[…] Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθεί ότι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους:
Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Όλα τα όντα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό τους: κι εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας, και θα προτιμούσαμε να ξαναγυρίσετε στο κτήνος παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος προς τον άνθρωπο; Ένα περιγέλασμα, ένα επόνειδο πράμα. Και το ίδιο ακριβώς θα είναι ο άνθρωπος προς τον Υπεράνθρωπο: ένα περιγέλασμα, ένα πράμα της ντροπής.
Έχετε προχωρήσει από το σκουλήκι στον άνθρωπο, και πολύ ακόμα μέσα σας είναι του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι όμως ακόμα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο. Ακόμα κι οι πιο σοφοί ανάμεσά σας είναι μόνο μια δυσαρμονία και μείγμα φυτού και φαντάσματος. Σας ζητάω όμως να γίνεται φυτά και φαντάσματα; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο! Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Αφήστε τη βούλησή σας να πει: Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης!
Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε αληθινοί στη γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπεργήινες ελπίδες! Δηλητηριαστές είναι, είτε το ξέρουνε είτε όχι. Καταφρονητές της ζωής είναι, παρακμάζοντες και δηλητηριασμένοι οι ίδιοι, τους οποίους έχει βαρεθεί η γη: έτσι αφήστε τους να πάνε! Κάποτε βλασφημία ενάντια στο Θεό ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία. Αλλά ο Θεός πέθανε, και μαζί και εκείνοι οι βλάσφημοι. Το να βλασφημήσεις τη γη είναι τώρα η πιο τρομερή αμαρτία, και το να επιτιμήσεις την καρδιά του μη γνωστού υψηλότερο κι απ’ το νόημα της γης!
Κάποτε η ψυχή κοίταζε με περιφρόνηση το σώμα, και τότε αυτή η περιφρόνηση ήταν το ανώτερο πράγμα, η ψυχή επιθυμούσε το σώμα να είναι αδύναμο, χλωμό, και πεινασμένο. Έτσι σκέφτηκε να ξεφύγει από το σώμα κι απ’ τη γη. Ω, αυτή η ψυχή ήταν η ίδια αδύναμη, χλωμή, και πεινασμένη, και σκληρότητα ήταν η απόλαυση αυτής της ψυχής! Αλλά εσείς, επίσης, αδελφοί μου, μου λέτε: Τι λέει το σώμα σου για την ψυχή σου; Δεν είναι η ψυχή σου φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια;
Αληθινά, ένα μολυσμένο ρέμα είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να είναι θάλασσα, για να δεχτεί ένα μολυσμένο ρέμα χωρίς να μολυνθεί ο ίδιος.
Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι εκείνη η θάλασσα, σ’ αυτόν μπορεί η μεγαλύτερη περιφρόνησή σας να βυθιστεί.
Ποιο είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείτε να ζήσετε;
Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης! Η ώρα στην οποία ακόμα και η ευτυχία σας σας γίνεται μισητή, και το ίδιο η λογική και η αρετή. Η ώρα που λέτε: «Τι καλό μου κάνει η ευτυχία! Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια. Μα η ευτυχία μου έπρεπε να δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη!» Η ώρα που λέτε: «Τι καλό μου κάνει η λογική! Λαχταράει την γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του; Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!»
Η ώρα που λέτε: «Τι καλό μου κάνει η αρετή! Ακόμα δεν με έχει κάνει παθιασμένο. Πόσο έχω βαρεθεί το καλό και το κακό μου! Είναι όλα φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!» Η ώρα που λέτε: «Τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη! Δε βλέπω να είμαι πυρετός και φωτιά! Οι δίκαιοι, όμως, είναι πυρετός και φωτιά!» Η ώρα που λέτε: «Τι καλό μου κάνει η συμπόνια! Δεν είναι η συμπόνια ο σταυρός στον οποίο καρφώθηκε αυτός που αγάπησε τον άνθρωπο; Αλλά η συμπόνια μου δεν είναι σταύρωση.»
Έχετε μιλήσει ποτέ έτσι; Έχετε φωνάξει ποτέ έτσι; Α! μακάρι να σας είχα ακούσει να φωνάζετε έτσι! Δεν είναι δικό σας αμάρτημα- είναι η αυτοϊκανοποίηση σας που φώναξε στους ουρανούς, αυτή η ίδια σας η αποφυγή της αμαρτίας φώναξε στους ουρανούς! Πού είναι η αστραπή να σας γλύψει με τη γλώσσα της; Πού είναι η φρενίτιδα με την οποία έπρεπε να είστε εμβολιασμένοι; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι αυτή η αστραπή, αυτός είναι η φρενίτιδα!-
Όταν ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι, ένας από το πλήθος φώναξε: «Έχουμε ως τώρα ακούσει αρκετά για τον σχοινοβάτη, είναι καιρός να τον δούμε!» Και όλος ο κόσμος γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε ότι τα λόγια ίσχυαν γι’ αυτόν, ξεκίνησε την επίδειξή του.
Ο Ζαρατούστρα, όμως, κοίταξε το πλήθος και θαύμασε. Μετά μίλησε έτσι:
Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο- ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. Ένα επικίνδυνο πέρασμα, ένα επικίνδυνο ταξίδεμα, μια επικίνδυνη ματιά προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο τρεμούλιασμα και σταμάτημα. Το σπουδαίο στον άνθρωπο είναι ότι είναι μια γέφυρα και όχι ένας στόχος: το αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι ότι είναι υπερβάτης και καταβάτης.
Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι οι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή.
Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στην γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στην συνέχεια να έρθει.
Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει, και αναζητεί να μαθαίνει ώστε ο Υπεράνθρωπος στην συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί την δική του κατάβαση.
Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί την δική του κατάβαση.
Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.
Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ την γέφυρα.
Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του, έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μην ζήσει άλλο.
Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δεν θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει, αφού πάντα παρέχει, και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στην συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;»– επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.
Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα του, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ότι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς, και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει το Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.
Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.
Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σα βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.
Να, είμαι ένας προάγγελος της αστραπής, και μια βαριά σταγόνα από το μαύρο σύννεφο: η αστραπή, όμως, είναι ο Υπεράνθρωπος.
Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει αυτά τα λόγια, κοίταξε ξανά τον κόσμο, και σιώπησε. «Νάτοι στέκονται,» είπε στην καρδιά του, «νάτοι γελάνε: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα γι’ αυτά τα αυτιά. Πρέπει πρώτα κάποιος να κοπανάει στ’ αυτιά τους, ώστε να μάθουν να ακούνε με τα μάτια τους; Πρέπει κάποιος να κλαγγίζει όπως οι κατσαρόλες και οι δάσκαλοι των «μετανοείτε!»;
Ή μόνο πιστεύουν τους τραυλούς; Έχουν κάτι για το οποίο είναι περήφανοι. Πώς το αποκαλούν, αυτό που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό, το αποκαλούν, τους ξεχωρίσει από τα γιδοκόπαδα. Δεν τους αρέσει, συνεπώς, ν’ ακούνε για περιφρόνηση των εαυτών τους. Άρα θα μιλήσω στην περηφάνια τους. Θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πράμα: αυτό, όμως, είναι ο τελευταίος άνθρωπος! […]
ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ*
[…] Τα σύκα πέφτουν απ’ τα δέντρα, είναι καλά και γλυκά και καθώς πέφτουν, ανοίγει η κόκκινη φλούδα τους. Ένας βοριάς είµαι για τα ώριµα σύκα. Έτσι, σαν τα σύκα, πέφτουν πάνω σας αυτές οι διδασκαλίες: ρουφήξτε τώρα τον χυµό τους και την γλυκιά τους σάρκα! Φθινόπωρο είναι γύρω και καθαρός ουρανός κι αποµεσήµερο. ∆είτε τι αφθονία γύρω µας! Κι είναι ωραίο να κοιτάς, µέσα από την υπεραφθονία, πέρα, προς τις µακρινές θάλασσες.
Κάποτε έλεγαν θεός, όταν κοίταζαν µακρινές θάλασσες. τώρα όµως εγώ σας διδάσκω να λέτε: υπεράνθρωπος.
Ο θεός είναι µια εικασία, εγώ όµως θέλω οι εικασίες να µην πηγαίνουν µακρύτερα από την δηµιουργική θέλησή σας.
Μπορείτε να δηµιουργήσετε έναν θεό; —Τότε σταµατείστε να µου µιλάτε για θεούς! Μπορείτε όµως σίγουρα να δηµιουργήσετε τον υπεράνθρωπο. Ίσως όχι τον ίδιο τον εαυτό σας, αδελφοί µου! Μπορείτε όµως να µεταµορφωθείτε σε πατέρες και προγόνους του υπεράνθρωπου: κι αυτό ας είναι το καλύτερο δηµιούργηµά σας!
Ο θεός είναι µια εικασία: εγώ όπως θέλω η ιδιότητά σας να εικάζετε να είναι περιορισµένη µέσα στα όρια του σκεπτού.
Μπορείτε να σκεφτείτε έναν θεό; — Αυτό όµως σηµαίνει την θέλησή σας για αλήθεια, την θέλησή σας να µετασχηµατιστούν όλα τα πράγµατα σε πράγµατα σκεπτά, ορατά, αισθητά για τον άνθρωπο! Πρέπει να σκέπτεστε ως το τέρµα των αισθήσεών σας!
Κι αυτό που ονοµάζετε κόσµο κι αυτό πρέπει να αρχίσετε να το δηµιουργείτε: πρέπει να γίνει αυτός το λογικό σας, η εικόνα σας, η θέλησή σας, η αγάπη σας! Κι αληθινά, για τη µακαριότητά σας, ω εσείς γιγνώσκοντες!
Και πώς θέλετε να αντέξετε την ζωή δίχως αυτήν την ελπίδα, εσείς γιγνώσκοντες; Εκ γενετής δεν ήταν δυνατόν να γεννηθείτε ούτε στο ασύλληπτο ούτε στο άλογο. Αλλά, για να σας ανοίξω εντελώς την καρδιά µου, φίλοι µου: αν υπήρχαν θεοί, πώς θα άντεχα εγώ να µην είµαι θεός! Άρα, δεν υπάρχουν θεοί. Αυτό το συµπέρασµα έσυρα. τώρα όµως µε σέρνει εκείνο.
Ο θεός είναι µια εικασία: ποιος όµως θα µπορούσε να δεχτεί όλην την ταλαιπωρία της εικασίας αυτής δίχως να πεθάνει; Θέλει να αφαιρέσει κανείς από τον δηµιουργό την πίστη του και από τον αετό το πέταµά του στις αετίσιες εσχατιές; Ο θεός είναι µια σκέψη, που καθετί ίσιο το κάνει στραβό και καθετί που στέκεται το κάνει να περιστρέφεται. Πώς; Ο χρόνος θα ήταν φευγάτος και καθετί φθαρτό θα ήταν σκέτο ψέµα; Το να σκέφτεσαι αυτό το πράγµα είναι δίνη και ίλιγγος για τα ανθρώπινα κουφάρια και για το στοµάχι τάση για εµετό: αληθινά, αρρώστια της περιδίνησης ονοµάζω εγώ το να κάνει κανείς τέτοιες εικασίες.
Τις ονοµάζω κακές και απάνθρωπες: όλες αυτές τις διδασκαλίες για τον Ένα και πλήρη και ακίνητο και κορεσµένο και άφθαρτο! Καθετί άφθαρτο — αυτό δεν είναι παρά µια παραβολή! Και οι ποιητές ψεύδονται πάρα πολύ. Για τον χρόνο όµως και για το γίγνεσθαι πρέπει να µιλούν οι καλύτερες παραβολές: ένας έπαινος πρέπει να είναι αυτές και µια δικαίωση καθετί φθαρτού!
Το να δηµιουργείς — αυτή είναι η µεγάλη λύτρωση από τον πόνο και το αλάφρωµα της ζωής. Για να υπάρξει όµως ο δηµιουργός, χρειάζεται πόνος και πολλή µεταµόρφωση. Ναι, πρέπει να υπάρχει πολύς πικρός θάνατος µέσα στην ζωή σας, ω δηµιουργοί! Έτσι γίνεστε συνήγοροι και δικαιωτές καθετί φθαρτού. Για να είναι ο ίδιος ο δηµιουργός το νεογέννητο παιδί, πρέπει επίσης να θέλει να είναι η έγκυος και ο πόνος της εγκύου. Αλήθεια, µέσα από εκατό ψυχές βάδισα τον δρόµο µου και µέσα από εκατό κούνιες και ωδίνες τοκετού. Είπα ήδη αρκετές φορές αντίο, γνωρίζω εκείνες τις τελευταίες ώρες που σχίζουν την καρδιά.
Αυτό όµως θέλει η δηµιουργική µου θέληση, η µοίρα µου. Ή, για να σας το πω πιο ειλικρινά: ακριβώς µια τέτοια µοίρα — θέλει η θέλησή µου.
Καθετί που αισθάνεται υποφέρει σε µένα και είναι φυλακισµένο µέσα µου: η θέλησή µου όµως έρχεται πάντα σε µένα ως ελευθερωτής µου, ως εκείνος που µου φέρνει την χαρά. Το να θέλεις απελευθερώνει: αυτό είναι το αληθινό δίδαγμα από τη θέληση και την ελευθερία —αυτό σας διδάσκει ο Ζαρατούστρα. Το να µην θέλεις πια και το να µην αποτιµάς πια και να µην δηµιουργείς πια! αχ, ας µείνει εσαεί µακριά από µένα αυτή η µεγάλη κούραση!
Ακόµη και στο γιγνώσκειν αισθάνοµαι εγώ την ευχαρίστηση της θέλησής µου µε την γέννηση και το γίγνεσθαι. κι αν υπάρχει αθωότητα στην γνώση µου, αυτό συµβαίνει επειδή υπάρχει µέσα της θέληση για γέννηση. Αυτή η θέληση µε τράβηξε µακριά από τον θεό και τους θεούς, τι θα υπήρχε για να δηµιουργήσουµε αν υπήρχαν θεοί; Η ένθερµη όµως θέληση για δηµιουργία µε οδηγεί πάντα προς τον άνθρωπο. όπως το σφυρί έλκεται από την πέτρα.
Αχ, εσείς άνθρωποι, στην πέτρα κοιµάται για µένα µια εικόνα, η εικόνα των εικόνων µου! Αχ, γιατί πρέπει να κοιµάται στην πιο σκληρή, στην πιο ειδεχθή πέτρα; Τώρα το σφυρί µου χτυπά σκληρά τους τοίχους της φυλακής του. Απ’ την πέτρα πετιούνται κοµµάτια -τι µ’ ενδιαφέρει εµένα αυτό; Θέλω να αποτελειώσω την εικόνα: γιατί ένας ίσκιος ήρθε κοντά µου- το πιο σιωπηλό, το πιο ελαφρό πράγµα ήρθε σε µένα κάποτε! Η οµορφιά του υπεράνθρωπου ήρθε σε µένα σαν ίσκιος. Αχ, αδελφοί µου! Τι µ’ ενδιαφέρουν εµένα πια οι θεοί!»
Έτσι µίλησε ο Ζαρατούστρα. […]
***
Τάδε έφη Ζαρατούστρας
Σύμφωνα με τον Ζαρατούστρα, όλοι οι άνθρωποι ήταν ίδιοι ενώπιον του θεού. Όταν όμως ο θεός πέθανε, η ισότητα απωλέσθηκε και αυτή, και έτσι οι άνθρωποι έγιναν έρμαιο του όχλου. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η ευκαιρία της γέννησης του Υπεράνθρωπου.
Ο άνθρωπος που εκπληρώνει χρέη γέφυρας με κατάληξη στον Υπεράνθρωπο, πρέπει να αυτοϋπερνικηθεί για να παραχωρήσει την θέση του στον Υπεράνθρωπο. Τα χαρακτηριστικά του Υπεράνθρωπου είναι: η δημιουργικότητα, η αυτoλατρεία, η λατρεία προς την ζωή και η αυτοπεποίθηση, η δύναμη της θελήσεως, το θάρρος, η στυγνότητα και η αδιαλλακτικότητα.
Με αυτό τον πρόλογο ξεκινά και το πρώτο μέρος του έργου. Ο Ζαρατούστρας, που είχε γίνει ερημίτης για δέκα χρόνια, αποφασίζει να επιστρέψει ανάμεσα στους ανθρώπους και να μοιραστεί μαζί τους την σκέψη του.
Καθώς κατηφορίζει από το βουνό του, ο Ζαρατούστρας συναντά ένα γέρο ερημίτη, με τον οποίο συζητάει. Μόλις όμως συνειδητοποιεί πως ο γέροντας έχει αφοσιώσει την ζωή του στο Θεό, προτιμά να φύγει, από φόβο μην τον στερήσει από το νόημα της ύπαρξής του αν του αποκάλυπτε πως ο θεός απέθανε. Μ’ αυτή την σκέψη ξεκινάει ο Ζαρατούστρας την περιπλάνηση ανάμεσα στους ανθρώπους, και αυτή η σκέψη είναι η απαρχή της φιλοσοφίας του Υπεράνθρωπου που θέλει να τους διδάξει: ο θεός μην όντας πια ο στόχος της ανθρώπινης θέλησης, ο άνθρωπος πρέπει να θέσει καινούριο στόχο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει να ξεπεράσει τον εαυτό του.
Ο πρόλογος τελειώνει με τα λόγια “Έτσι άρχισε η δύση του Ζαρατούστρα”.
@Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε / “Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα” ή “Τάδε έφη Ζαρατούστρας ”
*Αναζήτησε το άρθρο: Οι Νήσοι των Μακάρων

