεικνύουν την εναρμόνιση φιλοσοφίας, κράτους και χριστιανισμού· οι «αριστεροί» μετατρέπουν την κριτική του θρησκευτικού και κοινωνικού σε πολιτική δυναμίτιδα. Ο Φόιερμπαχ ρίχνει το βάρος στον άνθρωπο, ο Μαρξ «γυρίζει» την διαλεκτική από την ιδέα στην ύλη, ο Κίρκεγκωρ αντιτάσσει την υπαρξιακή αποφασιστικότητα στο συστηματικό όλον. Στον αγγλόφωνο χώρο, οι Βρετανοί ιδεαλιστές (Μπράντλεϋ, Μποζάνκετ) αντλούν από τον Χέγκελ μια μεταφυσική του όλου· στον 20ό αιώνα, η γαλλική ερμηνευτική (Κοζέβ, Υππολίτ), ο υπαρξισμός, αλλά και η σύγχρονη πρακτική φιλοσοφία και η αναλυτική θεωρία της αναγνώρισης ξαναπιάνουν τους χεγκελιανούς αρμούς σε νέα γλώσσα. Στα ελληνικά γράμματα, εκτός από τον Καζαντζάκη, η επιρροή του διακρίνεται σε θεολογικές και νομικοπολιτικές συζητήσεις για το κράτος δικαίου, την κοινότητα και την ελευθερία. Η εικόνα του δεν είναι μία· είναι πολυεδρική, όπως και το ίδιο το έργο του.
Η καθημερινή του φιγούρα δεν ταυτίζεται με τον «παγωμένο συστηματικό». Ήταν πειθαρχημένος, σχεδόν τυπικός στο ωράριο, αλλά λάτρευε την εύθυμη συντροφιά και το κρασί, είχε την αστική κομψότητα ενός δασκάλου που ζητά σαφήνεια και ενότητα. Οι παραδόσεις του είχαν την φήμη της πυκνότητας· έπρεπε να ακολουθήσεις τον ρυθμό της έννοιας για να μην χαθείς. Γι’ αυτό και η ειρωνεία με τους «σοφούς καθηγητές» δεν είναι το μίσος για την γνώση· είναι η απέχθεια για την επίδειξη της χωρίς εσωτερική συνοχή. Στην πολιτική πράξη, υπερασπίστηκε μεταρρυθμίσεις και παιδεία, δεν χάιδεψε τα αυτιά της εξουσίας, και μάλλον ένιωσε στην ίδια του την ζωή την τριβή ανάμεσα στην ιδέα και στην διοίκηση.
Αν χρειάζεται να μιλήσουμε για τον Χέγκελ με έναν τόνο μυστικό, είναι ο παρακάτω, η διαλεκτική δεν είναι τέχνασμα γραφείου. Είναι ο ρυθμός μιας πραγματικότητας που δεν διστάζει να αντικρούσει τον εαυτό της για να γεννήσει κάτι ανώτερο. Στην σκιά αυτού του ρυθμού καταλαβαίνουμε και την δική μας εποχή. Οι αντιφάσεις δεν είναι αδιέξοδα· είναι δίοδοι. Η ελευθερία δεν είναι αυτοσχεδιασμός χωρίς όρια· είναι τρόπος ζωής που μετουσιώνει την ιδιωτική βούληση σε δημόσιο ήθος. Η τέχνη δεν είναι διακόσμηση· είναι λάμψη της ιδέας. Η θρησκεία δεν είναι φράγμα στην σκέψη· είναι τρόπος που η σκέψη συναντά το απρόσιτο. Και η φιλοσοφία — πάνω απ’ όλα — δεν είναι ολονύκτια άσκηση επίδειξης· είναι η μουσική που κάνει τους ήχους να γίνονται έργο.
Πίσω από τις ημερομηνίες και τις θέσεις μένει ένας ζωντανός πυρήνας, το αίτημα να βλέπουμε το Όλον όχι ως παγωμένη κορνίζα, αλλά ως δρόμο. Από την Στουτγάρδη και το Τύμπινγκεν, στην Ιένα του Ναπολέοντα και στα αμφιθέατρα του Βερολίνου, μέχρι την ταπεινή γαλήνη του Dorotheenstädtischer, ο Χέγκελ μάς παραδίδει την πιο απαιτητική εντολή. Να παίρνουμε την αντίφαση από το χέρι και να την ανεβάζουμε μία βαθμίδα πιο πάνω. Αν αυτό το μάθουμε, η ελευθερία παύει να είναι σημαία· γίνεται αναπνοή. Και τότε, όπως πρέσβευε και ο ίδιος, η γνώση παύει να είναι συσσώρευση και γίνεται ενότητα.
@OWL / 2024
