Topics:

Σενέκας ο Νεώτερος: Περί Ευτυχισμένης Ζωής

Η ζωή είναι σύντομη, αν δεν την ζεις. Ο Λούκιος ή Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (Lucius Anneus Seneca, 4 π.κ.ε. – 65), γνωστός ως Σενέκας ο Νεότερος ή απλώς Σενέκας, Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δραματουργός και στωικός...

Σενέκας ο Νεώτερος: Περί Ευτυχισμένης Ζωής

Η ζωή είναι σύντομη, αν δεν την ζεις.

Ο Λούκιος ή Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (Lucius Anneus Seneca, 4 π.κ.ε. – 65), γνωστός ως Σενέκας ο Νεότερος ή απλώς Σενέκας, Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δραματουργός και στωικός φιλόσοφος, ήταν γιος του Σενέκα του Πρεσβύτερου, διδάσκαλος του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Νέρωνα, στωικός φιλόσοφος, τραγωδός και ευνοούμενος της Αυλής. Καταγόταν από την Κόρδοβα της ρωμαϊκής επαρχίας της Ισπανίας. Ο Σενέκας έφυγε νεαρός από την γενέτειρά του και ταξίδεψε στην Ρώμη και την ρωμαϊκή Αίγυπτο. Κατά τις περιπλανήσεις του αυτές διδάχθηκε ρητορική και μυήθηκε στην Στωική φιλοσοφία. Τελικά εγκαθίσταται στην Ρώμη, όπου αρχίζει να δικηγορεί και, παρά την κακή του υγεία, να ανελίσσεται σε κρατικά αξιώματα. Το 41 μ.κ.ε. εξορίζεται για οκτώ χρόνια στην Κορσική όταν η Βαλέρια Μεσσαλίνα, τρίτη σύζυγος του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, φιλόδοξη, νυμφομανής και με μεγάλη επιρροή, τον κατηγορεί για μοιχεία.

Ο ρήτορας και φιλόσοφος Λούκιος Ανναίος Σενέκας αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η ζωή του, τα έργα του, ο θάνατος του συγκρούονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα φιλοσόφου. Υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους φιλοσόφους, καθώς, παρότι Στωικός, απέκτησε περιουσία (300 εκατομμύρια σηστέρτιους από τόκους σε δάνεια στην Ιταλία και τις επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) επωφελούμενος από την θέση που κατείχε στην αυλή του αυτοκράτορα Νέρωνα, του οποίου υπήρξε δάσκαλος και σύμβουλος. Ο Νέρων όμως δεν ήταν μόνο μαθητής του, αλλά και δολοφόνος του. Το 65 διέταξε τον θάνατο του Σενέκα, δίνοντάς του ταυτόχρονα την επιλογή να αυτοκτονήσει, την οποία ο φιλόσοφος ακολούθησε.

Ο Σενέκας επικάλυψε τον Στωικισμό με ένα πέπλο ανθρωπισμού, που συνοψίζεται στην φράση του «ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο», και υπηρέτησε το Στωικό ιδανικό του σοφού που μεριμνά για την κοινωνία από θέση ευθύνης. Για τον Σενέκα χρέος των πλουσίων και των αρχόντων ήταν η βοήθεια προς τους κοινωνικά αδύναμους. Στα δράματα που έγραψε (π.χ. Φαίδρα, Οιδίπους, Μήδεια “Κείμενα”, Θυέστης, Αγαμέμνων κλπ.), βασισμένα σε Ελληνικούς μύθους και κλασικές αττικές τραγωδίες, επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο. Στην κατηγορία των θεατρικών έργων ανήκει και η κωμωδία, σάτιρα “Αποκολοκύνθωσις”.

Εκτός από το ρητορικό έργο του, στο οποίο οφείλει την πρώιμη φήμη του ως πολιτικός, τα Φυσικά προβλήματα (Naturales quaestiones) σε επτά βιβλία και τις 124 επιστολές του ανέπτυξε πλούσια και πολυμερή συγγραφική δραστηριότητα. Τα έργα του Σενέκα διακρίνονται για την δεοντολογία και την ηθική φιλοσοφία, όπως θέματα σχετικά με την ευγένεια, την φιλανθρωπία, το σθένος, την ευτυχισμένη ζωή.

Περί οργής (De ira) / Περί επιείκειας (De clementia) / Περί ευτυχισμένης ζωής (De beata vitae) / Περί συντομίας της ζωής (De brevitate vitae). Διάλογος που απευθύνεται στον Παουλίνο, έναν υπάλληλο του δημοσίου όπου γίνεται λόγος για την αξία του χρόνου και την ανάγκη να τον χρησιμοποιεί κανείς με σοφία και φειδώ για τη βελτίωση του εαυτού του, για φιλοσοφικές σκέψεις, για επικοινωνία με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και όχι για πολυτελή βίο και ανήθικες απολαύσεις.

Περί απραξίας (De otio) / Περί πνευματικής γαλήνης / Περί ευεργεσιών (De benificiis) / Περί αξιωμάτων (De officiis) / Περί προνοίας (De providentia) Προς την Ελβία (Ad Helviam) που απευθύνεται στην μητέρα του για να την παρηγορήσει για την εξορία του γιου της (του ίδιου δηλαδή) και δείχνει δύναμη κι αξιοπρέπεια κ.α.

Τα γραπτά του αναμφίβολα αποτελούν φιλοσοφικά κείμενα αντάξια ενός ρήτορα που έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους Στωικούς φιλοσόφους, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον δούλο Επίκτητο. Το ηθικό του δοκίμιο «Περί της συντομίας της ζωής» (De Brevitate Vitae) μια επιστολή με παραλήπτη τον πεθερό του Παυλίνο (Paulinus) αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα του όπου με ρητορική καλαισθησία παροτρύνει τον αναγνώστη της εποχής του Νέρωνα (αλλά και της σημερινής) να εκτιμήσει τον χρόνο του:

«Θυμήσου και συλλογίσου, όποτε είχες ένα συγκεκριμένο σχέδιο στην ζωή σου, πόσο λίγες μέρες πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε την φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από την ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο λίγο μέρος από τον εαυτό σου σου έχει απομείνει· και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από την ώρα σου». Σενέκας, “Περί της συντομίας της ζωής”

Το πολυτιμότερο που κατέχει κάποιος είναι ο χρόνος του. Ο Σενέκας τοποθετεί τον χρόνο μπροστά μας και μας προτρέπει να τον αδράξουμε, προτού είναι αργά. Ο χρόνος μας είναι η ζωή μας. Και όμως, πόσοι από εμάς, από την εποχή του Σενέκα έως σήμερα, δεν τον θεωρούμε δεδομένο; Αλλά, όσο σπαταλούμε τον χρόνο μας, μικραίνουμε την ζωή μας. Πρόκειται για μία συνειδητοποίηση που έρχεται με τα γεράματα, όταν είναι πια αργά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Σενέκας απευθύνεται σε όλους μας:

«Και ποια είναι άραγε η αιτία αυτού του φαινομένου; Αιτία είναι το ότι ζείτε σαν να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα, χωρίς να σκέφτεστε ποτέ πόσο εύθραυστοι είστε και χωρίς ποτέ να παρατηρείτε πόσος χρόνος από την ζωή σας έχει ήδη χαθεί. Σπαταλάτε το χρόνο σας σαν να τον αντλείτε από κάποια πλήρη και άφθονη παρακαταθήκη, και όλα αυτά όταν η μέρα που χαρίζετε σε κάποιον άνθρωπο ή σε κάποιο πράγμα θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής σας».

(Memento Mori). Θυμήσου ότι θα πεθάνεις. Η Στωική υπενθύμιση της θνητότητας μας είναι η μόνη που προσφέρει την συνειδητότητα της ζωής που πρέπει να ζούμε κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα είναι πολύτιμη, όχι μόνο η τελευταία. Κατανοούμε την ζωή με τον θάνατο.

«Πόσο αργά είναι να αρχίζουμε τότε μόνο να ζούμε, όταν η ζωή μας κατ’ ανάγκην τελειώνει!».

Οι άνθρωποι, υπερφίαλοι απέναντι στον χρόνο, νομίζουν ότι θα ζουν για πάντα και περιμένουν τις ημέρες να περάσουν σχεδιάζοντας πάντα το αύριο ή αναπολώντας το χθες. Η ζωή όμως είναι τώρα. Δίνοντας αξία στον χρόνο μας, δίνουμε αξία στην ζωή μας. Και παύει πλέον να είναι σύντομη.


Peter Paul Rubens, “Ο θάνατος του Σενέκα”, 1615, λάδι σε καμβά, Μουσείο Πράντο Μαδρίτη

Περί της συντομίας της ζωής.

Ζούμε στο έπακρο, εξαντλούμε την ζωή μας ή θεωρούμε τον χρόνο μας μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη ζωής ως τα γηρατειά; Μήπως είμαστε πολύ απασχολημένοι για να ζήσουμε; Αυτά τα ερωτήματα θέτει ο Σενέκας σε πολλά από τα έργα του. Στο Περί της συντομίας της ζωής” ο συγγραφέας απευθύνεται στον Παυλίνο (επόπτη της προμήθειας και διανομής του σίτου στην Ρώμη) για να τον πείσει ότι ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του και να αξιοποιήσει τον χρόνο του προς όφελός του. Αρκεί να ρίξει μια ματιά γύρω του. Όλοι επιθυμούν να ζήσουν περισσότερο, γιατί ανάλωσαν την ζωή τους σε ανούσια πράγματα.

«Θέλεις να μάθεις γιατί τελικά αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν πιο πολύ; Δες πόσο επιθυμούν να ζήσουν περισσότερο. Υπέργηροι σε ηλικία ικετεύουν να τους δοθούν περισσότερα χρόνια. Προσποιούνται ότι είναι νεότεροι από όσο είναι. Κολακεύονται με ένα ψέμα και αρέσκονται να εξαπατούν τον εαυτό τους σαν να εξαπατούν ταυτόχρονα την μοίρα. Αλλά όταν κάποια ασθένεια (imbecillitas) τους υπενθυμίσει την θνητότητά τους, με πόσο τρόμο πεθαίνουν, καθώς η ζωή τούς αποβάλλει, χωρίς να την εγκαταλείπουν οι ίδιοι. Ωρύονται επειδή υπήρξαν ανόητοι που δεν έζησαν, και λένε ότι, αν ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση, θα ζήσουν σε ανάπαυλα (in otio victuros). Τότε συνειδητοποιούν πόσο μάταια μοχθούσαν για πράγματα που δεν απολάμβαναν, και πως ο μόχθος τους πήγε χαμένος. Αλλά όσοι έζησαν την ζωή τους μακριά από τέτοιες ασχολίες, γιατί θεωρούν ότι δεν έζησαν πολύ (quidni spatiosa sit);» Σενέκας

Δεν είναι μόνο οι ασχολίες του δημόσιου βίου που κρατούν τους ανθρώπους πολύ απασχολημένους (occupatos) για να ζήσουν. Μπορεί η ενασχόληση με τα κοινά να θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ για τους Ρωμαίους πολίτες, αλλά η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει δημιουργήσει εύρωστους οικονομικά πολίτες που έχουν τον ελεύθερο χρόνο και τα μέσα για να τον αξιοποιήσουν όπως αυτοί επιθυμούν. Πάλι όμως ο Σενέκας ψέγει εκείνους που εξαντλούν τον χρόνο τους εφευρίσκοντας ασχολίες. Η ανάπαυλα (otium) είναι ο ελεύθερος χρόνος μας, αλλά σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της απραξίας.

Με μία γλαφυρή περιγραφή της καθημερινής πραγματικότητας από τον Σενέκα:

«Βλέπουμε πολίτες να περνούν τον χρόνο τους στα κουρεία ανησυχώντας περισσότερο για τις τρίχες του κεφαλιού τους παρά για την ασφάλειά του, να τραγουδούν παράφωνα αντί να συνδιαλέγονται γι’ αυτά που τους απασχολούν, να μεθούν και να επιδεικνύουν τον πλούτο τους με τον πιο ευφάνταστο τρόπο για να προκαλέσουν τον θαυμασμό των άλλων, να ξεσκονίζουν την συλλογή των κορινθιακών αγγείων τους «που η μανία ελάχιστων ανθρώπων έχει καταστήσει πανάκριβα», περνώντας τον χρόνο τους με τη σκουριά. Αυτοί ζουν για να επιδεικνύονται, όντας πολυάσχολοι στην ανάπαυλά τους. Αυτοί δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, αλλά μια νωθρή ασχολία», αποφαίνεται ο συγγραφέας.

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην εποχή του έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο τρυφηλότητας που δεν ασχολείται με τίποτε. Τελικά, αφηγείται μια εξωφρενική σκηνή τρυφηλής απραξίας:

«Άκουσα ότι κάποιος από αυτούς τους ντελικάτους (ex delicatis) ανθρώπους -αν μπορείς να αποκαλέσεις ντελικάτο κάποιον που έχει ξεχάσει τις βασικές συνήθειες της ανθρώπινης ζωής- όταν τον σήκωσαν από το μπάνιο με τα χέρια και τον έβαλαν να καθίσει στο φορείο, είπε με απορία: ‘Τώρα κάθομαι;’ Πιστεύεις ότι αυτός που δεν ξέρει αν κάθεται, ξέρει αν είναι ζωντανός, αν βλέπει, αν βρίσκεται σε ανάπαυλα;» Σενέκας

Για μια ευτυχισμένη ζωή.

«Όλοι επιθυμούν να ζήσουν μία ευτυχισμένη ζωή, όταν όμως πρόκειται να διαγνώσουν τι είναι εκείνο που κάνει τη ζωή ευτυχισμένη, εκεί τυφλώνονται· και, χωρίς να είναι βέβαια εύκολο να επιτύχει κανείς ευτυχισμένη ζωή, είναι πάντως γεγονός ότι, όσο πιο πολύ αγωνίζεται να την πλησιάσει, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από αυτή, αν κάπου έχει κάνει λάθος στον δρόμο του. Και, ακριβώς επειδή οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση, η ίδια η ταχύτητα του πολλαπλασιάζει και την απόσταση που τον χωρίζει από τον στόχο του.

Πριν από οτιδήποτε άλλο, λοιπόν, θα πρέπει να δούμε τι είναι αυτό προς το οποίο στοχεύουμε· ύστερα, θα πρέπει να εξετάσουμε από ποιο δρόμο θα μπορούσαμε να το πλησιάσουμε γρηγορότερα, ενώ στο ίδιο το ταξίδι -υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι έχουμε πάρει τον σωστό δρόμο- θα ανακαλύψουμε πόση απόσταση διανύουμε καθημερινά και πόσο πλησιάζουμε τον στόχο μας, προς τον οποίο μας έλκει φυσική ανάγκη. Όσο όμως πλανιόμαστε άσκοπα, χωρίς οδηγό, και υπακούουμε μόνο στον θόρυβο και στις διιστάμενες κραυγές εκείνων που μας καλούν να προχωρήσουμε προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο η ζωή μας θα χαραμίζεται σε λάθη, αυτή η ζωή που είναι σύντομη, ακόμα κι αν μέρα και νύχτα παλεύουμε για την πραγματική σοφία.

Ας εξετάσουμε λοιπόν τόσο τον στόχο όσο και τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε, και ας πάρουμε μαζί μας κάποιον έμπειρο οδηγό, που έχει ήδη εξερευνήσει την περιοχή στην οποία βαδίζουμε, γιατί οι συνθήκες που επικρατούν σ’ ένα τέτοιο ταξίδι είναι διαφορετικές από εκείνες που χαρακτηρίζουν τα άλλα ταξίδια.

Σ’ αυτά, ένας ευδιάκριτος δρόμος και οι πληροφορίες από τους κατοίκους της περιοχής σε προφυλάσσουν από το λάθος, σ’ εκείνο όμως τα πολύχρηστα και πολυσύχναστα μονοπάτια είναι και τα πιο απατηλά. Τίποτε επομένως δεν είναι ανάγκη να τονιστεί περισσότερο από την προειδοποίηση ότι δεν θα πρέπει να πάρουμε, σαν τα πρόβατα, την γραμμή του κοπαδιού που προηγείται, ταξιδεύοντας έτσι πάνω στον δρόμο που βαδίζουν όλοι, αλλά πάνω στον δρόμο που οφείλουμε να βαδίσουμε.

Τίποτε, πράγματι, δεν μας δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από το γεγονός ότι προσαρμόζουμε τον εαυτό μας στις κοινές διαδόσεις, πιστεύοντας ότι όσα γίνονται αποδεκτά με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, αυτά είναι και τα άριστα -το γεγονός δηλαδή ότι, με το να ακολουθούμε τόσους πολλούς, ζούμε στην ουσία σύμφωνα με τους κανόνες όχι τόσο της λογικής αλλά της μίμησης.

Το αποτέλεσμα είναι πως, ο ένας μετά τον άλλο, συσσωρεύονται οι άνθρωποι που οδεύουν ολοταχώς προς την καταστροφή. Και, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν, σε μια μεγάλη ανθρώπινη συμφορά, οι άνθρωποι συμπιέζουν ο ένας τον άλλο και κανείς δεν μπορεί να καταρρεύσει χωρίς να συμπαρασύρει και τους άλλους στην πτώση του, καθώς η κατάρρευση των πρώτων επιφέρει τον όλεθρο και των τελευταίων, το ίδιο πράγμα θα μπορούσες να δεις σε κάθε περίπτωση και στην ζωή.

Τα σφάλματα κάθε ανθρώπου δεν προκαλούν σ’ εκείνον μόνο ζημιά, αλλά καθένας από μας είναι ο ίδιος αιτία και υπεύθυνος του λάθους που θα κάνει και κάποιος άλλος. Γιατί είναι επικίνδυνο να αναθέτουμε την ασφάλεια του εαυτού μας στο πλήθος που προπορεύεται και -ακριβώς επειδή καθένας μας είναι προθυμότερος να εμπιστευτεί κάποιον άλλο παρά να αποφασίσει ανεξάρτητα για τον εαυτό του- ουδέποτε να θέτουμε υπό έλεγχο την ζωή μας, αλλά να δείχνουμε απεναντίας τυφλή εμπιστοσύνη στους άλλους, έτσι ώστε κάποιο λάθος που έχει περάσει από τον ένα στον άλλο να εμπλέκει τελικά και μας τους ίδιους και να απεργάζεται την καταστροφή μας.

Το παράδειγμα των άλλων μας καταστρέφει, η αποδέσμευση από το πλήθος είναι σωτήρια. Γιατί αυτό, υπερασπίζοντας το λάθος του, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική. Συμβαίνει έτσι το ίδιο ακριβώς πράγμα που γίνεται και στις εκλογές, όπου τα ίδια εκείνα άτομα που εξέλεξαν τους πραίτορες απορούν όταν η ευμετάβλητη λαϊκή εύνοια μετατοπιστεί στο θέμα της εκλογής των πραιτόρων. Το ίδιο έχει την μια στιγμή την εύνοια μας, την άλλη την αποδοκιμασία μας· αυτή είναι η έκβαση κάθε απόφασης που ακολουθεί τις επιλογές του πλήθους».

***
«Θα υπομένω προσωπικά όλους τους μόχθους όλο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί, χαλυβδώνοντας το σώμα μου με τη δύναμη του πνεύματος. Θα περιφρονώ τα υλικά αγαθά, είτε τα έχω είτε όχι, και δε θα μου στοιχίσει αν τα έχει κάποιος άλλος, ούτε και θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα αν τα αγαθά αυτά αστράφτουν γύρω μου.

Δεν θα δίνω σημασία στην τύχη, είτε αυτή έρχεται είτε φεύγει. Όλα τα κτήματα θα τα βλέπω σαν δικά μου, και θα θεωρώ τα δικά μου σαν να ανήκουν σε όλους τους άλλους. Θα ζω πάντα με την συνείδηση ότι γεννήθηκα για τους άλλους, και γι’ αυτό το λόγο θα είμαι ευγνώμων στην φύση· γιατί πώς θα μπορούσε αυτή να εξυπηρετήσει το έργο μου με καλύτερο τρόπο;

Έχει προσφέρει εμένα, τον ένα, σε όλους τους άλλους, και όλους τους άλλους τους πρόσφερε σ’ εμένα, τον ένα. Ό,τι τύχει να αποκτήσω, ούτε ως φιλάργυρος θα το αποθησαυρίσω ούτε ως σπάταλος θα το διασπαθίσω. Τίποτε δεν θα πιστέψω ότι κατέχω περισσότερο, όσο τα δώρα που πρόσφερα ύστερα από ώριμη σκέψη. Δεν θα εκτιμώ τις ευεργεσίες μου με βάση το πλήθος τους ούτε το μέγεθος τους ούτε με βάση οτιδήποτε άλλο πέρα από την εκτίμηση του αποδέκτη• ποτέ δε θα φανεί σπουδαίο στα μάτια μου ό,τι παίρνει ένας αξιόλογος άνθρωπος.

Τίποτε δεν θα κάνω για να σχηματιστούν εντυπώσεις γύρω από το πρόσωπό μου· τα πάντα θα πράττω για την συνείδησή μου. Ό,τι κι αν κάνω όταν μόνο εγώ είμαι παρών, θα το θεωρώ σαν να έχει γίνει μπροστά στα μάτια ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού. Όταν τρώω και πίνω, στόχος μου θα είναι να απαλείψω την ανάγκη της φύσης, όχι να γεμίσω και να αδειάσω την κοιλιά μου.

Θα είμαι ευχάριστος στους φίλους μου. ήπιος και συγκαταβατικός στους εχθρούς μου. Θα δίνω την συγγνώμη μου πριν καν μου την απαιτήσουν, και θα σπεύδω να προσφέρω ό,τι έντιμο μου ζητηθεί. Θα ξέρω ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι πατρίδα μου, ότι οι Θεοί την κυβερνούν και ότι αυτοί ζουν πάνω μου και γύρω μου κι ελέγχουν τα λόγια και τις πράξεις μου.

Και, όποτε η φύση ζητήσει πίσω την πνοή μου ή η λογική μου την απελευθερώσει, θα φύγω δηλώνοντας ότι αγάπησα την ορθή συνείδηση και κάθε αγαθή προσπάθεια, ότι δεν περιόρισα την ελευθερία κανενός και, οπωσδήποτε, όχι την δική μου». Σενέκας.

Ανάπαυλα (otium) δεν σημαίνει απραξία.

Για τον Σενέκα ο ελεύθερος χρόνος είναι η ζωή που επιλέγουμε. Είναι ο μοναδικός χρόνος του οποίου κυρίαρχοι είμαστε εμείς. Μας ανήκει όσο μας ανήκει η ζωή. Ένα από τα πιο αινιγματικά και λιγότερο μελετημένα έργα του Σενέκα είναι το De otio (Περί ανάπαυλας), όπου ο συγγραφέας αναλύει τις απόψεις του για τον ελεύθερο χρόνο. Ο Στωικός φιλόσοφος έχει ήδη αφιερώσει δύο έργα και αρκετές από τις Ηθικές επιστολές στον Λουκίλιο προτρέποντας τον αναγνώστη του να αξιοποιήσει στο έπακρο τον χρόνο του στην ζωή του. Με ποιον τρόπο όμως; Στα ρωμαϊκά χρόνια, ο Στωικισμός δεν επιτρέπει στο άτομο να απομονωθεί στον εαυτό του, καθώς οφείλει ακόμη και όταν φτάσει σε μεγάλη ηλικία να υπηρετεί το κοινό συμφέρον.

Το έργο ξεκινά απότομα, λόγω του ότι απουσιάζει η αρχή -όπως και το τέλος- χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί πρόβλημα. Ο Σενέκας εν είδει απολογίας για τη ζωή του διατυμπανίζει στους Στωικούς φίλους του ότι «και όμως είναι ωφέλιμο να αποσυρθείς στον εαυτό σου» (proderit tamen per se ipsum secedere). Ήδη από τις πρώτες γραμμές του σωσμένου κειμένου ο συγγραφέας προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει ότι ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να είναι και προσωπικός, να στοχεύει στην καλλιέργεια του εαυτού:

«Μόνο στον ελεύθερο χρόνο μπορεί κάποιος να κατακτήσει αυτό που τον ευχαριστεί» (Tunc potest obtineri quod semel placuit. De otio).

«Αυτό που τον ευχαριστεί»;

Διατυπώνοντας την φράση ο Σενέκας οραματίζεται την αντίδραση των Στωικών. Έχει πολύ δύσκολο έργο και το ξέρει. Η ευχαρίστηση ή ηδονή δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επιχείρημα. Το αντίθετο. Η ηδονή είναι κακός οδηγός και υποστηρίζεται από την αντίπαλη σχολή του Επίκουρου. Τότε, ένας ανώνυμος συνομιλητής κάνει την εμφάνισή του στο έργο:

«Τι κάνεις, Σενέκα; Εγκαταλείπεις την σχολή σου; Σίγουρα, οι Στωικοί σου λένε: ‘Ως το τέλος της ζωής πρέπει να είμαστε δραστήριοι, να μην σταματάμε να προσπαθούμε για το κοινό καλό, να βοηθάμε τα άτομα, ακόμη και να τείνουμε το γέρικο χέρι μας στον εχθρό για βοήθεια. […] Εμείς είμαστε που δεν αφηνόμαστε στην ανάπαυλα παρά μόνο όταν έρθει ο θάνατος, και αν το επιτρέψουν οι συνθήκες ούτε ο θάνατος θα είναι ανάπαυλα για μας. Γιατί συζητάς τα διδάγματα του Επίκουρου στο στρατόπεδο του Ζήνωνα;» Σενέκας, De otio

Ο διάλογος αντικατοπτρίζει την εποχή του Σενέκα, όπου το otium (που αρχικά σήμαινε απομάκρυνση από την πολιτική ζωή και την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου) έχει δώσει την θέση του στην τρυφηλή, γεμάτη απολαύσεις ζωή. Ο Σενέκας, βλέποντας την επικράτηση του Επικούρειου βίου να αυξάνει την δημοφιλία του ανάμεσα στις τάξεις των Ρωμαίων, επιχειρεί να επανερμηνεύσει την έννοια του otium, της ανάπαυλας, απελευθερώνοντάς την παράλληλα από την εμπλοκή στην πολιτική ζωή. Η διαφορά μεταξύ της επικούρειας και στωικής συμμετοχής στα κοινά απαλείφεται από τον ίδιο.

«Οι δύο σχολές των Επικουρείων και των Στωικών διαφέρουν και σε αυτό το θέμα, ωστόσο και οι δύο μας ωθούν στην ανάπαυλα με διαφορετικούς τρόπους».

Ο Σενέκας δεν θα υποστηρίξει την Επικούρεια θέση, αλλά θα συνηγορήσει υπέρ του ελεύθερου ατομικού χρόνου αντλώντας επιχειρήματα από «το δικό του στρατόπεδο» αυτή την φορά. Εκείνο των Στωικών. To υπέρτατο αγαθό (summum bonum), το «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», επιστρατεύεται:

«Η Φύση μάς γεννά και για τα δύο, και για τον στοχασμό γύρω από τα πράγματα και για την δράση (contemplationi rerum et actioni)».

Η φύση μάς καλεί να την ανακαλύψουμε. Το ίδιο και ο εαυτός μας. Και από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε.

Ο φιλόσοφος δεν εγκαταλείπει την Σχολή του. Ο Στωικισμός στην εποχή του δεν έχει πάρει την τελική του μορφή και ο Σενέκας θα προσθέσει νέες ιδέες στην δεξαμενή του. Πολιτική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συγκρότηση του ατόμου, χωρίς περισυλλογή του εαυτού. Ο Αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος που θα ακολουθήσει θα αποδείξει έμπρακτα την εφαρμογή του Στωικισμού στον πολιτικό βίο: Η καθημερινή περισυλλογή έχει αφετηρία το άτομο.

«Όσα σε έναν γίνονται, σ’ όλους μπορούν να γίνουν» Ποπλίλιος Σύρος*

«Αν κάποιος επιτρέψει σ’ αυτή την σκέψη να εισχωρήσει στην καρδιά του και, όταν βλέπει τις δυστυχίες των άλλων, που κάθε μέρα υπάρχουν εν αφθονία, αναλογίζεται ότι άνετα θα μπορούσαν να έλθουν και στον ίδιο, θα εξοπλιστεί εναντίον τους πολύ πριν αυτές τον επισκεφθούν. Είναι πολύ αργά να εφοδιάζεται κανείς για να υπομείνει τους κινδύνους όταν αυτοί είναι ήδη παρόντες. Μπορεί βέβαια να πεις: «Δεν νόμιζα ότι αυτό θα συμβεί» και «Πίστευες ποτέ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»

Όμως γιατί όχι; Ποια είναι τα πλούτη εκείνα που δεν τα ακολουθούν κατά πόδας η φτώχεια, η πείνα και η αθλιότητα; Ποιοι αξιωματούχοι στον ποδόγυρο της εσθήτας τους, ποιοι οιωνοσκόποι στη ράβδο τους ή ποιοι πατρίκιοι στους ιμάντες των παπουτσιών τους δεν μεταφέρουν ακαθαρσίες και άθλια σκουπίδια -χιλιάδες στίγματα και σκέτη ντροπή; Ποιο βασίλειο υπάρχει για το οποίο να μην καιροφυλακτεί η καταστροφή και η ερήμωση, ο τύραννος και ο δήμιος;

Και όλα αυτά δεν χωρίζονται μεταξύ τους με τεράστια διαλείμματα χρόνου, αλλά, ανάμεσα στον θρόνο και στην γονυκλισία του βασιλιά μπροστά στα γόνατα κάποιου άλλου, κάποτε μεσολαβεί μία μόνο ώρα. Πρέπει επομένως να έχεις υπόψη σου ότι κάθε μοίρα στην ζωή είναι μεταβλητή και ό, τι συμβαίνει σε κάποιον μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σ’ εμένα. Είσαι πλούσιος είσαι όμως πλουσιότερος από τον Πομπήιο;

Και όμως, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ούτε ψωμί και νερό όταν ο Γάιος, ένας γέρος συγγενής και καινούριος οικοδεσπότης του, του άνοιξε το σπίτι του Καίσαρα, για να έχει έτσι την ευκαιρία να του κλείσει το δικό του! Όσο κι αν ήταν ιδιοκτήτης πολυάριθμων ποταμών, που πήγαζαν από τα δικά του κτήματα και είχαν την εκβολή τους στις δικές του περιοχές, ήταν υποχρεωμένος να ζητιανεύει για μερικές σταγόνες νερό. Πέθανε από πείνα και δίψα στο ανάκτορο του συγγενούς του και, ενώ λιμοκτονούσε, ο κληρονόμος του φρόντιζε να ταφεί δημοσία δαπάνη! Έχεις αποκτήσει ύψιστα αξιώματα απέκτησες όμως κάποιο τόσο μεγάλο, τόσο απρόσμενο και με τέτοια ευρύτητα όσο εκείνο του Σηιανού;

Και όμως, την μέρα εκείνη που η Σύγκλητος τον συνόδευε, ο λαός τον καταξέσχιζε. από τον άνθρωπο που είχε συγκεντρώσει επάνω του ό,τι Θεοί και άνθρωποι θα μπορούσαν να δώσουν τίποτα δεν έμεινε για να το σύρει στο ποτάμι ο δήμιος! Έστω ότι είσαι βασιλιάς: δεν θα σε παραπέμψω στον Κροίσο, που έζησε για να δει την θανατική του πυρά να ανάβει και να σβήνει, που εξαναγκάστηκε να ζήσει για να δει το θάνατο του βασιλείου του, και όχι μόνο του εαυτού του, ούτε και στον Ιουγούρθα, που ο ρωμαϊκός λαός τον είδε, μέσα στον ίδιο χρόνο, αιχμάλωτο μπροστά του, ενώ πριν τον έτρεμε. Εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μάρτυρες της εικόνας ενός Πτολεμαίου, Βασιλιά της Αφρικής, και ενός Μιθριδάτη, Βασιλιά της Αρμενίας, που περιήλθαν υπό τον έλεγχο της φρουράς του Γαΐου, ο ένας στάλθηκε εξορία, ό άλλος ικέτευε να σταλεί πίσω και να του έχουν τώρα περισσότερη εμπιστοσύνη!

Αν λάβεις υπόψη σου αυτή την φοβερή μεταβλητότητα της τύχης, που την μια σε ανεβάζει και την άλλη σε κατεβάζει, δεν έχεις παρά να υποχωρήσεις στην δύναμη της κακοτυχίας -την οποία ο καθένας θα μπορούσε να συντρίψει, αν είχε πρώτα την δυνατότητα να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο – εκτός μόνο αν αποδεχθείς το γεγονός πως οτιδήποτε συμβαίνει σε έναν, είναι πιθανόν να συμβεί και σ’ εσένα.» Σενέκας “Περί της πνευματικής γαλήνης”

Ζακ-Λουί Νταβίντ “Ο θάνατος του Σενέκα”, ελαιογραφία. Μουσείο Πετί Παλαί στο Παρίσι.

Το ζήτημα του θανάτου

«Λυπάμαι για τον θάνατο του φίλου σου Φλάκους αλλά δεν θέλω να υποφέρεις περισσότερο. Δεν θα τολμούσα να επιμείνω στο να μην υποφέρεις καθόλου, αν και γνωρίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά ποιος μπορεί να φτάσει σ’ αυτό το ψυχικό σθένος, εκτός αν έχει ξεφύγει μακριά από την πολυπλοκότητα της τύχης; […] Μην αφήνεις τα δάκρυα να στεγνώνουν όταν χάνεις έναν φίλο ούτε όμως να τ’ αφήνεις να σε πλημμυρίζουν. Μπορείς να δακρύζεις αλλά όχι να οδύρεσαι. […] Θέλεις να μάθεις τον λόγο της οιμωγής και του υπερβολικού θρήνου; Είναι επειδή στα δάκρυα αναζητούμε τις αποδείξεις του θρήνου και δεν αφήνουμε την θλίψη να ακολουθήσει, μόνο την επιδεικνύουμε.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Το ζήτημα του θανάτου είναι κεντρικό τόσο στην Στωική όσο και στην Επικούρεια φιλοσοφία. Ο θάνατος, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον εαυτό μας. Όσο και να τον φοβόμαστε, δεν τον αισθανόμαστε. Είναι το πέρας της ζωής των αισθήσεων. Αλλά πώς μπορούμε να αποδεχτούμε τον θάνατο των αγαπημένων μας; Σε αυτή την περίπτωση η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο φιλοσοφικών Σχολών γίνεται εντονότερη. Για τους Στωικούς τα συναισθήματα τιθασεύονται με την λογική. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στην 63η επιστολή ο Σενέκας αποχαιρετά τον Λουκίλιο χωρίς Επικούρειο «δώρο» όπως σε άλλες επιστολές (12, 16, 27). Εδώ τα ρητά του Επίκουρου δεν έχουν θέση, καθώς ο ίδιος δεν θα συμφωνούσε ποτέ με την Στωική απάθεια, μολονότι προσβλέπει στην αποφυγή του πόνου.

Ο Σενέκας θα αντιμετωπίσει την απώλεια του άλλου όχι με σκληρότητα αλλά με την λογική που βασίζεται στο αναπόδραστο του θανάτου. Η απέραντη θλίψη της βίωσης του θανάτου ενός φίλου δεν αρμόζει σε όσους ακολουθούν την Στωική φιλοσοφία. Η θλίψη που συνοδεύει τον θάνατο του αγαπημένου μας προσώπου δεν μπορεί παρά να είναι φυσιολογική, γεγονός που ο φιλόσοφος δεν μπορεί να παραβλέψει. Η ένστασή του αφορά την χρονική διάρκεια και το μέγεθός της. Αυτά είναι που επιδέχονται κριτική.

Ο θρήνος έχει όριο.

Για να υποστηρίξει την άποψή του ο Σενέκας ανατρέχει στον μεγαλύτερο Έλληνα ραψωδό (poetarum Graecorum maximus) Όμηρο, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και η Νιόβη, αν και είχε χάσει 12 παιδιά, σκέφτηκε να τραφεί την πρώτη μέρα (Ιλιάδα Ω 602 κ.εξ.). Αλλά και στην ρωμαϊκή παράδοση απαντάται το χρονικό όριο των θρήνων: Ένας χρόνος είναι αρκετός για τις γυναίκες, χωρίς αυτό να αποτελεί υποχρέωση. Μπορούν να θρηνήσουν όσο επιθυμούν. Για τους άντρες όριο δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο χρόνιος θρήνος δεν είναι αποδεκτός και αποτελεί αντικείμενο γελοιοποίησης (inveteratus vero deridetur). Τι προσφέρει ο οδυρμός και η οιμωγή για τον θάνατο του φίλου μας πέρα από την ικανοποίηση του εγωισμού μας;

«Θα ανεχόσουν ανθρώπους που εγκατέλειψαν τους φίλους τους, και μετά θρηνούσαν ελεεινά και δεν αγαπούν κανέναν παρά μόνο όταν τον χάσουν; Ο λόγος που θρηνούν χωρίς σταματημό είναι ότι φοβούνται πως θα υπάρχουν αμφιβολίες για την αγάπη τους. Είναι αργά για να αναζητούν την απόδειξη των αισθημάτων τους.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος αντί να θρηνεί είναι να κρατήσει τις αναμνήσεις που είχε, δηλαδή την ζωή που πέρασε με τον φίλο του. Ο Στωικός φιλόσοφος δεν διστάζει να διαφωνήσει με την άποψη του δασκάλου του, Αττάλου, ο οποίος υποστήριζε ότι η ενθύμηση της απώλειας του φίλου μας έχει γλυκόπικρη γεύση.

«Εγώ δεν αισθάνομαι το ίδιο. Η ανάμνηση των φίλων που έχουν φύγει είναι γλυκιά και ευχάριστη (dulcis ac blanda est). Γιατί όταν τους είχα γνώριζα ότι θα τους χάσω και τώρα που τους έχασα είναι σαν να τους έχω ακόμη μαζί μου. Γι’ αυτό Λουκίλιε, πράξε σύμφωνα με την σωφροσύνη σου (aequitatem) και πάψε να δίνεις λανθασμένη ερμηνεία στα δώρα της Τύχης. Η Τύχη έχει αφαιρέσει, αλλά έχει δώσει. Γι’ αυτό ας απολαύσουμε αχόρταγα τους φίλους μας, γιατί δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτό το προνόμιο. Ας σκεφτούμε πόσο σύντομα θα τους αφήσουμε όταν πηγαίνουμε σε μακρινά ταξίδια και πόσο σύντομα θα τους δούμε όταν βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Τότε θα καταλάβουμε ότι χάσαμε πολύ από τον χρόνο τους ενόσω ζούσαν.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Πρέπει να ζούμε το σήμερα. Δεν ξέρουμε πόσος χρόνος απομένει στον καθένα. Αν δεν έχουμε κάποιον να μας παρηγορήσει, σημαίνει ότι χάσαμε τον μοναδικό μας φίλο και δεν έχουμε κάπου να στραφούμε. Ποιος ευθύνεται όμως; Η Τύχη που μας στέρησε τον μοναδικό μας φίλο ή εμείς που δεν φροντίσαμε να έχουμε περισσότερους; Ωστόσο, όταν έρθει το άφευκτο τέλος του αγαπημένου μας, αναμφισβήτητα ο πόνος είναι μεγάλος. Η λογική πρέπει να επικρατήσει. Τι κάνουμε όταν υποφέρουμε; Η αποφυγή του πόνου είναι στο στόχαστρο του Στωικισμού. Ο Σενέκας παραλληλίζει τον σωματικό με τον ψυχικό πόνο:

«Αν κάποιος στερηθεί τον μοναδικό του χιτώνα και προτιμήσει να θρηνήσει παρά να κοιτάξει τριγύρω για να βρει κάτι να αποφύγει το κρύο και να καλύψει τους ώμους του, εσύ αυτόν δεν θα τον πεις ανόητο; Αυτόν που αγαπούσες τον κήδεψες. Βρες κάποιον να αγαπήσεις.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Ο Σενέκας όμως δεν έπραξε ανάλογα. Ανήκει στην ομάδα των ανθρώπων τους οποίους πριν από λίγο καταδίκασε, σε εκείνους που θρήνησαν υπερβολικά. Όπως εκμυστηρεύεται στον Λουκίλιο, ο χαμός του φίλου του Ανναίου Σερένα του στοίχισε πάρα πολύ και αυτό γιατί ο Σενέκας ως γεροντότερος πίστευε ότι θα πέθαινε πρώτος. Αλλά υπάρχει ηλικιακή σειρά στον θάνατο; Πώς δεν το σκέφτηκε τότε; Συμβουλεύει τον Λουκίλιο να μην κάνει το ίδιο λάθος.

«Τώρα σκέψου ότι όλα είναι θνητά και ότι η αβεβαιότητα διέπει την θνητότητα. Αυτό που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε, μπορεί να συμβεί και σήμερα. Άρα σκέψου, αγαπημένε μου Λουκίλιε, ότι σύντομα θα φτάσουμε εκεί όπου βρίσκεται αυτός για τον οποίο θρηνούσαμε. Και ίσως, αν θεωρήσουμε αληθινά τα λόγια ενός σοφού για έναν άλλο τόπο, τότε αυτός που νομίσαμε ότι χάθηκε, απλώς προηγήθηκε στον δρόμο. Χαίρε.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Domínguez Sánchez, Manuel (1840-1906). “Ο θάνατος του Σενέκα”, 1871. Βρέθηκε στην συλλογή του Museo del Prado, Μαδρίτη.

Κέλαδος, το είδωλο κάθε κούκλας

«Υπάρχουν γυναίκες που φλογίζονται μόνο για τον όχλο· μόνο σκλάβοι ή θυρωροί, ημίγυμνοι, τις ερεθίζουν. Αλλες παθιάζονται με τους μονομάχους, το γεμάτο σκόνη αμαξά, τον αγύρτη που κάνει νούμερα στην σκηνή. Αυτή είναι η περίπτωση της κυρίας μου: περιφρονεί όσους βρίσκονται στην ορχήστρα και τις δεκατέσσερις πρώτες σειρές τον θεάτρου, αλλά βρίσκει να κάνει έρωτα μέσα απ’ το χειρότερο κομμάτι του όχλου».

Υπάρχει κάποιος πιο ανάξιος λόγου στο ρωμαϊκό κόσμο απ’ το μονομάχο, που μόνος του προορισμός είναι ένας τρομερός και θεαματικός θάνατος; Κι ωστόσο αυτοί οι σκλάβοι, απ’ τους πιο περιφρονημένους, που τα μαρτύριά τους ερεθίζουν την διαστροφή των Ρωμαίων, συναντούν στην Αρχαιότητα μια αφάνταστη δημοτικότητα. Αυτοί οι καταδικασμένοι σε θάνατο γίνονται το αντικείμενο μιας παθιασμένης προτίμησης απ’ τους κατοίκους των πόλεων. Τεκμήριο ο εντυπωσιακός αριθμός μωσαϊκών, ζωγραφιών, φωτιστικών ή άλλων χρηστικών αντικειμένων όπου απεικονίζονται τα κατορθώματά τους.

Άραγε ο θάνατος που κουβαλούν μέσα τους διεγείρει τα πνεύματα; Για τους Ρωμαίους η απόλαυση είναι στενά συνδεδεμένη με το θάνατο κι ολόκληρος ο πολιτισμός τους μαρτυρεί αυτή την άρρηκτη σχέση ηδονής και αίματος. Είναι πολύ απλά η σωματική δύναμη των μονομάχων, συχνά γαλατικής, γερμανικής, θρακικής ή αιθιοπικής καταγωγής, που προσελκύει τα θαυμαστικά βλέμματα; Πράγματι είναι όμορφοι «όσοι πρόκειται να πεθάνουν» όταν παρελαύνουν στο στίβο κάτω απ’ τον ήχο πολεμικών εμβατηρίων: οι Σαμνίτες ντυμένοι με αστραφτερές και υπέροχα λαξεμένες πανοπλίες, οι δικτυβόλοι με το μεγάλο δίχτυ και την τρίαινα, οι Γαλάτες μορμύλλοι, οι Θράκες με το κυρτό σπαθί τους, οι ανδαβάτες που μάχονται στα τυφλά, με το κεφάλι καλυμμένο με κράνος χωρίς κανένα άνοιγμα που να τους επιτρέπει να βλέπουν τον αντίπαλο, ή εκείνοι που οδηγούν δίκυκλο άρμα· όλοι, μέσα στο θανατερό τους στόλισμα, διεγείρουν σε κάθε θεατή μια σαδιστική και ηδονική γοητεία.

Καμιά έκπληξη που οι μονομάχοι πάντοτε γοητεύουν πολλές Ρωμαίες. Πολλές σεβάσμιες δέσποινες απ’ τις πιο μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, χωρίς καμιά συστολή, δε φοβούνται να κυκλοφορούν με τις βεντέτες του σταδίου. Μια διεστραμμένη απόλαυση που απεικονίζεται τέλεια στην ιστορία της αριστοκράτισσας Έππιας:

«Παντρεμένη με ένα συγκλητικό, η Έππια ακολούθησε μια ομάδα μονομάχων ως το νησί Φάρος, στο Νείλο, στα κακόφημα τείχη της Αλεξάνδρειας· η σκανδαλώδης Έππια που σόκαρε ακόμα και τον Κάνωπο. Ξέχασε το σπίτι της, τον άντρα της, την αδερφή της, κοροϊδεύει την πατρίδα της, εγκαταλείπει τα παιδιά της που κλαίνε. Από μωρό κοιμόταν σε κούνια στολισμένη με χρυσάφι και πορφύρα, μέσα στην πολυτέλεια και την άνεση της πατρικής κατοικίας. Τώρα αψηφά τις θάλασσες, αψηφά την κοινή γνώμη που λίγο μετράει για μια γυναίκα συνηθισμένη να κάθεται σε πολυθρόνες γεμάτες μαξιλάρια!

Χωρίς να τρέμει, αντιμετώπισε διαδοχικά την Αδριατική και τα βουερά κύματα του Ιονίου πελάγους. Αν χρειαζόταν να περάσει αυτούς τους κινδύνους για κάποιον έντιμο σκοπό, θα έτρεμε, θα πάγωνε απ’ το φόβο, θα ένοιωθε τα πόδια της κομμένα να σωριάζονται. Όμως η ξεδιαντροπιά δίνει κουράγιο. Αν το ζητήσει ο σύζυγος, είναι πολύ επίπονο το μπαρκάρισμα, το καράβι μυρίζει άσχημα, οι ναυτίες… Αν όμως ακολουθεί τον εραστή της, ούτε λόγος για εύθραυστη καρδιά. Ξερνάει πάνω στο σύζυγο. Τρώει μαζί με τον εραστή, και γύρω γύρω οι ναύτες, περπατάει ως την πρύμνη μαζί του, το διασκεδάζει να ξετυλίγει τα παλαμάρια δίπλα του.

Για ποιον φλογίστηκε έτσι η Έππια; Ποιος είναι ο νεαρός που την ξελόγιασε; Ποιον θαύμασε έτσι που ανέχτηκε να της βγάλουν το παρατσούκλι «η μονομάχος»; Είναι ο Μικρός Σέργιος! Σίγουρα πια ξυρίζεται, τα χέρια του είναι γεμάτα ουλές, πλησιάζει στην απόσυρση. Πολλές λαβωματιές στο πρόσωπο, ένα στρογγυλό εξόγκωμα στη μύτη εκεί που τον χτύπησε το κράνος, ένα μάτι που συνέχεια δακρύζει. Μα είναι μονομάχος! Και μόνο αυτή η λέξη αρκεί για να τον κάνει Άδωνι, για να τον προτιμήσει απ’ τα παιδιά της, την πατρίδα της, την αδερφή της, τον άντρα της».

Η Έππια δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Ανάμεσα στους 63 σκελετούς που ανακαλύφτηκαν στο στρατώνα των μονομάχων της Πομπηίας βρίσκεται και εκείνος μιας γυναίκας που τα κοσμήματά της δείχνουν πως ανήκει στην αριστοκρατία της πόλης. Για μια περιπέτεια πιθανώς χωρίς μέλλον με ένα μονομάχο, αυτή η ευγενής κυρία μένει ενωμένη για πάντα με τον κρυφό εραστή της μέσα στο κελί όπου τους ξάφνιασε ο θάνατος. Ίσως αυτός ο εραστής είναι ένας από εκείνους που οι τοίχοι της Πομπηίας υπενθυμίζουν πως είχαν μια μεγάλη φήμη Δον Ζουάν:

«Ο δικτυβόλος Κρήσκης, που τα βράδια γιατρεύει τις κούκλες της νύχτας και της μέρας» ή «ο δικτυβόλος Κέλαδος, το είδωλο κάθε κούκλας».

Αυτοί οι δεσμοί επιδεικνύονται μερικές φορές τόσο ολοφάνερα που οι φήμες του κόσμου δεν φοβούνται να παρουσιάσουν κάποια σημαίνοντα πρόσωπα ως παιδιά μονομάχων. Ο ευγενής Νυμφίδιος Σα-βίνος, φίλος του Γάλβα, ήθελε να θεωρείται γιος του Καλιγούλα, ενώ ακουγόταν ότι γεννήθηκε απ’ τους έρωτες της μητέρας του με το μονομάχο Μαρτιανό. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος διαδέχεται τον επίσημο πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο· όμως η μητέρα του Φαυστίνα κατηγορείται ότι παρουσίασε για γιο του αυτοκράτορα το νόθο ενός μονομάχου, κάτι που άλλωστε φαίνεται να επιβεβαιώνεται απ’ τα αιματηρά και χονδροειδή γούστα του Κόμμοδου.

Οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας αποζητούν με ανατριχίλες ηδονής την παρέα τραγουδιστών, μουσικών, ηθοποιών, μίμων ή ηνίοχων του ιπποδρόμου. Όλοι αυτοί οι άντρες με την κοινωνική τους υπόσταση, δούλοι ή απελεύθεροι, ανήκουν στους κολασμένους της κοινωνίας. Οι πιο ξακουστοί απ’ αυτούς έχουν αμέτρητες επιτυχίες στις γυναίκες της αριστοκρατίας, οι οποίες μπερδεύονται απολαυστικά με τη συντροφιά που προσελκύει η λάμψη της βεντέτας στη σκηνή: με αυλήτριες, ηθοποιούς που παίζουν μίμους, αγύρτες, επαίτες ιερείς κι άλλους μάγους χαμηλής υποστάθμης έτοιμους ν’ αρπάξουν ψίχουλα απ’ τις περιουσίες που μαζεύουν τραγουδιστές ή ηθοποιοί χάρη στη δημοτικότητά τους. Εκείνες που στο σπίτι τους δείχνουν περιφρόνηση ή σκληρότητα για τους δούλους τους δε διστάζουν να γλεντούν συντροφιά με άτομα δουλικής καταγωγής.

Τίποτα δεν σταματά αυτές τις «μεγάλες κυρίες» που φρενιάζουν με τις ερμηνείες του ηθοποιού Urbicus, του ορχηστή Βάθυλλου ή του τραγουδιστή Ηδυμελή. Και η fibula, αυτή η «ζώνη αγνότητος» με την οποία εφοδιάζονται ηθοποιοί και τραγουδιστές για να διατηρήσουν την καθαρότητα της φωνής τους, δεν αποτελεί ικανό οχύρωμα για να απωθήσει τις θαυμάστριές τους. Τίποτα δεν τους μοιάζει ατιμωτικό: μια δέσποινα δεν διστάζει να κουρέψει τα μαλλιά της σαν σκλάβα για να μπορεί να βρίσκεται στην υπηρεσία του ηθοποιού Στεφανίωνα· ο Αύγουστος μαστιγώνει δημόσια τον τελευταίο και τον εξορίζει για να του θυμίσει την έννοια της ευπρέπειας! Η Δομιτία, σύζυγος του αυτοκράτορα Δομιτιανού, εμφανίζεται με τον ορχηστή Πάρι τον οποίο λατρεύει το Ρωμαϊκό κοινό. Ο Δομιτιανός διώχνει την γυναίκα του και καταδικάζει τον ηθοποιό σε θάνατο.

Μονομάχοι, ηνίοχοι, ηθοποιοί: όσοι ταπεινώνονται απ’ την κοινωνική τάξη στο τελευταίο στρώμα, εκείνοι που η ατιμία τους η ίδια τους κάνει βεντέτες στις βρώμικες απολαύσεις των Ρωμαίων. Και οι μεγάλες κυρίες δεν είναι οι μόνες που «ξεπέφτουν» παρέα με όσους οι «καθώς πρέπει» χαρακτηρίζουν καθάρματα. Οι σύζυγοί τους, οι αδερφοί τους δεν διστάζουν κι αυτοί να μπερδεύονται στις συμμορίες γύρω απ’ τους ανθρώπους του θεάματος: ο Αύγουστος υποχρεώνεται, μπροστά στην καινούργια διαστροφή που κυριεύει τους πιο σημαίνοντες άντρες της αυλής του, να απαγορέψει με διάταγμα στους συγκλητικούς να μπαίνουν στο σπίτι των ορχηστών και στους ιππείς να ανήκουν στην συνοδεία των τελευταίων.

Όμως τα μέτρα αυτά είναι πρόσκαιρα: ο Σενέκας διαμαρτύρεται που τα νεαρά μέλη της υψηλής αριστοκρατίας υποδουλώνονται με την θέλησή τους στα καπρίτσια των ορχηστών με τους οποίους είναι ερωτευμένα. Κι ο τρελός αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος επιδίδεται δημόσια σε ιδιαίτερα χυδαίες ερωτικές περιπτύξεις με τον ηνίοχο Ιεροκλή.

Ο Σενέκας για τα πλήθη.

«Είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κανείς από τις μάζες»

Γύρω στο 60 μ.κ.ε., ο φιλόσοφος Σενέκας έκανε το σφάλμα να περάσει μία μέρα σε ένα αμφιθέατρο της Ρώμης. Κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, στο κοινό προσφερόταν ένα ακόμη δημοφιλές θέαμα: άγριες συμπλοκές μέχρι θανάτου μεταξύ καταδίκων, που το λυσσασμένο πλήθος τις παρακολουθούσε και δεν έλεγε να χορτάσει την θέα του αίματος. Αργότερα, ο Σενέκας περιέγραψε τις φρικαλεότητες που αντίκρισε, σε μια επιστολή στο φίλο του Λουκίλιο.

Ο Σενέκας είχε την αντίληψη πως είναι ανεπίτρεπτο να σκοτώνει κανείς κάποιον χάριν ψυχαγωγίας, και ήταν ένας από τους λίγους επώνυμους της εποχής του που επέκριναν τους αγώνες μεταξύ μονομάχων. Αυτό το γνωρίζουμε από τις επιστολές του, όπως αυτή που παρουσιάζουμε, η οποία συντάχθηκε περίπου το 60 μ.κ.ε. Ταυτόχρονα, ο Σενέκας επισημαίνει ότι η δίψα του ξέφρενου όχλου για αίμα αποτελεί τυπικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι η ψυχολογική πίεση που ασκούν τα πλήθη μπορεί παρασύρει ακόμη και τους πιο ισχυρούς χαρακτήρες και να τους μετατρέψει σε άβουλους οπαδούς.

Η αφήγηση του Σενέκα:

«Με ρωτάς τι θα ‘πρεπε να αποφεύγει κανείς πάνω απ’ όλα; Τα πλήθη! Δεν μπορεί κανείς ποτέ να τους εμπιστευτεί την ακεραιότητά του. Εγώ, τουλάχιστον, οφείλω να ομολογήσω την δική μου αδυναμία: δεν πρόκειται πια να ξαναγυρίσω με την ίδια ηθική συγκρότηση που είχα όταν έφυγα. Ό,τι είχα καταφέρει να βάλω σε μια σειρά μέσα στο μυαλό μου βρίσκεται σε σύγχυση ό,τι είχα απωθήσει επιστρέφει. Όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που, μετά από μακροχρόνια αρρώστια, έχουν εξασθενήσει τόσο, που δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους, για να μην υποτροπιάσουν, το ίδιο συμβαίνει πολλές φορές και με μας, όταν η ψυχή μας προσπαθεί να αναρρώσει μετά από μια μακροχρόνια ασθένεια.

Η συναναστροφή με τους πολλούς είναι επιζήμια. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα μας δελεάσει να μάθουμε μια κακή συνήθεια, ή θα μας την επιβάλει ή θα μας μολύνει μ’ αυτή δίχως να το καταλάβουμε. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, όσο πιο μεγάλα είναι τα πλήθη με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή, τόσο πιο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε πιο βλαβερό για έναν υγιή νου από το να παρακολουθεί μια μονομαχία. Γιατί εκεί εθίζεται κανείς εύκολα στα πάθη που αναμοχλεύονται κάτω από την επίφαση της ψυχαγωγίας.»

Οι μονομαχίες μέχρι θανάτου, οι οποίες εκείνη την εποχή συνηθίζονταν κατά τις γιορτές, θεωρούνταν ψυχαγωγικά θεάματα Τα θεάματα είχαν ελεύθερη είσοδο, διαρκούσαν όλη την μέρα και έδιναν στο κοινό την ευκαιρία να εκτονώνει την επιθετικότητα του υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Μια καλή μονομαχία έκανε τον αυτοκράτορα πιο δημοφιλή στις λαϊκές μάζες – εξ ου και η περίφημη έκφραση περί κατευνασμού της δυσαρέσκειας των άνεργων πληβείων με «άρτον και θεάματα».

«Τι νομίζεις ότι εννοώ; Ότι επιστρέφω πιο άπληστος, πιο φιλόδοξος και πιο ακόλαστος; Ναι, και σίγουρα, πάνω απ’ όλα, πιο σκληρός κι απάνθρωπος, τώρα που έχω έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους. Πήγα μια φορά σε μια αρένα μονομάχων το μεσημέρι. Περίμενα να δω αγώνες και ψυχαγωγικά θεάματα και οτιδήποτε θα μπορούσε να ξεκουράσει το ανθρώπινο μάτι από το καθημερινό λουτρό ανθρώπινου αίματος. Είδα, όμως, ακριβώς το αντίθετο. Οι προηγούμενες μονομαχίες φαίνονταν σαν να ήταν φιλικές αβρότητες μπροστά του.

Δεν μιλάμε πλέον για ασήμαντα πράγματα. Εδώ επρόκειτο για ωμή σφαγή. Αυτοί που μάχονταν δεν είχαν κανένα μέσο για να προφυλαχθούν. Δέχονταν χτυπήματα σε όλο τους το κορμί – και ήταν πολύ δυνατά χτυπήματα. Πολλοί προτιμούσαν αυτό το θέαμα από εκείνες τις συνηθισμένες αναμετρήσεις και τις συμπλοκές που γίνονται κατ’ επιταγή του κοινού. Και γιατί να μην το προτιμήσουν; Εδώ δεν υπάρχει κράνος και ασπίδα για να αποκρούσει κανείς το όπλο. Γιατί να είναι κανείς επιδέξιος ή να φοράει πανοπλία; Προς τι η γενναιότητα; Όλα αυτά απλώς επιβραδύνουν το θάνατο.»

Το μεσημεριανό διάλειμμα μεσολαβούσε ανάμεσα στις πρωινές θηριομαχίες και στους κανονικούς αγώνες των μονομάχων, που γίνονταν τα απογεύματα. Κατά την διάρκεια του διαλείμματος, οι μελλοθάνατοι εξαναγκάζονταν με μαστίγια και πυρακτωμένα σίδερα να χτυπιούνται μεταξύ τους μέχρι θανάτου, χωρίς κανένα μέσο αυτοπροστασίας.

Οι κανονικές αναμετρήσεις των μονομάχων μπορεί να τελείωναν ισόπαλες ή να κατέληγαν ακόμη και στην απονομή χάρης στον ηττημένο, εάν είχε αγωνιστεί πολύ θαρραλέα. Όμως αυτό δεν συνέβαινε εδώ. Ο προκάτοχος του Νέρωνα, ο Κλαυδιος, τον οποίο ο Σενέκας δεν συμπαθούσε καθόλου, λέγεται ότι αγαπούσε τόσο πολύ τα μεσημεριανά θεάματα, ώστε έμενε εκεί και τα απολάμβανε, ενώ πολλοί άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους για φαγητό.

Το πρωί πετάνε ανθρώπους στα λιοντάρια και στις αρκούδες, το μεσημέρι τους παραδίνουν βορά στους θεατές. Κι αυτοί τους διατάζουν, αμέσως μόλις εξολοθρεύσουν τον έναν αντίπαλο, να στραφούν στον άλλο, ο οποίος θα τους σκοτώσει. Ο νικητής προορίζεται για να σφαχτεί αργότερα, σε κάποια άλλη σύγκρουση. Κάθε συμπλοκή καταλήγει σε θάνατο, από φωτιά ή από σπαθί. Κι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν ενόσω η αρένα είναι άδεια μεταξύ των κανονικών θεαμάτων.

Είναι ληστές και δολοφόνοι, θα μου πεις. Και λοιπόν; Ας πούμε ότι, επειδή σκότωσαν, ίσως και να τους αξίζει ένας τέτοιος βασανιστικός θάνατος. Αλλά εσύ, δύσμοιρε, τι έχεις κάνει, για να σου αξίζει να υποστείς το θέαμα αυτό;» 

Σε αντίθεση με το Σενέκα, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν τα θεάματα αυτού του είδους ως επίδειξη της ανδρείας και της περιφρόνησης προς το θάνατο που έπρεπε να τρέφει ένας γνήσιος Ρωμαίος. Ταυτόχρονα, το κοινό γινόταν αυτόπτης μάρτυρας στην απονομή δικαιοσύνης, όταν παραβάτες όπως ληστές, φονιάδες, εμπρηστές και προδότες σφάζονταν μεταξύ τους στην αρένα. Ο νικητής, ο τελευταίος που έμενε ζωντανός, εκτελούνταν αμέσως ή τον κρατούσαν για να διασκεδάσει το κοινό και την επομένη.

«Σκοτώστε τον, μαστιγώστε τον, κάψτε τον! Γιατί δειλιάζει τόσο πολύ μπροστά στο σπαθί: Γιατί χτυπάει τόσο αδύναμα; Γιατί κάθεται να τον σκοτώσουν τόσο εύκολα; Τσακίστε τον στο: ξύλο, για να μάθει να δέχεται τα χτυπήματα σαν άντρας. Ας σταθούν μπροστά στα σπαθιά προτάσσοντας τα γυμνά τους στήθη. Και μετά, όταν γίνεται διάλειμμα: Ας δούμε στο μεταξύ ένα δυο ανθρώπους να σφάζονται για να ανάψουν λίγο τα αίματα». Μα δεν καταλαβαίνουν ότι αυτές οι αποτρόπαιες πράξεις θα γυρίσουν πάνω στους ίδιους:

Να ευχαριστείτε τους αθάνατους Θεούς που προσπαθείτε να διδάξετε την σκληρότητα σε κάποιον που δεν πρόκειται να την μάθει. Όταν, όμως, μια ψυχή είναι νεαρή και δεν μπορεί ακόμη να διακρίνει το σωστό, πρέπει να προστατευτεί από τις ανθρώπινες μάζες. Γιατί είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί και να τις ακολουθήσει. Ακόμη και ο Κάτων και ο Λαίλιος θα μπορούσαν να επηρεαστούν σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις ηθικές τους αξίες από τον ετερόκλητο όχλο. Γι’ αυτό, κανείς από εμάς -όσο γερά κι αν έχουμε οπλίσει τον χαρακτήρα μας- δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στην επίθεση των κακών έξεων που επιβάλλει ο πανίσχυρος αυτός συρφετός.»

Στην εποχή του Σενέκα, ήταν πραγματικά λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να αντισταθούν στην «επίθεση των παθών», και οι δημοφιλείς σφαγές συνεχίστηκαν πολλές εκατοντάδες χρόνια μετά το θάνατο του Σενέκα.

Ο Νέρωνας δεν έδειξε κανένα έλεος προς τον Σενέκα. Ο Νέρωνας ήταν για κάποια περίοδο μαθητής του Σενέκα, ο οποίος προσπάθησε να διαπαιδαγωγήσει το νεαρό αυτοκράτορα και να μοιραστεί μαζί του την δική του ανθρωπιστική θεώρηση του κόσμου. Όμως απέτυχε. Ο Νέρωνας έγινε ένας ένθερμος θιασώτης και οργανωτής αιματηρών θεαμάτων, και διασκέδαζε ιδιαίτερα ρίχνοντας χριστιανούς στα λιοντάρια. Ο Σενέκας διαμαρτυρήθηκε αποχωρώντας από την θέση του. Αργότερα ο Νέρωνας τον διέταξε να αυτοκτονήσει, θεωρώντας τον ύποπτο για συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα.

Οι μονομαχίες εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς και συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι το 404, όταν ο αυτοκράτορας Ονώριος τις απαγόρευσε εκ νέου, ή πιθανώς μέχρι το 440. Στις αρένες, όμως, σφαγιάζονταν άγρια ζώα μέχρι τον 7ο αιώνα.

Η δίψα για αίμα είναι μια φλόγα που σιγοκαίει ακόμη.

Ακόμη κι αν τα σύγχρονα αθλήματα θεωρούνται, κατά κανόνα, ειρηνικά, ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογίας της μεγάλης μάζας παραμένει αμετάβλητο. Ήδη στην αρχαιότητα υπήρξαν παραδείγματα οπαδών που αφήνονταν να παρασυρθούν από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις ιπποδρομίες ή στους αγώνες των μονομάχων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των οπαδών ήταν μεγάλος και μπορούσε να καταλήξει σε βίαιες συγκρούσεις.

Το 59 μ.κ.ε. ξέσπασαν ταραχές στην αρένα των μονομαχιών της Πομπηίας, που είχε χωρητικότητα 20.000 θεατών. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος περιγράφει πώς οι αντεγκλήσεις μεταξύ ντόπιων και φιλοξενούμενων οπαδών από την γειτονική πόλη Νουκερία εξελίχθηκαν από αγωνιστικά άσματα και περιπαικτικά συνθήματα σε λιθοβολισμούς και ξιφομαχίες, με απολογισμό πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο Νέρωνας, στον απόηχο των ταραχών, διέταξε το κλείσιμο της αρένας για 10 χρόνια.

Ένα παρόμοιο συμβάν είχαμε και στην εποχή μας, το 1985, όταν η αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα Λίβερπουλ συνάντησε την Ιταλική Γιουβέντους στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών. Οι περιβόητοι Αγγλοι χούλιγκαν απάντησαν στα πειράγματα των Ιταλών οπαδών με επιθέσεις πριν από την έναρξη του αγώνα, όπου 39 άτομα βρήκαν το θάνατο. Μετά τον αγώνα αυτόν, όλες οι αγγλικές ομάδες αποκλείστηκαν από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για 5 χρόνια.

«Όπως ένας εχθρός είναι πιο επικίνδυνος για έναν στρατό που υποχωρεί, έτσι κάθε πρόβλημα που φέρνει η μοίρα μας επιτίθεται πιο σκληρά όταν υποκύπτουμε και στρέφουμε τα νώτα μας σ’ αυτό.»

«Ο πεινασμένος λαός δεν προσέχει την λογική, ούτε ενδιαφέρεται για την δικαιοσύνη, ούτε υποχωρεί σε παρακλήσεις.»

«Είναι μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να μην θέλεις και στο να μην μπορείς να αμαρτήσεις.» Λεύκιος Ανναίος Σενέκας

***
@OWL/terrapapers.com

* Σύρος Ποπλίλιος: Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στην Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο Στα χρόνια μετά το 100 π.κ.ε. άκμασαν οι Μίμοι και οι Ιλαροτραγωδίες κατ’ απομίμηση αντίστοιχων ελληνικών έργων. Ο Νόβιος και ο Πομπώνιος (~89 π.κ.ε.) παίζουν στα έργα τους με ένα αδιάκοπο πέρασμα από την κωμωδία στην φάρσα και εκεί στην παρωδία και στον μύθο, με καινοτομίες στην γλώσσα και στους χαρακτήρες. Ο Δέκιμος Λαβέριος και Ποπλίλιος Σύρος (~46 π.κ.ε.) γράφοντας μιμίαμβους με ζωντανές σκηνές και σπινθηροβόλο πνεύμα, ήταν από τους πιο γνωστούς Λατίνους μιμογράφους.