Το στυλ του Lovecraft έχει μια γοτθική μεγαλοπρέπεια που μερικές φορές φαίνεται πομπώδης και περιττή αλλά εξυπηρετεί απόλυτα τον στόχο του να υφάνει ένα κόσμο όπου το κακό παραμονεύει για να αρπάξει στα νύχια του τον ανύποπτο και αμέριμνο ορθολογιστή αναγνώστη ο οποίος καθησυχάζεται με τις βεβαιότητες που του παρέχει η υλιστική θεώρηση, της ψευδαίσθησης μιας πιθανής πραγματικότητας …
Οι ιστορίες του Lovecraft είναι ιδανικές να εξιστορούνται βραδιές γύρω από την φωτιά, μέσα στο σκοτάδι, όπου όλοι όσοι τις ακούν να νιώθουν ότι κάτι περιμένει … Είπαμε στο σύμπαν του Lovecraft δεν υπάρχουν βεβαιότητες, όπως δεν υπάρχουν βεβαιότητες πουθενά σε ένα χαώδες και φρακταλικό σύμπαν. Όπως ο συγγραφέας προειδοποιεί μέσα από το Necronomicon:
“That is not dead which can eternal lie, and with strange aeons, even Death may die”
“Νομίζω ότι το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι η ανικανότητα του ανθρώπινου νου να συσχετίσει όλα όσα περιέχει. Ζούμε σε μια γαλήνια νησίδα άγνοιας καταμεσής στις μαύρες θάλασσες του απείρου και δεν είμαστε φτιαγμένοι για να περιπλανιόμαστε μακριά. Οι επιστήμες, που η καθεμία τους αγωνίζεται στο δικό της δρόμο, δε μας έχουν προκαλέσει και τόσο μεγάλη ζημιά ως τώρα. Κάποια μέρα, όμως, ο συνδυασμός των ως τώρα ασύνδετων γνώσεων θ’ ανοίξει μπροστά μας τρομακτικούς ορίζοντες από άλλες πραγματικότητες και θα μας αποκαλύψει την φοβερή θέση που κατέχουμε ανάμεσά τους. Και τότε, είτε θα χάσουμε τα λογικά μας από την αποκάλυψη της αλήθειας είτε θα τραπούμε σε φυγή, μακριά από το θανάσιμα άπλετο φως της, αποζητώντας καταφύγιο στην γαλήνη και την σιγουριά ενός καινούριου σκοτεινού Μεσαίωνα.” Howard Phillips Lovecraft, (1917–1937)
Το γένος των ηρώων ήταν εκείνο που προσπάθησε να καθαρίσει την γη απ’ αυτά τα όντα σφραγίζοντας τις πύλες και τα σύνορα ανάμεσα στους κόσμους. Αντίθετα τα ιερατεία και οι κάστες των μυημένων πειραματίστηκαν μέσα απ τις λατρείες τους σε διάφορες θεότητες, δημιουργώντας μεταλλάξεις και υβριδικά γένη, για δικό τους όφελος.
Στην μεγαλομανία τους, άνοιξαν περάσματα και προσκάλεσαν ενέργειες που δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν. Ακόμα και σήμερα πράττουν αναλόγως. Επικαλούνται συχνά αναζητώντας την εύνοια απ’ τους αφέντες τους, πιόνια στα χέρια αλλότριων θελήσεων και σκοπών, με πρόσχημα την δύναμη και τον έλεγχο, τον οποίο όμως έχουν ήδη χάσει. Γίνονται οι ίδιοι τα δοχεία που φιλοξενούν δυνάμεις οι οποίες τους χειρίζονται σαν μαριονέτες.
Σύμφωνα λοιπόν με την μυθολογία του θέματος, όπως την παρουσίασε ο Λάβκραφτ, διάφορες θρησκευτικές ομάδες και τάγματα είχαν αφιερωθεί στην λατρεία του Κθούλου και των μεγάλων παλαιών. Τα τάγματα αυτά πιθανώς να δρουν ακόμα και σήμερα, μέσα από διάφορα αποκρυφιστικά παρακλάδια και με διαφορετικούς μανδύες συγκάλυψης και να περιλαμβάνουν μέλη από πολλά κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα.
Ο χώρος της μεταφυσικής και των μυήσεων άλλωστε είναι πρόσφορος και δίνει εκπαιδευτικά κίνητρα για τουριστικές επαφές με άλλες συνειδήσεις. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε έτσι κι αλλιώς όλοι μας, στην αιθερική σούπα, οπότε οτιδήποτε ξεπετάγεται στον κόσμο μας ή μέσα στο μυαλό μας είναι φιλικό και επιθυμητό. Ακόμα και οι παρανοητικές οντότητες, οι ψυχοσκώληκες και τα ανόργανα βαμπίρ που αναζητούν και αυτά την αγάπη μας…χα! χα!! Πόσο ανόητος μπορεί να είναι κάποιος, που σε μόνιμη βάση, απροετοίμαστος, χωρίς στοιχειώδη εκπαίδευση και με άγνοια κινδύνου, επικαλείται για να δέσει το ανεξέλεγκτο. Μόνο ο Κθούλου ξέρει και οι βεντούζες του που έχουν κολλήσει στα μυαλά τους !!! Ενημερωθείτε και Διασκεδάστε!
Ο Τρόμος του Ντάνγουιτς.
[…] Αν ο ταξιδιώτης στη Βόρεια Μασαχουσέτη πάρει λάθος στροφή στο σταυροδρόμι του ‘Αλσμπουρι Πάικ, λίγο,έξω από το Ντινς Κόρνερς, φτάνει σε μιαν απομονωμένη και παράξενη περιοχή. Το έδαφος γίνεται όλο και πιο ανηφορικό κι οι σκεπασμένοι με ρείκια πέτρινοι φράκτες στριμώχνονται όλο και πιο κοντά στ’ αυλάκια του στριφογυριστού χωματόδρομου. Τα δέντρα στ’ απλόχωρα δάση γύρω φαντάζουνε πελώρια και τ’ αγριόχορτα, οι βάλτοι και τα χαμόδεντρα φυτρώνουνε πιο οργιαστικά απ’ όσο περιμένει κανείς σε κατοικημένες περιοχές.
Αντίθετα, τα καλλιεργημένα χωράφια φαίνονται παράδοξα λίγα και χέρσα, ενώ τα αραιά σκορπισμένα σπίτια δημιουργούν μιαν αλλόκοτα ομοιόμορφη εντύπωση γηραιότητας, εξαθλίωσης κι ερήμωσης. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο περαστικός διστάζει να ζητήσει οδηγίες από τις ζαρωμένες, μοναχικές φιγούρες που συναντά σε μισογκρεμισμένα κατώφλια ή πάνω στα επικλινή, διάσπαρτα με πέτρες λιβάδια.
Αυτές οι φιγούρες είναι τόσο αθόρυβες και φευγαλέες, ώστε νιώθει αντιμέτωπος με απαγορευμένα πράγματα, που θα ‘τανε καλύτερα ν’ αποφύγει κάθε επαφή. Οταν μια ανηφόρα του δρόμου φέρνει στ’ οπτικό του πεδίο τα βουνά πέρα από τα πυκνά δάση, αυτό το αίσθημα ακατανόητου φόβου δυναμώνει. Οι κορφές είναι πολύ στρογγυλεμένες και συμμετρικές, μη δίνοντας αίσθηση παρηγοριάς και φυσικότητας, ενώ, μερικές φορές, ο ουρανός τονίζει με ιδιαίτερη καθαρότητα τους αλλόκοτους κύκλους των ψηλών πέτρινων στηλών που τις στεφανώνουν.
Λαγκάδια και βαθιές ρεματιές του κόβουν το δρόμο κι οι κακοφτιαγμένες ξύλινες γέφυρες από πάνω τους φαίνονται απειλητικές. ‘Οταν ο δρόμος κατηφορίζει πάλι, περνάει ανάμεσα σε βάλτους που γεννούν ενστικτώδη απέχθεια και σχεδόν φρίκη τη νύχτα, όταν αθέατα νυχτοπούλια φλυαρούν κι οι πυγολαμπίδες βγαίνουν σε ασύλληπτους αριθμούς να χορέψουν στους βραχνούς, ανατριχιαστικά επίμονους ρυθμούς των βατράχων. Η λεπτή, λαμπερή γραμμή του ψήλότερου κομματιού του Μισκατόνικ θυμίζει φίδι κυλώντας στους πρόποδες των καταραμένων βουνών που κρύβουν τις πηγές του.
Πλησιάζοντας, οι δασωμένες πλαγιές των βουνών τραβούνε τη προσοχή του περαστικού περισσότερο κι από τις στεφανωμένες με κολόνες κορυφές. Αυτές οι πλαγιές δεσπόζουν τόσο σκοτεινές και δυσοίωνες, ώστε εύχεται κανείς να έμεναν μακριά του. ωστόσο, δεν υπάρχει τρόπος να τις άποφύγει. Πέρα από μια σκεπαστή γέφυρα αντικρίζει ένα μικρό χωριό, στριμωγμένο ανάμεσα στο ποτάμι και την κατακόρυφη πλαγιά του Στρογγυλού Βουνού, και ξαφνιάζεται βλέποντας τις κεκλιμένες σκεπές που μαρτυρούν μια αρχιτεκτονική ακόμα παλιότερη και από εκείνη της γειτονικής περιοχής.
Σίγουρα θ’ ανατριχιάσει ανακαλύπτοντας ότι τα περισσότερα σπίτια είναι έρημα κι ετοιμόρροπα και η εκκλησία με το ραγισμένο καμπαναριό φιλοξενεί το μοναδικό, τσαπατσούλικο εμπορικό του χωριού. Νιώθει δέος φτάνοντας στο σκοτεινό τούνελ της γέφυρας κι ωστόσο δεν μπορεί να το αποφύγει. Μόλις περάσει απέναντι, αντιλαμβάνεται μιαν ανεπαίσθητη αλλ’ απαίσια μυρωδιά γύρω από το δρόμο του χωριού, σαν από συγκεντρωμένη μούχλα κι αποσύνθεση αιώνων. Βγαίνοντας, τονε κυριεύει βαθιά ανακούφιση. Ακολουθώντας το στενό δρόμο γύρω από τους πρόποδες των λόφων και μέσα στην επίπεδη περιοχή ανάμεσά τους, ξαναβγαίνει στη δημοσιά για το ‘Αλσμπουρι Πάικ. Μόνο εκ των υστέρων ίσως μάθει ότι πέρασε από το Ντάνγουιτς.
Οι ξένοι επισκέπτονται το Ντάνγουιτς όσο πιο σπάνια γίνεται. Από κάποια στιγμή και μετά γκρεμίστηκαν όλες οι πινακίδες που έδειχναν το δρόμο προς τα εκεί. Το τοπίο, εξετάζοντάς το κανείς με τα συνηθισμένα αισθητικά κριτήρια, είναι ιδιαίτερα όμορφο. Κι όμως, δεν προσελκύει καλλιτέχνες ή παραθεριστές. Πριν δύο αιώνες, όταν οι άνθρωποι δεν περιγελούσαν πράγματα όπως η μαγεία, η λατρεία του Σατανά και οι αφύσικες παρουσίες στα δάση, αυτοί ήταν οι λόγοι που απέφευγαν την περιοχή.
Στο δικό μας αιώνα της λογικής αφού ο τρόμος του Ντάνγουιτς στα 1928 αποσιωπήθηκε απ’ αυτούς που νοιάζονταν για την ευημερία ολόκληρου του κόσμου ο κόσμος το αποφεύγει χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί. Ίσως ένας λόγος μολονότι δεν ισχύει για τους ανυποψίαστους ξένους είναι ότι οι ντόπιοι είναι απτοκρουστικά ξεπεσμένοι, έχοντας τραβήξει μακριά στο μονοπάτι της παλινδρόμησης που είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλά απομονωμένα μέρη της Νέας Αγγλίας.
Έχουν καταλήξει ν’ αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή, με οφθαλμοφανή διανοητικά και σωματικά σημάδια του εκφυλισμού και της ενδογαμίας. Ο μέσος όρος του δείκτη νοημοσύνης τους είναι αξιοθρήνητα χαμηλός, ενώ τα χρονικά τους ξεχειλίζουν από ωμή μοχθηρότητα και μισοκαλυμμένους φόνους, αιμομειξίες και εγκλήματα της πιο ακατονόμαστης βιαιότητας και διαστροφής.
Η παλιά τάξη των ευγενών, που αποτελείται από δύο ή τρεις παλιές οικογένειες που ήρθαν από το Σάλεμ στα 1692, κρατήθηκε κάπως ψηλότερα από το γενικό επίπεδο της παρακμής, μολονότι πολλά παρακλάδια της καταποντίστηκαν μέσα στη χυδαία μάζα, τόσο βαθιά, ώστε μόνο τα ονόματά τους μαρτυρούν την καταγωγή που ντροπιάζουν. Μερικοί από τους Γουότλι και τους Μπίσοπ στέλνουν ακόμα τους πρωτότοκους γιους τους στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Μισκατόνικ, αν κι αυτοί οι γιοι σπάνια επιστρέφουν στις μουχλιασμένες σκεπές κάτω από τις οποίες γεννήθηκαν αυτοί κι οι πρόγονοί τους.
Κανείς, ούτε καν αυτοί που γνωρίζουν τον πρόσφατο τρόμο, δε μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει με το Ντάνγουιτς. Παλιοί θρύλοι μιλούν για ανίερες τελετές και μυστικές συνάξεις των Ινδιάνων, στις οποίες καλούσαν απαγορευμένες σκοτεινές μορφές α.ιοτό τους ψηλούς στρογγυλούς λόφους, ενώ στις φρενιασμένες προσευχές τους απαντούσαν δυνατοί τριγμοί και υπόκωφα βουητά από τα έγκατα της γης. Το 1747 ο αιδεσιμότατος Χόντλεη, νεοφερμένος στην προτεσταντική εκκλησία του Ντάνγουιτς, έκανε έν αξιομνημόνευτο κήρυγμα με θέμα τη κοντινή παρουσία του ‘Αρχοντα του Σκότους και των δαιμόνων του. Είπε τα εξής:
“Οι Βλάσφημοι Δαίμονες της Κόλασης εμφανίζονται τόσο συχνά στο χωριό μας ώστε δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Οι επάρατες Φωνές του Αζαζέλ και του Μπουζραέλ, του Βελζεβούλ και του Βελιάλ ακούγονται από τα Τρίσβαθα της Γης, όπως μπορούν να βεβαιώσουν πολλοί αξιόπιστοι Μάρτυρες που ζουν ακόμα. Εγώ ο ίδιος άκουσα μια Συνομιλία Μοχθηρών Δυνάμεων στο Λόφο πίσω από το Σπίτι μου πριν από δεκαπέντε μέρες περίπου, ακούγονταν Κροταλίσματα και Συρσίματα, Βογκητά, Σκληρίγματα και Σφυρίγματα που κανένα Πλάσμα του Κόσμου μας δε μπορεί να παραγάγει και που δε μπορεί να προέρχονταν παρά από τις Αβύσσους που μόνο η Μαύρη Μαγεία μπορεί ν’ αποκαλύψει και μόνο ο Διάβολος να ξεκλειδώσει”.
Ο κύριος Χόντλεί εξαφανίστηκε λίγο μετά που εκφώνησε αυτό το κήρυγμα, αλλά το κείμενο, τυπωμένο στο Σπρίνγκφιλντ, σώζεται ακόμα. Οι θόρυβοι στους λόφους συνεχίστηκαν ν’ αναφέρονται τα επόμενα χρόνια κι αποτελούν ακόμα μυστήριο για τους γεωλόγους και τους φυσιογράφους.
‘Άλλες παραδόσεις αναφέρουν μια εμετική δυσωδία κοντά στους κύκλους των πέτρινων στηλών που στεφανώνουν τους λόφους και ορμητικές αέρινες παρουσίες, που ακούγονται αμυδρά ορισμένες ώρες από κάποια συγκεκριμένα σημεία στα βάθη των μεγάλων φαραγγιών, ενώ πολλοί προσπαθούν ακόμα να εξηγήσουν τη «Πίστα Του Διαβόλου» μια ανεμοδαρμένη, καψαλισμένη βουνοπλαγιά που δε φυτρώνει ούτ’ ένα δέντρο, θάμνος ή αγριόχορτο.
Τέλος, οι ντόπιοι φοβούνται θανάσιμα τα πολυάριθμα νυχτοπούλια που σκούζουν τις ζεστές νύχτες. Τα θεωρούν ψυχοπομπούς που περιμένουν τις ψυχές των ετοιμοθάνατων, συγχρονίζοντας τα απόκοσμα κρωξίματά τους με τη κοφτή ανάσα του αρρώστου. Αν καταφέρουν ν’ αρπάξουν την ψυχή που φεύγει από το σώμα, φτερουγίζουν μακριά τερερίζοντας ένα σατανικό γέλιο. αλλά, αν αποτύχουνε, βυθίζονται σταδιακά σε μιαν απoγoητευμένη σιωπή.
Αυτοί οι θρύλοι, φυσικά, είναι γελοίοι κι εξωφρενικοί, αφού προέρχονται από μια ξεχασμένη αρχαιότητα. Και πράγματι, το Ντάνγουιτς είναι εξωφρενικά παλιό -πολύ αρχαιότερο από οποιαδήποτε κοινότητα βρίσκεται σ’ ακτίνα τριάντα μιλίων απ’ αυτό. Στα νότια του χωριού μπορεί κανείς να δει τους τοίχους του υπογείου και την καμινάδα ενός παλιού πρεσβυτερίου που χτίστηκε πριν το 1700, ενώ τα ερείπια του μύλου στους καταρράκτες, που χτίστηκε το 1806, είναι το πιο σύγχρονο έργο της αρχιτεκτονικής στο χωριό.
Η βιομηχανία δεν άνθισε εδώ και το πέρασμά της από το Ντάνγουιτς το δέκατο ένατο αιώνα αποδείχτηκε βραχύβιο. Παλιότερα απ’ όλα είναι τα μεγάλα δαχτυλίδια των πέτρινων στηλών στις κορφές των βουνών, αλλά αυτά αποδίδονται περισσότερο στους Ινδιάνους παρά στους αποίκους. Σωροί σκελετών και κρανίων, που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους και γύρω από τον ογκώδη επίπεδο βράχο στο λόφο Σέντινελ, υποστηρίζουν τις τοπικές δοξασίες ότι αυτά ήταν κάποτε τα νεκροταφεία άγνωστων φυλών, πολλοί εθνολόγοι, ωστόσο, απορρίπτοντας σαν απίθανη αυτή τη θεωρία, επιμένουν να τα θεωρούν απομεινάρια της Καυκάσιας φυλής.
ΙΙ
Στη περιφέρεια του Ντάνγουιτς, σε μια μεγάλη και μισοερειπωμένη αγροικία που ήταν χτισμένη πάνω σε μια πλαγιά, τέσσερα μίλια από το χωριό κι ενάμισι από τον κοντινότερο γείτονα, γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ Γουότλι στις πέντε το πρωί της Κυριακής, 2 Φλεβάρη 1913. ‘Ολοι θυμούνταν την ημερομηνία, επειδή, εκτός του ότι ήταν η Υπαπαντή την οποία οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς γιορτάζουν μυστηριωδώς μ’ άλλο όνομα ήχησαν γι’ άλλη μια φορά οι υπόκωφοι θόρυβοι στους λόφους κι όλα τα σκυλιά της γύρω περιοχής γάβγιζαν αδιάκοπα όλη τη νύχτα της παραμονής.
Λιγότερην αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η μητέρα ήταν απόγονη των εκφυλισμένων Γουότλι μια κάπως παραμορφωμένη, άσχημη κι άχρωμη γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε, που ζούσε με τον ηλικιωμένο και μισότρελο πατέρα της, που στα νιάτα του θεωρούνταν πρωταγωνιστής σε φρικτές ιστορίες μαγείας. Η Λαβίνια Γουότλι δεν ήταν παντρεμμένη, αλλά, όπως συνηθιζόταν στη περιοχή, δε προσπάθησε ν’ αποκηρύξει το παιδί. Οι ντόπιοι μπορούσαν -όπως κι έκαναν- να υποθέσουν ό,τι θέλανε.
Αντίθετα, εκείνη φαινόταν ανεξήγητα περήφανη για το μελαψό, τραγόμορφο βρέφος που ‘κανε τόσην αντίθεση με το δικό της αρρωστημένο αλμπινισμό (Σημ. Αλμπινισμός ή Αλφισμός: οργανική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από την πλήρη έλλειψη χρωστικών ουσιών στο δέρμα και τα μαλλιά και τα κοκκινωπά μάτια) και πολλοί την άκουγαν να μουρμουρίζει παράξενες προφητείες για τις ασυνήθιστες δυνάμεις και το συνταρακτικό μέλλον του.
Μα τούτη η συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από ένα μοναχικό πλάσμα σαν τη Λαβίνια, που συνήθιζε να περιπλανιέται στους λόφους μέσα στις καταιγίδες και να προσπαθεί να διαβάσει τα βλάσφημα βιβλία που είχε κληρονομήσει ο πατέρας της από δυο γενιές Γουότλι και που διαλύονταν πια από τη φθορά και το σαράκι. Δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο, το μυαλό της όμως ξεχείλιζε από ασύνδετα αποσπάσματα της αρχαίας γνώσης που της δίδαξε ο πατέρας της.
‘Ολοι απέφευγαν το απομακρυσμένο αγροτόσπιτο εξαιτίας της φήμης του γερο-Γουότλι, πως ασχολιόταν με τη μαύρη μαγεία κι ο ανεξήγητος, φρικτός θάνατος της γυναίκας του, όταν η Λαβίνια ήταν δώδεκα χρονών, δεν είχε βελτιώσει φυσικά τη φήμη του. Μόνη μέσα σε παράξενες επιρροές, η Λαβίνια περνούσε το χρόνο της με αλλόκοτες και μεγαλεπήβολες ονειροπολήσεις κι ασυνήθιστες ασχολίες. Εξάλλου, δεν είχε και πολλές δουλειές στο αγροτόσπιτο, όπου ακόμα κι η στοιχειώδης τάξη και καθαριότητα είχαν εκλείψει προ πολλού.
Μια φοβερή κραυγή κάλυψε ακόμα και τους θορύβους του λόφου και τ’ αλυχτίσματα των σκυλιών το χάραμα που γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ, αλλά κανείς γιατρός ή μαμή δεν παραβρέθηκε στην άφιξή του. Οι γείτονες δε μάθανε γι’ αυτόν παρά μια βδομάδα αργότερα, όταν ο γερο-Γουότλι οδήγησε το έλκηθρό του μες στο χιόνι ως το κέντρο του Ντάνγουιτς και κουβέντιασε ασυνάρτητα με την ομάδα των αργόσχολων που μαζεύονταν στο. παντοπωλείο του Οσμπορν.
Ο ηλικιωμένος άντρας φαινόταν αλλαγμένος -είχε προστεθεί άλλο ένα στοιχείο στη μυστικοπάθεια του ταραγμένου μυαλού του, μετατρέποντάς τον σιγά-σιγά από πηγή σε αντικείμενο του φόβου, μολονότι δεν ήταν απ’ αυτούς που θα συγχυζόταν από ένα συνηθισμένο οικογενειακό γεγονός. Μέσα σ’ όλ’ αυτά επέδειξε κάποια ίχνη της περηφάνειας που ‘γινε αργότερα πιο αντιληπτή στη στάση της κόρης του. Αυτά που είπε για τον πατέρα του παιδιού χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη των ακροατών του.
-“Δε με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, αν το αγόρι της Λαβίνια έμοιαζε με τον πατέρα του, δε θα έμοιαζε με τίποτα που ξέρουμε. Είναι κουτό να πιστεύετε ότι μόνο οι ντόπιοι είναι καλοί. Η Λαβίνια έχει διαβάσει κι έχει δει πράγματα που οι περισσότεροι από σας δεν τολμάτε ούτε να ψιθυρίσετε. Σας λέω, ο άντρας της είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν απ’ αυτή τη μεριά του ‘Αλσμπουρι κι αν ξέρατε για τους λόφους όσα ξέρω γω, δε θα ζητούσατε καλύτερη εκκλησία για το γάμο της. Ένα θα σας πω μόνο: κάποια μέρα θ’ ακούσετε το γιο της να καλεί τον πατέρα του από την κορυφή του λόφου Σέντινελ”!
Οι μόνοι που είδαν τον Γουίλμπουρ στη διάρκεια του πρώτου μήνα της ζωής του ήταν ο Ζαχαρίας Γουότλι, από το υγιές παρακλάδι της οικογένειας κι η γυναίκα του Ερλ Σόγιερ, η Μάμι Μπίσοπ. Η επίσκεψη της Μάμι έγινε από καθαρή περιέργεια και δικαιώθηκε με το παραπάνω από τις ιστορίες που είχε να διηγηθεί, αλλά ο Ζαχαρίας είχε πάει να παραδώσει ένα ζευγάρι γελάδες που ο γερο-Γουότλι είχε αγοράσει από τον Κέρτις, το γιο του.
Αυτά τα δυο ήταν τα πρώτα από αμέτρητα γελάδια που αγοράστηκαν από τη μικρή οικογένεια του Γουίλμπουρ ως το 1928, αφού πέρασε ο τρόμος του Ντάνγουιτς, ωστόσο, κανείς δεν είδε ποτέ το σαραβαλιασμένο στάβλο των Γουότλι γεμάτο με ζωντανά. Κάποια στιγμή, οι ντόπιοι ήταν αρκετά περίεργοι ώστε ν’ ανέβουν κρυφά και να μετρήσουν το κοπάδι που έβοσκε νωθρά στην απότομη πλαγιά πάνω από το παλιό αγροτόσπιτο. δε βρήκαν πάνω από δέκα ή δώδεκα λιπόσαρκα, αναιμικά ζωντανά. Προφανώς, κάποια μόλυνση ή αρρώστια -ίσως εξαιτίας του ανθυγιεινής βοσκής ή των νοσηρών παράσιτων από τα μουχλιασμένα δοκάρια του βρομερού στάβλου- θέριζε τα ζώα των Γουότλι.
Ωστόσο, παρατήρησαν παράξενες ουλές, σαν τομές, στο σώμα των γελαδιών και, μια δυο φορές στη διάρκεια των πρώτων μηνών, κάποιοι επισκέπτες είπανε πως είδανε παρόμοιες ουλές γύρω στο λαιμό του πελιδνού, αξύριστου γέρου και της βρομερής, κατσαρομάλλας αλμπίνας κόρης του.
Την άνοιξη μετά τη γέννηση του Γουίλμπουρ, η Λαβίνια ξανάρχισε τις συνηθισμένες τις περιπλανήσεις στους λόφους, κρατώντας στα δυσανάλογα μπράτσα της το μελαψό παιδί. Το γενικό ενδιαφέρον για τους Γουότλι υποχώρησε, αφού είχανε δει σχεδόν όλοι το παιδί και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να σχολιάσει το πόσο γρήγορα μεγάλωνε μέρα τη μέρα.
Η ανάπτυξή του ήταν πράγματι πρωτοφανής, αφού τρεις μήνες μετά τη γέννησή του είχε το ύψος και τη δύναμη που σπάνια βρίσκει κανείς σε μωρά κάτω του ενός έτους. Οι κινήσεις, ακόμα κι η φωνή του, δείχνανε μια πειθαρχία και σιγουριά, πολύ παράξενη για μωρό και κανείς δε ξαφνιάστηκε τελικά όταν, σ’ ηλικία εφτά μηνών, άρχισε να περπατά χωρίς βοήθεια, ξεπερνώντας και τα τελευταία ίχνη του δισταγμού του στη διάρκεια του επόμενου μήνα.
Λίγον αργότερα -και συγκεκριμένα στη γιορτή των Αγίων Πάντων- εμφανίστηκε μια δυνατή λάμψη τα μεσάνυχτα στη κορυφή του λόφου Σέντινελ, που βρίσκεται η παλιά επίπεδη πέτρα ανάμεσα στους τύμβους των αρχαίων σκελετών. ‘Αρχισαν αρκετές συζητήσεις όταν ο Σίλας Μπίσοπ -από τους υγιείς Μπίσοπ- ανέφερε πως είχε δει το αγόρι ν’ ανεβαίνει τρέχοντας ορμητικά το λόφο μαζί με τη μητέρα του, περίπου μιαν ώρα πριν φανεί η λάμψη.
Ο Σίλας είχε πάει να μαζέψει μια ξεστρατισμένη δαμάλα, αλλά παραλίγο να ξεχάσει την αποστολή του όταν είδε φευγαλέα τις δυο φιγούρες μες στο αχνό φως του φαναριού του. Έτρεχαν αθόρυβα σχεδόν μέσα από τα χαμόδεντρα κι ο εμβρόντητος μάρτυς είχε την εντύπωση πως ήταν εντελώς γυμνοί. Aργότερα είπε πως ίσως το αγόρι φορούσε κάποιου είδους ζωνάρι κι ένα σκουρόχρωμο φαρδύ παντελόνι.
Από τότε, πάντως, κανείς δεν είδε ποτέ τον Γουίλμπτουρ να μην είναι ντυμένος και κουμπωμένος μέχρι το λαιμό, ενώ η παραμικρή πιθανότητα ν’ αποκαλυφθεί μέρος του σώματός του τονε πλημμύριζεν οργή και νευρικότητα. Η αντίθεσή του με τους κουρελιάρηδες συγγενείς του, έκανε τους πάντες ν’ απορούν μέχρι που ο τρόμος του 1928 απάντησε στα ερωτήματά τους.
Τον επόμενο Γενάρη πολύ λίγοι ασχολήθηκαν με το γεγονός ότι «το μούλικο της Λαβίνια» είχεν αρχίσει να μιλά, μόλις έντεκα μηνών. Η ομιλία του ήταν αξιοθαύμαστη, τόσο γιατί διέφερε από το ιδίωμα της περιοχής όσο κι επειδή ήταν απαλλαγμένη από το παιδιάστικο ψεύδισμα σε βαθμό που θα ‘κανε περήφανο ένα παιδί τριών ή τεσσάρων χρονών.
Το αγόρι δεν ήταν φλύαρο. ωστόσο, όταν μιλούσε, είχε έναν αλλόκοτο τόνο που ‘τανε πρωτάκουστος στο Ντάνγουιτς και τους κατοίκους του. Κι η έκπληξή τους δε γεννιόταν μόνον απ’ αυτά που τον άκουγαν να λέει ή από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αλλά συνδεόταν με τη χροιά της φωνής, με τις ίδιες τις φωνητικές του χορδές που γεννούσανε τόσο παράξενο ήχο. Το παρουσιαστικό του είχε αποκτήσει στο μεταξύ μια παράξενη ωριμότητα, ενώ είχε το πολύ μικρό πηγούνι της μητέρας και του παππού του, η αετίσια, ρωμαϊκή μύτη του, σε συνδυασμό με την έκφραση των μεγάλων, σκουρόχρωμων, απύθμενων ματιών του του δίνανε την όψη σχεδόν ενήλικου μ’ εξαιρετική νοημοσύνη.
Ωστόσο, παρά τη λάμψη της εξυπνάδας του, ήταν εξαιρετικά άσχημος. Υπήρχε κάτι ζωώδες, τραγίσιο θα ‘λεγε κανείς, στα χοντρά του χείλη, το κιτρινωπό του δέρμα με τους διεσταλμένους πόρους, τα τραχιά σγουρά μαλλιά και τ’ ασυνήθιστα μακρόστενα αφτιά του. Γρήγορα άρχισαν να τον αντιπαθούν ακόμα περισσότερο απ’ όσο τον παππού και τη μητέρα του κι όλες οι συζητήσεις σχετικά μ’ αυτόν ήτανε καρυκευμένες μ’ αναφορές στη παλιά μαγεία του γερο-Γουότλι και στο πως σείστηκαν οι λόφοι τότε που είχε φωνάξει το φρικτό όνομα του Γιογκ Σοδόθ μέσα σ’ ένα κύκλο από πέτρες, κρατώντας ένα μεγάλο βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Εξάλλου, ήτανε και τα σκυλιά: μισούσαν το αγόρι, που αναγκαζόταν ν’ αμύνεται με διάφορους τρόπους στις απειλητικές διαθέσεις τους.
ΙΙΙ
Στο μεταξύ, ο γερο-Γουότλι συνέχιζε ν’ αγοράζει γελάδια, χωρίς το κοπάδι του να πληθαίνει ποτέ. Και μια μέρα, άρχισε να κόβει ξύλα και καταπιάστηκε με την επισκευή των τμημάτων του αγροτόσπιτου που είχανε πέσει σ’ αχρηστία. Ήταν άνετο οικοδόμημα με κεκλιμένη σκεπή και με το πίσω μέρος του, κυριολεκτικά σκαμμένο μες στη βραχώδη πλαγιά. Τα τρία λιγότερο καταστρεμμένα δωμάτια του ισογείου ήταν αρκετά για τις ανάγκες του ίδιου και της κόρης του. Πάντως, πρέπει να ‘χεν εκπληκτικά αποθέματα δύναμης για να φέρει σε πέρας τόσο σκληρή δουλειά και μολονότι εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ασυνάρτητα κατά καιρούς, οι ικανότητές του στη ξυλουργική μαρτυρούσανε κοφτερό μυαλό.
Είχε ξεκινήσει αυτή τη προσπάθεια από τη γέννηση του Γουίλμπουρ, επισκευάζοντας έν από τα υπόστεγα στην αυλή. Το κάρφωσε με σανίδες και το εξόπλισε μ’ ένα γερό καινούριο λουκέτο. Την ίδια επιμέλεια επέδειξε και στην επισκευή του ερειπωμένου πάνω ορόφου του σπιτιού. Η παραφροσύνη του εκδηλώθηκε μόνο όταν κάρφωσε με σανίδες όλα τα παράθυρα -αν και πολλοί πιστεύανε πως ήτανε τρελό και μόνο που ασχολήθηκε με την επισκευή του σπιτιού.
Πιο λογική τους φαινόταν η προσθήκη ενός δωματίου για τον εγγονό του στο ισόγειο. Αυτό το δωμάτιο -επενδυμένο με ψηλά, γερά ράφια, που πάνω τους ο γερο-Γουότλι τακτοποιούσε με σχολαστική τάξη όλα τα σαρακοφαγωμένα και μισοσκισμένα παλιά βιβλία που στην εποχή του ήταν ανάκατα στιβαγμένα- το είχανε δει πολλοί, αλλά κανείς δεν είχε ανέβει ποτέ στον ερμητικά κλειστό πάνω όροφο.
«Τα χρησιμοποίησα κι εγώ στην εποχή μου», μονολογούσε ο γερο-Γουότλι, συναρμολογώντας μια ασπρόμαυρη σελίδα με κόλλα που ετοίμαζε στο φούρνο της σκουριασμένης κουζίνας, «αλλά το αγόρι θα τα χρησιμοποιήσει ακόμα καλύτερα. Τα θέλει στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, γιατί απ’ αυτά θα διδαχτεί».
Όταν ο Γουίλμπουρ ήταν ενός έτους κι εφτά μηνών -το Σεπτέμβρη του 1914- το παρουσιαστικό και τα επιτεύγματά του ήτανε σχεδόν ανησυχητικά. Έμοιαζε με παιδί τεσσάρων ετών, ήταν ευφραδής κι απίστευτα έξυπνος ομιλητής. Έτρεχε ελεύθερα στους αγρούς, στους λόφους και συνόδευε τη μητέρα του σ’ όλες της τις περιπλανήσεις.
Στο σπίτι, μελετούσεν επιμελώς τις αλλόκοτες εικόνες και τα διαγράμματα των βιβλίων του παππού, ενώ ο γερο-Γουότλι τονε δίδασκε και τον κατηχούσε χαμηλόφωνα γι’ ατέλειωτα απομεσήμερα. Στο μεταξύ, η ανακαίνιση του σπιτιού είχε τελειώσει, γεννώντας ερωτηματικά σ’ όσους το βλέπανε. Γιατί ένα από τα παράθυρα του πάνω ορόφου, αυτό στο ανατολικό άκρο του αετώματος κοντά στο λόφο, είχε μετατραπεί σε πόρτα με χοντρά μαδέρια; Και σε τί εξυπηρετούσε η επικλινής πλατφόρμα που τη συνέδεε με το έδαφος;
Την ίδια εποχή περίπου, οι επισκέπτες παρατήρησανε πως η παλιά αποθήκη, που ήτανε διπλοκλειδωμένη και καρφωμένη με σανίδες από τότε που γεννήθηκε ο Γουίλμπoυρ, είχεν εγκαταλειφθεί και πάλι. Η πόρτα έχασκεν ανοιχτή και μια φορά που μπήκε ο Ερλ Σόγιερ -είχε πάει να παραδώσει καινούρια γελάδια στο γερο-Γουότλι- αναγούλιασε από την εμετική μυρωδιά που κυριαρχούσε εκεί, μια αηδιαστική δυσωδία, όπως είπε, που δεν είχε μυρίσει ποτέ πριν, παρά μόνο κοντά στους ινδιάνικους κύκλους πάνω στους λόφους -μια φρικτή βρώμα που δε μπoρεί να προερχόταν από τίποτα υγιές ή γήινο. Αλλά, πάλι, τα σπίτια και τα υπόστεγα των ανθρώπων του Ντάνγουιτς δε διακρίνονταν για την ευωδιά τους.
Τους επόμενους μήνες δε συνέβη κανένα σημαντικό γεγονός, εκτός από τ’ ότι όλοι ορκίζονταν πως είχανε παρατηρήσει μιαν αργή αλλά σταθερή αύξηση των μυστηριωδών κρότων από το λόφο. Τη Πρωτομαγιά του 1915 οι κρότοι αυτοί ακούστηκαν ως το ‘Αλσμπουρι, ενώ την ερχόμενη Αποκριά ακούστηκε ένα υπόγειο βουητό που ήταν ανεξήγητα συγχρονισμένο με τις εκρήξεις φωτιάς -«κατορθώματα αυτών των μάγων, των Γουότλι»- στη κορφή του λόφου Σέντινελ. Ο Γουίλμπουρ συνέχιζε να μεγαλώνει αφύσικα, μ’ αποτέλεσμα να είναι τεσσάρων ετών και να μοιάζει με δεκάχρονο παιδί.
Διάβαζε ασταμάτητα, μόνος του πια, αλλά μιλούσε πολύ λιγότερο από πριν. Ήταν τρομερά μυστικοπαθής κι οι ντόπιοι άρχισαν να σχολιάζουν για πρώτη φορά τη μοχθηρή έκφραση που αποτυπωνόταν μέρα τη μέρα στο τραγόμορφο πρόσωπό του. Κάποτε-κάποτε μουρμούριζε ακατάληπτα κορακίστικα κι έψαλλε σε αλλόκοτους ρυθμούς, προκαλώντας ρίγη ανομολόγητου τρόμου σ’ όποιο τύχαινε να τον ακούσει. Η απέχθεια που προκαλούσε σ’ όλα ανεξαιρέτως τα σκυλιά γίνηκε θέμα ατέλειωτων συζητήσεων. Κυκλοφορούσε με πιστόλι για να μπορεί να διασχίζει με ασφάλεια την εξοχή κι η σποραδική χρήση του όπλου δεν αύξησε, φυσικά, τη δημοτικότητά του στους ιδιοκτήτες των μαντρόσκυλων.
Οι λιγοστοί επισκέπτες του σπιτιού βρίσκανε συχνά τη Λαβίνια μόνη στο ισόγειο, ενώ παράξενοι θόρυβοι και βήματα αντηχούσαν από τον ερμητικά κλειστό πρώτο όροφο. Εκείνη δεν αποκάλυπτε ποτέ τι κάναν ο πατέρας κι ο γιος της εκεί πάνω, μολονότι μια φορά χλώμιασε και πανικοβλήθηκε όταν ένας πλανόδιος ψαράς -αιώνιο πειραχτήρι- έκανε ν’ ανοίξει τη κλειδωμένη πόρτα που οδηγούσε στη σκάλα. Αυτός είπε αργότερα στους αργόσχολους στο Ντάνγουιτς ότι του φάνηκε πως άκουσε ποδοβολητό αλόγου από τον πάνω όροφο.
Κείνοι το σκεφτήκανε λίγο, το συνδυάσανε με τη πλατφόρμα, τη πόρτα και τα γελάδια που εξαφανίζονταν τόσο τακτικά κι αναρρίγησαν όταν αναλογίστηκαν ιστορίες από τα νιάτα του γερο-Γουότλι και θρύλους για τρομερά πλάσματα που ξεπηδούν από τα έγκατα της γης όταν θυσιάζεται ένας ταύρος τη κατάλληλη στιγμή με συγκεκριμένο τελετουργικό. Είχανε παρατηρήσει από καιρό πως τα σκυλιά απεχθάνονταν κι έτρεμαν ολόκληρο το κτήμα των Γουότλι, το ίδιο λυσσασμένα όσο μισούσαν κι έτρεμαν τον ίδιο τον Γουίλμπουρ.
Το 1917 ξέσπασε ο πόλεμος κι ο δικαστής Σόγιερ Γουότλι, επικεφαλής του τοπικού στρατολογικού γραφείου, δυσκολεύτηκε να βρει στο Ντάνγουιτς αρκετούς νέους κατάλληλους να σταλούν για εκπαίδευση. Η κυβέρνηση, ξαφνιασμένη από τόσα έντονα σημάδια γενικής κατάπτωσης, έστειλε μερικούς αξιωματικούς και στρατιωτικούς γιατρούς να κάνουν έρευνες.
Το πόρισμα των ερευνών τους εκδόθηκε στον Τύπο της Νέας Αγγλίας, όπως ίσως θυμούνται οι αναγνώστες. Η δημοσιότητα αυτή έβαλε τους δημοσιογράφους στα ίχνη των Γουότλι. Η Μπόστον Γκλόουμπ κι η ‘Αρκχαμ Αντβερτάιζερ τυπώσανε φανταχτερά άρθρα στα κυριακάτικα φύλλα τους γύρω από τη πρόωρη ανάπτυξη του νεαρού Γουίλμπουρ, τη μαύρη μαγεία του γερο-Γουότλι, τα παράξενα βιβλία στα ράφια, το σφραγισμένο πρώτο όροφο της παλιάς αγροικίας, τα παράδοξα φαινόμενα όλης της περιοχής και τους θορύβους των λόφων της. Ο Γουίλμπουρ ήταν τεσσεράμισι ετών τότε κι έμοιαζε δεκαπεντάχρονος νεαρός. Τα χείλη και τα μάγουλά του σκοτείνιαζαν ήδη από γένια κι η φωνή του είχε αρχίσει να χοντραίνει.
Ο Ερλ Σόγιερ συνόδευσε στο σπίτι των Γουότλι ομάδες δημοσιογράφων και φωτογράφων και τους επέστησε την προσοχή στην απαίσια δυσωδία που τώρα φαινόταν ν’ αναδύεται από τον πάνω όροφο.
“Ήταν”, είπε, “ακριβώς σαν τη μυρωδιά που του είχε κόψει την ανάσα στο υπόστεγο που εγκαταλείφθηκε μετά την αποπεράτωση της επισκευής του σπιτιού και σαν τις αμυδρές αναθυμιάσεις που υπήρχαν μερικές φορές κοντά στον πέτρινο κύκλο στα βουνά”. Οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς διαβάσανε τ’ άρθρα που γραφτήκανε και χαμογελάσανε για τις ανακρίβειες. Απορήσανε, κυρίως, που οι συντάκτες επιμένανε τόσο στ’ ότι ο γερο-Γουότλι πλήρωνε πάντα για τα γελάδια του με αρχαία χρυσά νομίσματα. Οι Γουότλι είχανε δεχτεί τους επισκέπτες τους μ’ απροκάλυπτη δυσφορία, μολονότι δε τόλμησαν να προκαλέσουν επιπλέον δημοσιότητα με μια βίαιην αντίδραση ή την άρνηση να μιλήσουν.
IV
Για μια δεκαετία τα χρονικά των Γουότλι θάβονται μες στη γενική ζωή μιας αρρωστημένης κοινότητας που ‘ταν εξοικειωμένη με τις αλλόκοτες συνήθειές τους και μαθημένη στα όργιά τους κάθε Πρωτομαγιά και των Αγίων Πάντων. Δυο φορές το χρόνο θ’ ανάβανε φωτιές στη κορφή του λόφου Σέντινελ και τα βουητά του βουνού θ’ ακούγονταν ακόμα δυνατότερα κι αγριότερα. ωστόσο, σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου γίνονταν αλλόκοτα και δυσοίωνα πράγματα στο μοναχικό αγροτόσπιτο.
Οι επισκέπτες ισχυρίζονταν πως άκουγαν παράξενους ήχους από το σφραγισμένο πάνω όροφο ακόμα κι όταν όλα τα μέλη της οικογένειας ήτανε κάτω κι αναρωτιόνταν πόσο βασανιστικά αργά θυσιαζότανε συνήθως μια γελάδα ή ένας ταύρος. Συζητήσανε λίγο τη πιθανότητα να προσφύγουνε στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων, αλλά τελικά το άφησαν να περάσει. Βλέπετε, οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς αποφεύγανε κατά κανόνα να τραβούνε πάνω τους τη προσοχή του έξω κόσμου.
Γύρω στο 1923, όταν ο Γουίλμπουρ ήταν δεκάχρονο αγόρι, ενώ το μυαλό, η φωνή, το παράστημα και το γενειοφόρο πρόσωπό του δίνανε την εντύπωση του ώριμου άντρα, άρχισε καινούριος οργασμός δραστηριότητας στο παλιό σπίτι. Αυτή τη φορά περιορίστηκε στο σφραγισμένο πάνω όροφο κι απο τις ξηλωμένες σανίδες που συσσωρευτήκανε στην αυλή οι άνθρωποι συμπέραναν ότι ο νεαρός κι ο παππούς του είχανε ρίξει όλα τα χωρίσματα κι είχαν αφαιρέσει, μάλιστα και το δάπεδο της σοφίτας, αφήνοντας ένα πελώριο κενό χώρο ανάμεσα στο δάπεδο του πρώτου ορόφου και την επικλινή στέγη. Οι Γουότλι είχανε γκρεμίσει ακόμα και τη μεγάλη κεντρική καμινάδα και συνδέσανε στη σκουριασμένη κουζίνα έν εξωτερικό τενεκεδένιο μπουρί σόμπας.
Την επόμενη άνοιξη, ο γερο-Γουότλι παρατήρησε πως αυξανόταν ο αριθμός των νυχτοπουλιών που βγαίναν από το Φαράγγι Της Κρύας Πηγής για να τιτιβίσουνε κάτω από το παράθυρό του τις νύχτες. Έδινε μεγάλη σημασία στο γεγονός κι είπε στους αργόσχολους του ‘Οσμπορν ότι μάλλον πλησίαζε η ώρα του.
· -“Κρώζουν ακριβώς με το ρυθμό της ανάσας μου τώρα”, είπε “κι ετοιμάζονται, φαντάζομαι, ν’ αρπάξουν τη ψυχή μου. Ξέρουν ότι φεύγω και δε θέλουν να τη χάσουν. Αφού φύγω, θα καταλάβετε όλοι σας αν μ’ έπιασαν ή όχι. Αν τα καταφέρουν, θα τερερίζουν σαν να γελάνε ως το ξημέρωμα. Αν όχι, θα ‘ναι ήσυχα. Τα περιμένω, όμως και σκοπεύω να παλέψω άγρια για τη ψυχή μου”!
Το βράδυ της Γιορτής της Σοδειάς, την 1η Αυγούστου 1924, ο δόκτωρ Χόφτον από το ‘Αλσμπουρι κλήθηκεν επειγόντως από τον Γουίλμπουρ Γουότλι, που ‘χε καλπάσει σα τρελός μες στη νύχτα με το μοναδικό άλογο που του ‘χεν απομείνει για να τηλεφωνήσει από το μαγαζί του Όσμπορν. Φτάνοντας, βρήκε το γερο-Γουότλι σε πολύ σοβαρή κατάσταση.
Ο σφυγμός κι η ρογχώδης ανάσα του, μαρτυρούσαν ότι το τέλος πλησίαζε. Η άσχημη αλμπίνα κόρη του κι ο παράξενα γενειοφόρος εγγονός του στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι, ενώ από το άδειο κέλυφος από πάνω ακούγονταν ρυθμικά πλαταγίσματα ή πλατσουρίσματα, σαν τον παφλασμό κυμάτων σε λεία ακρογιαλιά.
‘Ομως αυτό που ενόχλησε πάνω απ’ όλα το γιατρό ήταν τα φλύαρα νυχτοπούλια απ’ έξω: μια πολυπληθής λεγεώνα πουλιών που τσίριζε ξανά και ξανά το ατέλειωτο σάλπισμά της σε διαβολικό συντονισμό με τη ρηχή ανάσα του ετοιμοθάνατου. “Ήταν απαίσιο κι αφύσικο…φρικιαστικό”, σκέφτηκε ο δόκτωρ Xόφτoν, όπως κι όλη η περιοχή στην οποία είχε μπει τόσο απρόθυμα ανταποκρινόμενος στην επείγουσα κλήση.
Γύρω στη μία το πρωί, ο γερο-Γουότλι ανέκτησε τις αισθήσεις του, διέκοψε το αγκομαχητό του και ψέλλισε μερικές λέξεις στον εγγονό του:
-“Περισσότερο χώρο, Γουίλι, περισσότερο χώρο, γρήγορα. Εσύ μεγαλώνεις, αλλά κείνο μεγαλώνει γρηγορώτερα. Σύντομα θα ‘ναι έτοιμο να σε υπηρετήσει, αγόρι μου. ‘Ανοιξε τις πύλες του Γιογκ Σοδόθ με το μεγάλο ψαλμό που θα βρεις στη σελίδα 751 της ολοκληρωμένης έκδοσης και τότε μόνο βάλε φωτιά στη φυλακή. Η φωτιά από τη γη δε μπορεί να το βλάψει πια”.
Ήτανε θεότρελος, πέρ’ από κάθε αμφιβολία. Μετά από μια παύση, που στη διάρκεια της το κοπάδι των νυχτοπουλιών απ’ έξω συντόνισε τα κρωξίματά του με τον αλλαγμένο ρυθμό της ανάσας του κι ακουστήκανε παράξενες βροντές από το βουνό, πρόσθεσε μερικές ακόμα φράσεις: “Τάιζέ το τακτικά, Γουίλι, μη τ’ αφήσεις να πεινάσει, αλλά ούτε και να μεγαλώσει πολύ γρήγορα, γιατί, αν βγει έξω πριν ανοίξεις το Γιογκ Σοδόθ, θα τελειώσουν όλα. Μόνο κείνοι από κει έξω μπορούν να το κάνουν να πολλαπλασιαστεί και να δουλέψει… Μόνο κείνοι, οι παλιοί που θέλουν να γυρίσουν πίσω…”
Τα λόγια του πνιγήκανε ξανά σ’ αγκομαχητά κι η Λαβίνια έβγαλε μια κραυγή όταν τα κρωξίματα απ’ έξω συγχρονιστήκανε και πάλι με την ανάσα του. Αυτό συνεχίστηκε για μιαν ώρα σχεδόν, ώσπου άρχισε ο τελικός ρόγχος. Κι όταν ο δόκτωρ Χόφτον κατέβασε τα ρυτιδωμένα βλέφαρα πάνω από τα απλανή γκρίζα μάτια, ο σαματάς των πουλιών σιγά-σιγά έσβησε τελείως. Η Λαβίνια έκλαιγε με λυγμούς, αλλά ο Γουίλμπουρ γέλασε, ενώ οι κρότοι από τα έγκατα της γης ηχούσαν από μακριά.
-“Δεν τον έπιασαν!” μουρμούρισε με τη βαθιά, βαρύτονη φωνή του.
Ο Γουίλμπουρ είχε αποκτήσει πραγματικά φοβερή μόρφωση με το μονόπλευρο τρόπο του κι ήτανε γνωστός δι’ αλληλογραφίας σε πολλούς βιβλιοθηκάριους στα μακρινά μέρη που φυλάσσονται σπάνια κι απαγορευμένα βιβλία. Οι άνθρωποι του Ντάνγουιτς τον μισούσανε και τον έτρεμαν όλο και περισσότερο, ειδικά όταν άρχισαν να τον υποψιάζονται για την εξαφάνιση μερικών παιδιών.
Αλλά κατάφερναν πάντα να αποσιωπούν την έρευνα από φόβο ή από απληστία, αφού τα παλιά χρυσά νομίσματα εξακολουθούσαν, όπως και στην εποχή του παππού του, να ρέουνε τακτικά για την αγορά γελαδιών. Στο μεταξύ, ο Γουίλμπουρ έδειχνε πραγματικός άντρας πια και μολονότι το ύψος του ήταν ήδη στον μέσον όρο συνέχιζε ν’ αναπτύσσεται. Το 1925, όταν τον επισκέφτηκε ένας καθηγητής από το πανεπιστήμιο Μισκατόνικ -με τον οποίο αλληλογραφούσε- κι έφυγε αργότερα κάτωχρος και ταραγμένος, ο μικρός είχε ξεπεράσει τα δυο μέτρα σε ύψος.
Από την αρχή ο Γουίλμπουρ αντιμετώπιζε την παραμορφωμένη αλμπίνα μητέρα του με ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηση και τελικά της απαγόρευσε ν’ ανεβαίνει μαζί του στα βουνά τα βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων. Το 1926, το θλιβερό πλάσμα παραπονέθηκε στη Μάμι Μπίσοπ ότι τον φοβόταν.
-“Ξέρω περισσότερα γι’ αυτόν απ’ όσα μπορώ να σου πω, Μάμι”, είπε “και τον τελευταίο καιρό υπάρχουνε κι άλλα που δε θέλω να μάθω! Μάρτυς μου ο Θεός, δεν ξέρω ούτε τι θέλει ούτε τι προσπαθεί να κάνει”.
Κείνη τη μέρα των Αγίων Πάντων, οι θόρυβοι από το βουνό ηχήσανε δυνατότεροι από ποτέ και φλόγες φωτίσανε τη κορφή του Σεντινέλ. Οι ντόπιοι όμως προσέξανε πιότερο τα ρυθμικά κρωξίματα ενός μεγάλου σμήνους νυχτοπουλιών που, έχοντας καθυστερήσει αφύσικα στην αποδημία τους, είχανε συγκεντρωθεί γύρω από τη σκοτεινή αγροικία των Γουότλι.
Μετά τα μεσάνυχτα, οι διαπεραστικές νότες τους ξεσπάσανε σ’ ένα είδος τερερίσματος που θύμιζε σατανικό γέλιο κι αντηχούσε σ’ όλη τη περιοχή μέχρι που ‘φεξε για τα καλά, Μόνο τότε εξαφανιστήκανε, πετώντας βιαστικά προς το Νότο, τουλάχιστον ένα μήνα αργότερα από συνήθως, Κανείς δε μπόρεσε να το εξηγήσει αυτό παρά μόνον αργότερα. Δεν είχε πεθάνει κανείς από τους χωρικούς, αλλά κανείς δε ξανάδε τη δύστυχη Λαβίνια Γουότλι, την εκφυλισμένη αλμπίνα.
Το καλοκαίρι του 1927, ο Γουίλμπουρ επισκεύασε δυο καλύβες στην αυλή του σπιτιού κι άρχισε να μεταφέρει κει τα βιβλία και τα πράγματά του. Λίγον αργότερα, ο Ερλ Σόγιερ ανακοίνωσε σ’ αυτούς που συχνάζανε στου Όσμπορν ότι οι ξυλουργικές εργασίες είχανε ξαναρχίσει στην αγροικία των Γουότλι. Ο Γουίλμπουρ κάρφωνε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του ισογείου και μάλλον αφαιρούσε τα χωρίσματα, όπως είχε κάνει ο παππούς του στον πάνω όροφο πριν απο τέσσερα χρόνια.
Τώρα έμενε σε μιαν από τις δυο αποθήκες κι ο Σόγιερ είπε πως του φαινόταν ασυνήθιστα ανήσυχος και φοβισμένος. ‘Ολοι υποψιάζονταν ότι ήξερε κάτι για την εξαφάνιση της μητέρας του κι ελάχιστοι τολμούσαν να πλησιάσουνε πλέον στο κτήμα του. Είχε ξεπεράσει τα δυο μέτρα και δεκαπέντε πόντους σε ύψος και τίποτα δεν έδειχνε πως η ανάπτυξή του θα σταματούσε.
V
Το πιο παράδοξο γεγονός του επόμενου χειμώνα ήταν το πρώτο ταξίδι του Γουίλμπουρ έξω από τα όρια του Ντάνγουιτς, Παρά τη πυκνή αλληλογραφία του, με τη Βιβλιοθήκη Γουάιντνερ του Χάρβαρντ, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, το Βρετανικό Μουσείο, το Πανεπιστήμιο του Μπουένος ‘Αιρες και τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Μισκατόνικ στο ‘Αρκχαμ, δε κατάφερε να δανειστεί το βιβλίο που χρειαζόταν απεγνωσμένα.
Έτσι, ξεκίνησε τελικά ο ίδιος -άθλιος, βρώμικος, με γενειάδα και με άξεστη διάλεκτο- να συμβουλευτεί ένα αντίγραφο στο Μισκατόνικ, που ‘τανε το πιο κοντινό γεωγραφικά. Με ύψος κοντά δυόμισι μέτρα τώρα και με τη καινούρια βαλίτσα που ‘χεν αγοράσει από το μαγαζί του Όσμπορν, το μελαψό και τραγόμορφο τέρας εμφανίστηκε μια μέρα στο ‘Αρκχαμ ζητώντας το φοβερό βιβλίο που φυλασσότανε κλειδωμένο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου: το τρομερό Νεκρονομικόν του τρελού ‘Αραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ στη λατινική έκδοση του Ολάους Βόρμιους, όπως κυκλοφόρησε στην Ισπανία το δέκατο έβδομο αιώνα.
Κι ενώ δεν είχε ξαναδεί ποτέ του πόλη, η μοναδική του έγνοια ήταν να βρει το δρόμο για το πανεπιστήμιο. Φτάνοντας, πέρασεν απτόητος μπροστά από το μεγαλόσωμο σκυλί-φύλακα που, έχοντας γυμνώσει τα δόντια του, γάβγιζε μ’ αφύσικη λύσσα κι εχθρότητα και τέντωνε φρενιασμένα τη χοντρή αλυσίδα του.
Ο Γουίλμπουρ είχε μαζί του την ανεκτίμητη αλλ’ ατελή αγγλική έκδοση του δόκτορα Ντι, που του ‘χε κληροδοτήσει ο παππούς του. Καταφέρνοντας να πάρει στα χέρια του το λατινικό αντίγραφο, άρχισε αμέσως να παραβάλλει τα δυο κείμενα, με σκοπό ν’ ανακαλύψει το συγκεκριμένο απόσπασμα που αντιστοιχούσε στη σελίδα 751 του ελλιπούς αντιγράφου του.
Αυτό δε μπορούσε να το κρύψει από το βιβλιοθηκάριο -τον καθηγητή Χένρι ‘Αρμιτατζ (πτυχιούχο τριών πανεπιστημίων) που τον είχε επισκεφτεί στο αγρόκτημα και τώρα του ‘κανε διάφορες ερωτήσεις χωρίς να τον προσβάλει. ‘Οπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί, έψαχνε για κάποια μαγική ωδή ή ξόρκι που θα περιείχε το φοβερό όνομα Γιογκ-Σοδόθ, αλλά δυσκολευόταν συναντώντας ασυμφωνίες, επαναλήψεις και διφορούμενες διατυπώσεις. Κι ενώ κείνος αντέγραφε τη μαγική ωδή που διάλεξε τελικά, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κοίταξε άθελά του πάνω από τον ώμο του νεαρού τις ανοιχτές σελίδες. Η αριστερή, η λατινική έκδοση, περιείχε τερατώδεις απειλές για την ειρήνη και τη πνευματική υγεία του κόσμου:
“Κι ούτε πρέπει να πιστεύετε (έλεγε το κείμενο όπως το μετέφραζε νοερά ο ‘Αρμιτατζ) πως ο άνθρωπος είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος κύριος της γης ή πως τα γνωστά ζωντανά κι υλικά πράγματα είναι τα μόνα στον κόσμο. Οι Παλιοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. ‘Οχι στις διαστάσεις που γνωρίζουμε, αλλά ανάμεσά τους βαδίζουνε γαλήνιοι και πρωτογενείς, αδιάστατοι κι αόρατοι για τα μάτια μας. Ο Yog-Sothoth ξέρει τη Πύλη.
Ο Yog-Sothoth είναι η Πύλη. Ο Yog-Sothoth είναι το Κλειδί κι ο Φύλακας της Πύλης. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, όλα είναι ένα με τον Yog-Sothoth. Ξέρει από που φύγαν οι Παλιοί τότε κι από πού θα ξαναγυρίσουν. Ξέρει πού πάτησαν Εκείνοι το έδαφος της γης και που θα το πατήσουν ξανά και γιατί κανείς δε μπορεί να Τους εμποδίσει. Μόνο από τη μυρωδιά Τους καταλαβαίνουν οι άνθρωποι μερικές φορές τη Παρουσία Τους, αλλά τη Μορφή Τους δε μπορεί να τη ξέρει κανείς, εκτός από τα χαρακτηριστικά που Αυτοί προσδώσανε στην ανθρωπότητα.
Κι αυτά είναι πολλών ειδών και ποικίλλουν από το πιστότερο ομοίωμα του ανθρώπου ως το αόρατο κι άυλο σχήμα που έχουν Αυτοί. Περπατούν αόρατοι και τρομεροί σε μοναχικά μέρη όπου έχουν προφερθεί οι Λέξεις κι έχουν απαγγελθεί δυνατά οι Τελετουργίες στις Εποχές τους. Ο άνεμος μουρμουρίζει με τις φωνές Τους κι η γη ψιθυρίζει με τη συνείδησή Τους. Τσακίζουνε το δάσος και συνθλίβουνε τη πόλη για να μη μπορεί κανέν από τα δυο να δει το χέρι που χτυπά. Η Καντάθ Τους γνώρισε στην ερημιά των πάγων, αλλά ποιός άνθρωπος γνωρίζει τη Καντάθ;
Η παγωμένη έρημος του Νότου και τα βουλιαγμένα νησιά του Ωκεανού έχουνε πέτρες που φέρουνε τη σφραγίδα Τους, αλλά ποιός έχει δει την παγωμένη πόλη ή το σφραγισμένο πύργο που στολίζεται εδώ κι αιώνες με φύκια και πεταλίδες; Ο Μέγας Κθούλου είναι ο ξάδερφός Τους κι ωστόσο μόνο θολά μπορεί να Τους διακρίνει. Ιά! Σουμπ-Νιγκουράθ! Σα δυσωδία θα Τους γνωρίσετε. Το χέρι Τους βρίσκεται στο λαιμό σας, αλλά δεν Τους βλέπετε.
Η Κατοικία Τους είναι μέσα στα διπλοκλειδωμένα σπιτικά σας. Ο Yog-Sothoth είναι το Κλειδί της Πύλης, όπου συναντιούνται πολλές σφαίρες. Ο άνθρωπος κυβερνά τώρα κει που Αυτοί κυβερνούσανε κάποτε. Σύντομα θα κυβερνούν Αυτοί κει που τώρα κυβερνά ο άνθρωπος. Μετά το καλοκαίρι έρχεται ο χειμώνας, μετά το χειμώνα το καλοκαίρι. Περιμένουν υπομονετικοί και σίγουροι, γιατί ξέρουν ότι θα ξανάρθει η Βασιλεία Τους”.
Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ, συνδυάζοντας αυτά που διάβαζε με τα όσα είχεν ακούσει για το Ντάνγουιτς, για τις ζοφερές παρουσίες του, για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τη σκοτεινή, αποτρόπαιη φήμη γύρω από το όνομά του, που ξεκινούσε απο μια μυστηριώδη γέννα κι έφτανε στην υποψία μητροκτονίας, ένιωσε να τον τυλίγει ένας τρόμος τόσον απτός όσο η υγρασία του τάφου.
Ο ζωόμορφος γίγαντας που ήταν σκυμμένος μπροστά του έμοιαζε με γέννημα άλλου πλανήτη ή διάστασης, με κάτι που ανήκε μόνο κατά ένα μέρος στην ανθρωπότητα και είχε δεσμούς με μαύρες αβύσσους ουσίας και οντότητας που απλώνονται σαν τιτάνια φαντάσματα πέρα από τις σφαίρες της δύναμης και της ύλης, του χώρου και του χρόνου. Ο Γουίλμπουρ σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να μιλάει μ’ αυτή τη παράξενη, βαρύτονη φωνή που μαρτυρούσε πως οι φωνητικές του χορδές δεν ήταν ακριβώς ανθρώπινες.
-“Κύριε ‘Αρμιτατζ”, είπε, “νομίζω ότι πρέπει να δανειστώ αυτό το βιβλίο. Υπάρχουνε πράγματα που πρέπει να δοκιμάσω κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που είναι αδύνατες εδώ και θα ήτανε θανάσιμο αμάρτημα ν’ αφήσετε ένα γραφειοκρατικό κανονισμό να με σταματήσει. Αφήστε με να το πάρω μαζί μου, κύριε και σας ορκίζομαι ότι κανείς δε θα το καταλάβει.
Δε χρειάζεται να σας πω ότι θα το προσέξω σαν τα μάτια μου. Δεν κατάντησα εγώ το αντίγραφο του Ντι σ’ αυτά τα χάλια…” Διέκοψε τη φράση του διαβάζοντας την ανυποχώρητη άρνηση στο πρόσωπο του βιβλιοθηκάριου και τα ζωόμορφα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. Ο ‘Αρμιτατζ, έτοιμος να του πει ότι μπορούσε ν’ αντιγράψει όποια αποσπάσματα ήθελε, σκέφτηκε ξαφνικά τα πιθανά επακόλουθα και συγκρατήθηκε.
Θα ‘παιρνε πολύ μεγάλη ευθύνη δίνοντας σ’ ένα τέτοιο πλάσμα το κλειδί για ανίερες εξώτερες σφαίρες. Ο Γουότλι μάντεψε τις σκέψεις του και προσποιήθηκε τον αδιάφορο. “Πολύ καλά, λοιπόν, αφού αυτό θέλετε. Ίσως στο Χάρβαρντ δεν είναι τόσο κατηγορηματικοί όσο σεις”. Χωρίς άλλη λέξη, σηκώθηκε και βγήκε από το κτίριο, σκύβοντας για να περάσει από τις πόρτες.
Ο ‘Αρμιτατζ άκουσε το άγριο γάβγισμα του μεγάλου σκυλιού-φύλακα και κοίταξε τη θεόρατη κορμοστασιά του Γουότλι να διασχίζει τον κήπο του πανεπιστημίου που φαινόταν από το παράθυρο. Αναλογίστηκε τις άγριες ιστορίες που ‘χεν ακούσει και θυμήθηκε τα παλιά άρθρα που είχανε κυκλοφορήσει στην Κυριακάτικη Αντβερτάιζερ, μαζί με τις δοξασίες που ‘χε σταχυολογήσει από τους χωρικούς του Ντάνγουιτς στη διάρκεια της επίσκεψής του…
Αόρατα πράγματα που δεν ήταν από τη γη -ή τουλάχιστον από την τρισδιάστατη γη- κυκλοφορούσανε, δύσοσμα και τρομακτικά, μες στα λαγκάδια της Νέας Αγγλίας και γεννοβολούσαν αισχρά πάνω στις κορφές των βουνών. Γι’ αυτό ήτανε βέβαιος από πολύ καιρό. Τώρα όμως ένιωθε να πλησιάζει ανατριχιαστικά ο Εισβολέας-Τρόμος κι αντιλήφθηκε μια τρομακτική πρόοδο στο σχέδιο του αρχαίου και, κάποτε, παθητικού Εφιάλτη.
Απέστρεψε το βλέμμα από το Νεκρονομικόν, μ’ ένα ρίγος αποστροφής, αλλά στο δωμάτιο κυριαρχούσε ακόμα μια ανόσια κι ακαθόριστη δυσοσμία. «Σαν δυσωδία θα Τους γνωρίσετε», αναλογίστηκε. Ναι, η μυρωδιά ήταν η ίδια που τον είχε αναγουλιάσει στην αγροικία των Γουότλι λιγότερο από τρία χρόνια πριν. Σκέφτηκε τον Γουίλμπουρ, ζωόμορφο κι απειλητικό άλλη μια φορά και γέλασε δυνατά όταν θυμήθηκε τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο χωριό για τον πατέρα του.
-“Ενδογαμία;” μονολόγησε ο ‘Αρμιτατζ. “Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι αφελείς! Δείξε τους το Μέγα Θεό Πάνα του ‘Αρθουρ Μάχεν και θα τον αποδώσουν σ’ ένα συνηθισμένο σκάνδαλο του Ντάνγουιτς! Αλλά τί πλάσμα, ποιά επάρατη, αόρατη δύναμη πάνω ή έξω απ’ αυτή τη τρισδιάστατη γη ήταν ο πατέρας του Γουίλμπουρ Γουότλι; Γεννημένος την Υπαπαντή, εννιά μήνες μετά τη Πρωτομαγιά του 1912, όταν ο απόηχος των κρότων της γης έφτασε μέχρι το ‘Αρκχαμ… Τί βάδισε πάνω στα βουνά κείνη τη νύχτα; Ποιά ανόσια φρίκη εμφανίστηκε στον κόσμο με μισοανθρώπινο αίμα και σάρκα”;
Στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ βάλθηκε να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπoρούσε για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τις άυλες παρουσίες γύρω από το Ντάνγουιτς. Επικοινώνησε με το δόκτορα Χόφτον από το ‘Αλσμπουρι, που ‘χε φροντίσει τον γερο-Γουότλι στη μοιραία του αρρώστια και τα τελευταία λόγια του παππού, όπως τα επανέλαβε λέξη προς λέξη ο γιατρός, του γεννήσαν νέα ερωτηματικά.
Μια επίσκεψη στο Ντάνγουιτς δεν του αποκάλυψε τίποτα καινούριο, αλλά μια πιο προσεκτική ανάγνωση του Νεκρονομικού, στα ίδια αποσπάσματα που αναζητούσε τόσον απεγνωσμένα ο Γουίλμπουρ, φάνηκε να παρέχει καινούριες και τρομερές πληροφορίες για τη φύση, τις μεθόδους και τις επιθυμίες του αλλόκοτου δαίμονα που απειλούσε αυτό τον πλανήτη.
Συζητώντας με αρκετούς μελετητές αρχαϊκής γνώσης στη Βοστόνη κι αλληλογραφώντας με πολλούς άλλους, ένιωσε να τον πλημμυρίζει όλο και μεγαλύτερο δέος, που εξελίχτηκε από ανησυχία σε μια κατάσταση δριμύτατου διανοητικού τρόμου. Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, ένιωσε ότι κάτι έπρεπε να γίνει με την απειλή που καραδοκούσε στη κοιλάδα του Μισκατόνικ και με το τερατώδες πλάσμα που ήτανε γνωστό με το ανθρώπινο όνομα Γουίλμπουρ Γουότλι.
Ο τρόμος του Ντάνγουιτς ξέσπασε ανάμεσα στη Γιορτή της Σοδειάς και την ισημερία του 1928 κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που γίναν μάρτυρες του φρικιαστικού προλόγου του. Είχε μάθει, στο μεταξύ, για τη γκροτέσκα εμφάνιση του Γουότλι στο Κέμπριτζ και τις απεγνωσμένες του προσπάθειες να δανειστεί ή ν’ αντιγράψει αποσπάσματα του Νεκρονομικού από τη Βιβλιοθήκη Γουάντνερ.
Αυτές οι προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες, αφού ο ‘Αρμιτατζ είχε στείλει σαφείς προειδοποιήσεις σ’ όλους τους βιβλιοθηκάριους που ήταν υπεύθυνοι για το φοβερό βιβλίο. Ο Γουίλμπουρ φάνηκε τρομερά ανήσυχος στο Κέμπριτζ χρειαζόταν οπωσδήποτε το βιβλίο κι ανυπομονούσε να επιστρέψει το συντομότερο στη γενέτειρά του, σα να φοβόταν ότι κάτι φοβερό θα συνέβαινε στη διάρκεια της απουσίας του.
Στις αρχές Αυγούστου συνέβη αυτό που σχεδόν αναμενόταν, Τις μικρές ώρες της 3ης του μήνα, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ ξύπνησε ξαφνικά από τ’ άγρια, φρενιασμένα ουρλιαχτά του σκύλου-φύλακα του πανεπιστημίου. Βραχνά και τρομακτικά, τ’ αλαλιασμένα, ξετρελαμένα αλυχτίσματα και γρυλίσματα συνεχίζονταν με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, αλλά και παύσεις με τρομερά υπονοούμενα. Τότε αντήχησε μια κραυγή από έναν εντελώς διαφορετικό λάρυγγα, μια κραυγή που ξύπνησε το μισό ‘Αρκχαμ και στοίχειωσε τον ύπνο των κατοίκων του για πάντα, μια κραυγή που δε θα μπορούσε να προέρχεται από πλάσμα που γεννήθηκε στη γη ή που ανήκει σ’ αυτή.
Ο ‘Αρμιτατζ, αφού ντύθηκε και βγήκε βιαστικά, είδε πως άλλοι ήταν ήδη έξω και τρέχανε μπρος του κι άκουσε το διαπεραστικό ήχο του συναγερμού της βιβλιοθήκης να σκίζει τη σιγαλιά της νύχτας. Ένα παράθυρο έχασκε ανοιχτό και σκοτεινό μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ό,τι ήταν αυτό που ‘χεν έρθει, είχε καταφέρει προφανώς να μπει, γιατί τα γαβγίσματα και τ’ αλυχτίσματα του σκύλου, που σβήνανε τώρα σ’ ένα φρικιαστικό ντουέτο γρυλισμάτων και πονεμένων κραυγών, ακούγονταν ήδη από μέσα.
Κάποιο ένστικτο προειδοποίησε τον ‘Αρμιτατζ ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήτανε κατάλληλο θέαμα γι’ ανυποψίαστα μάτια κι έτσι προσπέρασε το πλήθος με αυταρχικότητα και ξεκλείδωσε τη πόρτα του προθαλάμου. Ανάμεσα στους άλλους είδε τον καθηγητή Γουόρεν Ράις και το δόκτορα Φράνσις Μόργκαν, με τους οποίους είχε συζητήσει ένα μέρος των υποψιών και των φόβων του και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν μέσα.
Ο μόνος ήχος που ακουγότανε τώρα ήτανε το φοβισμένο, μονότονο κλαψούρισμα του σκύλου, αλλά τώρα ο ‘Αρμιτατζ αντιλήφθηκε μ’ ένα ξαφνικό τίναγμα πως αμέτρητα νυχτοπούλια είχαν αρχίσει τους καταραμένους ρυθμικούς κρωγμούς τους μες από τους θάμνους, σα σε συγχρονισμό με τις στερνές ανάσες κάποιου ετοιμοθάνατου.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο κτίριο ήταν αποπνικτική από την τρομερή δυσωδία που γνώριζε πια τόσο καλά ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κι οι τρεις άντρες διασχίσανε τρέχοντας τη σάλα προς το μικρό αναγνωστήριο απ’ όπου ερχότανε το σιγανό κλαψούρισμα. Για μια στιγμή, κανείς δε τόλμησε ν’ ανάψει το φως, αλλά τελικά ο ‘Αρμιτατζ βρήκε το κουράγιο να γυρίσει τον διακόπτη. Ένας από τους τρεις, δεν εξακριβώθηκε ποιος, ούρλιαξε μ’ όλη του τη δύναμη βλέποντας αυτό που κειτότανε μπρος τους ανάμεσα στ’ αναποδογυρισμένα τραπέζια και τις σκορπισμένες καρέκλες. Ο καθηγητής Ράις δήλωσε πως ένιωσε τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουνε για μια στιγμή, μολονότι δε κλονίστηκε, ούτε έπεσε.
Το πράγμα που ήταν γερμένο στο ένα πλάι μέσα σε μιαν εμετική λίμνη από κιτρινοπράσινο ιχώρ και κολλώδη μάζα είχε ύψος δυο μέτρα κι εβδομήντα πέντε πόντους. Ο σκύλος είχε σκίσει ένα μέρος των ρούχων του και λίγο από το δέρμα του. Δεν ήταν νεκρό, αλλά συστρεφόταν σιωπηλά και σπασμωδικά, ενώ το στήθος του ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με τους φρενιασμένους κρωγμούς των ανυπόμονων νυχτοπουλιών απ’ έξω.
Κομμάτια από τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν σκορπισμένα παντού μες στο δωμάτιο κι ακριβώς έξω από το παράθυρο ήτανε πεταμένη μια άδεια υφασμάτινη τσάντα. Κοντά στο κεντρικό γραφείο ήτανε πεσμένο ένα ρεβόλβερ που, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, δεν εκπυρσοκρότησε εξαιτίας ενός ελαττωματικού φυσιγγιού.
Ωστόσο, τη προσοχή των παρευρισκομένων εκείνη τη στιγμή μονοπωλούσε το ίδιο το πλάσμα. Θα ήτανε κοινότοπο κι ανακριβές να πούμε ότι καμιά ανθρώπινη πένα δε θα μπορούσε να το περιγράψει, αλλά γεγονός είναι ότι δε θα μπορούσε να το φανταστεί κάποιος του οποίου η αντίληψη περιορίζεται στις συνηθισμένες μορφές ζωής αυτού του πλανήτη και των τριών γνωστών διαστάσεων.
Αναμφίβολα ήτανε κατά ένα μέρος ανθρώπινο -τα χέρια, το κεφάλι και το ζωόμορφο πρόσωπο με το τραβηγμένο πηγούνι που ‘φερε τη σφραγίδα των Γουότλι. Αλλά το στήθος και τα χαμηλότερα μέρη του σώματος ήταν απίστευτα τερατόμορφα, τόσον, ώστε μόνο το επιμελές ντύσιμο του επέτρεπε να κυκλοφορεί ατιμώρητο πάνω στη γη.
Από τη μέση και πάνω ήταν σχεδόν ανθρωπόμορφο, αν και το στήθος, στο σημείο που τα φονικά σαγόνια του σκύλου ακουμπούσαν ακόμα προσεκτικά, είχαν το σκληρό, λεπιδωτό δέρμα του κροκόδειλου ή του αλιγάτορα. Η πλάτη είχε κίτρινες και μαύρες βούλες και θύμιζε αμυδρά το πουκάμισο φιδιού. Αλλά από τη μέση και κάτω η φρίκη κορυφωνόταν, γιατί εδώ εξέλειπε κάθε ομοιότητα με τον άνθρωπο και κυριαρχούσε η πιο εξωφρενική φαντασία. Το δέρμα ήταν καλυμμένο με τραχύ μαύρο τρίχωμα κι από τη κοιλιά προεξείχαν πολυάριθμα μακρόστενα γκριζοπράσινα πλοκάμια που κατάληγανε σε κόκκινα στόματα σα βεντούζες. Η θέση τους, ήτανε περίεργη και φαινόταν ν’ ακολουθεί τις συμμετρίες κάποιας κοσμικής γεωμετρίας άγνωστης στη γη ή το ηλιακό μας σύστημα.
Πάνω σε κάθε μηρό, βαθιά μέσα σε κάποιου είδους ροδαλή, τριχωτή κόχη, υπήρχαν υποτυπώδη μάτια, ενώ στη θέση της ουράς κρεμόταν κάποιου είδους προβοσκίδα ή κεραία με πορφυρά δαχτυλίδια που αναβοσβήνανε κι έμοιαζε με ατροφικό στόμα ή λαιμό. Τα άκρα, εκτός από το πυκνό μαύρο τρίχωμά τους, θύμιζανε τα πίσω πόδια γιγάντιων προϊστορικών σαυροειδών και τελειώνανε σε πόδια που δεν ήταν οπλές ούτε νύχια. ‘Οταν ανέπνεε το πλάσμα, η ουρά και τα πλοκάμια άλλαζανε ρυθμικά χρώμα. Δεν υπήρχε ίχνος από ανθρώπινο αίμα, μόνο το βρωμερό πρασινοκίτρινο ιχώρ που κυλούσε πέρ’ από την ακτίνα της παχύρρευστης μάζας, ξεθωριάζοντας το χρώμα του βαμμένου δαπέδου.
Έχοντας νιώσει τη παρουσία των τριών αντρών, το ετοιμοθάνατο πλάσμα άρχισε να μουρμουρίζει χωρίς να γυρίσει ή να σηκώσει το κεφάλι του. Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ δε κατέγραψε τίποτε από τα λόγια του, αλλά δηλώνει ότι δεν άκουσε ούτε μια λέξη στ’ αγγλικά. Στην αρχή οι συλλαβές δεν είχαν καμιά συγγένεια με οποιαδήποτε γήινη γλώσσα, αλλά προς το τέλος ακούστηκαν μερικά αποσπάσματα που ήταν αναμφίβολα από το Νεκρονομικόν, εκείνη τη τερατώδη βλασφημία στην αναζήτηση της οποίας είχε χάσει τη ζωή του το πλάσμα. Αυτά τ’ αποσπάσματα, όπως τα θυμάται ο ‘Αρμιτατζ, ήτανε κάτι σαν:
«Ν’ γκάι, ν’ γχα-γχαα, μπουγκ-σογκόγκ, γι’ αχ: Yog-Sothoth, Yog-Sothoth …»
Σιγά-σιγά έσβησαν τελείως, καθώς τα νυχτοπούλια σκούζανε σε ρυθμικό κρεσέντο ανίερης προσμονής.
Έπειτα ακολούθησε μια παύση στο ρόγχο και το σκυλί σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, αφήνοντας ένα παρατεταμένο, πένθιμο ουρλιαχτό. Στο κιτρινωπό, τραγόμορφο πρόσωπο του κατάκοιτου πλάσματος σημειώθηκε αλλαγή και τα μεγάλα μαύρα μάτια βουλιάξανε φρικιαστικά. Έξω από το παράθυρο είχε σταματήσει ξαφνικά το διαπεραστικό τερέρισμα των νυχτοπουλιών και πέρα από τους ψιθύρους του συγκεντρωμένου πλήθους ακούστηκε ο ήχος πανικόβλητων φτεροκοπημάτων. Μεγάλα σύννεφα φτερωτών μαρτύρων έκρυψαν το φεγγάρι στη φυγή τους, ξετρελαμένα απ’ αυτό που είχαν αναζητήσει για λεία τους.
Την ίδια στιγμή, ο σκύλος πετάχτηκε όρθιος, γάβγισε τρομαγμένα και πήδηξε έξω από το παράθυρο από το οποίο είχε μπει. Μια κραυγή ξέφυγε από το συγκεντρωμένο πλήθος κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ φώναξε ότι κανείς δεν έπρεπε να μπει στη βιβλιοθήκη μέχρι να ‘ρθει αστυνομία και γιατρός. Ήταν ευγνώμων τώρα που τα παράθυρα ήταν πολύ ψηλά κι έτσι δε μπορούσε κάποιος να κοιτάξει μέσα. Έκλεισε προσεκτικά τις βαριές κουρτίνες. Στο μεταξύ, είχανε φτάσει δυο αστυνομικοί κι ο δόκτωρ Μόργκαν, συναντώντας τους στον προθάλαμο, προσπαθούσε να τους πείσει, για το δικό τους καλό, ν’ αναβάλουν την είσοδό τους στο βρωμερό αναγνωστήριο μέχρι να ‘ρθει ο γιατρός και να σκεπάσει τελικά το αφύσικο πτώμα.
Στο μεταξύ, πάνω στο δάπεδο άρχισαν να συμβαίνουν τρομακτικές αλλαγές. Δε χρειάζεται να περιγράψει κανείς το είδος και το βαθμό συρρίκνωσης κι απoσύνθεσης που συνέβη μπρος στα μάτια του δόκτορα ‘Αρμιτατζ και του καθηγητή Ράις. αλλά αξίζει ν’ αναφερθεί πως, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση του προσώπου και των χεριών, το ανθρώπινο στοιχείο μέσα στον Γουίλμπουρ Γουότλι πρέπει να ‘ταν ελάχιστο.
‘Οταν ήρθε τελικά ο γιατρός, υπήρχε μόνο μια κολλώδης ασπριδερή μάζα πάνω στις βαμμένες σανίδες κι η φρικτή μυρωδιά είχε σχεδόν εξατμιστεί Ο Γουότλι δεν είχε κρανίο ούτε σκελετό, τουλάχιστον, με κάποια κατανοητή ή σταθερή έννοια. ‘Όπως φαίνεται, είχε κληρονομήσει πολλά από τον άγνωστο πατέρα του.
VII
Ωστόσο, όλ’ αυτά δεν ήτανε παρά πρόλογος στον τρόμο του Ντάνγουιτς.
Οι απαραίτητες διατυπώσεις έγιναν από σοκαρισμένους αστυνομικούς, οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κρατήθηκαν μυστικές από Τύπο και κοινό και στάλθηκαν άντρες στο Ντάνγουιτς και το ‘Αλσμπουρι να εξετάσουνε το κτήμα και να ειδοποιήσουνε τους τυχόν κληρονόμους του Γουίλμπουρ Γουότλι.
Βρήκανε το χωριό σε μεγάλη αναστάτωση, τόσον εξαιτίας των ολοένα δυνατότερων βουητών από τους καταραμένους λόφους όσο κι από την ασυνήθιστη δυσοσμία και τους ήχους σα πλαταγίσματα και ρουφήγματα που έρχονταν από το τεράστιο καύκαλο της αγροικίας των Γουότλι. Ο Ερλ Σόγιερ, που ‘χεν αναλάβει να φροντίζει τ’ άλογο και τα γελάδια όσο θα ‘λειπε ο Γουίλμπουρ είχε υποστεί ένα τρομερό σοκ.
Οι αστυνομικοί επινόησανε διάφορες δικαιολογίες για να μη μπούνε στο θορυβώδες κι ερμητικά κλειστό σπίτι και περιορίσανε την έρευνά τους στο χώρο που ζούσε ο εκλιπών -τα δυο πρόσφατα επισκευασμένα υπόστεγα- σε μια και μοναδική επίσκεψη. Δώσαν ογκώδη αναφορά στην εισαγγελία του ‘Αλσμπουρι, προσθέτοντας ότι οι δικαστικοί αγώνες σχετικά με τη κληρονομιά ήταν ακόμα σ’ εξέλιξη ανάμεσα στους αμέτρητους Γουότλι, εκφυλισμένους και μη, της κοιλάδας του Μισκατόνικ.
‘Ενα μακροσκελέστατο χειρόγραφο, που είχε γραφτεί με παράξενους χαρακτήρες σ’ ένα τεράστιο λογιστικό βιβλίο και θεωρήθηκε κάποιου είδους ημερολόγιο, εξαιτίας των μεγάλων διάκενων και της ποικιλίας μελανιού και πένας που ‘χανε χρησιμοποιηθεί, αποτέλεσεν ανεξιχνίαστο γρίφο γι’ αυτούς που το ανακάλυψανε πάνω στο παλιό γραφείο του νεκρού.
Ύστερα από μια βδομάδα διαβουλεύσεων, στάλθηκε στο πανεπιστήμιο του Μισκατόνικ μαζί με την αλλόκοτη συλλογή βιβλίων για μελέτη κι ίσως για μετάφραση. Ωστόσο, ακόμα κι οι κορυφαίοι γλωσσολόγοι καταλάβανε πως η αποκρυπτογράφησή του θα ‘τανε πολύ δύσκολη. ‘Οσο για τ’ αρχαία χρυσά νομίσματα με τα οποία πληρώνανε πάντα τα χρέη τους, ο γερο-Γουότλι κι ο Γουίλμπουρ, δε βρέθηκε ούτ’ ένα.
Ώσπου, μια σκοτεινή νύχτα του Σεπτέμβρη, ελευθερώθηκε ο τρόμος. Οι κρότοι από το λόφο ήτανε πολύ δυνατοί στη διάρκεια του απογεύματος και τα σκυλιά γαβγίζανε ξετρελαμένα όλη τη νύχτα. Αυτοί που ξύπνησανε πιο νωρίς πρόσεξαν μιαν ιδιάζουσα δυσοσμία στον αγέρα. Γύρω στις εφτά το πρωί, ο Λούθερ Μπράουν, βοσκόπουλο στο κτήμα του Τζορτζ Κόρεϊ, ανάμεσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής και το χωριό, γύρισεν αλαφιασμένος από τη πρωινή του εξόρμηση με τις αγελάδες στο κοντινό λιβάδι.
Ήτανε σχεδόν υστερικός από τον τρόμο καθώς μπήκε τρικλίζοντας στη κουζίνα, ενώ έξω στην αυλή έν εξίσου τρομοκρατημένο κοπάδι γελαδιών μουγκάνιζε αξιοθρήνητα κι έξυνε το χώμα με τις οπλές του, συμμεριζόμενο τη πανικόβλητη φυγή του αγοριού. Ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας, ο Λούθερ διηγήθηκε τραυλίζοντας την ιστορία του στη κυρία Κόρεη.
-“Κει πάνω στο δρόμο… πάνω από το φαράγγι, κυρα-Κόρεη… κάτι ήταν εκεί! Μυρίζει σαν τον κεραυνό κι όλοι οι θάμνοι και τα δεντράκια είναι σπασμένα στα πλάγια του δρόμου, σα να πέρασε από μέσα ολόκληρο σπίτι! Και δεν είναι αυτό το χειρότερο! Υπάρχουνε πατημασιές στο δρόμο, κυρα-Κόρεη -μεγάλες, στρογγυλές πατημασιές, μεγάλες σα βαρέλια και βαθιές στο χώμα, σα να τις έκανε ελέφαντας, μόνο που κανένα τετράποδο δε θα μπορούσε να τις κάνει!
Κοίταξα μια-δυο πριν το βάλω στα πόδια κι είδα πως είχαν όλες γραμμές που ξεκινούσαν από ένα σημείο, σαν να είχανε πατηθεί κάτω μεγάλα φύλλα φοίνικα -διπλάσια ή τριπλάσια σε μέγεθος. Κι η μυρωδιά ήταν απαίσια, σαν αυτή που υπάρχει γύρω από το παλιό σπίτι του μάγου Γουότλι…” Εδώ κόμπιασε κι άρχισε να τρέμει πάλι.
Η κυρία Κόρεη, ανίκανη να του αποσπάσει άλλες πληροφορίες, άρχισε να τηλεφωνεί στους γείτονες. έτσι άρχισε ν’ απλώνεται ένας πανικός που προμήνυε ακόμα μεγαλύτερο τρόμο. ‘Οταν βρήκε τη Σάλι Σόγιερ, οικονόμο στο σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, που ‘τανε πιο κοντά σ’ αυτό των Γουότλι, ήταν η σειρά της ν’ ακούσει αντί να διηγηθεί. Φαίνεται ότι ο γιος της Σάλι, ο Τσόσνι, που κοιμήθηκεν ελάχιστα, ανέβηκε στο λόφο προς το κτήμα των Γουότλι κι επέστρεψε ξετρελαμένος από φόβο, έχοντας δει το ίδιο το σπίτι και το λιβάδι που ‘χεν αφήσει τα γελάδια του για τη νύχτα ο κύριος Μπίσοπ.
-“Ναι, κυρα-Κόρεη”, ακούστηκεν η τρεμάμενη φωνή της Σάλι, “ο Τσόσνι γύρισε σα σίφουνας και δε μπορούσε ούτε να μιλήσει από το φόβο του! Λέει ότι το σπίτι του γερο-Γουότλι είναι σα να τινάχτηκε στον αέρα, τα ξύλα είναι σκορπισμένα τριγύρω σαν από έκρηξη δυναμίτη! Μόνο το ισόγειο υπάρχει κι είναι καλυμμένο μ’ ένα πράγμα σα πίσσα που μυρίζει απαίσια και στάζει στο χώμα από τα σανίδια των γκρεμισμένων τοίχων.
Κι υπάρχουνε φοβερά παρόμοια χνάρια στην αυλή. Μεγάλα στρογγυλά χνάρια, μεγαλύτερα από βαρέλι της μπύρας, που κολλάνε με τη βρωμερήν ουσία που υπάρχει και στο διαλυμένο σπίτι. Ο Τσόσνι λέει πως οδηγούνε προς τα λιβάδια, που υπάρχει μια πελώρια αυλακιά, μεγαλύτερη κι από στάβλο κι όλοι οι πέτρινοι φράκτες είναι γκρεμισμένοι στο δρόμο του.
Και λέει ακόμα, κυρα-Κόρεη, ότι καθώς πήγαινε να δει τις αγελάδες του Σεθ, πανικόβλητος όπως ήτανε, τις βρήκε στο πάνω λιβάδι, κοντά στη Πίστα Του Διαβόλου, σε φρικτά χάλια. Οι μισές έχουν εξαφανιστεί κι όσες είδε δεν τους είχεν απομείνει στάλα αίμα κι ήταν όλο πληγές πάνω τους, σαν εκείνες που είχανε τα γελάδια των Γουότλι από τότε που γεννήθηκε το μούλικο της Λαβίνια. Ο Σεθ βγήκε τώρα να τις δει μολονότι θα ορκιζόμουν ότι δε θα τολμήσει να πλησιάσει στου μάγου Γουότλι!
Ο Τσόσνι δε κοίταξε προσεκτικά για να δει που πήγαινε η αυλακιά μετά το λιβάδι, αλλά του φάνηκε ότι κατευθυνότανε για το στενό δρόμο προς το χωριό. Σ’ το λέω, κυρα-Κόρεη, υπάρχει κάτι έξω που δε μοιάζει με τίποτα που ξέρουμε κι εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κείνος ο φοβερός Γουίλμπουρ Γουότλι, που βρήκε το τέλος που του άξιζε, φταίει για την ύπαρξή του. Δεν ήταν ολότελα άνθρωπος, εγώ το ‘λεγα πάντα. Νομίζω πως αυτός κι ο γερο-Γουότλι κάτι μεγαλώνανε στο καρφωμένο σπίτι τους, κάτι χειρότερο κι από τον ίδιο. Πάντα υπήρχαν αόρατα πλάσματα γύρω από το Ντάνγουιτς -ζωντανά πλάσματα- που δεν είναι ούτε ανθρώπινα ούτε καλά για τους ανθρώπους.
Ή γη μιλούσε χτες βράδυ και προς το πρωί ο Τσόσνι άκουγε τα νυχτοπούλια τόσο δυνατά από το φαράγγι, που δεν κατά φερε να κλείσει μάτι. Μετά νόμισε πως άκουσε έναν άλλο σιγα νό ήχο από το σπίτι του μάγου Γουότλι -κάτι σαν να σπάζαν, ή να σκίζανε ξύλο, ανοίγοντας ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο. Μ’ αυτά και με κείνα, ξαγρύπνησε μέχρι που ξημέρωσε. Και πρωi-πρωί, πήγε να δει τι είχε γίνει στου Γουότλι. Κι είδε αρκετά κυρα-Κόρεη! Δε μπορεί να είναι καλά όλ’ αυτά και νομίζω πως όλοι οι άντρες πρέπει να μαζευτούνε και να κάνουνε κάτι. Κάτι φοβερό υπάρχει δω γύρω και νιώθω -ο Θεός να με συγχωρέσει!- πως ήρθεν η ώρα μου”.
-“Πρόσεξε ο Λούθερ προς τα πού κατευθύνονταν τα χνάρια; ‘Οχι; Αν ήταν στο δρόμο από τη δώθε πλευρά του φαραγγιού και δεν έφτασαν ακόμα σπίτι σου, θα πήγανε στο ίδιο το φαράγγι. Δε με παραξενεύει. Εγώ πάντα έλεγα ότι το Φαράγγι της Κρύας Πηγής δεν είναι ούτε καλό ούτε υγιεινό μέρος. Τα νυχτοπούλια κι οι πυγολαμπίδες εκεί δε φέρονταν ποτέ σα πλάσματα του Θεού κι όπως λένε, ακούς παράξενα πλάσματα να περνάνε και να μιλάνε στον αέρα κει κάτω αν σταθείς στο κατάλληλο σημείο, ανάμεσα στα βράχια και τη Φωλιά της Αρκούδας”.
Ως το μεσημέρι εκείνης της μέρας τα τρία τέταρτα των αντρών κι αγοριών του Ντάνγουιτς περιπολούσαν όλοι μαζί στους δρόμους και τα λιβάδια ανάμεσα στα συντρίμμια του σπιτιού των Γουότλι και στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής, εξετάζοντας έντρομοι τα μεγάλα, τερατώδη αποτυπώματα, τα ακρωτηριασμένα γελάδια του Μπίσοπ, το αλλόκοτο, δύσοσμο ερείπιο του αγροτόσπιτου και τη ξεριζωμένη, πατικωμένη βλάστηση στα λιβάδια και στις πλευρές του δρόμου. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ελευθερώθηκε στον πάνω κόσμο είχε σίγουρα κατέβει στο κοντινότερο λαγκάδι, αφού όλα τα δέντρα στις όχθες ήταν λυγισμένα και σπασμένα κι είχεν ανοιχτεί ένας πελώριος δρόμος στους θάμνους που κρέμονταν στον γκρεμό.
Ήταν θαρρείς κι ένα ολόκληρο σπίτι, σπρωγμένο από μια χιονοστιβάδα, είχε συρθεί μέσ’ από τη σπασμένη βλάστηση της κάθετης σχεδόν πλαγιάς. Από κάτω δεν ερχότανε κανένας ήχος, μόνο μια απόμακρη, αμυδρή δυσοσμία. και δεν είναι παράξενο που οι άντρες προτίμησαν να σταθούν στην άκρη και να φιλονικούν αντί να κατέβουν και ν’ αντιμετωπίσουν τον άγνωστο κυκλώπειο τρόμο στη φωλιά του. Τρία σκυλιά που ήταν μαζί με την ομάδα γάβγιζαν δαιμονισμένα στην αρχή, αλλά δείλιασαν και ζάρωσαν πλησιάζοντας στο φαράγγι.
Κάποιος τηλεφώνησε τα νέα στην εφημερίδα ‘Αλσμπουρι Τράνσκριπτ, αλλά ο εκδότης, συνηθισμένος με τις παράξενες αναφορές από το Ντάνγουιτς, δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να γράψει ένα χιουμοριστικό άρθρο γι’ αυτό. Το κείμενο σύντομα αναδημοσιεύτηκε από το Πρακτορείο Ηνωμένου Τύπου.
Κείνη τη νύχτα γύρισαν όλοι στα σπίτια τους και οχύρωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν σπίτια και στάβλους. ‘Οπως ήταν αναμενόμενο, κανένα κοπάδι γελάδια δεν έμεινε σ’ ανοιχτό λιβάδι. Γύρω στις δύο το πρωί, μια φοβερή δυσωδία και το άγριο γάβγισμα των σκυλιών ξεσήκωσε την οικογένεια του Έλμερ Φράι, στην ανατολική άκρη του Φαραγγιού της Κρύας Πηγής, και όλοι άκουσαν καθαρά κάποιου είδους πνιχτό φουρφουριστό ή ρουφηχτό ήχο από κάπου έξω στο σκοτάδι.
Η κυρία Φράι πρότεινε να τηλεφωνήσουν στους γείτονες κι ο Έλμερ ήταν έτοιμος να συμφωνήσει, όταν τους σταμάτησε ο ξηρός κρότος ξύλου που έσπαγε. Ερχόταν, προφανώς, από το στάβλο. αμέσως μετά, ήχησαν έντρομα μουγκανίσματα και ποδοβολητά γελαδιών. Τα σκυλιά ζάρωσαν κλαψουρίζοντας στα πόδια της άφωνης από τον τρόμο οικογένειας. Ο Φράι άναψε ένα φανάρι από συνήθεια, αλλά ήξερε ότι θα ήταν αυτοκτονία να βγει στο σκοτεινό κήπο. Τα παιδιά κι οι γυναίκες κλαψουρίζανε, συγκρατώντας τις κραυγές αγωνίας τους από κάποιο σκοτεινό, αρχέγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης που τους έλεγε ότι η ζωή τους εξαρτιόταν από τη σιωπή τους.
Τελικά ο σαματάς που έκαναν τα γελάδια υποχώρησε σε οικτρά πονεμένα αγκομαχητά και ακολούθησαν κρότοι, χτυπήματα και τριξίματα. Οι Φράι, μαζεμένοι κοντά κοντά μες στο σαλόνι, δε τόλμησαν να κουνηθούν ώσπου έσβησαν και οι τελευταίοι απόηχοι βαθιά μέσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής. Έπειτα, μες στ’ ανατριχιαστικά αγκομαχητά από το στάβλο και το σατανικό τερέρισμα των νυχτοπουλιών στο φαράγγι, η Σελίνα Φράι πήρε το τηλέφωνο και μετέδωσε τα νέα που αποτελέσανε τη δεύτερη φάση του τρόμου.
Την επόμενη μέρα όλοι οι περίοικοι ήταν πανικόβλητοι. Έντρομες, βουβές ομάδες αντρών πηγαινοέρχονταν στο σημείο που είχεν εμφανιστεί το δαιμονικό πλάσμα. Δυο τιτάνιες αυλακιές εκτείνονταν από το φαράγγι προς το κτήμα των Φράι, τερατώδη χνάρια διακρίνονταν καθαρά στο χώμα κι η μια πλευρά του παλιού κόκκινου στάβλου είχε καταρρεύσει.
Από το κοπάδι των ζωντανών μόνο το ένα τέταρτο βρέθηκε κι αναγνωρίστηκε. Μερικά ήτανε φρικτά ακρωτηριασμένα κι όλα όσα επέζησαν ήτανε τόσο χάλια, ώστε τα πυροβόλησαν επιτόπου. Ο Ερλ Σόγιερ υποστήριξε πως έπρεπε να ζητήσουνε βοήθεια από το ‘Αλσμουρι ή το ‘Αρκχαμ, αλλά οι άλλοι είπαν ότι δεν είχε νόημα. Ο γερο-Ζέμπιουλον Γουότλι, από τους Γουότλι που ισορροπούσαν ανάμεσα στο υγιές και το εκφυλισμένο παρακλάδι, μίλησε για τρομερές τελετουργίες που έπρεπε να γίνουνε στις κορφές των λόφων. Η παράδοση ήτανε πολύ ισχυρή στην οικογένειά του κι οι αναμνήσεις του από ψαλμωδίες εκεί πάνω ήτανε παλιότερες από τον Γουίλμπουρ και τον παππού του.
Το σκοτάδι έπεσε πάνω σε μια κοινότητα πολύ τρομαγμένη για να οργανώσει αξιόλογη άμυνα. Σε μερικές περιπτώσεις, τα μέλη συγγενικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί κάτω από μία στέγη και παρακολουθούσαν στα σκοτεινά. Γενικά, πάντως, οι άνθρωποι αμπαρωθήκανε κι οχυρώθηκαν όπως και τη προηγούμενη νύχτα, καταφεύγοντας στην επιπόλαιη κίνηση να γεμίσουν τα μουσκέτα τους και να έχουνε δικράνια κοντά τους.
Ωστόσο, μόνο τα βουητά του βουνού ακούστηκαν εκείνη τη νύχτα. Κι όταν ξημέρωσε, πολλοί ήλπιζαν ότι ο καινούριος τρόμος είχε περάσει το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Υπήρξαν μάλιστα και πιο θαρραλέοι που πρότειναν μιαν επιθετική εξόρμηση κάτω στο φαράγγι, μολονότι δεν τόλμησαν να δώσουν το καλό παράδειγμα στη φοβισμένη πλειοψηφία.
Όταν έπεσε πάλι η νύχτα, επαναλήφθηκε το αμπάρωμα, αν κι ήτανε λιγότερες οι οικογένειες που συγκεντρώθηκαν όλες μαζί. Το πρωί, η οικογένεια του Φράι και του Μπίσοπ ανέφεραν ότι τα σκυλιά τους ήταν ανήσυχα, πως άκουσαν ακαθόριστους θορύβους και πως ερχότανε φοβερή δυσωδία από μακριά, ενώ οι πρωινοί εξερευνητές είδαν έντρομοι μια καινούρια σειρά τερατωδών αχναριών στο δρόμο που ανεβαίνει το λόφο Σέντινελ.
‘Οπως και πριν, τα τσακισμένα φυτά στις πλευρές του δρόμου μαρτυρούσαν τον ανόσια πελώριο όγκο του τρόμου, ενώ η διάρθρωση των αχναριών έδειχνε ότι το κινούμενο βουνό είχε ανέβει από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής κι είχε γυρίσει εκεί από τον ίδιο δρόμο. Στους πρόποδες του λόφου μια αυλακιά σπασμένων χαμόδεντρων με πλάτος κοντά δέκα μέτρα οδηγούσε κάθετα προς τα πάνω κι οι διώκτες έμειναν άναυδοι όταν είδαν ότι ούτε τα πιο απόκρημνα σημεία δε μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την αμείλικτη πορεία.
‘Ο,τι κι αν ήταν ο τρόμος, μπορούσε ν’ αναρριχηθεί σε μια βραχώδη πλαγιά σχεδόν κάθετη κι όταν οι εξερευνητές σκαρφάλωσανε στη κορφή από πιο ασφαλή μονοπάτια, είδαν ότι εκεί η πορεία σταματούσε -ή μάλλον αντιστρεφόταν.
Εκεί ήταν που οι Γουότλι συνήθιζαν ν’ ανάβουν τις σατανικές φωτιές τους και να τραγουδούν τους κολασμένους ύμνους τους πάνω στον επίπεδο βράχο τα βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων. Ο ίδιος βράχος αποτελούσε τώρα το κέντρο ενός μεγάλου κύκλου οργωμένου από το γιγαντόσωμο τρόμο, ενώ πάνω στην κάπως κοίλη επιφάνειά του υπήρχε ένα παχύ και βρομερό στρώμα από την κολλώδη 0υσία που είχε παρατηρηθεί στο δάπεδο της αγροικίας των Γουότλι όταν ελευθερώθηκε ο τρόμος.
Οι άντρες κοιτάζονταν άναυδοι και μιλούσανε ψιθυριστά μεταξύ τους. Έπειτα κοιτάξανε κάτω από το λόφο. Προφανώς ο τρόμος είχε κατέβει από τον ίδιο σχεδόν δρόμο που είχεν ανέβει. Δεν είχε νόημα να κάνουν υποθέσεις. Το σκεπτικό, η λογική και το πιθανό κίνητρο αυτής της εξόρμησης ήταν εντελώς ακατανόητα. Μόνον ο γερο-Ζέμπιουλον που δεν ήταν μαζί με την ομάδα, θα μπορούσε να εκτιμήσει τη κατάσταση ή να προτείνει μια λογική εξήγηση.
Η νύχτα της Πέμπτης ξεκίνησε όπως και οι άλλες, αλλά τελείωσε με συμφορά. Τα νυχτοπούλια στο φαράγγι σκούζανε με τόσον ασυνήθιστην επιμονή, ώστε πολλοί δε μπόρεσαν να κλείσουν μάτι και γύρω στις τρεις το πρωί όλα τα τηλέφωνα της ομάδας χτύπησαν ταυτόχρονα. Αυτοί που σηκώσανε τ’ ακουστικό άκουσαν μια ξετρελαμένη από τρόμο φωνή να τσιρίζει:
-“Βοήθεια, ω Θεέ μου!…” και μερικοί είπαν ότι αυτή τη κραυγή απόγνωσης ακολούθησε ένας δυνατός κρότος. Κανείς δε τόλμησε να κάνει το παραμικρό και κανείς δεν ήξερε από ποιον είχε γίνει το τηλεφώνημα ως το επόμενο πρωί. Τηλεφωνώντας σ’ όλους, ανακάλυψαν ότι μόνο οι Φράι δεν απαντούσαν. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε μιαν ώρα αργότερα, όταν ένα βιαστικά συγκεντρωμένο απόσπασμα οπλισμένων αντρών έφτασε στο κτήμα των Φράι, στο άνοιγμα του Φαραγγιού. Αυτό που αντίκρυσαν ήταν φρικτό, αλλά δεν τους ξάφνιασε. Υπήρχαν καινούριες αυλακιές και τερατώδη αχνάρια, αλλά δε βρήκαν τίποτα, ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Μόνο δυσοσμία και μια κολλώδη, σα πίσσα, ουσία. Η οικογένεια του Έλμερ Φράι είχε αφανιστεί από το Ντάνγουιτς.
Στο μεταξύ, μια αθόρυβη αλλά πιο οδυνηρή πνευματικά φάση του τρόμου ξετυλιγότανε κρυφά πίσω από τη κλειστή πόρτα ενός δωματίου που ξεχείλιζε από βιβλία στο ‘Αρκχαμ. Το παράξενο χειρόγραφο αρχείο ή ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι, που ‘χε παραδοθεί στο Πανεπιστήμιο Μισκατόνικ για μετάφραση, είχε προκαλέσει ιδιαίτερη έκπληξη και σύγχυση στους ειδικούς, τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων γλωσσών.
Το ίδιο του το αλφάβητο, παρά τη γενική ομοιότητα με το αραβικό της Μεσοποταμίας, ήταν εντελώς άγνωστο σ’ όλους, Το τελικό συμπέρασμα που κατέληξαν ομόφωνα οι ειδικοί ήταν ότι το κείμενο αποτελούσε ένα τεχνητό αλφάβητο, κάτι σα κρυπτογραφικό κωδικό. Ωστόσο, καμιά από τις συνηθισμένες μεθόδους αποκρυπτογράφησης δεν έρριξε το παραμικρό φως στο κείμενο, ακόμα κι όταν ερευνήθηκαν όλες οι γλώσσες που ενδεχομένως είχε χρησιμοποιήσει σα βάση ο συγγραφέας.
Τα αρχαία βιβλία που είχαν κατασχεθεί από το σπίτι των Γουότλι, μολονότι πολύ ενδιαφέροντα και σε πολλές περιπτώσεις, ικανά ν’ ανοίξουν καινούριους και τρομερούς δρόμους έρευνας σε φιλοσόφους κι επιστήμονες, δεν τους βοήθησανε στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ένα απ’ αυτά, ένας βαρύς τόμος με σιδερένια κλειδαριά, ήταν σ’ άλλο άγνωστο αλφάβητο, πολύ διαφορετικό όμως, αφού έμοιαζε περισσότερο σανσκριτικά παρά μ’ οποιαδήποτε άλλη γραφή. Το παλιό λογιστικό βιβλίο παραδόθηκε τελικά στο δόκτορα ‘Αρμιτατζ, τόσον εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που ‘δειχνε για την υπόθεση Γουότλι, όσο και για τις πλούσιες γνώσεις του στη γλωσσολογία και τις απόκρυφες μυστικιστικές ωδές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα.
Ο ‘Αρμιτατζ σκεφτόταν ότι ίσως το αλφάβητο αυτό χρησιμοποιούνταν από τους μυημένους σε κάποιες απόκρυφες λατρείες που ξεκίνησαν από την αρχαιότητα κι έφτασαν ως την εποχή μας, κληρονομώντας πολλούς τύπους και παραδόσεις από τους μάγους της εποχής των Σαρακηνών. Ωστόσο, δε θεωρούσε ζωτικό αυτό το ερώτημα, αφού θα ‘ταν άσκοπο να ξέρει τη προέλευση των συμβόλων αν όπως υποψιαζόταν, χρησιμοποιούνταν για την κωδικοποίηση μιας σύγχρονης γλώσσας.
Πίστευε ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψη το μεγάλο όγκο του χειρογράφου, ο συγγραφέας δε θα ‘μπαινε στον κόπο να χρησιμοποιήσει άλλη γλώσσα από τη δική του, εκτός ίσως από ορισμένες συγκεκριμένες ωδές και ξόρκια. Έτσι, άρχισε τη μελέτη του χειρογράφου προϋποθέτοντας -αυθαίρετα έστω- ότι το κύριο μέρος του ήταν στ’ αγγλικά. Ήξερε από τις επανειλημμένες αποτυχίες συναδέλφων του ότι ο γρίφος ήταν βαθύς και περίπλοκος, οπότε θα ‘ταν άσκοπο να εξετάσει τις απλούστερες μεθόδους επίλυσης.
Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου αφοσιώθηκε στη σχολαστική μελέτη συγγραμμάτων γύρω από την κρυπτογραφία. βασιζόμενος στις άφθονες πηγές της βιβλιοθήκης του κι ανατρέχοντας κάθε νύχτα στη μυστικιστική γνώση της “Πολυγραφίας” του Τριθέμιου, στο “De Furtivis Literarum Notis” του Τζιανμπτατίστα Πόρτα, στο “Δοκίμιο Περί Κρυπτογραφίας” του Ντε Βιζενέρ, στο “Cryptomenysis Patefacta” του Φαλκονέρ, σε μελέτες του δέκατου όγδοου αιώνα των Ντέιβι και Θίκνες, καθώς και σε πιο σύγχρονες αυθεντίες όπως ο Μπλερ, ο φον Μάρτεν κι ο Κλίμπερ, πείστηκε με το χρόνο ότι είχε να κάνει με ένα από τα πιο πανούργα και ιδιοφυή κρυπτογράμματα, στα οποία πολλοί διαφορετικοί κατάλογοι γραμμάτων χρησιμοποιούνταν όπως στον πίνακα πολλαπλασιασμού και το μήνυμα γινόταν κατα νοητό μόνο από το γνώστη των αυθαίρετων λέξεων-κλειδιών.
Οι παλιότεροι ειδικοί φαίνονταν πιο χρήσιμοι από τους νεότερους κι ο ‘Αρμιτατζ κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο κώδικας του χειρογράφου ανήκε στην αρχαιότητα κι επέζησε αναμφίβολα μέσα από πολλές γενιές οπαδών του μυστικισμού. Αρκετές φορές του φαινόταν ότι πλησίαζε στη λύση, αλλά ξαναβρισκόταν στο μηδέν από κάποιο απρόσμενο εμπόδιο. Έπειτα, καθώς πλησίαζε ο Σεπτέμβρης, τα σύννεφα άρχισαν να καθαρίζουν. Μερικά γράμματα, όπως χρησιμοποιούνταν σε κάποια σημεία του χειρογράφου, επιβεβαιώθηκαν πέρ’ από κάθε αμφιβολία, επαληθεύοντας την υποψία του ότι το κείμενο ήταν στ’ αγγλικά.
Το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου έπεσε και το τελευταίο φράγμα κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ διάβασε για πρώτη φορά μια σελίδα του αρχείου του Γουίλμπουρ Γουότλι. Ήταν πράγματι ημερολόγιο, όπως είχαν υποθέσει όλοι κι ήταν διατυπωμένο σ’ ένα ύφος που συνδύαζε τη πολυμάθεια σε απόκρυφες επιστήμες και την αμορφωσιά σε άλλα θέματα του αλλόκοτου πλάσματος που το έγραψε. Το πρώτο κιόλας μεγάλο απόσπασμα που αποκωδικοποίησε ο ‘Αρμιτατζ, που ‘χεν ημερομηνία 26 Νοεμβρίου του 1916, αποδείχτηκε εκπληκτικό και τρομακτικό. Ήταν γραμμένο από ένα παιδί τρεισήμισι ετών που ‘μοιαζε με δωδεκάχρονο ή δεκατριάχρονο έφηβο.
“Σήμερα έμαθα το ‘Ακλο του Σαβαώθ”, έλεγε “αλλά, δε μου άρεσε, γιατί η απάντηση έρχεται από το βουνό κι όχι από τον αέρα. Αυτό πάνω μ’ έχει ξεπεράσει περισσότερο απ’ όσο περίμενα και δε μου φαίνεται πως έχει καθόλου γήινο μυαλό. Πυροβόλησα το κόλεη του Έλαμ Χάτσιν όταν πήγε να με δαγκώσει κι ο Έλαμ λέει ότι θα με σκότωνε αν.μπορούσε. Δε νομίζω ότι το εννοεί. Ο παππούς μ’ έβαλε να λέω συνέχεια την ωδή Ντχο χτες βράδυ και νομίζω πως είδα τη μυστική πόλη στους δυο μαγνητικούς πόλους.
Θα πάω σ’ αυτούς τους πόλους αφού καθαριστεί η γη, αν δε μπορέσω να ξεφύγω ψάλλοντας την ωδή Ντο-Χνα. Αυτοί από τον αέρα μου ‘πανε το Σάββατο ότι θα περάσουν χρόνια πριν καταφέρω να καθαρίσω τη γη κι υποθέτω πως ο παππούς θα ‘χει πεθάνει ως τότε, οπότε πρέπει να μάθω όλες τις στροφές και τις φράσεις από το Γρ ως το Νχγκρ. Αυτοί απ’ έξω θα με βοηθήσουν, μα δε μπορούν να ενσαρκωθούν χωρίς ανθρώπινο αίμα.
Αλλά κείνο πάνω είναι ό,τι πρέπει. Το βλέπω λίγο όταν κάνω το σύμβολο Βούρις ή του ρίχνω τη σκόνη του Ιμπν Γκαζί και μοιάζει πολύ μ’ αυτούς πάνω στο λόφο τη Πρωτομαγιά. Το άλλο πρόσωπο μπορεί να ξεθωριάσει λίγο. Αναρωτιέμαι πώς θα φαίνομαι όταν η γη θα έχει καθαριστεί από τα γήινα πλάσματα. Αυτός που ήρθε με το ‘Ακλο Σαβαώθ μου ‘πε πως ίσως μεταμορφωθώ, αφού θα πρέπει να φροντίσω πολλά από τα έξω”.
Το ξημέρωμα βρήκε το δόκτορα ‘Αρμιτατζ λουσμένο στον κρύο ιδρώτα του τρόμου κι άγρυπνο από αγωνία. Δεν είχε αφήσει το χειρόγραφο όλη τη νύχτα, αλλά, καθισμένος στο γραφείο του κάτω από το φως της λάμπας, γύριζε τη μια σελίδα μετά την άλλη με τρεμάμενα χέρια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε ν’ αποκρυπτογραφεί το κείμενο.
Είχε τηλεφωνήσει αγχωμένος στη γυναίκα του ότι δε θα γύριζε σπίτι κι όταν εκείνη του πήγε πρωινό την επομένη, δεν το άγγιξε. Συνέχισε να διαβάζει όλη κείνη τη μέρα, σταματώντας αλαφιασμένος κάθε φορά που ήταν απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός της λέξης-κλειδιού. Του πήγανε γεύμα και δείπνο στο γραφείο του, αλλά έφαγε ελάχιστα. Γύρω στα μεσάνυχτα της επομένης τον πήρε ο ύπνος στη καρέκλα, αλλά ξύπνησε πολύ σύντομα από φρικτούς εφιάλτες που συναγωνίζονταν σε φρίκη τις απειλές για την ανθρωπότητα που ‘χε ανακαλύψει στο ημερολόγιο.
Το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου ο καθηγητής Ράις κι ο δόκτωρ Μόργκαν επέμειναν να τον δούνε για λίγο μα φύγανε σοκαρισμένοι και κάτωχροι. Κείνο το βράδυ, ο ‘Αρμιτατζ πήγε στο κρεβάτι αλλά κοιμήθηκεν ελάχιστα. Τη Τετάρτη -την επομένη- ξαναγύρισε στη μελέτη του χειρογράφου κι άρχισε ν’ αντιγράφει αποσπάσματα από τις σελίδες που διάβαζε κι άλλες που ‘χε διαβάσει νωρίτερα.
Τις μικρές ώρες εκείνης της νύχτας κοιμήθηκε λίγο σε μιαν άνετη πολυθρόνα του γραφείου, αλλά ξανάπιασε το χειρόγραφο πριν χαράξει. Λίγο πριν το μεσημέρι ο γιατρός του, ο δόκτωρ Χάρτγουελ, πήγε να τον δει κι επέμεινε πως έπρεπε να σταματήσει τη δουλειά. Εκείνος αρνήθηκε, ομολογώντας πως είχε ζωτική σημασία γι’ αυτόν να ολοκληρώσει την ανάγνωση του ημερολογίου και δίνοντας το λόγο του ότι θα του εξηγούσε σύντομα το γιατί.
Εκείνο το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε το λυκόφως, τελείωσε τη τρομερή του μελέτη κι έγειρε εξαντλημένος στο κάθισμα. Η γυναίκα του, φέρνοντας το δείπνο, τον βρήκε σε ημικωματώδη κατάσταση. αλλά είχε αρκετά τις αισθήσεις του για να την αποτρέψει με μια δυνατή κραυγή να διαβάσει τις σημειώσεις του. Σηκώθηκε αδύναμα, μάζεψε τα χαρτιά και τα ‘βαλε σ’ ένα φάκελο, τον οποίο σφράγισε κι έβαλε αμέσως στην εσωτερική τσέπη του παλτού του.
Είχεν αρκετή δύναμη για να επιστρέψει σπίτι του, αλλά ήταν τόσο φανερό ότι χρειαζόταν ιατρική βοήθεια, ώστε η γυναίκα του κάλεσε αμέσως το δόκτορα Χάρτγουελ. Ενώ ο γιατρός τον έβαζε στο κρεβάτι, κείνος μουρμούριζε μόνο ξανά και ξανά:
-“Μα, για όνομα του Θεού, τι μπορούμε να κάνουμε”;
Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κοιμήθηκε, αλλά στη διάρκεια της επόμενης μέρας έπεφτε συχνά σε παραλήρημα. Δεν έδωσε καμιά εξήγηση στον Χάρτγουελ. Στις πιο ήρεμες στιγμές του ζητούσε να δει επειγόντως τον Ράις και τον Μόργκαν. Στο παραλήρημά του έλεγε αλλόκοτα πράγματα, μαζί με φρενιασμένες εκκλήσεις να καταστρέψουν κάτι σ’ ένα ερμητικά κλειστό αγροτόσπιτο και φανταστικές αναφορές σε κάποιο σχέδιο για την εξολόθρευση ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής και κάθε ζωικής και φυτικής μορφής ζωής από κάποια τρομερή παλιότερη φυλή όντων από άλλη διάσταση.
Ξεφώνιζε ότι ο κόσμος αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο, αφού τα Αρχαία Πλάσματα θέλαν να την απογυμνώσουν και να τη σύρουν μακριά από το ηλιακό σύστημα και την υλική υπόσταση, σε κάποιο άλλο πεδίο ή επίπεδο ύπαρξης από το οποίο είχε ξεφύγει, μυριάδες αιώνες πριν. ‘Αλλες φορές ζητούσε το “Νεκρονομικό” και τη “Δαιμονολατρεία” του Ρεμίγκιους, στα οποία έλεγε πως ίσως έβρισκε κάποια μαγική φράση που θα ξόρκιζε το κακό για το οποίο μιλούσε.
-“Σταματήστε τους, σταματήστε τους!” φώναζε. “Αυτοί οι Γουότλι σχεδίαζαν να τους αφήσουν να περάσουν και, μα το Θεό, άφησαν το χειρότερο! Πείτε στον Ράις και τον Μόργκαν ότι πρέπει να κάνουμε κάτι! Είμαστε στο σκοτάδι αλλά ξέρω πώς παρασκευάζεται η σκόνη… Στις 2 Αυγούστου, όταν ήρθε εδώ ο Γουίλμπουρ και βρήκε το θάνατο, σίγουρα…”
Αλλά ο ‘Αρμιτατζ είχε γερή κράση παρά τα εβδομηνταεφτά του χρόνια και ξεπέρασε τη ταραχή πέφτοντας σε βαθύ ύπνο κείνη τη νύχτα, χωρίς να ανεβάσει πυρετό. Ξύπνησε αργά τη Παρασκευή, με πλήρη πνευματική διαύγεια, αν και σκυθρωπός από ένα βασανιστικό φόβο κι ένα βαρύ αίσθημα ευθύνης. Το απόγευμα του Σαββάτου ήτανε σε θέση να πάει στη βιβλιοθήκη και να καλέσει τους Ράις και Μόργκαν για ένα συμβούλιο και την υπόλοιπη μέρα οι τρεις άντρες βασάνισαν το μυαλό τους με τις τρομερότερες εικασίες και την πιο αποκαρδιωτική συζήτηση.
Παράξενα και τρομερά βιβλία βγήκαν από τα καγκελόφραχτα ράφια κι άλλα ασφαλή μέρη όπου φυλάσσονταν. Διαγράμματα και μαγικές φράσεις αντιγράφτηκαν με φρενιασμένη σπουδή και σε εκπληκτική αφθονία. Δεν υπήρχε ίχνος δυσπιστίας. ‘Αλλωστε, είχαν δει και οι τρεις το σώμα του Γουίλμπουρ Γουότλι να κείτεται στο δάπεδο της ίδιας αίθουσας κι ύστερα απ’ αυτό, κανείς τους δεν είχε τη παραμικρή τάση ν’ αψηφήσει το ημερολόγιό του σα παραληρήματα ενός τρελού.
Οι γνώμες διχάστηκαν, ωστόσο, για το αν έπρεπε να ειδοποιήσουν την Πολιτειακή Αστυνομία της Μασαχουσέτης. επικράτησε η αρνητική άποψη. Υπήρχανε πράγματα που απλούστατα δε θα γίνονταν πιστευτά απ’ όσους δεν είχαν δει ένα δείγμα, όπως άλλωστε επαληθεύτηκε από τις μεταγενέστερες έρευνες.
Αργά τη νύχτα το συμβούλιο πήρε τέλος, χωρίς να έχει καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, ενώ ολόκληρη την Κυριακή ο ‘Αρμιτατζ ήταν απασχολημένος συγκρίνοντας μαγικες φρασεις κι αναμειγνυοντας χημικα στοιχεία που προμηθεύτηκε από το χημείο του πανεπιστημίου. Όσο περισσότερο σκεφτότανε το απίστευτο ημερολόγιο τόσο περισσότερο έτεινε ν’ αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε υλικού μέσου για την εξάλειψη αυτής της οντότητας που είχεν αφήσει πίσω του ο Γουίλμπουρ Γουότλι -της οντότητας που απειλούσε τη γη και που σε λίγες ώρες επρόκειτο να ελευθερωθεί και να γίνει ο αλησμόνητος Τρόμος του Ντάνγουιτς.
Η Δευτέρα ήταν μια επανάληψη της Κυριακής για το δόκτορα ‘Αρμιτατζ, αφού η ευθύνη που ‘χεν επωμιστεί απαιτούσε άφθονη έρευνα και πειραματισμό. Περαιτέρω αναγνώσεις του τερατώδους ημερολογίου γίναν αιτία για διάφορες αλλαγές στο σχέδιο κι ήξερε πως ακόμα και στο τέλος δε θα μπορούσε να ‘ναι απόλυτα σίγουρος. Ως την Τρίτη, είχε καταστρώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης και πίστευε ότι θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα ταξίδι στο Ντάνγουιτς μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα.
Έπειτα, την Τετάρτη, ήρθε η τρομερή έκπληξη. Καταχωνιασμένο σε μια γωνιά της ‘Αρκχαμ Αντβερτάιζερ ήταν ένα κωμικό μικρό άρθρο από τον Ηνωμένο Τύπο, που μιλούσε για το ασύλληπτο κτήνος που είχε γεννήσει το παράνομο ουίσκι του Ντάνγουιτς. Ο ‘Αρμιτατζ, εμβρόντητος, τηλεφώνησε αμέσως στους Ράις και Μόργκαν. Συζήτησαν για πολλές ώρες εκείνη τη νύχτα και το επόμενο πρωί αρχίσανε τις πυρετώδικες προετοιμασίες. Ο ‘Αρμιτατζ ήξερε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τρομερές δυνάμεις, αλλά παράλληλα καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανατρέψει την ουσιαστικότερη και πολύ πιο μοχθηρή ανάμιξη που είχαν άλλοι πριν απ’ αυτόν.
IX
Το πρωί της Παρασκευής ο ‘Αρμιτατζ, ο Ράις κι ο Μόργκαν ξεκίνησαν με αυτοκίνητο για το Ντάνγουιτς. Φτάσανε στο χωριό γύρω στη μία το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν ευχάριστος, αλλά ακόμα και στο δυνατότερο φως του ήλιου ένας υποχθόνιος τρόμος και μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα κρεμόταν πάνω από τους παράξενα στρογγυλεμένους λόφους και τα βαθιά, σκοτεινά λαγκάδια της πληγείσας περιοχής.
Στιγμές στιγμές μπορούσαν να διακρίνουν κόντρα στον ουρανό έναν έρημο κύκλο από πέτρες. Η ατμόσφαιρα του βουβού τρόμου στο μαγαζί του Όσμπορν τους έπεισε ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί και σύντομα πληροφορηθήκανε τον αφανισμό του σπιτιού και της οικογένειας του Έλμερ Φράι. Πέρασαν όλο το απόγευμα τριγυρνώντας ολόκληρο το Ντάνγουιτς, ρωτώντας τους ντόπιους γι’ αυτά που ‘χανε συμβεί και βλέποντας οι ίδιοι, με παγερά ρίγη τρόμου, τα ερείπια του σπιτιού των Φράι με τα αποτυπώματα της κολλώδους ουσίας που είχαν απομείνει, τα πληγωμένα γελάδια του Σεθ Μπίσοπ και τις πελώριες αυλακιές τσακισμένης βλάστησης σε διάφορα σημεία.
Η επίσκεψη του πλάσματος στο λόφο Σέντινελ είχε ζωτική σημασία στα μάτια του ‘Αρμιτατζ και κοίταξε για πολλήν ώρα τον απειλητικό, σα βωμό, βράχο στη κορφή. Τελικά οι νεοφερμένοι, μαθαίνοντας για μια ομάδα αντρών της Πολιτειακής Αστυνομίας που ‘χαν έρθει από το ‘Αλσμπουρι το ίδιο πρωί μόλις πληροφορηθήκανε τη τραγωδία των Φράι, αποφάσισαν να βρουν τους αστυνομικούς και να συγκρίνουνε τα συμπεράσματά τους στο βαθμό που ‘τανε δυνατό. ‘Οπως αποδείχτηκε, ήταν ευκολότερο στα λόγια παρά στη πράξη, γιατί όσο κι αν έψαξαν δε βρήκαν το παραμικρό ίχνος της ομάδας πουθενά.
Ήτανε πέντε άντρες μ’ ένα αμάξι, αλλά τώρα το αυτοκίνητο ήταν εγκαταλειμμένο κοντά στα ερείπια του σπιτιού των Φράι. Οι ντόπιοι, που είχαν μιλήσει όλοι με τους αστυνομικούς, αρχικά φάνηκαν το ίδιο σαστισμένοι όσο ήταν ο ‘Αρμιτατζ κι οι σύντροφοί του. Τότε ο γερο-Σαμ Χάτσινς σκέφτηκε κάτι και χλώμιασε, σκούντησε τον Φρεντ Φαρ και του ‘δειξε το υγρό, βαθύ φαράγγι που έχασκε λίγο πιο πέρα.
-“Θεέ μου!” βόγκηξε, “τους είπα να μη κατέβουνε στο Φαράγγι. Δε περίμενα ότι θα το τολμούσαν, μ’ αυτά τ’ αχνάρια και τη μυρωδιά και τα νυχτοπούλια που σκούζουν εκεί κάτω, μέσα στη σκοτεινιά που έχει ακόμα και το καταμεσήμερο…”
Τρομερή ανατριχίλα απλώθηκε στους ντόπιους και τους επισκέπτες ταυτόχρονα κι όλοι άρχισαν να αφουγκράζονται ενστικτωδώς. Ο ‘Αρμιτατζ, έχοντας τη πρώτη του ουσιαστική επαφή με τον τρόμο και τα τερατώδη έργα του, έτρεμε σύγκορμος από την ευθύνη που ‘νιωθε να βαραίνει τους ώμους του. Γρήγορα θα ‘πεφτε η νύχτα και τότε θα ‘βγαινε και πάλι η βλασφημία των βουνών, ανοίγοντας τα φρικιαστικά μονοπάτια της. Negotium perambulans in tenembris…
Ο ηλικιωμένος βιβλιοθηκάριος επανέλαβε στο μυαλό του τη μαγική φράση που είχε αποστηθίσει κι άγγιξε μηχανικά το χαρτί στο οποίο είχε σημειώσει την άλλη, που δεν μπόρεσε ν’ αποστηθίσει. Έλεγξε αν ο φακός του δούλευε κανονικά. Ο Ράις, πλάι του, έβγαλε από μια βαλίτσα ένα μεταλλικό ψεκαστήρα, σαν αυτόν που χρησιμοποιείται για το ψέκασμα των φυτών, ενώ ο Μόργκαν εξέτασε τη μεγάλη καραμπίνα του, που πάνω της βασιζότανε, παρά τις προειδοποιήσεις του συναδέλφου του ότι κανένα υλικό όπλο δε μπορούσε να βοηθήσει.
Ο ‘Αρμιτατζ, που ‘χε διαβάσει το φοβερό ημερολόγιο, ήξερε με οδυνηρή βεβαιότητα τι είδους ανοσιούργημα να περιμένει. αλλά δεν ήθελε να εντείνει τον τρόμο των κατοίκων του Ντάνγουιτς δίνοντάς τους στοιχεία ή κάνοντας νύξεις. Ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να το νικήσει χωρίς ν’ αποκαλύψει στον κόσμο τη τρομερή μοίρα που ‘χεν αποφύγει.
Κι ενώ έπεφτε το σκοτάδι, οι ντόπιοι άρχισαν να σκορπίζονται ο καθένας για το σπίτι του, ανυπομονώντας να κλειδαμπαρωθούν μέσα παρά τη χειροπιαστή απόδειξη ότι καμιά ανθρώπινη κλειδαριά ή αμπάρα δεν ήταν χρήσιμη μπροστά σε μια δύναμη που μπορούσε να σπάζει δέντρα και να συνθλίβει σπίτια αν το ‘θελε. Κούνησαν αρνητικά τα χέρια τους στη πρόταση των νεοφερμένων να μείνουνε σκοποί στα ερείπια της αγροικίας των Φράι, κοντά στο φαράγγι. φεύγοντας, πολύ λίγοι περίμεναν να ξαναδούν ζωντανούς τους παρατηρητές.
Εκείνη τη νύχτα ακούστηκαν και πάλι βροντεροί ήχοι από τα βουνά και τα νυχτοπούλια έσκουζαν απειλητικά. Κάθε τόσο, το νυχτερινό αεράκι που φυσούσε από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής έφερνε μιαν υποψία από την ανείπωτη δυσωδία, την ίδια που οι τρεις επιστήμονες είχαν οσμιστεί κι άλλοτε, όταν στάθηκανε πάνω από ένα ετοιμοθάνατο ανοσιούργημα που είχε περάσει δεκαπεντέμισι ολόκληρα χρόνια σαν ανθρώπινο πλάσμα. Αλλά ο τρόμος που περιμένανε δεν εμφανίστηκε. Ότι κι αν ήταν αυτό κάτω στο φαράγγι, καιροφυλακτούσε κι ο ‘Αρμιτατζ είπε στους συναδέλφους του ότι το να επιτεθούν μες στο σκοτάδι θα ‘τανε καθαρή αυτοκτονία.
Το πρωί ήρθε θαμπό κι οι νυχτερινοί ήχοι σταμάτησαν. Ήταν μια γκρίζα, μουντή μέρα και ψιχάλιζε που και που, ενώ όλο και βαρύτερα σύννεφα μαζεύονταν στα βορειοδυτικά πάνω από τα βουνά. Οι άντρες από το ‘Αρκχαμ δε μπορούσαν ν’ αποφασίσουνε τι έπρεπε να κάνουνε. Βρίσκοντας καταφύγιο από τη βροχή που δυνάμωνε σ’ ένα από τα λιγοστά υπόστεγα του κτήματος των Φράι που δεν είχε καταστραφεί, συζήτησαν αν ήταν πιο συνετό να περιμένουν ή να περάσουν στην επίθεση και να κατέβουν στο φαράγγι, ψάχνοντας το ακατονόμαστο, τερατώδες θήραμά τους.
Η βροχή δυνάμωσε κι ακούγονταν μακρινοί κεραυνοί, όλο και πιο δυνατοί. Ξάφνου, μια διχαλωτή αστραπή έλαμψε πολύ κοντά τους, σα να κατέβαινε στο καταραμένο φαράγγι. Ο ουρανός σκοτείνιασε κι οι επιστήμονες ευχήθηκαν να σταματούσε γρήγορα η καταιγίδα και να καθάριζε ο ουρανός.
Ήταν ακόμα ανατριχιαστικά σκοτεινά μια ώρα αργότερα, όταν ένα συγχυσμένο κομφούζιο φωνών ήχησε κάτω στο δρόμο. Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε μια τρομοκρατημένη ομάδα από μια ντουζίνα άντρες που ουρλιάζανε, τρέχανε και μοιρολογούσαν υστερικά. Ένας από τους πρώτους εξήγησε ξέπνοα στους επιστήμονες τι συνέβαινε.
-“Ω Θεέ μου, Θεέ μου!” άρχισε με σπασμένη φωνή. “Τριγυρνά πάλι κι αυτή τη φορά μέσα στη μέρα! Είναι έξω! Είναι έξω! Τριγυρνάει αυτή τη στιγμή και μόνο ο Θεός ξέρει πότε θα μας επιτεθεί”!
Ο άντρας σώπασε παλεύοντας να πάρει ανάσα κι ανέλαβε ένας άλλος να ολοκληρώσει το μήνυμα.
-“Λιγότερο από μια ώρα πριν ο Ζεμπ Γουότλι εδώ άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά κι ήταν η κυρα-Κόρεη, που μένει κάτω στη διασταύρωση. Είπε ότι ο μικρός Λούθερ είχε βγει να οδηγήσει τις αγελάδες στο στάβλο μετά το μεγάλο κεραυνό, όταν είδε όλα τα δέντρα λυγισμένα στο στόμιο του φαραγγιού -στην αντίθετη πλευρά από δω- και μύρισε την ίδια βρώμα που υπήρχε και τότε που είδε τα μεγάλα αποτυπώματα την περασμένη Δευτέρα.
Και της είπε ακόμα πως άκουσε ένα σύρσιμο, δυνατότερο απ’ ό,τι θα κάνανε τα δέντρα λυγίζοντας κι οι θάμνοι σπάζοντας και, ξαφνικά, τα δέντρα κατά μήκος του δρόμου άρχισαν να πιέζονται από τη μια μεριά κι ακουγόταν ένα φοβερό ποδοβολητό και πλατσούρισμα μες στη λάσπη.
Αλλά -Ο Θεός να μας λυπηθεί! ο Λούθερ δεν είδε απολύτως τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους να λυγίζουν! Κι έπειτα, λίγο πιο κάτω, εκεί που πήγαινε ο Μπρουκ, ο γιος του Μπίσοπ, κάτω από το δρόμο, άκουσε ένα φοβερό τρίξιμο πάνω στη γέφυρα και λέει ότι γνώρισε το θόρυβο του ξύλου που αρχίζει να σπάει. Κι όλη αυτή την ώρα δεν έβλεπε τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους να τσακίζουν! Κι όταν ο κελαρυστός ήχος απομακρύνθηκε πολύ -στο δρόμο προς το σπίτι του μάγου Γουότλι και το λόφο Σέντινελ- ο Λούθερ βρήκε το θάρρος να σκαρφαλώσει εκεί που το είχε πρωτοακούσει και να κοιτάξει το έδαφος.
Ήταν όλο λασπόνερα και ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η βροχή έσβηνε όλα τ’ αχνάρια τριγύρω πολύ γρήγορα. αλλά στο στόμιο του φαραγγιού, εκεί που ‘χανε κινηθεί τα δέντρα, υπήρχαν ακόμα μερικά από τ’ αχνάρια που είχε δει κι εκείνη τη Δευτέρα”!
Σ’ αυτό το σημείο τον διέκοψε ο πρώτος πληροφοριοδότης.
-“Αλλά δεν είναι αυτό το φοβερό! Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο Ζεμπ εδώ τηλεφωνούσε σ’ όλους τα νέα όταν τον διέκοψε ένα τηλεφώνημα από του Σεθ Μπίσοπ. Η οικονόμος του, η Σάλι, είχε πάθει κρίση. Είχε δει μόλις τα δέντρα να λυγίζουν στις πλαγιές του δρόμου κι είπε πως άκουγε κάποιου είδους βαρύ πλατσούρισμα, σαν από ελέφαντα, να κατευθύνεται προς το σπίτι. Έξαφνα μίλησε για μιαν απαίσια μυρωδιά κι είπε πως ο γιος της, Τσόσνι, ξεφώνιζε πως ήταν η ίδια μυρωδιά που ‘χε μυρίσει στα ερείπια των Γουότλι το πρωί της Δευτέρας. Κι οι σκύλοι γαβγίζανε και κλαψούρtζαν όλοι μαζί.
Και τότε έβγαλε μια φοβερή κραυγή κι είπε ότι το υπόστεγο κάτω από το δρόμο είχε γκρεμιστεί σα να το ‘χε χτυπήσει τυφώνας, μόνο που ο άνεμος δεν ήταν τόσο δυνατός για να έχει κάνει κάτι τέτοιο. ‘Ολοι παρακολουθούσαν στη γραμμή κι ακούσαμε αρκετούς ν’ ανασαίνουνε κοφτά. Ξαφνικά η Σάλι ούρλιαξε πάλι κι είπε πως ο φράκτης της μπροστινής αυλής είχε σπάσει, μολονότι δεν έβλεπε ποιος το ‘χε κάνει. Τότε όλοι στη γραμμή άκουσαν τον Τσόσνι και το γερο-Σεθ Μπίσοπ να ουρλιάζουνε κι η Σάλι ξεφώνιζε ότι κάτι βαρύ είχε χτυπήσει το σπίτι -όχι κεραυνός ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι βαρύ έπεφτε με δύναμη πάνω στην πρόσοψη, ξανά και ξανά, μολονότι δεν έβλεπε τίποτα από τα μπροστινά παράθυρα.
Και τότε… και τότε…” Όλα τα πρόσωπα συσπάστηκαν από τρόμο κι ο ‘Αρμιτατζ σοκαρισμένος όπως ήταν, κατάφερε με κόπο να παροτρύνει τον ομιλητή να συνεχίσει. “Και τότε…. η Σάλι ούρλιαξε: ‘Βοήθεια! Το σπίτι γκρεμίζεται!’… και στο τηλέφωνο ακούσαμε έναν τρομερό κρότο και πολλές κραυγές… όπως τότε που έπεσε το σπίτι του Έλμερ Φράι, μόνο που…”
Ο άντρας σώπασε και συνέχισε κάποιος άλλος από το πλήθος.
-“Αυτό ήταν. Ούτε ένας ήχος ούτε κιχ στη γραμμή ύστερα απ’ αυτό. Μόνο ησυχία. Εμείς που τ’ ακούσαμε βγάλαμε φορτηγά και κάρα και μαζέψαμε όσους ικανούς άντρες μπορούσαμε στο σπίτι του Κόρεη κι έπειτα ήρθαμε εδώ να μάθουμε τι λέτε σεις να κάνουμε. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μας κρίνει ο Θεός για τις αδικίες που ‘χουμε κάνει και κανένας θνητός δεν μπορεί να την αποτρέψει…”
Ο ‘Αρμιτατζ κατάλαβε πως είχεν έρθει η στιγμή για δράση και μίλησε αποφασιστικά στη διστακτική ομάδα των τρομοκρατημένων χωρικών.
-“Πρέπει να το ακολουθήσουμε, παιδιά”, είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε. “Νομίζω πως έχουμε ελπίδες να το βγάλουμε από τη μέση. Εσείς ξέρετε πως οι Γουότλι ήταν μάγοι… Λοιπόν, αυτό το πλάσμα είναι γέννημα της μαγείας και πρέπει να το πολεμήσουμε με τα ίδια μέσα. Είδα το ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι και διάβασα μερικά από τα παράξενα παλιά βιβλία που μελετούσε κείνος. Νομίζω, λοιπόν, ότι ξέρω τα κατάλληλα μαγικά για ν’ αφανίσουμε αυτό το πλάσμα. Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αλλά πρέπει να το διακινδυνεύσουμε.
Το πλάσμα είναι αόρατο -όπως το περίμενα- αλλά έχουμε μια σκόνη σ’ αυτό τον ψεκαστήρα που ίσως το κάνει να φανεί για μια στιγμή. Θα τη δοκιμάσουμε αργότερα. Είναι πολύ φοβερό που υπάρχει, αλλά δεν είναι φοβερώτερο απ’ αυτά που θα λευτέρωνε ο Γουίλμπουρ αν είχε ζήσει περισσότερο. Δε θα μάθετε ποτέ από τι γλίτωσε ο κόσμος. Τώρα έχουμε μόνον αυτό το πλάσμα να πολεμήσουμε και δε μπορεί να πολλαπλασιαστεί.
Ωστόσο, μπορεί να κάνει μεγάλο κακό. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστούμε ν’ απαλλάξουμε την κοινότητα απ’ αυτό. Πρέπει να το ακολουθήσουμε, ξεκινώντας από το μέρος που μόλις καταστράφηκε. Ας μας οδηγήσει κάποιος. Δε ξέρω πολύ καλά τους δρόμους σας, αλλά θα υπάρχει τρόπος να κόψουμε δρόμο. Τι λέτε γι’ αυτό”;
Οι άντρες δίστασαν για λίγο κι έπειτα ο Ερλ Σόγιερ πήρε το λόγο κι έδειξε μ’ ένα λιγδιασμένο δάχτυλο μέσα από τη βροχή που είχε αρχίσει να κοπάζει.
-“Θα φτάσετε γρηγορότερα στου Σεθ Μπίσοπ κόβοντας δρόμο από το χαμηλότερο λιβάδι εδώ, διασχίζοντας το ρυάκι πιο κάτω και ανεβαίνοντας από το χωράφι του Κάριερ και το δάσος πιο πέρα. Θα βγείτε στον πάνω δρόμο κοντά στου Σεθ -είναι από την άλλη μεριά, λίγο πιο κάτω”.
Ο ‘Αρμιτατζ με τον Ράις και τον Μόργκαν ξεκινήσανε προς τη κατεύθυνση που τους έδειξε ο χωρικός. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους τους ακολουθήσανε διστακτικά. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχεν αρχίσει ν’ ανοίγει κι όλα έδειχναν ότι η καταιγίδα είχε τελειώσει. ‘Οταν ο ‘Αρμιτατζ πήρε λάθος κατεύθυνση, ο Τζο ‘Οσμπορν του φώναξε να σταθεί και τελικά πέρασε μπροστά για να του δείχνει το δρόμο.
Το θάρρος κι η αποφασιστικότητα των αντρών αυξάνονταν, αν και το λυκόφως του σχεδόν κατακόρυφου δασωμένου λόφου, που υψωνόταν προς το τέλος της διαδρομής τους και τα αιωνόβια δέντρα, ανάμεσα στα οποία έπρεπε να σκαρφαλώσουν, ήτανε σκληρή δοκιμασία αυτών των αισθημάτων.
Λίγο μετά βγήκαν σ’ ένα λασπωμένο δρόμο κι είδανε τον ήλιο να εμφανίζεται ξανά στον ουρανό. Ήταν λίγο πριν το σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, αλλά τα λυγισμένα δέντρα και τα ξεκάθαρα αχνάρια μαρτυρούσαν τι είχε περάσει από εκεί. Επιθεώρησαν βιαστικά τα ερείπια πέρα από τη στροφή. Ήταν μια επανάληψη της καταστροφής του σπιτιού των Φράι και τίποτα -νεκρό ή ζωντανό- δε βρέθηκε κάτω από τα χαλάσματα που ήταν κάποτε ο στάβλος και η αγροικία των Μπίσοπ.
‘Ολοι βιάζονταν ν’ απομακρυνθούν από τη δυσωδία και την κολλώδη ουσία και στράφηκαν μηχανικά προς την κατεύθυνση που ειχαν τα τρομερα αποτυπωματα: προς το ερειπωμενο σπιτι των Γουότλι και τις πλαγιές του Σέντινελ, με το βωμό στην κορυφή. Περνώντας από τη γη του Γουίλμπουρ Γουότλι, οι άντρες ταράχτηκανε κι η αποφασιστικότητά τους σκιάστηκεν από δισταγμό. Δεν ήταν αστείο πράγμα ν’ ακολουθούνε κάτι αόρατο, που ‘χε το μέγεθος σπιτιού κι όλη την αχαλίνωτη μοχθηρία ενός δαίμονα.
Απέναντι από τους πρόποδες του Σέντινελ, τ’ αχνάρια βγαίναν από το δρόμο κι υπήρχε μια καινούρια αυλακιά παράλληλα με κείνη που μαρτυρούσε τη προηγούμενη πορεία του τέρατος προς κι απο την κορυφή.
Ο ‘Αρμιτατζ έβγαλε ένα αρκετά ισχυρό τηλεσκόπιο τσέπης και κοίταξε την απότομη καταπράσινη πλαγιά του λόφου. Έπειτα έδωσε το όργανο στον Μόργκαν, που είχε καλύτερη όραση. Την επόμενη στιγμή, ο Μόργκαν έβγαλε μια κραυγή κι έδωσε το τηλεσκόπιο στον Ερλ Σόγιερ, δείχνοντάς του ένα συγκεκριμένο σημείο της πλαγιάς. Ο Σόγιερ, με την αδεξιότητα αυτών που δεν έχουν ξαναπιάσει τέτοια όργανα, το ψαχούλεψε λίγο και τελικά κατάφερε να εστιάσει τους φακούς με τη βοήθεια του ‘Αρμιτατζ. Η κραυγή του ήταν ακόμα δυνατότερη απ’ αυτή του Μόργκαν.
-“Μεγαλοδύναμε Θεέ! Το χορτάρι κι οι θάμνοι κουνιούνται! Ανεβαίνει πάνω… αργά… έρποντας… φτάνει στη κορφή όπου να ‘ναι, ένας Θεός ξέρει με ποιο σκοπό”!
Αυτός ο σπόρος του πανικού βρήκε πρόσφορο έδαφος σ’ όλη την ομάδα. ‘Αλλο να κυνηγούνε την ακατονόμαστη οντότητα κι άλλο να τη βρίσκουν. Μπορεί τα μάγια να ήταν τα κατάλληλα -αλλ’ αν δεν ήταν; Οι ντόπιοι άρχισαν να ρωτούνε τον ‘Αρμιτατζ τί ήξερε για το πλάσμα, αλλά καμιά απάντηση δε φάνηκε να τους ικανοποιεί. Όλοι τους ένιωθαν ότι είχαν πλησιάσει πολύ σε πλευρές της Φύσης και της ύπαρξης που ήταν αυστηρά απαγορευμένες κι εντελώς έξω από τις υγιείς εμπειρίες της ανθρωπότητας.
Χ
Στο τέλος, οι τρεις άντρες από το ‘Αρκχαμ, ο ηλικιωμένος, ασπρομάλλης δόκτωρ ‘Αρμιτατζ, ο γεροδεμένος, γκριζομάλλης καθηγητής Ράις κι ο λεπτός, αρκετά νέος δόκτωρ Μόργκαν, ανέβηκαν μόνοι το λόφο. Ύστερα από πολύ προσεκτικές οδηγίες για την εστίαση και τη χρήση του, αφήσανε το τηλεσκόπιο στη τρομοκρατημένη ομάδα των αντρών, που ‘μεινε στο δρόμο. έτσι, θα μπορούσαν οι ντόπιοι να παρακολουθούνε τη πορεία τους. Ήταν δύσκολη ανάβαση κι ο ‘Αρμιτατζ χρειάστηκε βοήθεια αρκετές φορές. Ψηλά πάνω από την ομάδα που σκαρφάλωνε με κόπο, η πελώρια αυλακιά σειότανε καθώς ο δαιμονικός δημιουργός της ξαναπέρασε με βραδύτητα σαλιγκαριού. Τότε έγινε φανερό πως οι διώκτες του κέρδιζαν έδαφος.
Ο Κέρτις Γουότλι -από το υγιές παρακλάδι- κρατούσε το τηλεσκόπιο, όταν η ομάδα από το ‘Αρκχαμ έστριψε κάθετα στην αυλακιά. Είπε στους άλλους ότι οι άντρες προσπαθούσαν μάλλον να φτάσουνε σε μια χαμηλότερη κορφή που δέσποζε στην αυλακιά, αρκετά πιο μπροστά από το σημείο όπου σαρώνονταν τώρα οι θάμνοι. Η υπόθεσή του επαληθεύτηκε κι οι ντόπιοι είδανε τους τρεις άντρες να καταλαμβάνουνε τη χαμηλότερη κορυφή λίγα δευτερόλεπτα αφότου τη πέρασε η αόρατη κατάρα.
Τότε ο Γουέσλι Κόρεη, που ‘χε πάρει το τηλεσκόπιο, φώναξε ότι ο ‘Αρμιτατζ ετοίμαζε τον ψεκαστήρα που κρατούσε ο Ράις κι ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Το πλήθος κινήθηκε νευρικά, ξέροντας ότι η σκόνη που περιείχε θα ‘κανε τον αόρατο τρόμο, ορατό για μια στιγμή. Δυο-τρεις άντρες έκλεισαν τα μάτια τους, αλλά ο Κέρτις Γουότλι άρπαξε το τηλεσκόπιο και γούρλωσε τα μάτια του. Είδε πως ο Ράις, από το πλεονεκτικό σημείο που ‘χε καταλάβει η ομάδα πάνω και πίσω από τη κατάρα, είχε μιαν εξαιρετική ευκαιρία να εκτοξεύσει τη θαυματουργή του σκόνη.
Αυτοί που κοίταζαν με γυμνό μάτι διακρίνανε στιγμιαία ένα γκρίζο σύννεφο στο μέγεθος περίπου μεγάλου κτιρίου, κοντά στη κορφή του λόφου. Ο Κέρτις, που ‘χε το τηλεσκόπιο, το πέταξε στη λασπουριά του δρόμου με μια διαπεραστική κραυγή. Οπισθοχώρησε μηχανικά και θα ‘χε καταρρεύσει αν δεν τονε πιάνανε δυο-τρεις άλλοι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βογγά ξεψυχισμένα.
-“Ω, ω Θεούλη μου!…. Αυτό… Αυτό το…” Ακολούθησε πανδαιμόνιο ερωτήσεων και μόνον ο Χένρι Γουίλερ σκέφτηκε να μαζέψει το τηλεσκόπιο και να το καθαρίσει από τη λάσπη. Ο Κέρτις στο μεταξύ μιλούσε ασυνάρτητα κι απαντούσε με κατακερματισμένες φράσεις στους άλλους. “Μεγαλύτερο κι από στάβλο … ολόκληρο φτιαγμένο από σκοινιά που στριφογύριζαν … με σχήμα αβγού χήνας και ντουζίνες πόδια σα βαρέλια που σα να γαντζώνονται στο χώμα … τίποτα το στερεό πάνω του … Σα ζελές, φτιαγμένος από χωριστά σκοινιά που περιστρέφονται κολλημένα μεταξύ τους … μεγάλα εξογκωμένα μάτια παντού … δέκα ή είκοσι στόματα ή προβοσκίδες παντού στα πλάγια, μεγάλα σαν μπουριά κι όλα να τινάζονται και ν’ ανοιγοκλείνουν… γκρίζο, με μπλε ή πορφυρά δαχτυλίδια… Ω Μεγαλοδύναμε Θεέ!… Εκείνο το μισό πρόσωπο από πάνω …”
Αυτή η τελευταία θύμηση, όποια κι αν ήταν, αποδείχτηκε αβάσταχτη για τον άμοιρο τον Κέρτις, που λιποθύμησε πριν προλάβει να συνεχίσει. Ο Φρεντ Φαρ κι ο Γουίλ Χάτσινς τον μεταφέρανε στην άκρη του δρόμου και τονε ξαπλώσανε στο βρεμμένο χορτάρι. Ο Χένρι Γουίλερ, τρέμοντας σύγκορμος, έστρεψε το τηλεσκόπιο προς το βουνό. Μέσα από τους φακούς διέκρινε τρεις μικρές φιγούρες που τρέχανε προς τη κορφή όσο πιο γρήγορα τους επέτρεπε η μεγάλη κλίση του εδάφους. Μόνο αυτές -τίποτε άλλο.
Τότε όλοι πρόσεξαν έναν αλλόκοτα άκαιρο ήχο μες στο βαθύ φαράγγι πίσω τους, αλλά κι ανάμεσα στους θάμνους του ίδιου του Σέντινελ. Ήταν το κρώξιμο αμέτρητων νυχτοπουλιών και μέσα στη διαπεραστική χορωδία τους παραμόνευε μια νότα έντονης και μοχθηρής προσδοκίας.
Ο Ερλ Σόγιερ πήρε τώρα το τηλεσκόπιο κι ανέφερε πως οι τρεις φιγούρες στέκονταν στη ψηλότερη κορφή, που ‘τανε στο ίδιο ύψος με το βωμό, αλλά σ’ αρκετή απόσταση απ’ αυτόν. “Η μια φιγούρα”, είπε, “ύψωνε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της ρυθμικά”. Κι ενώ περιέγραφε τη σκηνή ο Σόγιερ, το πλήθος νόμισε πως άκουγε έναν αμυδρό, σχεδόν μελωδικό κι απόμακρο ήχο, σαν να συνόδευε τις κινήσεις ένας δυνατός ψαλμός.
Η παράξενη σιλουέτα πάνω σε κείνη τη μακρινή κορφή πρέπει να ‘ταν ένα πολύ γκροτέσκο όσο κι εντυπωσιακό θέαμα, αλλά κανείς από τους θεατές δεν είχε διάθεση για αισθητικές εκτιμήσεις.
-“Υποθέτω ότι λένε το ξόρκι”, ψιθύρισε ο Γουίλερ αρπάζοντας πάλι το τηλεσκόπιο. Τα νυχτοπούλια σκούζανε ξετρελαμένα και μ’ ένα πολύ παράξενο, άτακτο ρυθμό, που δεν ήτανε συγχρονισμένος με τη τελετουργία που εξελισσόταν.
Ξαφνικά το φως του ήλιου φάνηκε να θαμπώνει χωρίς να μεσολαβήσει κανένα ορατό σύννεφο. Ήταν ένα πολύ παράξενο φαινόμενο που όλοι παρατήρησαν. Ένας υπόκωφος κρότος από τα έγκατα των λόφων συνέπεσε μυστηριωδώς με μια δυνατή βροντή που ακούστηκε από τον ουρανό. Φάνηκε μια εκτυφλωτική αστραπή και το σαστισμένο πλήθος έψαξε μάταια για σημάδια ότι πλησίαζε κι άλλη καταιγίδα.
Η ψαλμωδία των αντρών από το ‘Αρκχαμ ακουγόταν τώρα πιο καθαρά κι ο Γουίλερ είδε μέσα από το τηλεσκόπιο πως ύψωναν όλοι τα μπράτσα τους στη ρυθμική απαγγελία. Από κάποιο μακρινό κτήμα ακούστηκε το φρενιασμένο γάβγισμα των σκυλιών.
Η αλλαγή στη φωτεινότητα του ήλιου μεγάλωσε και το πλήθος κοίταζε άναυδο τον ορίζοντα. Τότε φάνηκε άλλη μια αστραπή, πιο φωτεινή από την προηγούμενη και το πλήθος νόμισε ότι διέκρινε ομίχλη γύρω από το βωμό. Κανείς ωστόσο δε χρησιμοποιούσε το τηλεσκόπιο κείνη τη στιγμή. Τα νυχτοπούλια συνεχίζανε τους άτακτους κρωγμούς τους κι οι άντρες του Ντάνγουιτς συγκεντρώσανε το κουράγιο τους ν’ αντιμετωπίσουν την αστάθμητη απειλή που ‘χε φορτίσει ξαφνικά την ατμόσφαιρα.
Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ακούστηκε κείνη η βραχνή, σπασμένη, τραχιά φωνή που δε θα σβηστεί ποτέ από τη μνήμη όσων την ακούσανε. Δε μπορεί να προερχόταν από ανθρώπινο λάρυγγα, γιατί οι φωνητικές χορδές του ανθρώπου δεν μπορούν να παράγουνε τέτοιες ηχητικές διαστροφές. Θα ‘λεγε κανείς ότι έβγαινε από την ίδια τη κόλαση, αν η πηγή της δεν ήταν ο βωμός στη κορφή του λόφου.
Είναι σχεδόν σφαλερό να τ’ αποκαλέσουμε ήχο, αφού ο απόκοσμος, υποχθόνιος τόνος απευθυνόταν σ’ αχνοφώτιστα κέντρα του συνειδητού και του τρόμου πολύ πιο ευαίσθητα από το αφτί. Αλλά και πάλι ήταν ήχοι, αφού η μορφή τους ήταν αναμφίβολα αν κι αόριστα αυτή μισοαρθρωμένων λέξεων. Ήταν δυνατοί -δυνατοί όπως οι κρότοι κι οι βροντές πάνω από τους οποίους αντηχούσαν- κι ωστόσο δεν προέρχονταν από ορατό ον. Κι επειδή η φαντασία μπορεί να υποβάλλει ζοφερές εικόνες μες στον κόσμο των αόρατων πλασμάτων, οι άντρες στους πρόποδες του βουνού ζάρωσαν πιο κοντά μεταξύ τους και μόρφασαν, σα να περίμεναν ένα χτύπημα.
-“Γγκνάιχ… γγκνάιχ… θφθχκχνγκα… Yog-Sothoth…” αντηχούσε το φρικτό κρώξιμο από το διάστημα. “Γ’ μπθνκ… χ’ εγιΕ… ν’ γκρκντλ ‘ λχ…”
Η ορμέμφυτη επιθυμία να μιλήσει έσβησε εδώ, σαν να γινόταν μια τρομερή ψυχική μάχη. Ο Χένρι Γουίλερ έφερε το τηλεσκόπιο στο μάτι του, αλλά είδε μόνο τις τρεις ανθρώπινες φιγούρες πάνω στη κορφή να σηκώνουν όλες ξέφρενα τα χέρια τους σε αλλόκοτες κινήσεις καθώς η ψαλμωδία τους πλησίαζε στη κορύφωσή της. Από ποιά κατασκότεινα πηγάδια αχερόντειου φόβου ή συγκίνησης, από ποιές ανεξερεύνητες αβύσσους εξωκοσμικής συνείδησης ή σατανικής, κρυμμένης για πολύ καιρό κληρονομικότητας έβγαιναν αυτοί οι μισοαρθρωμένοι βροντεροί κρωγμοί; Φάνηκαν να συγκεντρώνουν καινούρια δύναμη και συνοχή καθώς κορυφώθηκαν σε απόλυτη, ύψιστη, ύστατη φρενίτιδα:
-“Εχ-γ-για-για-γιαχαάχ… ε γιαααα… νγκχ’ ααα… νγκχ’ ααα… χ’ γιουχ… χ’ γιουχ… ΒΒΒ-ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ!… Πα-ΠΑΤΕΡΑ! ΠΑ ΤΕΡΑ! Yog-Sothoth!…”
Αλλά αυτό ήταν όλο.
Οι κάτωχροι άντρες στο δρόμο, έκθαμβοι ακόμα από τις αναμφίβολα αγγλικές συλλαβές που είχαν ξεχυθεί βαριά και βροντερά από το έξαλλο τίποτα δίπλα στο βωμό που σειόταν, δεν επρόκειτο να ξανακούσουν ποτέ κάτι παρόμοιο. Αντί γι’ αυτό, τινάχτηκαν έντρομοι από τον πανίσχυρο κρότο που θαρρείς και ξερρίζωνε τους λόφους, το εκκωφαντικό, κατακλυσμιαίο μπουμπουνητό του οποίου την πηγή -αν προερχόταν δηλαδή από τα ουράνια ή από τα έγκατα της γης- κανείς δε μπόρεσε να προσδιορίσει.
Μια μοναδική αστραπή έλαμψε από το πορφυρό ζενίθ στο βωμό κι ένα πελώριο παλιρροϊκό κύμα αόρατης δύναμης κι ανείπωτης δυσωδίας ξεχύθηκε από το λόφο και σκέπασε όλη τη γύρω περιοχή. Δέντρα, χορτάρι και χαμόδεντρα μαστιγώθηκαν λυσσασμένα και το τρομοκρατημένο πλήθος στους πρόποδες του λόφου, αποκαμωμένο από τη φονική δυσοσμία που τους έπνιγε, σχεδόν εκτοξευτήκανε πίσω. Τα σκυλιά γάβγιζαν από μακριά, το γρασίδι και το φύλλωμα των δέντρων μαράθηκε σ’ ένα παράξενο, αρρωστημένο γκριζοκίτρινο και στο δάσος και τα χωράφια σκορπίστηκανε τα σώματα ψόφιων νυχτοπουλιών.
Η δυσωδία υποχώρησε γρήγορα, αλλά η χλωρίδα δεν ξανάγινε ποτέ η ίδια. Μέχρι σήμερα υπάρχει κάτι απόκοσμο και μιαρό στη βλάστηση και γύρω από τον καταραμένο λόφο. Ο Κέρτις Γουόλτι είχε αρχίσει ν’ ανακτά τις αισθήσεις του, όταν οι τρεις επιστήμονες κατέβηκαν από το βουνό, λουσμένοι στις ηλιαχτίδες ενός ήλιου που ήταν και πάλι λαμπερός κι αμόλυντος. Ήτανε σοβαροί, αμίλητοι και φαίνονταν συγκλονισμένοι από αναμνήσεις και σκέψεις ακόμα φοβερότερες απ’ αυτές που είχανε κάνει τους ντόπιους να τρέμουν. Σαν απάντηση σε μια καταιγίδα ερωτήσεων περιορίστηκαν να κουνήσουν το κεφάλι και να επιβεβαιώσουν ένα σημαντικό γεγονός.
-“Το πλάσμα έφυγε για πάντα!”, είπε ο ‘Αρμιτατζ. “Διαλύθηκε σ’ ό,τι ήταν αυτό που το αποτελούσε αρχικά και δε μπορεί να υπάρξει ποτέ πια. Ήτανε κάτι απαράδεκτο για το φυσικό κόσμο. Μόνον ένα ελάχιστο μέρος του αποτελούνταν από πραγματική ύλη, με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε. Ήταν σαν τον πατέρα του -και το μεγαλύτερο μέρος του γύρισε σε κείνον, σε κάποιο ακαθόριστο βασίλειο ή διάσταση έξω από το υλικό μας σύμπαν, σε κάποια απροσέγγιστη άβυσσο απ’ όπου μόνον οι πιο καταραμένες τελετουργίες της ανθρώπινης βλασφημίας μπορεί να το καλέσανε για μια στιγμή στους λόφους”.
Ακολούθησε σύντομη σιωπή, που στη διάρκειά της ο δύστυχος ο Κέρτις Γουότλι άρχισε να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του. Έπιασε το κεφάλι του βογγώντας. Η μνήμη τονε ξαναπήγε στη στιγμή που ‘χε λιποθυμήσει κι ο τρόμος του θεάματος που τον είχε συντρίψει ξέσπασε πάλι πάνω του.
-“Ω, ω Θεέ μου, κείνο το μισό πρόσωπο! Κείνο το μισό πρόσωπο στη κορφή… Κείνο το πρόσωπο με τα κόκκινα μάτια και τα κατσαρά ξεπλυμένα μαλλιά, με τραβηγμένο πιγούνι, όπως των Γουότλι… ‘Ηταν ένα χταπόδι, μια σαρανταποδαρούσα, κάτι σαν αράχνη, αλλά είχε ένα μισοσχηματισμένο ανθρώπινο πρόσωπο από πάνω κι έμοιαζε με το μάγο Γουότλι, μόνο που ήταν τόσο μα τόσο μεγάλο…”
Έκανε μια παύση, εξουθενωμένος, ενώ όλοι οι άντρες κοίταζαν με κατάπληξη που δεν είχε κρυσταλλωθεί ακόμα σε καινούρια φρίκη. Μόνο ο γερο-Ζέμπιουλον Γουότλι, που θυμόταν πράγματα από το παρελθόν κι είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό ως τώρα, μίλησε τελικά.
-“Πριν από δεκαπέντε χρόνια”, μουρμούρισε, “άκουσα το γερο-Γουότλι να λέει ότι κάποια μέρα θ’ ακούγαμε το παιδί της Λαβίνια να φωνάζει το όνομα του πατέρα του από τη κορφή του λόφου Σέντινελ…”
Αλλά ο Τζο ‘Οσμπορν τον διέκοψε για να ρωτήσει ξανά τους άντρες από το ‘Αρκχαμ:
-“Τί ήτανε τελικά και πώς το κάλεσε ο νεαρός μάγος Γουότλι από την ανυπαρξία”;
Ο ‘Αρμιτατζ διάλεξε πολύ προσεκτικά τα λόγια του.
-“Ήτανε… Τέλος πάντων, ήτανε κυρίως ένα είδος δύναμης που δεν ανήκει στη δική μας διάσταση. Ένα είδος δύναμης που ενεργεί, αναπτύσσεται κι υλοποιείται σύμφωνα μ’ άλλους νόμους απ’ αυτούς που διέπουν τη Φύση που γνωρίζουμε μεις. Δε πρέπει να καλούμε τέτοια πράγματα από το υπερπέραν και μόνο πολύ μοχθηροί άνθρωποι και πολύ μοχθηρές λατρείες το επιχειρούν.
Ένα μέρος του ήταν και μέσα στον ίδιο τον Γουίλμπουρ Γουότλι -αρκετό για να τον μετατρέψει σε δαίμονα κι υπερανεπτυγμένο τέρας και να κάνει το θάνατό του ένα πραγματικά φρικτό θέαμα. Θα κάψω το καταραμένο ημερολόγιό του κι αν είστε συνετοί θα τινάξετε στον αέρα το βωμό κει πάνω και θα γκρεμίσετε όλους τους κίονες που σχηματίζουν κύκλους πάνω στους άλλους λόφους.
Γιατί τέτοια πράγματα φέρανε στον κόσμο μας τα πλάσματα που λάτρευαν οι Γουότλι και θα τ’ άφηναν να υλοποιηθούν για ν’ αφανίσουν την ανθρώπινη φυλή και να σύρουνε τη γη σε κάποιο ακατονόμαστο μέρος για κάποιον ανομολόγητο σκοπό. Αλλά όσο για το πλάσμα που μόλις στείλαμε πίσω… Οι Γουότλι το ανέθρεψαν για να παίξει ένα φοβερό ρόλο σ’ αυτά που θ’ ακολουθούσαν.
Μεγάλωσε γρήγορα για τους ίδιους λόγους που μεγάλωνε κι ο Γουίλμπουρ, αλλά τον νίκησε επειδή είχε μεγαλύτερη δόση από το υπερπέραν μέσα του. Δε χρειάζεται να με ρωτάτε πώς το κάλεσε ο Γουίλμπουρ από το πουθενά. Γιατί δεν το κάλεσε. Ήταν ο δίδυμος αδερφός του … αλλά έμοιαζε περισσότερο με τον πατέρα τους απ’ όσο ο Γουίλμπουρ”. […]
@Howard Phillips Lovecraft, (1917–1937)