Topics:

Η Γλώσσα του Βλέμματος

Η μελέτη του βλέμματος συνδέεται στενά με την μη λεκτική επικοινωνία, καθώς μεγάλο μέρος της εκτυλίσσεται πάνω στο πρόσωπο και στα χέρια του συνομιλητή. Το βλέμμα αποτελεί αφ’ εαυτού του μη λεκτικό σήμα, με διπλή...

Η Γλώσσα του Βλέμματος

Η μελέτη του βλέμματος συνδέεται στενά με την μη λεκτική επικοινωνία, καθώς μεγάλο μέρος της εκτυλίσσεται πάνω στο πρόσωπο και στα χέρια του συνομιλητή. Το βλέμμα αποτελεί αφ’ εαυτού του μη λεκτικό σήμα, με διπλή λειτουργία. Είναι μήνυμα προς το πρόσωπο που κοιτάζεται και ταυτόχρονα δίοδος πληροφορίας για το πρόσωπο που κοιτάζει.

Κατά την διάρκεια μιας συζήτησης, ή γενικότερα μιας αλληλεπίδρασης, τα άτομα κοιτάζουν περιοδικά το ένα το άλλο, κυρίως στην περιοχή των ματιών, για λίγα δευτερόλεπτα κάθε φορά. Αυτό θα το ονομάσουμε «βλέμμα» ή «κοίταγμα του άλλου». Πότε-πότε, η κατεύθυνση του βλέμματος συμπίπτει και από τις δύο πλευρές· τότε μιλάμε για «αμοιβαίο βλέμμα» ή «επαφή των ματιών».

Δύο πειραματικά υποκείμενα, Α και Β, κάθονται π.χ. σε ένα τραπέζι και τους ζητείται να συζητήσουν ένα θέμα. Το βλέμμα του Α καταγράφεται από τον παρατηρητή 1 και του Β από τον παρατηρητή 2. Οι παρατηρητές πιέζουν κουμπιά που ενεργοποιούν έναν «καταγραφέα» της αλληλεπίδρασης και μπορούν, παράλληλα, να σημειώνουν τις περιόδους ομιλίας.

Όταν μιλούν δύο άνθρωποι, κοιτάζουν ο ένας τον άλλο μεταξύ 25% και 75% του χρόνο. Ο χρόνος που κοιτάζουν όταν ακούν είναι σχεδόν διπλάσιος από ό,τι όταν μιλούν. Το αμοιβαίο βλέμμα είναι συντομότερο από το ατομικό βλέμμα. Αν δύο άνθρωποι κοιτάζουν και οι δύο το 50% του χρόνου, πρέπει να περιμένουμε γύρω στο 25% επαφή των ματιών. Το κάθε βλέμμα μπορεί να φτάσει έως και τα 7 δευτερόλεπτα, ενώ τα αμοιβαία βλέμματα είναι μάλλον βραχύτερα.

Όσοι αλληλεπιδρούν μπορούν να εκτιμήσουν με κάποια ακρίβεια πότε τους κοιτάζει ο άλλος. Αντίθετα, οι Von Cranach και Ellgring (1973) βρήκαν ότι όσοι αλληλεπιδρούν δεν μπορούν να πουν με μεγάλη ακρίβεια σε ποιο σημείο του προσώπου τους κοιτάζει ο άλλος κάθε φορά. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτό που καταγράφουν ως «βλέμμα» είναι πράγματι βλέμμα που κατευθύνεται στο πρόσωπο.

Μελέτες με καταγραφείς οφθαλμικών κινήσεων έδειξαν ότι οι άνθρωποι «ερευνούν» το πρόσωπο του άλλου διαγράφοντας «κύκλους προσήλωσης», καθένας από τους οποίους διαρκεί περίπου ένα τρίτο του δευτερολέπτου, με εκείνους που κατευθύνονται προς τα μάτια να διαρκούν περισσότερο. Οι συνομιλητές κοιτάζονται στα μάτια γιατί υπάρχει ένα έμφυτο ενδιαφέρον για σχήματα που μοιάζουν με μάτι· αυτό μας ωθεί, ήδη από την βρεφική ηλικία, να κοιτάζουμε την μητέρα μας στα μάτια. Τα μάτια παρέχουν τις πιο αξιόπιστες ενδείξεις για το πού κοιτάζει ο άλλος και η περιοχή γύρω τους είναι εξαιρετικά εκφραστική. Μοναδική σχεδόν εξαίρεση αποτελούν οι κωφοί, που κοιτούν το στόμα του άλλου όταν μιλά.

Όταν δεν κοιτούν τον συνομιλητή στο πρόσωπο, οι περισσότεροι άνθρωποι στρέφουν το βλέμμα τους είτε στα αντικείμενα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η συζήτηση είτε στο κενό. Εκτός από την συνολική διάρκεια και την «ρύθμιση» των βλεμμάτων, τα μάτια είναι εκφραστικά και για πολλούς ακόμη λόγους.

• Διαστολή της κόρης (από 2–8 mm διάμετρο).
• Ρυθμός ανοιγοκλεισίματος (συνήθως κάθε 3–10 δευτερόλεπτα).
• Μετακίνηση του βλέμματος προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
• Άνοιγμα των ματιών, από ορθάνοιχτα έως χαμηλωμένα.
• Έκφραση του προσώπου στην περιοχή των ματιών, που περιγράφεται π.χ. ως «άγριο βλέμμα» ή «τον τρώει με τα μάτια» κ.λπ.

Το Βλέμμα Κατά την Διάρκεια της Συζήτησης

Το βλέμμα παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε ορισμένα είδη συζήτησης απ’ ό,τι σε άλλα. Αν το θέμα είναι δύσκολο, οι άνθρωποι κοιτάζουν λιγότερο, για να αποφύγουν περισπασμούς της προσοχής. Αν η συζήτηση είναι φιλική, κοιτάζουν επίσης λιγότερο, για να μην προκύψει άπρεπα υπερβολική οικειότητα.

Όταν υπάρχουν άλλα πράγματα για να κοιτάξουν, οι συμμετέχοντες στρέφουν λιγότερο το βλέμμα ο ένας στον άλλον, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με το θέμα. Ο Argyle και ο Graham (1977) βρήκαν ότι το βλέμμα που κατευθυνόταν στον άλλο έπεσε από 77% στο 6,4% όταν ζητήθηκε από δύο πειραματικά υποκείμενα να προγραμματίσουν πώς θα περάσουν τις διακοπές τους στην Ευρώπη και τοποθετήθηκε ανάμεσά τους ένας χάρτης της Ευρώπης. Το 82% του χρόνου το πέρασαν κοιτάζοντας τον χάρτη.

Ακόμη και όταν τους δόθηκε χάρτης που ήταν απλώς σκαρίφημα της Ευρώπης, ο χρόνος που αφιέρωσαν κοιτάζοντάς τον ήταν περίπου το 70% του συνολικού χρόνου — ένδειξη ότι διατηρούσαν την αλληλεπίδραση κοιτάζοντας και δείχνοντας το ίδιο αντικείμενο, αντί να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Όταν η συζήτηση πέρασε σε άλλο θέμα, ο χάρτης κοιτάχτηκε ελάχιστες φορές.

Βρέθηκε ότι οι ματιές ρυθμίζονται, με βάση την ομιλία, με έναν ειδικό τρόπο. Ο Kendon (1967) διαπίστωσε ότι στο τέλος μιας φράσης ο ομιλητής ρίχνει παρατεταμένη ματιά στον συνομιλητή του, ενώ εκείνος την συγκεκριμένη στιγμή στρέφει αλλού το βλέμμα του.

Ο κύριος λόγος που οι άνθρωποι κοιτούν τον συνομιλητή τους στο τέλος μιας φράσης είναι η ανάγκη για ανάδραση. Οι αντιδράσεις μπορεί να είναι ποικίλες. Ο Α θέλει να ξέρει αν ο Β ακούει ακόμη -η κατεύθυνση του βλέμματός του δείχνει αν λαγοκοιμάται ή αν κοιτάζει κάποιον άλλον. Ο Α, επίσης, θέλει να δει τι εντύπωση έκαναν τα τελευταία λόγια του, αν ο Β κατάλαβε, αν συμφώνησε ή αν βρήκε διασκεδαστικά όσα άκουσε.

Στις παύσεις, στην μέση παρατεταμένων ομιλιών, ο Α θα κοιτάξει για να διαπιστώσει αν ο Β εγκρίνει να συνεχίσει — κάτι που συνήθως υποδηλώνεται με ένα γνέψιμο ή ένα μουρμούρισμα, εφόσον ο Β έχει τέτοια διάθεση. Βρέθηκε ότι το κοίταγμα ρυθμίζεται, σε συνάρτηση με την ομιλία, με έναν ειδικό τρόπο. Ο Kendon (1967) διαπίστωσε ότι στο τέλος μιας φράσης ο ομιλητής ρίχνει παρατεταμένη ματιά στον συνομιλητή του, ενώ εκείνος την συγκεκριμένη στιγμή στρέφει αλλού το βλέμμα του.

Το βλέμμα χρησιμοποιείται επίσης για μετάδοση πληροφοριών, συχνά χωρίς συνειδητή πρόθεση. Σε πείραμα στην Οξφόρδη, τα ζευγάρια των πειραματικών υποκειμένων χωρίστηκαν με οθόνη μονής διαφάνειας (Argyle, Ingham, Alkema & McCallin, 1973). Ο Α μπορούσε να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν, ενώ ο Β γινόταν ορατός χωρίς να βλέπει. Εκείνος που έβλεπε κοιτούσε ευθεία τον άλλο για το 65% του χρόνου, ενώ ο άλλος μόνο για το 23%. Η μελέτη επιβεβαιώνει το προφανές και κρίσιμο, πως οι άνθρωποι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον για να αντλήσουν πληροφορίες, ιδίως μη λεκτικά σήματα.

Ταυτόχρονα, το ίδιο το κοίταγμα αποτελεί σήμα. Στο παραπάνω πείραμα, όταν εκείνοι που δεν μπορούσαν να δουν μέσα από την οθόνη κοιτούσαν ευθεία τον συνομιλητή τους (στο 23% του χρόνου), το έκαναν για να δώσουν έμφαση σε σημεία, να δείξουν ενδιαφέρον ή επιδοκιμασία — δηλαδή, για να στείλουν πληροφορίες. Σε άλλες περιπτώσεις, μια ματιά χρησιμοποιείται σκόπιμα για να «πιάσει» το βλέμμα του άλλου ή για να δηλώσει την κατεύθυνση της προσοχής.

Στην μελέτη του Kendon, η «τελική ματιά» λειτουργεί ως ένδειξη ότι ο ομιλητής είναι έτοιμος να σταματήσει· χωρίς αυτήν, ακολουθεί συχνά μια παρατεταμένη παύση. Στο πείραμα με την οθόνη μονής διαφάνειας, τα υποκείμενα αντάλλασσαν πολύ λιγότερες ματιές όταν τους ζητήθηκε να εκφωνούν μονόλογους — κατάσταση όπου δεν χρειάζονται σήματα συγχρονισμού της ομιλίας.

Έτσι, το βλέμμα εκτελεί τρεις κύριες λειτουργίες κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας. Καθιστά ορατές τις μη λεκτικές αντιδράσεις, μεταδίδει πληροφορίες και συμβάλλει στην ρύθμιση της ομιλίας.

Μπορούμε, επίσης, να παρατηρήσουμε προς ποια κατεύθυνση στρέφει ένα πρόσωπο το βλέμμα του. Κάντε σε κάποιον μια ερώτηση και θα δείτε πως θα αποστρέψει για λίγο τα μάτια, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά. Υπάρχει τάση οι άνθρωποι να κοιτούν δεξιά και προς τα κάτω όταν ερωτώνται για ζητήματα λέξεων, ορθογραφίας κ.λπ., και αριστερά και προς τα πάνω όταν ερωτώνται για ζητήματα χώρου (π.χ. κατεύθυνση διαδρομής). Αυτό αποδίδεται στο ότι οι λεκτικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο, προκαλώντας μετατόπιση του βλέμματος προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ τα χωρικά ζητήματα επεξεργάζεται κυρίως το δεξιό ημισφαίριο.

Υπάρχουν, τέλος, ενδείξεις ότι οι «άνθρωποι του λόγου» τείνουν να κοιτούν περισσότερο προς τα δεξιά, ενώ οι «άνθρωποι του χώρου», όπως οι καλλιτέχνες, τείνουν να κοιτούν προς τα αριστερά.

Η Σειρά των Βλεμμάτων

Είδαμε μόλις τους κύριους τρόπους με τους οποίους το βλέμμα συντονίζεται με την ομιλία. Σε κάθε συνάντηση, το βλέμμα χρησιμοποιείται επίσης για να φανερωθεί το ενδιαφέρον προς τους παρευρισκομένους. Λειτουργεί ως μηχανισμός εκκίνησης επαφής. Κάποιος συναντά την ματιά του άλλου και λαμβάνει το σήμα ότι εκείνος επιθυμεί συζήτηση.

Ο Kendon και ο Ferber (1973), μελετώντας τους χαιρετισμούς, διαπίστωσαν δύο περιόδους αμοιβαίου βλέμματος, στον «χαιρετισμό από μακριά» και στην «φάση προσέγγισης». Άλλες μελέτες δείχνουν ότι σε οξυμένες καταστάσεις το βλέμμα χρησιμοποιείται διακριτικά, ακριβώς επειδή η πρόκληση αντιδράσεων στους άλλους πρέπει να γίνεται με προσοχή.

Σε μια παρέα, όλοι οφείλουν να δείχνουν το ενδιαφέρον τους προς όλα τα πρόσωπα της ομάδας κοιτάζοντάς τα τακτικά, αντί να στρέφουν το βλέμμα σε τρίτους. Η κατεύθυνση του βλέμματος υποδηλώνει την κατεύθυνση της προσοχής, γι’ αυτό έχει σημασία να μπορούμε να διαπιστώσουμε πού ακριβώς κοιτάζει κάποιος. Τα βρέφη 11–14 μηνών παρακολουθούν ήδη το βλέμμα της μητέρας τους. Οι ενήλικες, όχι σπάνια, «δείχνουν» με τα μάτια αντί με το χέρι. Σε κάθε μορφή αλληλεπίδρασης οι συμμετέχοντες διαγράφουν «κύκλους» με το βλέμμα τους. Μία από τις πρώτες μορφές επικοινωνίας μητέρας–βρέφους είναι το λεγόμενο «τα», όπου το βλέμμα παίζει πρωτεύοντα ρόλο.

Το βλέμμα προσαρμόζεται σε κάθε κοινωνική εκδήλωση και με έναν ακόμη τρόπο, λειτουργεί ως ενισχυτής. Όπως το κούνημα του κεφαλιού και το χαμόγελο, έτσι και η ματιά ενισχύει αυτό που μόλις είπε ή έκανε ο άλλος, ιδίως όταν πρόκειται για μια ελκυστική γυναίκα ή έναν αξιόλογο άνδρα. Δεν πρόκειται για «ενίσχυση» με την αυστηρή εργαστηριακή έννοια, ωστόσο σηματοδοτεί ότι αυτός που κοιτάζει προσφέρει προσοχή και ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι αξιοποιούν συχνά αυτή την αρχή. Για παράδειγμα, πριν ζητήσει κανείς μια χάρη, προετοιμάζει το έδαφος χαμογελώντας και κοιτάζοντας τον άλλον όσο πιο καλοσυνάτα γίνεται.

Το βλέμμα, με την σειρά του, επηρεάζεται από την ενίσχυση. Αν η Άννα χαμογελά και γνέφει επιδοκιμαστικά κάθε φορά που την κοιτάζει ο Γιώργος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Γιώργος θα αρχίσει να την κοιτάζει συχνότερα.

Έχει βρεθεί ότι ο συγχρονισμός της ομιλίας μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά ακόμη και χωρίς οπτική επαφή μεταξύ των συνομιλητών. Παρατηρούνται μεν μακρύτερες παύσεις, αλλά λιγότερες διακοπές. Η μετάδοση πληροφοριών και η επίλυση προβλημάτων μπορούν να γίνουν εξίσου αποτελεσματικά και μέσω τηλεφώνου, εφόσον δεν απαιτούνται υλικά όπως χάρτες ή σχέδια.

Οι διαπιστώσεις αυτές προκαλούν κάποια έκπληξη, δεδομένης της σημασίας που έχει αποδοθεί στο βλέμμα κατά την αλληλεπίδραση. Η εξήγηση φαίνεται να βρίσκεται στο ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν ένα διαφορετικό είδος κοινωνικής συμπεριφοράς, όπου τα οπτικά σήματα αντικαθίστανται σταδιακά από φωνητικά. Για παράδειγμα, η επιδοκιμαστική κίνηση του κεφαλιού υποκαθίσταται από ήχους επιδοκιμασίας.

Ωστόσο, η όραση παραμένει αναπόσπαστη σε ορισμένα είδη αλληλεπίδρασης. Οι άνθρωποι τείνουν να συμπαθούν και να εμπιστεύονται ευκολότερα όσους βλέπουν, και συνεργάζονται πιο πρόθυμα μαζί τους. Σε ένα «παζάρι» μέσω τηλεφώνου, συνήθως επικρατεί εκείνος που βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Όταν όμως οι δύο πλευρές μπορούν να βλέπουν η μία την άλλη, εισέρχεται στο παιχνίδι και η μέριμνα για την γνώμη που θα σχηματίσει ο άλλος, καθώς και για την διατήρηση της σχέσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μερικές φορές, να υπερισχύει εκείνος που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.

Το Βλέμμα ως Σήμα Διαπροσωπικών Στάσεων και Αισθημάτων

Είδαμε ότι το βλέμμα χρησιμοποιείται για τη συλλογή πληροφοριών, καθώς και για διάφορους άλλους λόγους, κατά τη διάρκεια μιας αλληλεπίδρασης. Είδαμε επίσης ότι βρίσκεται υπό την επίδραση πιο βασικών παρορμήσεων και λειτουργεί ως σήμα για τις διαθέσεις μας απέναντι στους άλλους και για τις συναισθηματικές μας καταστάσεις. Για παράδειγμα, κοιτάζουμε περισσότερο αυτούς που μας αρέσουν.

Ο Exline και ο Winders (1965) έβαλαν δύο πειραματικά υποκείμενα να συζητήσουν με δύο συνεργάτες τους και κατόπιν να αναφέρουν ποιον προτιμούσαν από τους δύο. Στις αλληλεπιδράσεις που ακολούθησαν βρέθηκε ότι κοίταζαν περισσότερο εκείνον που τους άρεσε. Ο Rubin (1973) βρήκε ότι τα ερωτευμένα ζευγάρια περνούν πολύ περισσότερο χρόνο κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Παρόλο που το βλέμμα και η επαφή των ματιών είναι ευχάριστα —ιδιαίτερα όταν υπάρχει αμοιβαία συμπάθεια— μπορούν να γίνουν δυσάρεστα και να προκαλέσουν αμηχανία αν γίνεται κατάχρηση ή αν οι αμοιβαίες ματιές διαρκούν υπερβολικά. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε δυσάρεστα υψηλή διέγερση είτε σε στοιχεία αποφυγής που συνδέονται με την επαφή των ματιών. Έχουμε ήδη αναφέρει ένα από αυτά: την αποφυγή της περίσπασης της προσοχής σε ορισμένα σημεία της συζήτησης. Επιπλέον, είναι αναμφίβολα πιο «βολικό» να παρακολουθεί κανείς τους άλλους πίσω από μια οθόνη μονής διαφάνειας, παρά ενώ εκείνοι μπορούν επίσης να τον βλέπουν.

Αν συνυπάρχουν παρορμήσεις που ωθούν τόσο στην επαφή με τα μάτια όσο και στην αποφυγή της, δημιουργείται μια σύγκρουση (όπως περιγράφηκε νωρίτερα). Από αυτό προκύπτει ότι υπάρχει ένα επίπεδο ισορροπίας στο κοίταγμα και στην επαφή των ματιών μεταξύ δύο προσώπων και ότι, όταν οι παρορμήσεις προσέγγισης είναι σχετικά ισχυρές, δημιουργείται περισσότερη επαφή με τα μάτια.

Τώρα θα εξετάσουμε ορισμένες συνέπειες αυτής της ισορροπίας όταν οι θετικές παρορμήσεις για επαφή με τα μάτια είναι κυρίως φιλικές ή σεξουαλικές —και όχι κυριαρχικές ή επιθετικές. Διευκρινίστηκε νωρίτερα ότι η επαφή με τα μάτια είναι ένα από τα συστατικά της «οικειότητας», μαζί με το σωματικό πλησίασμα, το κοινό ενδιαφέρον, το χαμόγελο και τον τόνο της φωνής. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα συνολικό επίπεδο ισορροπίας στην οικειότητα, τότε, αν διαταραχθεί ένα από τα στοιχεία της, θα υπάρξει συμπληρωματική μεταβολή στα υπόλοιπα στοιχεία ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία.

Έχουν παρατηρηθεί παραδείγματα αυτού του μηχανισμού. Οι Argyle και Dean (1965) επιβεβαίωσαν την υπόθεση ότι η μεγαλύτερη χωρική προσέγγιση οδηγεί σε λιγότερη επαφή με τα μάτια. Έβαλαν πειραματικά υποκείμενα να συμμετάσχουν σε τρεις τρίλεπτες συζητήσεις με «στημένους» συνομιλητές, οι οποίοι είχαν εντολή να κοιτούν από αποστάσεις δύο, έξι και δέκα ποδών αντίστοιχα. Η ποσότητα της επαφής με τα μάτια καταγράφηκε από παρατηρητές με τον συνήθη τρόπο (σχήμα 14). Σε μεταγενέστερα πειράματα βρέθηκαν τα ίδια αποτελέσματα με ζευγάρια χωρίς «στημένους». Το αποτέλεσμα είναι εντονότερο για ζευγάρια αντίθετου φύλου.

Η μεταβολή αφορά κυρίως το κοίταγμα κατά την ώρα της ακρόασης, και οι αλλαγές στην επαφή με τα μάτια οφείλονται κυρίως στη διάρκεια των βλεμμάτων του καθενός —όχι σε αλλαγές στον συντονισμό.

Αποτελέσματα Απόστασης και «Φιλική Ισορροπία»

Τα αποτελέσματα της απόστασης πάνω στο βλέμμα έχουν επιβεβαιωθεί ευρύτατα, όπως και κάποια άλλα ζητήματα που προέρχονται από τη θεωρία της «φιλικής ισορροπίας». Υπάρχει λιγότερο βλέμμα στα σημεία που χαμογελά ένα πρόσωπο, καθώς και όταν συζητούνται γνωστά θέματα. Η θεωρία ισχύει περισσότερο για αλλαγές που επιβάλλονται «απ’ έξω» πάνω σε μια παγιωμένη σχέση, όμως δεν προβλέπει καλά τις αλλαγές στην οικειότητα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης.

Κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι κινήσεις ενός άλλου προσώπου —π.χ. προς μεγαλύτερη προσέγγιση— βρίσκουν ανταπόκριση, κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προβλέπει η θεωρία. Ο Patterson (1976) επέκτεινε τη θεωρία ώστε να συμπεριλάβει και αυτό το γεγονός: προβάλλει την υπόθεση ότι μια κίνηση προς μεγαλύτερη οικειότητα αυξάνει τη διέγερση στο πρόσωπο-στόχο. Αν αυτή ερμηνευθεί ως ευχάριστη (π.χ. ευπρόσδεκτη), θα υπάρξει ανταπόκριση· αν ερμηνευθεί ως δυσάρεστη (π.χ. πρόκληση αμηχανίας), τότε το πρόσωπο θα αποτραβηχτεί — δηλαδή θα επιδιωχθεί η διατήρηση της ισορροπίας.

Βλέμμα, Κύρος και Ρόλοι

Το βλέμμα είναι επίσης προϊόν άλλων διαθέσεων. Όταν κάποιοι επιχειρούν να επιβληθούν, κοιτούν περισσότερο· όταν όμως παγιωθεί η σχέση που επιδιώκουν, το πρόσωπο που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο κοιτάζει περισσότερο, ιδίως όταν ακούει. Ο Exline και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι οι κατώτερες τάξεις στη στρατιωτική ιεραρχία κοιτούν κατά περίπου 25% περισσότερο — ειδικά στη φάση της ακρόασης.

Αυτό μπορεί να αντανακλά τη «δομή της προσοχής» που παρατηρείται και στα πρωτεύοντα: οι πίθηκοι φροντίζουν να μη χάσουν τους αρχηγούς τους από τα μάτια τους. Η απέχθεια, αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει σε «στραβομουτσούνιασμα» ή σε εκείνο το γεμάτο μίσος βλέμμα που ιστορικά κατέγραφαν παρατηρητές στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όταν λευκοί κοιτούσαν μαύρους συμπολίτες τους.

Στενοχώρια, αμηχανία και ψυχρότητα

Όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση στενοχώριας ή αμηχανίας, τείνει να μην κοιτά τον άλλον αλλά να στρέφει το βλέμμα αλλού — συνήθως προς τα κάτω. Ο Exline και συν. (1970) πραγματοποίησαν ένα ευρηματικό πείραμα: πειραματικά υποκείμενα συμμετείχαν σε μια «κατεργαριά» εις βάρος ενός συνεργού. Στις ερωτήσεις του πειραματιστή, είπαν ψέματα για να τον υπερασπιστούν. Κατά τη διάρκεια της «ανάκρισης», το επίπεδο του βλέμματός τους έπεσε σχεδόν στο μισό σε σχέση με πριν — με εξαίρεση ορισμένους ιδιαίτερα «μακιαβελικούς» (όπως έδειχναν και τα ψυχομετρικά τεστ), οι οποίοι κοιτούσαν ατάραχα όπως και πριν, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Ισορροπία παρορμήσεων προσέγγισης–αποφυγής

Το πόσο κοιτάζει ένα πρόσωπο φαίνεται να εξαρτάται από την ισορροπία παρορμήσεων προσέγγισης και αποφυγής. Υπάρχουν θετικές παρορμήσεις: να κοιτάζουμε όσους μας αρέσουν, όσους σχετίζονται μαζί μας, να συλλέγουμε πληροφορίες. Υπάρχουν και παρορμήσεις αποφυγής: να μην αντικρίζουμε αρνητικές αντιδράσεις, να αποφεύγουμε το επίμονο κοίταγμα που αποσπά, να αποτρέπουμε μια ανάρμοστη οικειότητα. Η συνολική διάρκεια του βλέμματος είναι, τελικά, το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής ισορροπίας.

Πώς Διακρίνουμε τα Βλέμματα

Συχνά, δεν τα διακρίνουμε. Έχει παρατηρηθεί ότι πολλά πειραματικά υποκείμενα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν διαφορές στο επίπεδο βλέμματος από 15% έως 85%. Αν ο Α συνειδητοποιεί ότι ο Β τον κοιτάζει, το κύριο μήνυμα που λαμβάνει είναι ότι αποτελεί το αντικείμενο της προσοχής του Β.

Μερικούς αυτό τους αναστατώνει: νιώθουν πως γίνονται «αντικείμενα» (σ.μ.: θέμα που πραγματεύθηκε ο Ζ.-Π. Σαρτρ στο «Το Είναι και το Μηδέν»), έχουν την εντύπωση πως τους βλέπουν σαν μικρόβια ή —όπως νομίζουν ορισμένοι ψυχασθενείς— σαν πέτρες. Θα συζητήσουμε αυτή την εμπειρία αναλυτικότερα στο ένατο κεφάλαιο. Από την άλλη, το αμοιβαίο βλέμμα δημιουργεί ένα ιδιαίτερο είδος οικειότητας, μέσα στο οποίο καθένας δίνει και παίρνει.

Το βλέμμα μεταφέρει και πιο ειδικά νοήματα, αποκαλύπτοντας τη φύση των ενδιαφερόντων του άλλου. Αν ο Α πολυκοιτάζει τον Β, ο Β συχνά θεωρεί (και όχι άδικα) ότι αρέσει στον Α — και γι’ αυτό τείνει να τον συμπαθήσει με τη σειρά του. Οι Argyle, Lefebre και Cook (1974) παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι γίνονταν πιο αρεστοί όταν κοιτούσαν περισσότερο, μέχρι ένα ορισμένο όριο· το υπερβολικό κοίταγμα καταντούσε αφόρητο.

Αν ο Α αγαπά την Β, οι κόρες του θα διασταλούν και η Β θα ερμηνεύσει σωστά το σήμα, έστω κι ασυνείδητα. Στην Ιταλία, παλαιότερα, τα κορίτσια μεγάλωναν την κόρη των ματιών με σταγόνες μπελαντόνα. Τα μάτια παίζουν μείζονα ρόλο στις ερωτοτροπίες — γι’ αυτό και το μακιγιάζ τονίζει την περιοχή των ματιών, ενώ τα σκούρα γυαλιά «μεγεθύνουν τη βιτρίνα».

Στα ζώα, το βλέμμα χρησιμοποιείται συχνά ως σημάδι απειλής. Ο Exline και ο Yellin (1969) παρατήρησαν ότι ένας πίθηκος (σε ισχυρό κλουβί) επιτίθετο και απειλούσε έναν πειραματιστή όταν εκείνος τον κοιτούσε επίμονα, ενώ ημέρευε όταν ο πειραματιστής απέστρεφε το βλέμμα του — ένδειξη καθησυχασμού.

Το Βλέμμα ως Σήμα Απειλής και Κοινωνικής Σημασίας

Ο Κόνραντ Λόρεντς δίνει μια πιο συγκεκριμένη ερμηνεία. Υποστηρίζει ότι τα ζώα προσανατολίζονται και εντοπίζονται στον χώρο κυρίως με περιφερειακή όραση. Τη διοπτρική εστίαση τη χρησιμοποιούν σπανίως, κυρίως όταν θέλουν να εντοπίσουν με ακρίβεια θήραμα ή αντίπαλο. Έτσι, στα ζώα το έντονο, επίμονο βλέμμα ερμηνεύεται ως σημάδι επιθετικής διάθεσης — και αντιδρούν αναλόγως. (Κόνραντ Λόρεντς, «Ο άνθρωπος συναντά το σκύλο». Σ.τ.μ.)

Κάποια πειράματα έδειξαν ότι το βλέμμα μπορεί να λειτουργήσει ως σημάδι απειλής και στους ανθρώπους. Ο Ellsworth παρατήρησε ότι «στημένοι» συνεργάτες του, επάνω σε μοτοσικλέτες, όταν κοιτούσαν επίμονα οδηγούς Ι.Χ., τους έκαναν να ξεκινούν ταχύτερα μόλις άναβε το πράσινο. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι, αν ένας αναγνώστης σε βιβλιοθήκη αντιληφθεί πως κάποιος τον κοιτά επίμονα, είτε θα αποχωρήσει είτε θα υψώσει μπροστά του έναν «τοίχο» από βιβλία.

Ο Marsh, σε νεότερες μελέτες για τα επεισόδια σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, διαπίστωσε ότι αρκεί ένας παίκτης να κοιτά επίμονα έναν αντίπαλο για να ξεκινήσει επεισόδιο, με κραυγές όπως «με κοίταξε!» (Marsh κ.ά., 1978). Όπως υποδηλώνει και το σχήμα 15, τα υψηλά επίπεδα βλέμματος θεωρούνται επιβλητικά. Ωστόσο, μια ματιά μπορεί να έχει και εντελώς διαφορετικές συνέπειες: ο Ellsworth παρατήρησε ότι ένα βλέμμα από κάποιον που χρειάζεται βοήθεια αυξάνει τις πιθανότητες να λάβει αυτή τη βοήθεια.

Το βλέμμα αποτελεί, επιπλέον, ένδειξη πτυχών της προσωπικότητας. Όσοι αποφεύγουν το βλέμμα του άλλου εμφανίζονται συχνότερα νευρικοί, αγχώδεις, ανειλικρινείς ή χωρίς αυτοπεποίθηση· όσοι κοιτούν πολύ τείνουν να είναι φιλικοί και με αυτοπεποίθηση. Στο επόμενο τμήμα θα εξεταστούν συστηματικά οι πραγματικές σχέσεις ανάμεσα στην προσωπικότητα και το βλέμμα.

Τέλος, η αποκρυπτογράφηση του βλέμματος συνιστά διαδικασία δύο φάσεων — ανάλογη με μια εκτίμηση της τρέχουσας συναισθηματικής κατάστασης (>>). Υπάρχει πρώτα μια γενική αντίληψη της προσοχής του άλλου, ένα έντονο ενδιαφέρον προς το πρόσωπό μας και ετοιμότητα για δράση. Η ειδική σημασία και η αντίδραση εξαρτώνται στη συνέχεια από τις συνοδευτικές ενδείξεις (έκφραση προσώπου, συμφραζόμενα, φύση της σχέσης).

Ατομικές Διαφορές

Μερικοί άνθρωποι κοιτούν σταθερά περισσότερο από άλλους. Ο Kendon και ο Cook (1969) μελέτησαν το βλέμμα δεκαπέντε πειραματικών υποκειμένων, καθένα από τα οποία ερχόταν σε επαφή με τέσσερις έως έντεκα από τους υπόλοιπους. Διαπίστωσαν υψηλό βαθμό σταθερότητας ως προς τα πρότυπα βλέμματος ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες, παρότι το βλέμμα επηρεαζόταν και από τη σύνθεση της ομάδας. Ήδη έχουμε δει ότι ορισμένες όψεις της κατάστασης επηρεάζουν το βλέμμα· τώρα προστίθεται πως δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο στις ίδιες συνθήκες.

Η πιο εντυπωσιακή σύνδεση ανάμεσα σε προσωπικότητα και βλέμμα παρατηρείται στα αυτιστικά παιδιά (καθυστερημένα παιδιά με βαριά διαταραχή επαφής με την πραγματικότητα), για τα οποία η αποστροφή του βλέμματος αποτελεί από τα χαρακτηριστικότερα συμπτώματα. Κοιτούν τους άλλους ελάχιστα, με ματιές που σπανίως ξεπερνούν τα 0,5 δευτερόλεπτα, και διαθέτουν ποικίλους τρόπους για να αποφύγουν τη διασταύρωση των βλεμμάτων — όπως το να μην στέκονται αντικριστά ή να χαμηλώνουν το καπέλο ως τα μάτια. Κάποιες φορές, αντίθετα, κοιτούν με απλανές και ανέκφραστο βλέμμα.

Μια άποψη υποστηρίζει ότι τα παιδιά αυτά έχουν υψηλό επίπεδο διέγερσης και, γι’ αυτό, το αμοιβαίο κοίταγμα τα υπερδιεγείρει — κάτι που έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά, χωρίς να είναι πλήρως γνωστός ο μηχανισμός. Ο Clancy και ο McBride (1969) υποστηρίζουν ότι ο αυτισμός οφείλεται σε αποτυχία σχηματισμού αρχικής προσκόλλησης προς τη μητέρα, γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τα οποία διευκολύνουν τη διατήρηση της μοναξιάς. Έχουν αναφερθεί θετικά αποτελέσματα όταν η σχέση μητέρας–παιδιού υποκαθίσταται, προσωρινά, από δομημένες διαδικασίες σίτισης και παιχνιδιού.

Έχει συχνά παρατηρηθεί ότι οι σχιζοφρενείς αποστρέφουν το βλέμμα, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί από σειρά μελετών όπου καταγράφηκε το βλέμμα τους ενώ μιλούσαν με ψυχίατρο ή βοηθό. Βρέθηκε ότι κοιτούν περίπου στο 65% σε σχέση με υγιή άτομα. Ωστόσο, ο Rutter (1976) διαπίστωσε ότι, όταν οι σχιζοφρενείς συνομιλούν με άλλον —είτε ασθενή είτε νοσοκόμα— για μη προσωπικά ζητήματα, το επίπεδο του βλέμματός τους είναι κανονικό. Από αυτό, καθώς και από άλλες μελέτες, προκύπτει ότι αποστρέφουν το βλέμμα κυρίως όταν ερωτώνται για προσωπικά θέματα.

Οι ασθενείς με κατάθλιψη αποστρέφουν το βλέμμα σε βαθμό ανάλογο με τους σχιζοφρενείς και συχνά κοιτούν προς τα κάτω. Αποστρέφουν ελαφρά το βλέμμα ακόμη και όταν μιλούν για ουδέτερα θέματα (Rutter). Επίσης, οι νευρωσικοί μερικές φορές αποστρέφουν το βλέμμα, ενώ άλλοι κοιτούν επίμονα· περίπου το 50% παρουσιάζει τη μία στάση και το άλλο 50% την αντίθετη.

Όσον αφορά τους υγιείς, έχει συχνά παρατηρηθεί ότι οι εξωστρεφείς κοιτούν περισσότερο από τους εσωστρεφείς. Οι εξωστρεφείς ρίχνουν συχνότερες ματιές, ιδίως όταν μιλούν· κοιτούν επίσης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, και αυτό ισχύει περισσότερο για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άντρες. Η ανάγκη σύναψης σχέσεων συνδέεται με την εξωστρέφεια: όσοι αισθάνονται έντονα αυτή την ανάγκη κοιτούν περισσότερο — αλλά μόνο σε συνθήκες χωρίς ανταγωνισμό. Και πάλι, αυτό το εύρημα είναι εντονότερο στις γυναίκεςΤο βλέμμα ως κοινωνικό σήμα από την πρώιμη ζωή

Το βλέμμα χρησιμοποιείται ως κοινωνικό σήμα από πολύ νωρίς στη ζωή: το αμοιβαίο βλέμμα με τη μητέρα εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στην τέταρτη εβδομάδα. Η οπτική αλληλεπίδραση μητέρας–βρέφους παίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση του δεσμού μητέρας–παιδιού. Στους έξι μήνες, τα βρέφη δυσανασχετούν σε κάθε διακοπή της επαφής με τα μάτια, ενώ στους οκτώ μήνες αυτή η επαφή συμμετέχει ενεργά στα παιχνίδια με τη μητέρα.

Κατά την παιδικότητα η συνολική διάρκεια του βλέμματος αυξάνει, μειώνεται στην εφηβεία και αυξάνει ξανά στα πρώτα χρόνια της ωριμότητας. Η συνήθεια να κοιτάζουμε τον άλλον όταν ολοκληρώνουμε μια φράση και να αποστρέφουμε το βλέμμα όταν ξεκινάμε να μιλάμε διαμορφώνεται στα παιδικά χρόνια (Levine & Sutton-Smith, 1973).

Πολιτισμικές Διαφοροποιήσεις

Υπάρχουν σημαντικές πολιτισμικές διαφορές στο βλέμμα. Στους «πολιτισμούς επαφής» —όπου η σωματική και οπτική επαφή είναι κεντρική στις σχέσεις— όπως στους Άραβες, τους Λατινοαμερικανούς και τους Νοτιοευρωπαίους, το επίπεδο του βλέμματος είναι υψηλό. Εκεί, ένα υπερβολικά σύντομο βλέμμα εκλαμβάνεται ως ένδειξη ανειλικρίνειας ή αγένειας. Η θεωρία της «ισορροπίας» στις σχέσεις θα προέβλεπε λιγότερο βλέμμα σε τέτοιες συνθήκες· ωστόσο η υψηλή συχνότητα φαίνεται να οφείλεται στο ότι ένα δεδομένο επίπεδο βλέμματος έχει διαφορετική σημασιοδότηση σε αυτούς τους πολιτισμούς — και ενδεχομένως οι σχέσεις να είναι πράγματι στενότερες.

Αντίθετα, σε πολιτισμούς «μη επαφής», όπως στη Βρετανία, σε τμήματα της υπόλοιπης Ευρώπης και στην Ασία, το παρατεταμένο βλέμμα θεωρείται απειλητικό, αγενές ή προσβλητικό. Συχνά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες: να μην κοιτάς την πεθερά (περιοχή Λούο, Κένυα), να μην κοιτάς κατάματα άτομο υψηλού κύρους (Νιγηρία), να κοιτάς τα γύρω αντικείμενα στη διάρκεια της συζήτησης (ορισμένοι Νοτιοαμερικανοί ιθαγενείς) ή να κοιτάς τον λαιμό και όχι το πρόσωπο (Ιάπωνες).

Λαϊκές Δοξασίες και Παλαιές Θεωρήσεις της Όρασης

Σε ορισμένες μεσογειακές χώρες επιβιώνει η πίστη στο «μάτιασμα»: ότι ιερείς ή ηλικιωμένες γυναίκες που αλληθωρίζουν ή έχουν εμφανή χαρακτηριστικά στο πρόσωπο «ματιάζουν» όποιον κοιτούν. Η δοξασία αυτή στηρίζεται σε παρωχημένη θεωρία για την όραση — ότι ο βλέπων «εκπέμπει» ακτινοβολία προς το αντικείμενο — καθώς και στην συχνά ενοχλητική εμπειρία που έχει κανείς όταν αντιλαμβάνεται ότι τον κοιτούν. (Η παραψυχολογία έχει κατά καιρούς «αναβιώσει» σχετικές ιδέες, επικαλούμενη νεότερα πορίσματα της φυσικής και της βιολογίας, σ.τ.μ.). Πιθανή εξήγηση είναι ότι το βλέμμα αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προτύπου συμπεριφοράς που στοχεύει στη δημιουργία σχέσεων και διευκολύνει τη σύναψη φιλικών δεσμών.

Οι γυναίκες, από κάθε άποψη, κοιτούν περισσότερο από τους άντρες. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα εντοπίζεται ήδη στους έξι μήνες ζωής και αυξάνει σταδιακά ως την ώριμη ηλικία, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται για καθαρά έμφυτο χαρακτηριστικό. Στο πείραμα του Exline για την παρόρμηση δημιουργίας σχέσεων φαίνεται ότι το βλέμμα χρησιμοποιείται συχνότερα από τις γυναίκες ως σήμα αυτής της διάθεσης — χωρίς να είναι πλήρως γνωστό το γιατί. Το αμοιβαίο βλέμμα, καθώς και το να τις κοιτούν άλλοι, τις αναστατώνει λιγότερο όταν ερμηνεύεται ως φιλικό και όχι ως απειλητικό. Όταν μάλιστα αυτός που κοιτάζει είναι άνδρας, το βλέμμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη σεξουαλικής επιλογής. Ο Argyle και ο Williams (1969) διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες συχνά νιώθουν ότι «τις κοιτάζουν», κάτι που, στον πολιτισμό μας, λειτουργεί εντός των φυσιολογικών μηχανισμών σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα.

Στην πράξη, όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε το βλέμμα του άλλου, ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες είναι ορατοί (π.χ. απόσταση, θέμα συζήτησης, συμφραζόμενα). Άλλοι όμως είναι λιγότερο προφανείς και αναγνωρίστηκαν μόνο κατόπιν συστηματικής έρευνας — γι’ αυτό και η ασφαλής ερμηνεία του βλέμματος απαιτεί πάντα προσοχή στο συνολικό πλαίσιο.

@OWL / 2025