
Ραβιντρανάθ Ταγκόρ, ποιητής, παιδαγωγός, κοσμοπολίτης — μια ζωή που ένωσε Ανατολή και Δύση.
«Στο τέλος του ταξιδιού μπορώ να δω λίγο πιο καθαρά την σφαίρα της ζωής μου· κοιτάζοντας πίσω είμαι βέβαιος μόνο για τούτο, είμαι ποιητής (ami kavi)»
Ο Ραβιντρανάθ Ταγκόρ, γεννημένος το 1861 στην Καλκούτα, αυτοπροσδιορίστηκε πρωτίστως ως ποιητής. Όμως όποιος επιχειρεί να τον περιγράψει μόνο έτσι, αδικεί το μέγεθος και την πολυφωνία ενός δημιουργού που υπήρξε μαζί και παιδαγωγός, συνθέτης, δραματουργός, στοχαστής, ιδρυτής ενός πρωτοποριακού πανεπιστημίου και, πάνω απ’ όλα, ένας ριζοσπάστης ανθρωπιστής. Η ζωή και το έργο του συμπύκνωσαν την τριπλή αναγέννηση της Βεγγάλης —θρησκευτική, λογοτεχνική, κοινωνική— και συνέδεσαν την μυστική παράδοση της Ινδίας με την νεωτερική εμπειρία της Δύσης χωρίς να θυσιάσουν την ιδιοπροσωπία κανενός από τα δύο αυτά πεδία.
Μεγάλωσε σε σπίτι όπου η τέχνη ήταν καθημερινή γλώσσα. Ποιήματα, μουσικές, πίνακες, συζητήσεις. Η επίσημη εκπαίδευση δεν τον κέρδισε ποτέ· ο αληθινός του δάσκαλος υπήρξε η φύση. Το ταξίδι με τον πατέρα του στα Ιμαλάια, η μύηση στις Ουπανισάδες και η εμπειρία της απεραντοσύνης των τοπίων σφράγισαν την πρώιμη ματιά του. Στο Μπόλπουρ, που θα γίνει αργότερα Σαντινικετάν, ο Ταγκόρ ένιωσε για πρώτη φορά τι σημαίνει «πανεπιστήμιο ελευθερίας». Μάθηση έξω από τα τείχη, κάτω από τα δέντρα, με τον ουρανό για ταβάνι και την μουσική ως φυσικό συμπλήρωμα του λόγου.
Οι πρώιμες συλλογές του πάλλονται ανάμεσα στην μελαγχολία και στην χαρά. Στα απογευματινά τραγούδια διαφαίνεται ο ίσκιος, στα πρωινά τραγούδια η ανατολή ενός φωτός που θα παραμείνει σταθερός οδηγός. Μέσα από εκείνη την εσωτερική μεταστροφή γεννιέται η μορφή που ονόμασε Jivan Devata, ο «Κύριος της Ζωής», όχι μια απόμακρη θεότητα αλλά μια παρουσία οικεία, που αγαπά και ανταποκρίνεται. Στα επόμενα βιβλία, όπως τα Manasi, Sonar Tari, Naivedya και Kheya, ωριμάζει ο στοχαστικός τόνος που θα φτάσει στο απόγειό του στο Gitanjali το 1910, πριν ακόμη το βιβλίο συστηθεί στην Δύση.
Η αγγλική αυτομετάφραση του Gitanjali, το 1912, θα έχει σχεδόν μυθική διαδρομή. Ο ζωγράφος William Rothenstein θα διαβάσει τα χειρόγραφα και θα τα περάσει στα χέρια του W.B. Yeats, ο οποίος θα γράψει μια εισαγωγή που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Ezra Pound θα συμβάλει ώστε η φωνή του Ταγκόρ να φτάσει στην αμερικανική Poetry του Σικάγου. Το 1913 ο Ταγκόρ θα γίνει ο πρώτος μη δυτικός νομπελίστας λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για εξωτισμό, αλλά για την καθαρότητα μιας μυστικής φωνής που ψιθυρίζει —και συχνά ψάλλει— την αναγνώριση του θείου μέσα στο ανθρώπινο, κόντρα σε προσωπικές απώλειες που θα λύγιζαν άλλους.
Παρά τον «θρύλο του Gitanjali», ο Ταγκόρ δεν χωρά σε ένα συρτάρι. Η ποίησή του είναι και κοινωνική, περιγραφική και πολιτική. Είναι επίσης μουσική. Το Gitabitan, το μνημείο των 2.265 τραγουδιών του, δεν είναι απλή ανθολογία αλλά ένα ζωντανό σώμα που ονομάζεται Rabindrasangit, ράγκες και Vaishnava–Baul επιρροές, χωριάτικοι ρυθμοί και ναυτικά τραγούδια, ακόμη και δυτικές μελωδίες, πλεγμένα σε προσωπικό ύφος. Ο ποιητής δεν έγραφε απλώς λέξεις, συνέθετε τρόπους ακοής. Κι αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί τόση ποίηση του ζει καλύτερα όταν τραγουδιέται παρά όταν απλώς διαβάζεται.
Μετά το Νόμπελ ακολουθούν ταξίδια, διαλέξεις, συναντήσεις. Το Balaka του 1916 σηματοδοτεί μια εσωτερική στροφή, οι κύκνοι της πτήσης δεν είναι μόνο σύμβολο χάριτος αλλά ανησυχίας και κίνησης. Ο Ταγκόρ αντιλαμβάνεται ότι η εποχή σπρώχνει προς μετακινήσεις ιδεών και ανθρώπων. Η δική του πρόταση είναι καθαρή, διάλογος Ανατολής και Δύσης χωρίς αποικιακές βεβαιότητες, ένας οικουμενικός ανθρωπισμός που δεν διαλύει τις ρίζες αλλά τις πολλαπλασιάζει.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου ο λόγος του γίνεται συντομότερος, η εικόνα κοφτερή, ο στοχασμός πιο υπαρξιακός. Οι ύστερες συλλογές —Punascha, Shesh Saptak, Patraput, Prantik, Semjuti, Nabajatak, Rogashajyaya, Arogya, Sesh Lekha— μιλούν για χρόνο και θάνατο χωρίς στόμφο, με μια απλότητα που δεν κρύβει την γνώση του πόνου. Σε λίγους στίχους χωράει μια ολόκληρη διαδρομή ωριμότητας.
Στο θέατρο ο Ταγκόρ δεν μιμείται τις ευρωπαϊκές σκηνές της εποχής του. Συνθέτει την λαϊκή Jatra με την κλασική ινδική παράδοση και δημιουργεί ένα λυρικό–συμβολικό σύμπαν. Δεν είναι τυχαίο ότι στα υπαίθρια δρώμενα του Σαντινικετάν λειτουργούσε ως ποιητής, σκηνοθέτης, συνθέτης και ηθοποιός ταυτόχρονα. Από τα πρώτα μουσικοδραματικά έργα έως τις κοινωνικές κωμωδίες και τα συμβολικά δράματα σε πρόζα, το θέατρο του Ταγκόρ δοκιμάζει την γλώσσα των συναισθημάτων και της εσωτερικής κίνησης.
Το Visarjan είναι μια καθαρή καταγγελία της βίας και της δεισιδαιμονίας. Το “Chitra”, βασισμένο σε επεισόδιο του Μαχαμπαράτα, δείχνει πώς ο έρωτας μεταμορφώνεται από σωματικός σε πνευματικός. Στον Βασιλιά του σκοτεινού θαλάμου η βασίλισσα ποθεί να αντικρίσει τον αληθινό βασιλιά που κρύβεται στο σκοτάδι — μια αλληγορία για την ψυχή που αναζητά το άπειρο. Και στο “Ταχυδρομείο”, ίσως το πιο φιλόξενο θεατρικό του για την Δύση, η παιδική επιθυμία για «άνοιγμα στον κόσμο» γίνεται δράμα απαλό και φωτεινό, όπου ο θάνατος δεν έρχεται ως σκότος αλλά ως λύτρωση.
Η πολιτική συνείδηση του Ταγκόρ συχνά παρερμηνεύτηκε. Διαφωνεί με πλευρές του κινήματος της μη συνεργασίας, διαλέγεται με τον Γκάντι, απορρίπτει τον βίαιο εθνικισμό χωρίς να αρνείται την αγάπη για την πατρίδα. Το Mukta-dhara διδάσκει μη βίαιη αντίσταση και εθελούσια θυσία απέναντι σε κάθε μορφή τυραννίας. Το Chandalika, εμπνευσμένο από βουδιστικό μύθο, προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Μια νεαρή «ανέγγιχτη» βρίσκει την αξιοπρέπειά της όταν ο μοναχός πίνει νερό από τα χέρια της· μια ποιητική πράξη ισότητας, τρανταχτή καταγγελία της κάστας και των ιεραρχιών «καθαρότητας».
Ως μυθιστοριογράφος, ο Ταγκόρ δείχνει μια άλλη πλευρά του. Στο Chokher Bali προσεγγίζει με τόλμη το δράμα της νεαρής χήρας και ανοίγει το μονοπάτι για το σύγχρονο ινδικό μυθιστόρημα. Στο Gora συλλαμβάνει έναν φιλελεύθερο εθνικισμό που οδηγεί στην ιδέα της παγκόσμιας αδελφοσύνης. Η ανατροπή της ταυτότητας του Γκόρα δεν είναι εύρημα πλοκής αλλά χειρονομία απελευθέρωσης. Γίνεσαι πραγματικά Ινδός όχι όταν περιορίζεσαι σε μια κάστα ή σε μια ομολογιακή βεβαιότητα, αλλά όταν αναγνωρίζεις την απεραντοσύνη της ανθρώπινης συγγένειας. Στο “Το σπίτι και ο κόσμος ο έρωτας και η πολιτική” συναντιούνται στο φόντο του κινήματος Σουαντέσι. Ο ποιητής δεν σιωπά μπροστά στον πειρασμό του φανατισμού· τον αποκαλύπτει, δείχνοντας πως τα μέσα αλλοιώνουν τον σκοπό όσο ευγενής κι αν είναι.
Εκτός από την ποίηση, το θέατρο και τα μυθιστορήματα, υπάρχει το τεράστιο κομμάτι των διηγημάτων. Εκεί ο Ταγκόρ δείχνει μια οικονομία λόγου που θα ζήλευαν πολλοί μοντερνιστές της Ευρώπης. Στα περίπου διακόσια διηγήματά του η συμπύκνωση συναντά μια καθαρότητα τόνου και έναν ποιητικό απόηχο που μένει. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το σύγχρονο ινδικό διήγημα χρωστά πολλά στην δική του πρωτοβουλία.
Στα δοκίμια, τέλος, συναντάμε τον στέρεο πυρήνα της σκέψης του. Από την Sadhana και τον Nationalism έως το The Religion of Man και το Creative Unity, η πρόταση του Ταγκόρ είναι βαθιά ουπανισαδική και ταυτόχρονα ανοικτή προς τον κόσμο. Η Ανύψωση του ανθρώπου δεν είναι αφαίρεση ούτε άθροισμα απόψεων· είναι μια προσωπική, θετική υπόσταση που καθίσταται προσιτή μέσω της αγάπης. Το δράμα αυτής της σχέσης δεν παίζεται έξω από τον κόσμο αλλά μέσα του. Ο άνθρωπος την συναντά υπηρετώντας τον άνθρωπο· η Ανύψωση αναγνωρίζεται στον άλλον.
Στις 7 Αυγούστου 1941 υπαγορεύει το τελευταίο του ποίημα λίγες ώρες πριν πεθάνει. Έκτοτε, η παγκόσμια μνήμη του ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τις αισθητικές μόδες και τις εκδοτικές συγκυρίες. Η ουσία παραμένει. Ο Ταγκόρ δεν προτείνει Ανατολή εναντίον Δύσης, αλλά μια συνεχώς διαπραγματεύσιμη συνάντηση. Δεν εμπιστεύεται τον εθνικισμό των αποκλεισμών, αλλά την πατριωτική αγάπη που οδηγεί στην οικουμενικότητα. Και μας αφήνει μια πρόκληση, να δοκιμάσουμε ξανά τα ποιήματά του, τα θεατρικά του, τα τραγούδια του, χωρίς τα στερεότυπα της εξωτικής περιέργειας ή της θεωρητικής καχυποψίας.
Αν κάτι αξίζει να κρατήσουμε σήμερα, είναι η επιμονή του στην ενσυναίσθηση. Να υπηρετούμε χωρίς φανατισμό, να πειθαρχούμε χωρίς σκληρότητα, να αγαπάμε χωρίς ιδιοκτησία. Το μεγάλο βρίσκεται στο μικρό, το άπειρο μέσα στα όρια της μορφής. Και η ψυχή, όταν ακούει, ανακαλύπτει ότι το τραγούδι δεν είναι έξω από την ζωή· είναι ο τρόπος με τον οποίο η ζωή φανερώνεται.
@OWL / 2024