Topics:

Πώς Παγιδεύεται ο Νους

Η γνώση των αδυναμιών μας αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα στα χέρια του χειριστή. Πρόκειται για εφαρμογή της αρχής της λιτότητας. Η μέγιστη επιρροή με ελάχιστα μέσα. Όσο πιο στοχευμένα χρησιμοποιούνται τα κατάλληλα ερεθίσματα, τόσο αποτελεσματικότερη γίνεται...

Πώς Παγιδεύεται ο Νους
Η γνώση των αδυναμιών μας αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα στα χέρια του χειριστή.
Πρόκειται για εφαρμογή της αρχής της λιτότητας. Η μέγιστη επιρροή με ελάχιστα μέσα. Όσο πιο στοχευμένα χρησιμοποιούνται τα κατάλληλα ερεθίσματα, τόσο αποτελεσματικότερη γίνεται η χειραγώγηση.

Από την «Ψυχρή» Σύγκριση στην Μη-Σύγκριση

Σε μια κλασική διαφήμιση προϊόντος, ο ειδικός αναλύει τα κίνητρα του αγοραστή και επιλέγει εκείνο που υπόσχεται την υψηλότερη απόδοση. Αν, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο προβληθεί μόνο με αντικειμενικά χαρακτηριστικά (αερόσακοι, κατανάλωση, εξοπλισμός), ο πελάτης μπορεί να συγκρίνει ψύχραιμα με τον ανταγωνισμό και να αποφασίσει μόνος του. Εκεί είναι ισχυρός, έχει κοινό μέτρο σύγκρισης.

Όμως όταν το προϊόν δεν είναι ούτε εξαιρετικά φθηνό ούτε εξαιρετικά πλούσιο σε εξοπλισμό, αυτή η «ψυχρή» σύγκριση αποβαίνει συχνά αναποτελεσματική. Τότε ο διαφημιστής μετατοπίζει το παιχνίδι από την σύγκριση στην αδυναμία.

Παράδειγμα: η «ειδική» ανάρτηση ασφαλείας. Αν το αυτοκίνητο διαφημιστεί με μια «ειδική ανάρτηση ασφαλείας», συνοδευόμενη από απροσδιόριστη συντομογραφία, συμβαίνουν τρία πράγματα:

  1. Δημιουργείται σύγχυση. Ο πελάτης δεν γνωρίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα της ανάρτησης.
  2. Καταργείται η βάση σύγκρισης. Δεν υπάρχει άμεσο ισοδύναμο στους ανταγωνιστές για να συγκριθεί αντικειμενικά.
  3. Καθιδρύεται «μοναδικότητα».  Η συντομογραφία ως εμπορικό σήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους, άρα προβάλλεται ως αποκλειστικό πλεονέκτημα.

Έτσι, το αυτοκίνητο φαίνεται να υπερέχει ως προς κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να συγκριθεί εύκολα. Η εκμετάλλευση εδώ στηρίζεται στην χαμηλή τεχνική γνώση του πελάτη γύρω από το σασί και τις αναρτήσεις.

Το Σημείο Ρήξης

Όταν ο καταναλωτής δεν έχει εργαλείο σύγκρισης, παύει να είναι ο «ισχυρός» κριτής των δεδομένων και γίνεται ευάλωτος στην υπόσχεση. Η χειραγώγηση επιτυγχάνει με ελάχιστα μέσα—μια λέξη, μια συντομογραφία, μια θολή «τεχνολογική» ιδιαιτερότητα—γιατί αγγίζει το μπλοκάρισμα της αβεβαιότητας.

Ζούμε μέσα σε καταιγισμό ερεθισμάτων. Δεν μπορούμε να ελέγχουμε κάθε λεπτομέρεια∙ γι’ αυτό βασιζόμαστε σε ομοιότητες και κατηγορίες. Μαθαίνουμε ότι «τα φύλλα είναι στην κορυφή και οι ρίζες κάτω» και δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώνουμε σε κάθε δέντρο. Με μια στιγμιαία ματιά αναγνωρίζουμε «δέντρο», «σπίτι», «αυτοκίνητο» χωρίς πλήρη έλεγχο χαρακτηριστικών. Αυτή η οικονομία της προσοχής είναι χρήσιμη—μας γλιτώνει χρόνο και γνωστικό φορτίο.

Πώς αξιοποιείται όμως από τον χειριστή; Η προσδοκία ομοιότητας δημιουργεί ένα τυφλό σημείο. Ο χειριστής «ντύνει» ένα μη άμεσα αναγνωρίσιμο προϊόν με οικείες ενδείξεις ή γλώσσα, ώστε ο πελάτης να συμπληρώσει μόνος του τα κενά, τα οποία είναι:

  • Μεταφορά κύρους/φυσικότητας. Eνσωμάτωση όρων ή εικόνων που θυμίζουν κάτι γνωστό και αξιόπιστο.
  • Σιωπηρή υπόθεση πληρότητας. O πελάτης θεωρεί ότι «όσα περιμένει» από την κατηγορία ισχύουν και εδώ, χωρίς να ψάξει λεπτομέρειες.
  • Παράκαμψη ελέγχου. Mειώνεται η διάθεση για προσεκτική ανάγνωση, γιατί «φαίνεται ίδιο».

Παράδειγμα: Eξαιρέσεις σε Aσφαλιστήρια

Οι εξαιρέσεις συχνά κρύβονται σε συμβάσεις που μοιάζουν τυπικές. Ο ασφαλισμένος πληρώνει κανονικά, αλλά στην αποζημίωση ανακαλύπτει ότι η συγκεκριμένη ζημία δεν καλύπτεται. Η οικεία μορφή του συμβολαίου και η γλώσσα της «πλήρους κάλυψης» καλλιεργούν την υπόθεση ότι «ό,τι ισχύει συνήθως, ισχύει και εδώ». Η λεπτομέρεια μένει αδιάγνωστη μέχρι να είναι αργά.

Τείνουμε να περιμένουμε ότι οι διαδικασίες έχουν απλές, γραμμικές δομές. Έτσι, όταν βλέπουμε δύο γεγονότα να ακολουθούν συστηματικά το ένα το άλλο, συχνά συμπεραίνουμε —λανθασμένα— ότι το πρώτο προκαλεί το δεύτερο. Η συνήθεια της αλληλουχίας θολώνει την διάκριση ανάμεσα σε συσχέτιση και αιτιότητα.

Ας πάρουμε ένα δεύτερο παράδειγμα με τους ιούς και τους ξενιστές τους. Σε πολλούς ασθενείς ανιχνεύονται βακτήρια ή ιοί· από αυτό συχνά συνάγεται ότι αποτελούν την άμεση αιτία της νόσου. Έτσι επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην καταπολέμησή τους, χωρίς να διερευνούμε γιατί ευνοείται η παρουσία τους σε ορισμένους οργανισμούς. Ποιο υπόβαθρο, ποια συνθήκη ή ποια αλληλεπίδραση ανοίγει τον δρόμο για την εγκατάστασή τους. Η γραμμική σκέψη «Α ⇒ Β» παραμερίζει τα ενδιάμεσα αίτια, τους τροποποιητικούς παράγοντες και τα πολλαπλά επίπεδα που συνθέτουν την πραγματική αιτιότητα.

Υπάρχει πάντα μόνο ένα «αντίθετο»;

Πέρα από το Δυαδικό σχήμα

Συχνά φανταζόμαστε ότι σε κάθε ιδιότητα αντιστοιχεί ένα και μόνο αντίθετο. Όμως οι έννοιες μπορούν να έχουν πολλαπλές αντίθετες αποκλίσεις. Όπως είναι το «καθήκον» ως πράξη που κάνουμε επειδή πρέπει.

Ανυπακοή: δεν πράττεις κάτι, παρότι οφείλεις να το πράξεις.

Εθελοβουλία εκτός πλαισίου: πράττεις κάτι, παρότι δεν χρειάζεται (ή δεν οφείλεις) να το πράξεις.

Και οι δύο καταστάσεις στέκονται «απέναντι» από την έννοια του καθήκοντος, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Το αντίθετο δεν είναι πάντα μία συμμετρική αντανάκλαση∙ μπορεί να είναι πεδίο αντιθέτων.

Από την Προσχολική Ηλικία στην Διαμόρφωση Συμπεριφορών

Για τον χειριστή, είναι ευχής έργον να εκμεταλλεύεται ήδη εγκατεστημένες συμπεριφορές που υπηρετούν τους σκοπούς του. Τα θεμέλια αυτών τίθενται νωρίς, στο σπίτι και στο νηπιαγωγείο το παιδί δεν μαθαίνει μόνο να τρώει, να περπατά, να διαβάζει ή να παίζει∙ μαθαίνει επίσης πώς να αξιολογεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πώς να λύνει προβλήματα, να διαχειρίζεται συγκρούσεις, να ελέγχει συναισθήματα. Σταδιακά, η εκπαίδευση μπορεί να ευνοεί την εκτέλεση «εργασιών» (σωστή απάντηση, σωστό βήμα) αντί της ουσιαστικής πράξης (κατανόηση, πρωτοβουλία, δοκιμή).

Κάθε τι νέο συνεπάγεται λάθη. Για το μικρό παιδί, σχεδόν τα πάντα είναι νέα∙ άρα και τα λάθη πολλά. Με τον χρόνο, μαθαίνει πώς «δουλεύει» ο κόσμος. Όμως συχνά διδάσκεται όχι μόνο το πώς, αλλά και ότι το ίδιο είναι ανεπαρκές. Μόλις αρχίσει να γράφει και να χαίρεται γι’ αυτό, βομβαρδίζεται με διορθώσεις, όλα είναι «λάθος» ως προς την ορθογραφία, το γράμμα, την γραμμή.

Όταν κάθε λάθος ερμηνεύεται ως απόδειξη ανικανότητας, η πεποίθηση ριζώνει. Έτσι εγκαθίσταται μια μορφή μαθημένης αβοηθησίας: «δεν τα καταφέρνω μόνος μου».

Στην ενήλικη ζωή, η διαφήμιση χρειάζεται απλώς να αγγίξει αυτήν την ριζωμένη πεποίθηση — να μας θυμίσει «πόσο ανεπαρκείς είμαστε» χωρίς βοήθεια:

Στην Διατροφή: «Δεν τρως σωστά» → χρειάζεσαι δισκία βιταμινών.

Στην Μαγειρική: «Δεν πετυχαίνεις την σάλτσα» → πάρε έτοιμη σάλτσα.

Στον Ύπνος: «Δεν κοιμάσαι» → χρειάζεσαι βοήθημα.

Το μοτίβο είναι κοινό. Πρώτα ενισχύεται το αίσθημα ανεπάρκειας, ύστερα προσφέρεται η λύση-υποκατάστατο. Ο χειριστής δεν πείθει για την αξία της πράξης· πείθει για την αδυναμία μας να πράξουμε.

Ενεργώντας για την Ανταμοιβή

Οι ανταμοιβές «πιάνουν» στα παιδιά—και οι γονείς το καταλαβαίνουν γρήγορα. Έτσι ξεκινά η διαπραγμάτευση: «Αν κάνεις αυτό ή εκείνο, θα πάρεις παγωτό». Το παιδί δεν μαθαίνει μόνο να κάνει αυτό που περιμένουν οι γονείς· μαθαίνει επίσης να συνδέει την πράξη με το αντάλλαγμα. Σταδιακά εδραιώνεται μια συγκεκριμένη στάση, κάνω ό,τι ανταμείβεται, ανεξάρτητα από το τι πιστεύω γι’ αυτό.

Πολλοί δυσκολεύονται να φανταστούν ότι ένα παιδί μπορεί να κάνει κάτι σημαντικό χωρίς ανταμοιβή. Κι όμως, όταν κάποια στιγμή οι εξωτερικές αμοιβές λείπουν, η προσπάθεια θα έπρεπε να συνεχίζεται ως εσωτερικά κίνητρα. Αντί γι’ αυτό, συχνά παγιώνεται μια άσβεστη προσδοκία ανταμοιβής που συνοδεύει το άτομο ως την ενηλικίωση.

Οι χειριστές γνωρίζουν καλά αυτή την προδιάθεση. Στον στρατό σε «ανταμείβουν» με διακρίσεις και βαθμούς, στην εργασία με επιδόματα και bonus. Στην διαφήμιση, οι οικιακοί ρόλοι «ανταμείβονται» με την προσοχή και την αγάπη της οικογένειας—υπό τον όρο ότι αρκεί να «τελειοποιήσεις» μια εργασία. Το μήνυμα παραμένει ίδιο, πράττεις για το έπαθλο.

Όταν ένα παιδί τιμωρείται, δεν μαθαίνει μόνο να συμπεριφέρεται όπως θεωρεί «σωστό» ο ενήλικος∙ μαθαίνει και ότι είναι σωστό να τιμωρείται όποιος παραβιάζει κανόνες. Παροιμίες του τύπου «η τιμωρία πρέπει να είναι» παρουσιάζουν την ποινή ως αυτονόητη. Είναι όμως πράγματι αναγκαία η τιμωρία; Συχνά τιμωρούμε επειδή δεν καταφέρνουμε να συμφιλιώσουμε μια πράξη με τις ηθικές μας αξίες. Η ποινή λειτουργεί κυρίως αποτρεπτικά σε δύο περιπτώσεις:

Όταν κάνουμε πράγματα που αναγνωρίζουμε ως ανήθικα αλλά τα πράττουμε παρ’ όλα αυτά και όταν πράττουμε κάτι που δεν θεωρούμε ανήθικο, αλλά ο νόμος το απαγορεύει. Δεν χρειάζεται ποινή για ό,τι ήδη αποφεύγουμε για ηθικούς λόγους. Αν ηθική, πράξη και νόμος συνέπιπταν, η τιμωρία θα καθίστατο περιττή.

Μερικές φορές η ηθική πράξη συγκρούεται με τον νόμο και οι αγώνες για ελευθερία αποτελούν κλασικό παράδειγμα. Εκεί, η ποινή γίνεται εργαλείο των ισχυρών για καταστολή και προάσπιση συμφερόντων. Αν πάλι κάποιος εκλαμβάνει το επικίνδυνο ως αβλαβές, λείπει η αίσθηση αδικίας και τότε η ποινή συχνά υποκαθιστά την παιδεία και την ενημέρωση. Όταν οι ηθικές αξίες είναι παράλογες, αντιφατικές ή ανεφάρμοστες, είναι αναμενόμενο οι πράξεις να μην ευθυγραμμίζονται μαζί τους. Η τιμωρία, σε τέτοιες περιπτώσεις, υπηρετεί την συντήρηση μιας αντιφατικής ηθικής ή νομοθεσίας—όχι την ουσιαστική καλλιέργεια.

Υπάρχουν, βεβαίως, άνθρωποι που από απληστία ή αδιαφορία παραγνωρίζουν νόμο και ηθική· μια κοινωνία οφείλει να προστατευθεί. Όμως η συνήθης ποινή δεν αποτιμά πάντοτε τον πραγματικό κίνδυνο, ούτε διασφαλίζει μετασχηματισμό. Η εμπειρία των φυλακών δείχνει συχνά ανεπαρκή αποκατάσταση, γεγονός που υπονομεύει τον δηλωμένο σκοπό της κύρωσης.

Ιστορικά, η ποινή έχει δύο ρίζες, την εξιλέωση και την εκδίκηση. Η πρώτη προϋποθέτει ότι μια θυσία «συμφιλιώνει» υπερβατικές δυνάμεις· η δεύτερη ικανοποιεί την ανταπόδοση του κακού. Καμία δεν συνάδει με το σύγχρονο κράτος δικαίου—κι όμως, διαποτίζουν ακόμη την λογική του τιμωρείν. Η εξιλέωση, όρος θεολογικός, θα όφειλε να λείπει από το νομικό λεξιλόγιο. Παρά τα προβλήματα εφαρμογής της, η τιμωρία παραμένει δημοφιλής στους ισχυρούς. Κι επειδή την συνηθίζουμε από παιδιά, τείνουμε να την βιώνουμε ως «φυσιολογική».

Το παιδί αποκτά τις πρώτες του εμπειρίες και τις εκφράζει ανοιχτά. Όμως, όταν οι γονείς «ξέρουν καλύτερα» αν είναι πεινασμένο ή κουρασμένο, ή όταν η πραγματικότητα που βλέπει συγκρούεται με όσα του λέγονται, εγκαθίσταται μια επικίνδυνη ρωγμή και η εμπειρία του υπονομεύεται. Τα παιδιά δεν είναι αφελή∙ αντιλαμβάνονται την αντίφαση και, με τον καιρό, μαθαίνουν ότι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τον ίδιο τους τον εαυτό.

Από την Αμφιβολία στον «Ειδικό»

Το κενό εμπιστοσύνης που δημιουργείται καλύπτεται εύκολα από «ειδικούς» και αυθεντίες. Ακόμα κι όταν είναι εμφανές ότι ορισμένες συμπεριφορές μας εξαντλούν ή δεν μας ωφελούν, η φωνή του ειδικού μπορεί να υπερισχύσει της ίδιας μας της αίσθησης. Έτσι, γίνεται ευκολότερο να χειραγωγείται η γνώμη μας. Η εσωτερική ένδειξη παραμερίζεται υπέρ μιας εξωτερικής βεβαιότητας.

Ένα παιδί αποκτά τα πρώτα του ευρήματα και τα εκφράζει ανοιχτά. Συχνά, όμως, αυτά συγκρούονται είτε με τα οικογενειακά «έθιμα» είτε με τον τρόπο που επιτρέπεται να μιλά κανείς. Τι να σκεφτεί όταν οι γονείς «ξέρουν καλύτερα» πότε πεινά ή πότε νυστάζει; Ακόμα χειρότερα, όταν βιώνει κάτι και του λένε το αντίθετο. Τα παιδιά δεν είναι αφελή∙ αντιλαμβάνονται την διάσταση λόγων–πραγματικότητας και μαθαίνουν, σιγά-σιγά, ότι δεν πρέπει να εμπιστεύονται την δική τους εμπειρία.

Αργότερα, αυτό ανοίγει δρόμο στους χειριστές να «ντύνουν» την γνώμη τους με κύρος ειδικού. Ακόμη κι όταν κάτι φαίνεται προφανές στην βιωμένη εμπειρία (π.χ. συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες σε κάνουν να νιώθεις βαρύς και νωθρός), η φωνή του «εμπειρογνώμονα» μπορεί να υπερισχύσει. Έτσι εγκαθίσταται η προτεραιότητα της ετεροκαθοδηγούμενης ερμηνείας απέναντι στην άμεση αίσθηση.

Καταστολή των Φυσικών Χαρακτηριστικών και Αναγκών

Στο σχολείο το σώμα «πρέπει» να μένει ακίνητο, ακόμα και όταν έχεις καθίσει ήδη πολλή ώρα και χρειάζεσαι κίνηση. Όταν είσαι καταπονημένος, θα έπρεπε να ξεκουραστείς—όμως ζητείται αδιάλειπτη προσήλωση. Το χασμουρητό, η ανησυχία, ακόμη και η ανάγκη για άνετη στάση θεωρούνται ανεπιθύμητα. Η βούληση του παιδιού κάμπτεται συστηματικά και οι ανάγκες του αγνοούνται προκειμένου να «κουμπώσει» στην φόρμα.

Τι απομένει όταν αφαιρείς από ένα παιδί την βούληση; Ένα παιδί που «εκτελεί εργασίες» άτονα, αντί να πράττει με χαρά και πρωτοβουλία. Για αιώνες αυτό υπήρξε συχνά ο de facto στόχος της εκπαίδευσης. Όχι η καλλιέργεια αυτοτελών ανθρώπων, αλλά πειθαρχημένων εκτελεστών—εργαζομένων ή στρατιωτών.

Η Μείωση της Αντίληψης (Το Πολιτιστικό Φίλτρο)

Οι λέξεις δεν μαθαίνονται «εργαστηριακά». Κάποια στιγμή ακούγεται ένας όρος, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, με μια εν μέρει επαρκή εξήγηση. Η κατανόηση που διαμορφώνεται είναι ατομική και περιορισμένη. Έτσι, δύο παιδιά μπορούν να «ξέρουν» τον ίδιο όρο με διαφορετικό περιεχόμενο, επειδή τον έμαθαν σε άλλο πλαίσιο.

Σε κάθε κουλτούρα, αναμένουμε—χονδρικά—παρόμοια χρήση όρων. Όμως η εμπειρία της ομάδας τους χρωματίζει. Για κάποιον ο «ήλιος» δεν έχει τις ίδιες συνδηλώσεις με κάποιον άλλον. Από το πολύπλευρο νόημα του «ήλιου», ο καθένας αντλεί το κομμάτι που αντιστοιχεί στις εμπειρίες του.

Το οικείο γίνεται ευκολότερα αντιληπτό. Όσα περιγράφονται με γνωστούς, καθημερινούς όρους προσλαμβάνονται πιο καθαρά· όσα έχουν παραλειφθεί ή ταμποποιηθεί στην ανατροφή θολώνουν. Αν έχεις γνωρίσει μόνο την φωτεινή πλευρά του Χριστιανισμού (βοήθεια, αγάπη, συμπόνια), οι σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του θα εμφανίζονται λιγότερο ευκρινείς όταν τις συναντάς. Αντίστροφα, θα εντοπίζεις με οξυδέρκεια ό,τι επιβεβαιώνει την ήδη θετική εικόνα σου.

Γι’ αυτό ο πρώιμος επηρεασμός στα νηπιαγωγεία και τα σχολεία έχει κρίσιμη σημασία για θεσμούς όπως οι εκκλησίες, προλαμβάνει την τυχαία γνωριμία με εναλλακτικά πλαίσια που θα μπορούσαν να ανασχηματίσουν τους όρους.

Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση επιλεκτικού πολιτιστικού φίλτρου. Αργότερα, ο χειριστής χρειάζεται ελάχιστα μέσα για να το συντηρήσει, μικρά, σχεδόν αόρατα «κεφαλαία» που ενισχύουν την γνώμη του θύματος και εξομαλύνουν τις αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του. Αν η παιδική χειραγώγηση πετύχει, η μετέπειτα «συντήρηση» είναι υπόθεση ρουτίνας.

Καταστολή της Αυτοπρωτοβουλίας

Στο σχολείο το παιδί δεν μαθαίνει μόνο αριθμητική, γραφή και ζωγραφική· μαθαίνει επίσης ότι «μετρά» αυτό που θέλει ο δάσκαλος και σχεδόν ποτέ αυτό που θέλει το ίδιο. Ως παιδαγωγικός στόχος, αυτή η μετάθεση της βούλησης από το παιδί στον ενήλικο είναι, δυστυχώς, ιδιαίτερα επιτυχημένη. Και γιατί άλλωστε να καλλιεργήσει πρωτοβουλία ένα παιδί, όταν διαρκώς διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υλοποιήσει αυτό που θεωρεί σωστό;

Όσοι δεν ανέπτυξαν ποτέ δική τους πρωτοβουλία θα χρειαστούν αργότερα καθοδήγηση. Κάποιος να λέει «τι πρέπει να γίνει». Και όποιος αφήνεται εύκολα να καθοδηγηθεί, επηρεάζεται εύκολα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυστηρά, ιεραρχικά σχολικά συστήματα συνδέθηκαν ιστορικά με αυταρχικές δομές εξουσίας, όπως η ναζιστική δικτατορία.

Περιορισμός της Δημιουργικότητας

Μαζί με την πρωτοβουλία συρρικνώνεται και η δημιουργικότητα—οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες. Δεν μπορείς να είσαι δημιουργικός «κατ’ εντολήν» υπό το σύνθημα: «Τώρα είναι εικαστικά, τώρα να είστε δημιουργικοί». Η δημιουργικότητα ζητά χώρο να αναδυθεί όταν προκύψει, και αυτό προϋποθέτει την δυνατότητα να αναλάβεις πρωτοβουλία ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό από το προβλεπόμενο. Στην διάρκεια, λ.χ., ενός μαθήματος Λατινικών, τέτοια πρωτοβουλία σπάνια ενθαρρύνεται.

Δεν είναι τυχαίο που οι ισχυροί παραδοσιακά αντιμετώπιζαν την δημιουργικότητα ως απειλή. Ο δημιουργικός άνθρωπος ενδέχεται να μετασχηματίσει τις συνθήκες που συντηρούν δύναμη και πλούτο. Από αυτήν την άποψη, η δημιουργικότητα στέκει συχνά απέναντι στον συντηρητισμό.

«Μα δεν γίνεται ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει…» — και όμως, το σχολείο μπορεί αλλιώς…

Το αντεπιχείρημα είναι γνώριμο: «Αν στο σχολείο έκαναν όλοι ό,τι θέλουν, δεν θα γινόταν μάθημα». Όμως το παιδί μαθαίνει τα θεμελιώδη—να μιλά, να αντιλαμβάνεται, να περπατά—όχι καθισμένο σε θρανίο, αλλά με δική του πρωτοβουλία, μέσα από εξερεύνηση και δοκιμή. Ένα διαφορετικό σχολείο είναι εφικτό. Ο δάσκαλος δεν «παραδίδει ύλη», αλλά συντονίζει. Αναθέτει ουσιαστικά καθήκοντα που οι μαθητές αναλαμβάνουν με ευθύνη, ανακαλύπτοντας μόνοι τους όσο το δυνατόν περισσότερες από τις αναγκαίες γνώσεις. Όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, πρώτα ρωτά τους συμμαθητές του και έπειτα τον δάσκαλο. Η μάθηση γίνεται συνεργατική, διερευνητική, ζωντανή.

Η εκπαίδευση παύει να είναι άθροισμα «ωρών διδασκαλίας» όταν επιστρέφει στην ουσία της, που είναι η καλλιέργεια ανθρώπων που δρουν—όχι μόνο «εκτελούν».

Η Ευρετική της Συχνότητας και της Συμβατότητας

Τα παιδιά διαπιστώνουν συχνά ότι κάποιες πληροφορίες αργότερα αποδεικνύονται λανθασμένες. Πώς ξεχωρίζεις, λοιπόν, το αληθές από το ψευδές; Συνήθως εγκαθίσταται μια πρακτική στρατηγική, η οποία είναι

  • Αμφισβήτηση του νέου. Οι καινούριες πληροφορίες αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.
  • Επανάληψη = αξιοπιστία. Αν κάτι το συναντάμε συχνά, το θεωρούμε πιθανότερα σωστό.
  • Συμβατότητα με την κοσμοθεωρία. Ό,τι δεν «ταιριάζει» απορρίπτεται ευκολότερα.

Η στρατηγική αυτή είναι λειτουργική στην καθημερινότητα —μας προστατεύει από τον γνωστικό κατακλυσμό— αλλά δημιουργεί τυφλά σημεία. Ο χειριστής χρειάζεται απλώς να πολλαπλασιάσει την έκθεση. Η ίδια θέση, σε πολλές επαναλήψεις και από «διαφορετικές» πηγές, τείνει να μοιάζει αληθινή. Η λογική «δεν μπορεί να λένε ψέματα όλοι» γίνεται μοχλός πειθούς, ιδίως όταν τα μηνύματα ευθυγραμμίζονται με τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις.

Ενήλικες που δεν έμαθαν να εκφράζουν και να αποφορτίζουν το συναίσθημα μέσω του κλάματος συχνά ζουν με μόνιμη ένταση. Την απογοήτευση και την πίεση τις αντισταθμίζουν με υποκατάστατες συμπεριφορές, όπως η υπερφαγία, η εμμονική κατανάλωση περιεχομένου, οι μικροί καταναγκασμοί της καθημερινότητας. Η διαφήμιση βρίσκει εδώ πρόσφορο έδαφος: «Με το προϊόν μας θα νιώσεις καλύτερα». Η ανικανοποίητη ανάγκη για συναισθηματική αποφόρτιση κάνει και διάφορες ψυχο-σέκτες δελεαστικές, υπόσχονται συνολική λύση στα εσωτερικά προβλήματα.

Η Καταστολή της Σεξουαλικότητας – Ταμπού, Τιμωρία και Πρώιμη Πειθαρχία

Στην κοινωνία μας πολλά συναισθήματα —και ιδίως όσα σχετίζονται με την σεξουαλικότητα— εμφανίζονται ως ανεπιθύμητα, ταμπού ή και απαγορευμένα. Ακόμη και τα βρέφη ανακαλύπτουν σωματικές αισθήσεις ευχαρίστησης∙ όταν όμως αυτό συναντά αυστηρές ηθικοπλαστικές στάσεις, συχνά απαντάται με επίπληξη ή τιμωρία. Έτσι, από νωρίς εγκαθίσταται ο συσχετισμός «επιθυμία = ενοχή/πόνος», που αργότερα μπορεί να εκδηλωθεί με δυσλειτουργικούς τρόπους έκφρασης ή με καταχρεωμένη ντροπή γύρω από το σώμα.

Στην σεξουαλική σφαίρα υπάρχουν σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια που υπηρετούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ασφάλεια, όπως  οποιαδήποτε εμπλοκή ανηλίκων (με ενήλικες ή μεταξύ τους όταν υπάρχει εξαναγκασμός/ανισορροπία ισχύος) είναι παράνομη και βαθιά επιβλαβής. Η αιμομιξία είναι νομικά και ηθικά απαγορευμένη στις περισσότερες κοινωνίες, μεταξύ άλλων λόγω σοβαρών βιολογικών και ψυχοκοινωνικών συνεπειών. Η συναίνεση, η ισοτιμία και η ασφάλεια είναι τα θεμέλια κάθε υγιούς σεξουαλικής σχέσης ενηλίκων.

Το να επισημαίνονται τα παραπάνω δεν ισοδυναμεί με καθολική δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας· σημαίνει ότι προστατεύουμε το ευάλωτο και το θεμελιώδες δικαίωμα στην σωματική και ψυχική ακεραιότητα.

Πέρα από τα αναγκαία νομικά/ηθικά όρια, πολλές πολιτισμικές απαγορεύσεις επεκτείνονται σε φυσιολογικές εκφάνσεις της σεξουαλικότητας ενηλίκων (π.χ. αυνανισμός, συναίνεση μεταξύ ενηλίκων, ερωτικά παιχνίδια), δημιουργώντας χρόνια ενοχή και απώθηση. Το παιδί που διδάσκεται πως οι επιθυμίες του είναι «βρώμικες» μπορεί να βιώσει έντονη ντροπή και αυτοαπόρριψη, να αναπτύξει μηχανισμούς καταπίεσης που εκδηλώνονται ως ψυχοσωματικά συμπτώματα, να δυσκολευτεί αργότερα σε σχέσεις εγγύτητας και ασφαλή έκφραση επιθυμιών.

Με αυτόν τον τρόπο η πολιτισμική καταστολή δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για χειρισμό! Θρησκευτικοί ή ιδεολογικοί φορείς μπορούν να πατούν στην γενικευμένη ενοχή για να «προσφέρουν» λύτρωση, ενισχύοντας κύκλους εξάρτησης. Οι αγορές και η διαφήμιση αξιοποιούν την στέρηση και την ντροπή. Το «σεξ που πουλά» λειτουργεί όχι ως ένδειξη ελευθερίας, αλλά ως σύμπτωμα καταπίεσης—υπόσχεση στιγμιαίας αποδέσμευσης χωρίς ουσιαστική συμφιλίωση με το σώμα και την επιθυμία.

Μαθαίνουμε από νωρίς ότι μια πρόταση μπορεί να είναι αληθινή μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο. Η φράση «ο Δράκουλας είναι βαμπίρ» ισχύει στο σύμπαν του μύθου, ενώ «δεν υπάρχουν άνθρωποι-βαμπίρ» ισχύει στον κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας. Δεν πρόκειται για λογικό λάθος, αλλά για μετατόπιση πλαισίου, η αλήθεια δεν είναι απόλυτη, παράγεται από τον κανόνα του παιχνιδιού μέσα στο οποίο μιλάμε.

Παράλληλες Πραγματικότητες. Μύθος, Θρησκεία, Επιστήμη

Για να λειτουργήσουμε κοινωνικά, αποδεχόμαστε ότι διαφορετικά συστήματα νοήματος συνυπάρχουν, το παραμύθι, η θρησκευτική αφήγηση, η επιστημονική εξήγηση. Η συνύπαρξη αυτή προϋποθέτει την ικανότητα να κρατάμε αντιφατικές «αλήθειες» χωρίς να τις συγχέουμε. Το παιδί το μαθαίνει διαισθητικά. Άλλο η φαντασία του παραμυθιού, άλλο ο κανόνας της τάξης, άλλο η φυσική του κόσμου.

Η ένταση γίνεται ορατή όταν επιχειρούμε να γεφυρώσουμε αφηγήσεις με ασύμβατους κανόνες. Η ιστορία της Κιβωτού του Νώε δύσκολα συμβιβάζεται με τον σημερινό αριθμό ειδών και την εξελικτική τους ιστορία. Η συνύπαρξη των δύο απαιτεί είτε μεταφορική ανάγνωση είτε αποδοχή ότι μιλούν για διαφορετικού τύπου αλήθειες, η μία κανονιστική/συμβολική, η άλλη εμπειρική/επιστημονική.

@OWL 2025