Είναι γνωστός ο διχασμός που βιώνει ο άνθρωπος ανάμεσα στην ιδιωτική καθημερινότητά του και στον κοινωνικό και δημόσιο βίο του. Είναι εξαιρετικά παράδοξο το φαινόμενο αυτού του διχασμού και δεν θα μπορούσε να επιλυθεί, αν το άτομο δεν κατανοήσει τη δύναμη που έχει η καθημερινότητά του και τις δυνάμεις που την κυβερνούν. Απόλυτη γνώση δεν είναι δυνατόν να υπάρχει, αλλά ορισμένες αδρές γραμμές κατεύθυνσης ήδη είναι ορατές. Και φυσικά οι ατομικές διαφορές είναι αναρίθμητες και μη προσεγγίσιμες απόλυτα.
Ποια η αντίληψη του ανθρώπου για την κοινωνία
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της αντίληψης που έχει ο άνθρωπος για την κοινωνία είναι ότι αυτή αποτελεί τον «άλλον», ο οποίος είναι εν δυνάμει εχθρός αλλά και μέτρο σύγκρισης και φορέας αποδοχής του ίδιου. Όλοι οι φόβοι του εστιάζονται στον κίνδυνο που απορρέει από την ύπαρξη του εχθρού, χωρίς λογικά να μπορεί κανείς να αρνηθεί την επικινδυνότητα αυτή και γι’ αυτό εξάλλου είναι τόσο καλά θεμελιωμένη αυτή η αντίληψη.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι η κοινωνία γίνεται το χωνευτήρι της δικής του ατομικής ευθύνης λόγω του μεγέθους της, δηλαδή μέσα σε αυτήν οι δικές του ευθύνες για την κατάσταση τόσο της κοινωνίας όσο και τη δική του αναμειγνύονται με τις ευθύνες όλων των άλλων και χάνονται μέσα τους με αποτέλεσμα να αισθάνεται αποενοχοποίηση.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι η κοινωνία μπορεί ενίοτε να τον προστατεύει αλλά με ιδιαίτερη δύναμη τόσο απέναντι σε άλλες επικίνδυνες κοινωνικές δυνάμεις αλλά και απέναντι σε άλλους εξωτερικούς κινδύνους, δηλαδή αποτελεί ένα προστατευτικό κάλυμμα λόγω της πληθικής και οργανωμένης δυναμικής της.
Ένα τέταρτο στοιχείο είναι ότι οι διεργασίες ανάπτυξης και υπεροχής που διαδραματίζονται μέσα στους κοινωνικούς κύκλους, μικρούς ή μεγάλους, απορροφούν όλη την προσοχή του ανθρώπου (πέρα βέβαια από το άγχος της επιβίωσης) έτσι ώστε να τον προστατεύουν από την καταγραφή του ωμού φόβου του θανάτου που είναι το θεμέλιο της ζωής του.
Και το πέμπτο στοιχείο είναι ότι η διαπίστωση της εχθρικότητας της κοινωνίας αποτελεί όχι μόνον παράγοντα αποενοχοποίησης αλλά και δικαιολογίας για τις ατομικές επιλογές που έτσι ενισχύονται. Έτσι ο άνθρωπος στρέφεται στην ιδιωτική του ζωή θεωρώντας ότι ο εχθρός βρίσκεται έξω από αυτόν τον μικρόκοσμο και ότι αυτός ο ιδιωτικός κόσμος του δικαιούται να είναι το μοναδικό επίκεντρο της προσοχής του. Βέβαια δεν μπορούν να αποκλειστούν και άλλες οπτικές γωνίες. Το ζήτημα λοιπόν είναι να διευκρινιστεί αυτή η καθημερινότητα, δηλαδή ποια είναι η φύση της και αν είναι αυτή που επηρεάζεται κυρίαρχα από την κοινωνία ή το αντίστροφο.
Εδώ προκύπτουν ορισμένα αμείλικτα ερωτήματα
Το άτομο επιθυμεί κάτι αντίστροφο από αυτό που του «επιβάλλει» η κοινωνία ή μήπως όχι; Είναι δυνατόν η κοινωνία να είναι ολότελα διαφορετική από τα άτομα; Και αυτό που επιθυμεί το άτομο στηρίζεται στους κανόνες της καθαρής λογικής, οι οποίοι αναγνωρίζουν το ίδιο δικαίωμα στην επιθυμία για όλους ή μήπως μόνον για τον εαυτό του;
Συνήθως οι άνθρωποι στην καλύτερη περίπτωση δεν αποδέχονται τα αποτελέσματα των πράξεών τους αλλά αφήνουν ανέπαφα τα αίτιά τους και αυτοτυφλώνονται για να μη το βλέπουν. Η μη αποδοχή των αποτελεσμάτων εκλαμβάνεται τότε ψευδώς ως μη-ευθύνη γι’ αυτά. Αυτή η αυτοτύφλωση είναι η βάση της αποενοχοποίησης. Ο άνθρωπος δεν θέλει να διακρίνει την αναπόφευκτη διαδρομή από τις ατομικές πράξεις μέχρι τα κοινωνικά αποτελέσματά τους και επιχειρεί αυτή την απόκρυψη, επειδή αυτή η διαδρομή είναι μακρά και μπορεί να ισχυριστεί πως δεν την κατανοεί ή επειδή λόγω του μάκρους της τα αποτελέσματα αυτά δεν πρόκειται να τον αγγίξουν στη σύντομη ζωή του.
Μπορούμε επίσης να πούμε πως η αντίληψη ότι η κοινωνία ή το κράτος ή ο,τιδήποτε ευρύτερο μπορεί να είναι διαφορετικό από τα άτομα που το απαρτίζουν στηρίζεται στο ότι ο άνθρωπος τα αντιλαμβάνεται όλα, ακόμα και τον εαυτό του, μηχανιστικά και επομένως έξω από αυτόν. Αυτή η αντίληψη του κόσμου ως μηχανής είναι θεμελιώδες στοιχείο πλάνης και γεννάει πολλά προβλήματα.
Μία τέτοια πρόχειρη καθημερινή πράξη που συνδέεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι το ρουσφέτι. Και βέβαια, επειδή όλοι το επιδιώκουν για να επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα τεράστιο δίκτυο λειτουργίας του ρουσφετιού το οποίο αναπόφευκτα (γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς) στηρίζει ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, που αντί να είναι ουσιαστική διακυβέρνηση εκ μέρους του πολιτικού και ουσιαστική εκλογή εκ μέρους του πολίτη, είναι ένα εξωθεσμικό δούναι-λαβείν πέραν του νόμου και της ηθικής που καταλύει το δημοκρατικό πολίτευμα, την ισότητα και την ελευθερία.
Ο καθένας όμως ταυτόχρονα αισθάνεται πολύ μικρός και ασήμαντος για να παραδεχθεί ότι αυτή η μηδαμινή καθημερινή πράξη του έχει τέτοιες τεράστιες προεκτάσεις. Και αυτό γιατί δεν αποδέχεται ότι και ο άλλος έχει το «δικαίωμα» στην ίδια επιθυμία εξασφάλισης της ζωής του ή, ακόμη και αν το αποδεχθεί, αυτό ταυτόχρονα θα αποτελεί για τον ίδιο δικαιολογία για επιδίωξη του ανταγωνισμού. Κάποτε ο Θεμιστοκλής στην αρχαία Αθήνα είχε πει – παρά τις μεγάλες ικανότητές του – «Ποτέ είπε να μη καθήσω εις τούτον τον θρόνον, εις ον οι φίλοι μου δεν θα ωφελώνται παρ’ εμού περισσότερον των ξένων» (Βίοι Παράλληλοι Πλουτάρχου, Αριστείδης, σελ. 10, μετάφραση υπό Α.Ρ. Ραγκαβή, τόμος 4). Αυτή η αυθόρμητη και κοινή τάση των ανθρώπων έχει βαθιές ρίζες και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη κοινωνίας.
Αλλά πέραν από τις πράξεις που έχουν απευθείας κοινωνικό αντίκτυπο και είναι πολλές (το ρουσφέτι το αναφέραμε προχείρως), ας πάμε στις καθαρά ιδιωτικές πράξεις που δεν φαίνεται να έχουν επιρροή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Μία από αυτές -που μάλιστα έχει εξαιρετικά μεγάλη σπουδαιότητα αν και δεν φαίνεται- είναι η χρήση του ελεύθερου χρόνου. Ο ελεύθερος χρόνος είναι σαν ένας σκουπιδοτενεκές όπου ο άνθρωπος μπορεί να παραπετάξει τη ζωή του ως άχρηστη.
Ενώ θα έπρεπε να είναι ένας χρόνος αφιερωμένος ελεύθερα στην γνώση του εαυτού και του κόσμου καθώς και σε μια δημιουργικότητα και σε μια απελευθέρωση από την φυλάκιση της ανάγκης που διέπει την καθημερινότητα (π.χ. το εργασιακό στρες), ωστόσο του γίνεται τέτοια χρήση ώστε και πάλι να δημιουργεί είτε ανάγκη για μεγαλύτερο εργασιακό στρες, μια και είναι ένας χρόνος για ανόητη κοινωνική επαφή και για προβολή κοινωνική, πράγματα που απαιτούν οικονομική επάρκεια, ή μια εκτονωτική αφασία, χωρίς νόημα ζωής, που αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του και την κοινωνία.
Να σημειώσουμε εδώ αυτό που είπε ο Πρόεδρος της Ουρουγουάης Μουχίκα, ότι είχαν παλέψει για να καθιερωθεί το 6ωρο στην εργασία, αλλά οι άνθρωποι και μετά από αυτό συνέχισαν να εργάζονται και πάλι 12ωρο καθημερινά, γιατί ήθελαν να κερδίζουν χρήματα για να μπορούν να αγοράζουν κινητά τηλέφωνα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα. Δεν μπορεί όμως τελικά να ισχυριστεί κανείς πως του επιβάλλεται η χρήση του ελεύθερου χρόνου του, αν και σίγουρα επηρεάζεται, αλλά μόνον επειδή ο ίδιος το επιτρέπει.
Επειδή ο άνθρωπος έχει αναπόφευκτα τάση για ανάπτυξη ή επέκταση, γι’ αυτόν τον λόγο, αν αυτή η ανάπτυξη δεν έχει δημιουργικό και συνειδησιακό χαρακτήρα, αναγκαστικά θα πάρει χαρακτήρα οργανωτικό και ειδωλικό. Το αποτέλεσμα στη σύγχρονη εποχή μας ήταν ο άκρατος καταναλωτισμός (τουλάχιστον στις οικονομικά ευημερούσες κοινωνίες που μπορούσαν να το κάνουν), η οικονομική ανάπτυξη με την επακόλουθη υλική άνεση και αποκτήματα που αποτελεί ένδειξη «ανάπτυξης», η κοινωνική υπεροχή και τελικά όπου είναι δυνατόν η εξουσιαστικότητα.
Τα άβια κεκτημένα αντικείμενα όπως τα υλικά πράγματα (χρήμα, πολυτέλειες) έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τον άνθρωπο και μέσω αυτών ο άνθρωπος αισθάνεται ότι παίρνει τη δική τους αθανασία. Η κοινωνική υπεροχή και εξουσιαστικότητα προκαλώντας εκμηδένιση ή έστω μείωση των άλλων αντισταθμίζει μερικώς τη μειονεξία που προκαλεί το βέβαιο του θανάτου.
Παντού παραμονεύει ο φόβος του θανάτου που βέβαια δεν αφορά μόνον τον θάνατο στο τέλος της ζωής, αλλά μπορεί να πάρει και διάφορες άλλες μορφές που σχετίζονται με τη μειονεξία ως εποικοδόμημα του θεμελιώδους αυτού φόβου. Και όπως λέει ο Γιάννης Ζήσης στο βιβλίο του Ειρήνη και Διανόηση «..Δυστυχώς ο νους ένα κίνητρο είχε στην ανάπτυξή του: τη μειονεξία στη φυσική επιβίωση, μειονεξία που έπρεπε να αντισταθμιστεί με επινόηση και συνειδητή πληροφορία».
Και η φήμη είναι υπό αυτή την έννοια «πράγμα» που μάλιστα αφήνει ένα τέτοιο αποτύπωμα στην κοινωνία το οποίο επίσης αντισταθμίζει αυτή τη θεμελιώδη μειονεξία. Οι μεγάλες θρησκείες προσπάθησαν να μειώσουν ή να εξαλείψουν αυτό τον φόβο, αλλά στην πορεία οι απαγορεύσεις καθώς και η απειλή της τιμωρίας (στον φαινόμενο ή στον αόρατο κόσμο) πήρε υπερβολικές διαστάσεις και έτσι αυτός ο φόβος έμεινε ακέραιος και μάλιστα κρυμμένος σήμερα και αγνώριστος πίσω από σύγχρονες μορφές ανεμελιάς.
Ένα άλλο παράδειγμα συναφές με τα παραπάνω είναι η χρήση του χρονικού διαστήματος της νεότητας που θεωρούνται τα πλέον πολύτιμα χρόνια από τον άνθρωπο – ενώ όλα τα χρόνια θα έπρεπε να θεωρούνται τέτοια. Άλλοτε αναλώνονται στη θεμελίωση μιας καριέρας πράγμα που σχετίζεται άμεσα με τα παραπάνω για καταναλωτισμό, υπεροχή και εξουσιαστικότητα, και άλλοτε για μια διασκόρπιση της ζωής στο τίποτε, όπου το τίποτε επιβεβαιώνει την ανυπαρξία περιορισμού και μοιάζει με το άβιο γιατί το άβιο λόγω της αβιότητάς του δεν βιώνει τον περιορισμό και έτσι αυτός είναι σαν να μην υπάρχει. Εδώ φαίνεται καθαρά η αντίληψη της ελευθερίας ως ανευθυνότητας.
Και ορθά ο Γιάννης Ζήσης στο ανέκδοτο βιβλίο του η Ευθύνη της Θέλησης αναφέρει ότι: «Είναι σαφές πως ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μπει σε έναν κύκλο εντατικοποίησης. Όμως ο κύκλος αυτός περιέχει και την εκτονωτική διασκέδαση, κυρίως ως Κοινωνία του Θεάματος. Η διασκέδαση αυτή είναι ενταγμένη σε μία περιβάλλουσα πραγματικότητα, η οποία δεν είναι καθόλου ικανοποιητική, ενώ παράλληλα είναι αρκετά εξαντλητική. Αυτή η κατάσταση συνοδεύεται με μια αίσθηση απώλειας του επίκεντρου της ζωής. Η ζωή δεν βιώνεται στο κέντρο της. Η αίσθηση του Εαυτού μας είναι αρκετά ρηχή, ενώ πνίγεται σ’ ένα αίσθημα δυσαρέσκειας και ταυτόχρονα διασκεδαστικής λήθης. Οι αντιλήψεις για την ζωή και το νόημα είναι ελλειμματικές και κυριαρχούνται από τα καθημερινά είδωλα».
Αυτός είναι ο λόγος που μισείται το νόημα, γιατί το νόημα αποτελεί έναν περιορισμό, έναν οδοδείκτη για το τι πρέπει να πράξουμε και έτσι θεωρείται ευθύνη και βάρος. Άλλοτε πάλι επιλέγεται ένα νόημα γνωστό από το παρελθόν, ώστε ο άνθρωπος να νοιώθει ασφάλεια ότι τίποτε δεν θα αλλάξει στη ζωή του. Αλλά το νόημα χωρίς το μέλλον δεν είναι νόημα.
Έτσι καταλήγει η καθημερινότητα του ανθρώπου να μην έχει κανένα νόημα και συνήθως το μόνο σοβαρό νόημα που έχει είναι η επιβίωση όταν αυτή είναι δύσκολη. Και φυσικά το νόημα δεν μπορεί να είναι έξωθεν δοτό. Αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι βιώνει έναν συνεχή ενδογενή διχασμό και ότι το νόημα δεν είναι κάτι έξω από αυτόν, αλλά απλώς η λανθάνουσα δυναμική του μέλλοντος μέσα του σε συσχετισμό με το παρόν, η οποία αποτελεί και αυτή μέρος του εαυτού του και πρέπει να εναρμονιστεί με το παρόν του. Γι’ αυτό χωρίς αυτογνωσία δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική διέξοδος.
Επειδή αυτή η κατάσταση είναι μαζική, δημιουργείται μία κοινωνική δυναμική τέτοια που οδηγεί σε συλλογικά και πολιτικά αδιέξοδα, μια και όλο το κοινωνικό οικοδόμημα έχει στηριχθεί στα αντίστοιχα ανόητα πρότυπα και φυσικά βάσει αυτών των προτύπων δεν μπορούν να διακριθούν ούτε εκείνοι που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να βοηθήσουν στα κοινωνικά αδιέξοδα αληθινά. Το ότι η κοινωνία έχει μεγαλύτερη δύναμη από το άτομο δεν λέει τίποτα.
Η δύναμή της δεν είναι παρά η μεγέθυνση των ατομικών παρορμήσεων όλων των μελών της, μοιάζει δηλαδή με μεγεθυντικό φακό, αλλά από μόνη της δεν έχει ξεχωριστή δύναμη. Το ότι οι κοινωνίες και τα διάφορα συστήματα διακυβέρνησης φαίνονται να έχουν μια δική τους ισχύ είναι αληθινό μόνον επιφανειακά.
Αυτή η αυταπάτη στηρίζεται στη δύναμη αδράνειας των ανθρώπων που όμως είναι επιλογή τους και σε τελευταία ανάλυση απλώς σημαίνει πως η λειτουργία του συστήματος έχει ηθελημένα αφεθεί στην αδράνεια όλων καθώς και στην εκμετάλλευση όσων θέλουν να το εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κοινωνία μπορεί να μεγεθύνει σε αποτελεσματικότητα τόσο το κακό όσο και το καλό που είναι μέσα στον άνθρωπο. Αυτό λοιπόν το αυτονόητο της καθημερινής ζωής είναι πλήρες αδιεξόδων και εμπεριέχει τα αίτια για ένα ζοφερό μέλλον.
Αυτός ο εσωτερικός διχασμός οδηγεί τον άνθρωπο να νομίζει πως δεν έχει καμία ευθύνη για το κοινωνικό γίγνεσθαι με τη δικαιολογία ότι γενικά και αόριστα επιθυμεί το καλό, αλλά η αλήθεια είναι ότι την ίδια στιγμή θέλει να κρατήσει τον ανταγωνισμό ως ακέραια τη δύναμη καταστροφής της κοινωνικής συνοχής και η επιθυμία του για το καλό (όποια μορφή ιδανικού κι αν έχει) στην πραγματικότητα είναι σαν ένα είδωλο δευτερεύουσας σημασίας και κατώτερο από τις ατομικές επιδιώξεις του, δηλαδή πρώτα ο ατομικός εαυτός και μετά τα ιδανικά.
Το οξύτερο λοιπόν πρόβλημα του ανθρώπου (και το βαθύτερο) είναι το πώς θα εναρμονίσει το μερικό με το ευρύτερο, και σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να παραμεριστεί το ένα ή το άλλο. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στον ίδιο άνθρωπο, όπου υπάρχουν πολλές διαφορετικές τάσεις αντιφατικές μεταξύ τους και το πρόβλημα είναι ποιο είναι το σημείο εναρμόνισής τους και ποιες πρέπει να υποχωρήσουν απέναντι σε υπέρτερες ή σημαντικότερες.
Ένα παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια, όπου συγκρούονται οι τάσεις ανευθυνότητας και «ελευθερίας» με τις τάσεις φροντίδας και ανάληψης ευθύνης. Εδώ η εναρμόνιση βέβαια δεν μπορεί να σημαίνει λίγη φροντίδα και λίγη ανευθυνότητα, αλλά πρέπει να βρίσκεται ένα σημείο υπέρβασης στο οποίο η ευθύνη θα πρέπει να είναι έκφραση ελευθερίας και όχι υποταγής.
Η ευθύνη αποτελεί το μέγιστο σημείο της ελευθερίας όταν είναι αυτοεγκαινιαζόμενη και ορθά κατευθυνόμενη. Όμως όλα αυτά απαιτούν πολλή σκέψη και εργασία και δεν μπορεί παρά να είναι σταδιακά βελτιούμενα. Αν όμως δεν γίνει η αναγκαία προσπάθεια, τότε η αλλαγή δεν πρόκειται να έλθει και η επιθυμία γι’ αυτήν θα είναι φρούδα και όχι έντιμη.
@Ιωάννα Μουτσοπούλου