Topics:

Μια Υπέροχη Υπόσχεση

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ; ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ολόκληρη η σύγχρονη έννοια της ευτυχίας στηρίζεται σε μια διάσημη φράση του Βολταίρου από το ποίημα του Ο Κοσμικός (1736): «Ο γήινος Παράδεισος είναι εδώ όπου βρίσκομαι»,...

Μια Υπέροχη Υπόσχεση

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ; ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Ολόκληρη η σύγχρονη έννοια της ευτυχίας στηρίζεται σε μια διάσημη φράση του Βολταίρου από το ποίημα του Ο Κοσμικός (1736): «Ο γήινος Παράδεισος είναι εδώ όπου βρίσκομαι», εποικοδομητική, γόνιμη δήλωση που στην συνέχεια δεν θα πάψουν να την παραφράζουν ή να την επαναλαμβάνουν λες και θέλουν να σιγουρευτούν για την αλήθεια της .

Υπέροχη, σοκαριστική φράση που καταλύει αιώνες καταπίεσης και ασκητισμού και που δεν παύουμε να την μελετάμε μες στην συγκλονιστική της απλότητα. Αργότερα, ο Βολταίρος, τρομοκρατημένος όπως και ολόκληρη η εποχή του από τον σεισμό της Λισαβόνας, θα απαρνηθεί αυτόν τον φλογερό οπτιμισμό, αυτό το προκλητικό εγκώμιο της πολυτέλειας και της ηδονής και, μπροστά στην άλογη αγριότητα της φύσης και των ανθρώπων, θα υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή στάση: «Μια μέρα, όλα θα είναι κα¬λά, να η ελπίδα μας. Όλα είναι καλά σήμερα, να η αταπάτη ».

Όμως για τον Βολταίρο το κακό δεν θα απκτήσει ποτέ κάποιο θετικό στοιχείο, ποτέ δεν θα γίνει το τίμημα του σφάλματος ή το αποτέλεσμα της Πτώσης των πρωτοπλάστων, και ως προς αυτό είναι ένας απογοητευμένος σύγχρονός μας. Ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση όχι μόνο διακήρυξαν την κατάργηση του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά μπήκαν στην ιστορία σαν μια υπόσχεση ευτυχίας προς όλη την ανθρωπότητα. Η ευτυχία δεν είναι πια μια μεταφυσική χίμαιρα, μια απίθανη ελπίδα κρυμμένη μες στα απόκρυφα και πολύπλοκα μυστήρια της σωτηρίας, η ευτυχία είναι εδώ και τώρα, ή τώρα ή ποτέ.

Ο Χάινριχ Χάινε, για παράδειγμα: «Να κατεβάσουμε την Θεία Βασιλεία επί της γης». Ο Γιερ Λερού το 1849: «Ο Παράδεισος πρέπει να έρθει στη γη». Ο Ερνστ Μπλοχ το 1921: «Τώρα είναι αδύνατον να μην έρθει ο καιρός της Θείας Βασιλείας». Ο Αντρέ’ Μπρετόν : «Εσύ είσαι, Νάντια; Είναι αλήθεια πως το επέκεινα, ολόκληρο το επέκεινα βρίσκεται σε αυτήν την ζωή;» Ο Πωλ Ελυάρ: «Υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αλλά βρίσκεται ολόκληρος μέσα σε αυτόν εδώ». Και ο Αλμπέρ Καμύ: «Το Βασίλειό μου είναι ολόκληρο του κόσμου τούτου».

Θεμελιακή αντιστροφή, μεταβολή του άξονα της ιστορίας: ο Μπένθαμ, ο Άγγλος πατέρας του ωφελιμισμού, ζητά «το μάξιμουμ της ευτυχίας για το μάξιμουμ των ανθρώπων», και ο Άνταμ Σμιθ βλέπει ένα θεϊκό σημάδι μες στην επιθυμία των ανθρώπων να ομορφύνουν την ζωή τους. Ο Λοκ συνιστούσε την αποφυγή της uneasiness, της μη-άνεσης, παντού δηλαδή ξεπροβάλλει η έντονη πεποίθηση πως είναι λογικό να επιδιώκεται η επικράτηση της ευζωίας επί της γης.

Θαυμαστή εμπιστοσύνη στην τελειοποιησιμότητα του ανθρώπου, στην ικανότητά του να απελευθερωθεί από το αιώνιο αναμάσημα της δυστυχίας, στην βούλησή του να δημιουργήσει κάτι το καινούριο, δηλαδή κάτι καλύτερο. Εμπιστοσύνη στις συνδυασμένες δυνάμεις της επιστήμης, της παιδείας και του εμπορίου που θα φέρουν την χρυσή εποχή του ανθρώπινου είδους, μια εποχή της οποίας την έλευση προφήτευε το 1814 ο ουτοπιστής Σαιν-Σιμόν (πιστός, ως προς αυτό, στην έμπνευση του Φράνσις Μπαΐηκον, ο οποίος τον 17ο αιώνα ήδη μιλούσε για την δημιουγία μιας ιδανικής πόλης, της Νέας Ατλαντίδας. που θα την κυβερνούσαν επιστήμονες). Και, τέλος, βεβαιότητα πως η ανθρωπότητα είναι η μόνη υπεύθυνη για τα κακά που την βασανίζουν και πως μόνο εκείνη μπορεί να τα μειώσει, να τα διορθώσει δίχως να προστρέξει σε έναν Μέ-γα Ωρολογοποιό ή σε μια Εκκλησία που παραπέμπει στο υπερπέραν.

Μεθυστικό συναίσθημα μιας μεσσιανικής αυγής, μιας επανέναρξης του χρόνου, που θα μπορούσε να μεταμορφώσει αυτή την κοιλάδα των δακρύων σε μια κοιλάδα ρόδων. Η ιστορία δεν βρομάει πια, ευωδιάζει, ο κόσμος ξαναγίνεται η κοινή πατρίδα που το μέλλον της είναι το ίδιο σημαντικό για μας όσο και η μέριμνα για την προσωπική μοίρα μας μετά τον θάνατο. Αφού η απόσταση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τον Πλάστη της δεν παύει να μεγαλώνει από τον Μεσσαίωνα και ύστερα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στις δικές του δυνάμεις για να οργανώσει την γήινη ζωή του. Ολόκληρη η ύπαρξή του οφείλει να είναι η απόδειξη του καλού, σύμφωνα με μια φράση του Ντυπόν ντε Νεμούρ, που παρωδεί τον οπτιμισμό του Λάιμπνιτς.

Η ελπίδα για ευτυχία θριαμβεύει κατατροπώνοντας την ιδέα της σωτηρίας και την ιδέα του μεγαλείου, μέσα στην διπλή απόρριψη της θρησκείας και του φεουδαρχικού ηρωισμού. Προτιμούμε να είμαστε ευτυχισμένοι παρά μεγαλόπρεποι ή σωσμένοι. Αυτό που άλλαξε με την Αναγέννηση είναι πως, χάρη στην υλική και την τεχνολογική πρόοδο, η διαμονή επί της γης έπαψε να θεωρείται σαν μια τιμωρία ή ένα άχθος.

Ικανός να καταπολεμήσει την δυστυχία και να χειριστεί το πεπρωμένο του, ο άνθρωπος νιώθει να μειώνεται η αηδία απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του. «Η τραχιά γεύση τής ζωής» (Χουιζίνγκα) που επιτείνεται στην Ευρώπη από τα μέσα του Μεσαίωνα, επιβάλλει να ρίξουμε ένα καινούριο βλέμμα, όλο καλοσύνη, πάνω στην κατοικία μας, παντού σημειώνεται μια αποκατάσταση του ενστίκτου, «μια κατάκτηση του ευχάριστου» (Πωλ Μπενισού). Ο κόσμος μπορεί να είναι ένας γόνιμος κήπος κι όχι πια ένας στείρος περίβολος, οι απολαύσεις είναι πραγματικές, και ο πόνος δεν συνοψίζει από μόνος του το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας (καθώς μαρτυρεί όλη η ουτοπιστική παράδοση αρχίζοντας από τον Τόμας Μωρ και τον Καμπανέλλα).

Προπάντων πρέπει να συμφιλιωθούμε με το σώμα μας και να πάψουμε να το βλέπουμε σαν το εφήμερο και αηδιαστικό περίβλημα της ψυχής στο οποίο πρέπει να δυσπιστούμε και να επιθυμούμε να απαλλαγούμε από αυτό. Στο εξής είναι ένας φίλος, το μόνο μας στήριγμα επί της γης, ο πιο πιστός μας σύντροφος που πρέπει να τον προσέχουμε, να τον περιποιούμαστε, να τον φροντίζουμε σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ιατρικής και της υγιεινής, ενώ η Εκκλησία δίδασκε πως έπρεπε να το καταπιέζουμε, να το καταφρονούμε, να το λησμονούμε. Θρίαμβος της άνεσης: αποθέωση του καπιτονέ, του παραγεμισμένου, του βολικού, του καθετί που μετριάζει την πρόσκρουση, εξασφαλίζει την άνεσή μας.

Κοντολογίς, οι δυτικές κοινωνίες τόλμησαν, ενάντια στις ίδιες τους τις παραδόσεις, να προβάλουν ως απάντηση στον πόνο όχι τις ουράνιες παρηγοριές, αλλά την βελτίωση ετούτου του κόσμου. Πρόκειται για μια πράξη ασύλληπτης τόλμης, που η Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας σπεύδει να εγγράψει στο καταστατικό της, βεβαιώνοντας πως «η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας» αποτελούν τμήμα των αναπαλλοτρίωτων ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η ανθρωπότητα δεν έχει πια να δώσει λογαριασμό παρά μονάχα στον εαυτό της. Καθώς το εκφράζει εύγλωττα ο Καντ, «εξαρτάται από μας να κάνουμε το παρόν να μας δώσει μια υπόσχεση για το μέλλον», μια υπόσχεση που ανήκει περισσότερο στην κατηγορία τού «αρεστού» παρά του «επιτακτικού», δηλαδή αναφέρεται σε μια αναδιαμόρφωση του πλανήτη μας σύμφωνα με τις επιθυμίες και τους πόθους του ανθρώπου . Η ιδέα της προόδου αντικαθιστά την ιδέα της αιωνιότητας, το μέλλον γίνεται το καταφύγιο της ελπίδας, ο τόπος της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του.

Σε αυτόν συγκλίνουν η ατομική και η συλλογική ευτυχία, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό ωφελιμισμό, που θέτει την ευτυχία στην υπηρεσία όλου του ανθρώπινου είδους, ώστε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες περί ανηθικότητας που την βάραιναν. Σύμφωνα με τους ωφελιμιστές, η δίκαιη πράξη είναι πάντα συνδεδεμένη με την ευχαρίστηση και η άδικη με την δυσφορία. Η ανθρωπότητα, λοιπόν, βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία προς το καλό, η ηθική πρόοδος μπορεί καμιά φορά «να ανακοπεί αλλά όχι να διακοπεί οριστικά» (Καντ).

Ο ανθρώπινος χρόνος εγκυμονεί ένα ευτυχισμένο μέλλον, τα πάντα γίνονται δυνατά, ακόμα και αυτό που ως χθες ήταν ασύλληπτο, και αυτή ακριβώς η καινούρια πεποίθηση εμψυχώνει την τάση για ακόμα περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα. Η φριχτή μεσαιωνική νύχτα δείχνει πια να έχει περάσει οριστικά. Για τους πιο εξημμένους, για έναν Κοντορσέ για παράδειγμα, η ευτυχία είναι απλούστατα μοιραία, σύμφυτη με την θριαμβευτική πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, που είναι μη αναστρέψιμη και άσφαλτη. «Μια και μόνη στιγμή», γράφει αναφερόμενος στη Γαλλική Επανάσταση, «έβαλε έναν αιώνα απόστασης ανάμεσα στον σημερινό και τον αυριανό άνθρωπο». Μας είναι αδύνατον να μην επιθυμούμε την ευτυχία μας: αυτός είναι ένας φυσικός νόμος της ανθρώπινης καρδιάς, παρόμοιος με τους νόμους της ύλης στον φυσικό κόσμο, το ηθικό αντίστοιχο της συμπαντικής βαρύτητας.

ΟΙ ΑΜΦΙΣΗΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΔΕΜ

Όμως η μελλοντική γη της επαγγελίας απομακρύνεται μόλις καταφέρουμε να την διακρίνουμε και έχει μια παράξενη ομοιότητα με το χριστιανικό υπερπέραν.

Εξαερώνεται κάθε φορά που πάμε να την αδράξουμε, μας απογοητεύει μόλις την πλησιάσουμε. Εξού και το διφορούμενο της ιδέας της προόδου: κάλεσμα για προσπάθεια, κουράγιο, ελπίδα για επιτυχία εκεί όπου οι προηγούμενες γενιές απέτυχαν, αλλά και υπεράσπιση της παρούσας δυστυχίας εν ονόματι ενός μαγευτικού μακρινού μέλλοντος. Το αύριο ξαναγίνεται η αιώνια δικαιολογία για την δυστυχία, και ο ιστορικός οπτιμισμός παίρνει την όψη μιας ατέρμονης κάθαρσης.

Η Εδέμ είναι πάντα για αργότερα. Την χριστιανική θεώρηση του πόνου θα την διαδεχθούν πολυάριθμες λαϊκές ερμηνείες: η εγελιανή, που θεωρεί τα βάσανα των λαών στο κύλισμα του χρόνου σαν αναγκαίες αναβαθμίδες του πνεύματος προς την τελείωσή του• η μαρξιστική, που βλέπει την βία σαν μαμή της ιστορίας και κηρύσσει την κατάργηση των εκμεταλλευτριών τάξεων για να επισπεύσει την ίδρυση μιας τέλειας κοινωνίας• η νιτσεϊκή, που εξυμνεί την αγριότητα και το κακό σαν μέσα για την επιλογή των ισχυρότερων και την βελτίωση του ανθρώπινου είδους• και γενικά όλες οι ιδεολογίες που επιτάσσουν την θυσία του μέρους προς χάριν του όλου.

Όλες οι κοσμοθεωρίες για τις οποίες το κακό είναι μια στιγμή του καλού και που ακόμα και μέσα στα πιο φρικιαστικά μαρτύρια διαβλέπει έναν μυστικό σκοπό. Από κει και πέρα, οποιαδήποτε συμφορά μπορεί να δικαιολογηθεί μιας και έχει την θέση της μες στην γενική οικονομία του σύμπαντος, κάθε καταστροφή ετοιμάζει μια μελλοντική δημιουργία και η Ιστορία είναι η ιστορία των λαθών που σιγά σιγά γίνονται αλήθειες.

Οι εφιάλτες διαλύθηκαν. Οι πιο αποτρόπαιες πράξεις του ανθρώπου ενάντια στον συνάνθρωπο συμβάλλουν αναγκαστικά στο καλό των πάντων. Από αυτήν την άποψη η κραυγή του Χέγκελ: «Αν κατά τύχη υπήρχε κάτι που η αντίληψη δεν θα μπορούσε να αφομοιώσει και να ξεδιαλύνει, θα έπρεπε να το θεωρήσουμε την πιο μεγάλη δυστυχία», ισχύει για ολόκληρη την σύγχρονη εποχή. Όταν η απελπισία περισσεύει, απαξιώνει όλες τις ερμηνείες, όλα τα σοφίσματα, γελοιοποιεί τις προσπάθειες για ταύτιση του πραγματικού με το λογικό. Απέναντι στον πόνο, οι Μοντέρνοι, παρά τα επιτεύγματά τους, δεν είναι λιγότερο παραληρηματικοί από τους θρήσκους προγόνους τους. Κι αυτό επειδή πλήττει την αλαζονεία τους με μια άγρια διάψευση: την διάψευση της παντοδυναμίας.

Και ξέρουμε πως στην Γαλλία, για παράδειγμα, έπρεπε να περιμένουμε ως τα τελευταία χρόνια του εικοστού αιώνα για να υποχρεώσουμε τους γιατρούς να κατευνάζουν τους πόνους των ασθενών που έχουν φτάσει στο τελευταίο στάδιο (και να αναγνωρίσουν τους πόνους των νεογέννητων), ενώ μέχρι τότε αρκούνταν να τους υποβαθμίζουν, να τους αντιμετωπίζουν σαν ενδεικτικά συμπτώματα. Όμως οι εκπληκτικές σοφιστείες των φιλοσόφων, των ιδεολόγων ή της κατεστημένης εξουσίας, που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την δυστυχία, σκοντάφτουν πάνω σε αυτό το απαράκαμπτο γεγονός -οι δημοκρατικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μια όλο και αυξανόμενη αλλεργία απέναντι στον πόνο. Το ότι ο πόνος εξακολουθεί να υπάρχει και να πολλαπλασιάζεται μας σκανδαλίζει ακόμα περισσότερο, μια και δεν έχουμε πια την καταφυγή στον Θεό για να παρηγορηθούμε. Σχετικά με αυτό, ο Διαφωτισμός γέννησε κάποιες αντιφάσεις με τις οποίες δεν έχουμε ξεμπλέξει ακόμα.

Οι ηθικές επιταγές του χριστιανισμού δεν ζητούσαν να τις εξηγήσουμε παρά μόνο με έναν εντελώς στοιχειώδη τρόπο. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπήρχε παρά ατέλεια και μετριότητα, η ελπίδα της λύτρωσης ήταν τοποθετημένη στο υπερπέραν. Στα συνηθισμένα πλάσματα έπεφτε ο κλήρος της δειλίας και του εγωισμού, στους δικαίους και τους αγίους η υποχρέωση να εκπροσωπούν μια άλλη τάξη, να σκορπίζουν την αγάπη και το έλεος δίχως υπολογισμό. Με άλλα λόγια, απέναντι στις εγκόσμιες ιδεολογίες, οι θρησκείες θα έχουν πάντα ένα θεμελιακό πλεονέκτημα: δεν χρειάζεται να προσφέρουν αποδείξεις.

Οι υποσχέσεις τους δεν ανήκουν στην ανθρώπινη ή στην χρονική κλίμακα, σε αντίθεση με τα γήινα ιδεώδη μας που οφείλουν να υποτάσσονται στον νόμο της επαλήθευσης. Από αυτό ακριβώς πέθανε ο κομμουνισμός, από την τρομακτική σύγκρουση ανάμεσα στα αναμενόμενα θαύματα και την εξευτελιστική πραγματικότητα. Δεν αρκεί να κηρύξεις τον Παράδεισο επί της γης, πρέπει και να τον υλοποιήσεις με την μορφή της καλύτερης ζωής, των ευχαριστήσεων, διατρέχοντας πάντα τον πιθανό κίνδυνο να διαψεύσεις τις προσδοκίες των ανθρώπων.

Σε αυτήν την πρώτη δυσκολία προστίθεται και μια άλλη. Η θρησκεία αποθαρρύνει τις πολύ ακριβείς αναπαραστάσεις του Παραδείσου. Αυτός ο τόπος της απόλυτης αγαλλίασης όπου δεν υπάρχει πια μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε κακία, μήτε ο χρόνος, όπου τα σώματα θα αναστηθούν προικισμένα με την αιώνια νεότητα, εν μέσω μιας περίλαμπρης βασιλικής αυλής γεμάτης από αγίους, δεν προσφερόταν για μια πολύ συγκεκριμένη απεικόνιση. Σε αντίθεση με τις χιλιαστικές αιρέσεις, η Εκκλησία ερμήνευε πάντα τα εσχατολογικά κείμενα σαν αλληγορίες — μια θρησκευτική σύνεση που χαρακτηρίζει όλους τους μονοθεϊσμούς: το θεϊκό ενδιαίτημα βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία.

“Συνιστά το άπαν της αγαλλίασης και την «ενατένιση του θείου», υψωμένα σε μια βαθμίδα πυράκτωσης για την οποία μάς είναι αδύνατον να σχηματίσουμε ακόμα και την ελάχιστη ιδέα. Αν κάποιος μπορούσε να δει τον Θεό καταπρόσωπο, θα κεραυνοβολούνταν στην στιγμή: είναι από την φύση του αόρατος, μη απεικονίσιμος, ασύλληπτος. Δεν μπορούμε να πούμε τι είναι, μονάχα τι δεν είναι, μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτόν «μόνο διά της αρνήσεως.»” (Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης).

Η δύναμη της ιδέας περί σωτηρίας έγκειται στο ότι η σωτηρία είναι μια ανείπωτη έκσταση κοντά στον Κύριο. Η θρησκευτική σκέψη «έχει ως απαρέγκλιτο όρο την μη έλευση της σωτηρίας σε οποιαδήποτε περίπτωση, ενώ η λαϊκή άποψη περί ευτυχίας απαιτεί την έλευσή της δίχως την παραμικρή χρονοτριβή. Είναι ένα μειονέκτημα του πεζού κόσμου το γεγονός πως δεν ανέχεται το ακαθόριστο και τις αναβολές. Ίσως, κάτω από αυτό το πρίσμα, να υπάρχει μια φρονιμάδα στην ιδέα της προόδου, στην σιωπηλή παραδοχή πως η παρούσα στιγμή δεν εμπεριέχει όλες τις δυνατές τέρψεις. Η υποψία πως ο παράδεισος, έτσι και κατέβαινε στην γη, ίσως να μας έδινε μια αιωνιότητα πλήξης, η ανομολόγητη επιθυμία μας να μη δούμε ποτέ την πλήρη πραγματοποίηση των ονείρων μας από φόβο μην απογοητευτούμε, εξηγούν επίσης την γοητεία της προόδου.

Με αυτήν δίνεται στον χρόνο η δυνατότητα να φέρει στο στάδιο της ωρίμανσης καινούριες απολαύσεις ανανεώνοντας παράλληλα τις παλιές. Καινούρια αντικείμενα πόθου λαμπυρίζουν στο βάθος του μέλλοντος. Χάρη σε αυτό, αντίθετα με τα όσα λέει το διάσημο ρητό, η ευτυχία μπορεί να έχει μια ιστορία. Η ιστορία αυτή συνοψίζεται στον τρόπο με τον οποίον η κάθε εποχή, η κάθε κοινωνία σκιαγραφεί το όραμα του επιθυμητού και διαχωρίζει το ευχάριστο από το ανυπόφορο. Η ευτυχία μπορεί να αναφέρεται τόσο στην άμεση απόλαυση όσο και στην ελπίδα σε ένα σχέδιο ικανό να αποκαλύψει καινούριες πηγές χαράς, καινούριες τελειώσεις.

Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Αφότου ο σκοπός της ζωής δεν είναι πια το καθήκον αλλά η ευδαιμονία, η παραμικρή δυσαρέσκεια μας πλήττει σαν μια προσβολή. Στον 18ο αιώνα όπως και σήμερα, η έμμονη ύπαρξη του πόνου, αυτής της ανεξάντλητης λέπρας του ανθρώπινου είδους, παραμένει η απόλυτη αισχρότητα. Ο χριστιανισμός, μες στην μεγάλη του σύνεση, δεν ισχυρίστηκε ποτέ πως θα απαλείψει το κακό από την γη. Αυτή ήταν μια τρελή φιλοδοξία των πελαγιανών, μια φιλοδοξία που παρέπεμπε στην ειδωλολατρία.

Ο Πασκάλ χαρακτήρισε πολύ σωστά σαν παράφρονη την βούληση του ανθρώπου να αναζητήσει μόνος του το φάρμακο για τα δεινά του. Όμως ο Διαφωτισμός πιστεύει στην αναγέννηση του ανθρώπινου είδους χάρη στις συνενωμένες δυνάμεις της γνώσης, της βιομηχανίας και της λογικής. Δεν υπάρχει καμιά αχαλίνωτη αισιοδοξία μέσα σε αυτήν την πίστη παρά μόνο ένα καλά δοσολογημένο μείγμα υπολογισμού και καλής θέλησης. Μπορούμε να δώσουμε τέλος σε όλα σχεδόν τα δεινά που μαστίζουν το ανθρώπινο είδος. Είναι απλώς θέμα χρόνου και υπομονής.

Αλλά ο πόνος, μες στην ακούραστη επανέλευσή του, διαψεύδει την αυταπάτη της απόλυτης εκλογίκευσης του κόσμου. Στο εξής, ο άνθρωπος αναλαμβάνει να τον απαλείψει στο μέτρο των δυνατοτήτων του• μια συναρπαστική αλλά και αβάσταχτη ευθύνη. Υπήρχε κάτι το βολικό στο προπατορικό αμάρτημα, ένας οπτιμισμός μέσα σε αυτήν την ιδιαίτερη κόλαση που φέρουμε όλοι εντός μας. Χάνεται μες στα βάθη του χρόνου, επιμερίζεται σε όλους μας και ξαλαφρώνει το άτομο από ένα φορτίο που βαραίνει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Τελικά, δεν υπάρχει καμιά τραγωδία σε αυτό. Στις χειρότερες, στις πιο φριχτές στιγμές της ιστορίας, έρχεται να επιβεβαιώσει την αναγκαιότητα της εξιλέωσης.

Τα πάντα αλλάζουν όταν το κακό εμφανίζεται με φόντο την πίστη στην ανθρώπινη καλοσύνη. Τότε γίνεται μια αποτυχία, μια αίρεση. Να που τώρα είμαστε υπόλογοι για κάθε εκτροπή και έλλειψη, ένοχοι για την διάψευση της ωραίας γνώμης που έχει το ανθρώπινο είδος για τον ίδιο τον εαυτό του. Κατάρρευση και πανικός! Κι ενώ ορισμένοι θα προσπαθήσουν να καταπολεμήσουν το κακό στο σύνολό του όπως οι επαναστάτες, ή κομματάκι κομματάκι όπως οι μεταρρυθμιστές, γεννιέται η υποψία πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι μάλλον ουτοπικό και πως το κακό θα συνοδεύει πάντα την ανθρώπινη εμπειρία σαν μια σκιά.

Προτού ακόμα η Γαλλική Επανάσταση επισφραγίσει τους γάμους της αρετής με το ικρίωμα και διαψεύσει το όνειρο μιας ιδανικής κοινωνίας, ολόκληρος ο αιώνας είχε βιώσει την δύσκολη κατάκτηση της ευτυχίας. Πίστευαν πως είχαν ανοίξει ένα καινούριο κεφάλαιο, πως είχαν σβήσει την αδικία, κι εντούτοις ξανάπεφταν στα ίδια. Ο παλιός κόσμος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πεθάνει. Ακόμα και απελευθερωμένο από την άγνοια και τις προκαταλήψεις, το ανθρώπινο πνεύμα κατέγραφε πάντα ένα χάσμα ανάμεσα στις αξίες και τα γεγονότα.

Στο εξής, στερημένος από τα θρησκευτικά του άλλοθι, ο πόνος δεν σημαίνει πια τίποτα, μας βαραίνει σαν ένας φριχτός μπόγος από ασχήμιες, που δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε. Δεν ερμηνεύεται πια, διαπιστώνεται. Έχει γίνει ο εχθρός που πρέπει να εξοντώσουμε, αφού ακυρώνει όλες τις προσπάθειές μας να εγκαθιδρύσουμε μια ορθολογική τάξη επί της γης. Αλλά, εξαιτίας ενός αλλόκοτου παράδοξου, που τις συνέπειές του θα τις αναπτύξουμε αργότερα, όσο πιο πολύ τον καταδιώκουμε τόσο πιο πολύ απλώνεται, πολλαπλασιάζεται.

Οτιδήποτε αντιστέκεται στην καθάρια δύναμη της νόησης, στην ικανοποίηση των αισθήσεών μας, στην διάθεση της προόδου, παίρνει το όνομα του πόνου. Η κοινωνία της διακηρυγμένης ευτυχίας γίνεται σιγά σιγά μια κοινωνία στοίχε ιωμένη από την απελπισία, από τον φόβο του θανάτου, της αρρώστιας, των γηρατειών. Κάτω από το χαμογελαστό προσωπείο της οσμίζεται παντού την ασφυκτική μυρωδιά του ολέθρου.

Τέλος, μόλις πρόσφατα απελευθερωμένη από τα σιδερένια δεσμά της ηθικολογίας, η ηδονή ανακαλύπτει την ευθραυστότητα της και συναντά ένα άλλο μεγάλο πρόσκομμα: την πλήξη. Δεν αρκεί να αποτινάξεις από πάνω σου τα ταμπού και τις φοβίες για να χαρείς μακάρια την ηδονή. Η ευτυχία ανταποκρίνεται σε μια οικονομία, σε υπολογισμούς, σε σταθμίσεις. Έχει ανάγκη από ποικιλία όσο και από αντιθέσεις.

Η ικανοποίηση είναι γι’ αυτήν το ίδιο μοιραία όσο και η παρεμπόδιση. Κι εδώ επίσης ο Βολταίρος, πρωτοπόρος και κριτικός ταυτόχρονα, φαίνεται πως έχει πει τα πάντα. Ο άνθρωπος, γράφει στον Αγαθούλη, είναι διχασμένος «ανάμεσα στον σπαραγμό της ανησυχίας και τον λήθαργο της πλήξης». Και η Ζυλί στην Νέα Ελοίζα θα προχωρήσει ακόμα μακρύτερα: «Παντού δεν βλέπω παρά αφορμές για ευχαρίστηση, κι εγώ δεν είμαι ευχαριστημένη (…) είμαι πολύ ευτυχισμένη και πλήττω». (Έκτο μέρος, όγδοη επιστολή).

Σκανδαλώδεις φράσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση την καθιερωμένη ευφορία δίχως εντούτοις να την απορρίπτουν. Η ευτυχία είναι ντελικάτη όχι επειδή υποκύπτει κάτω από το βάρος των απαγορεύσεων, αλλά επειδή αυτοεξαντλείται μόλις αναπτυχθεί ελεύθερα. Και από τον 17ο αιώνα η ευδαιμονία και το ψυχικό κενό θα προχωρούν χέρι χέρι (το ζευγάρωμα αυτό το είχαν ήδη επισημάνει οι Αρχαίοι).

Κοντολογίς, πριν καλά καλά προλάβουμε να την βαφτίσουμε, η ευτυχία χτυπά πάνω σε δύο εμπόδια: διαλύεται μες στην καθημερινή ζωή και συναντά παντού τον πεισματάρη πόνο. Από κάποια άποψη, ο Διαφωτισμός έθεσε στον εαυτό του έναν υπέρμετρο στόχο: να μη φανεί κατώτερος του χριστιανισμού σε ό,τι καλύτερο έχει ο δεύτερος. Να κλέψει από τις θρησκείες τα προνόμιά τους για να πράξει καλύτερα από εκείνες, αυτό ήταν και παραμένει το σχέδιο της νεότερης εποχής. Και οι μεγάλες ιδεολογίες των δυο τελευταίων αιώνων (ο μαρξισμός, ο σοσιαλισμός, ο φασισμός, ο φιλελευθε¬ρισμός) ίσως δεν ήταν παρά τα γήινα υποκατάστατα των μεγάλων θρησκειών, έτσι που η δυστυχία να εξακολουθήσει να έχει ένα, έστω και ελάχιστο, νόημα.

Δίχως αυτό θα γινόταν πραγματικά αβάσταχτη. Η σύγχρονη εποχή παραμένει λοιπόν στοιχειωμένη από αυτό ακριβώς που υποτίθεται πως έχει ξεπεράσει. Αυτό που θα έπρεπε να είχε εγκαταλειφθεί, να μείνει πίσω, έρχεται να ταλανίσει τις σημερινές γενεές όπως μια τύψη ή μια νοσταλγία. Να γιατί, καθώς έλεγε ευφυέστατα ο Τσέστερτον, ο σημερινός κόσμος είναι «γεμάτος από χριστιανικές ιδέες που έγιναν τρελές». Η ευτυχία είναι μια από αυτές τις ιδέες. Τουλάχιστον ο 18ος αιώνας δεν υπήρξε ο αιώνας της αυθάδικης ευδαιμονίας αλλά της εύθραυστης ευτυχίας, της ευαισθησίας που πληγατνεται διαρκώς μη βρίσκοντας στον πραγματικό κόσμο τα όσα πρόσμενε. Ο 20ός αιώνας δεν θα έχει αυτή τη σωφροσύνη.

@Pascal Bruckner