Topics:

1984: Ο Μεγάλος Αδελφός

[…] »Κοιτάζοντας έξω στον δρόμο, ακόμα και μέσα από τα κλειστά τζάμια ένιωθε κανείς παγωνιά. Μέσα στις δίνες του ανέμου στροβιλίζονταν σκόνη και σκισμένα παλιόχαρτα, και παρ’ όλο που ο ήλιος έλαμπε κι ο ουρανός...

1984: Ο Μεγάλος Αδελφός

[…]

»Κοιτάζοντας έξω στον δρόμο, ακόμα και μέσα από τα κλειστά τζάμια ένιωθε κανείς παγωνιά. Μέσα στις δίνες του ανέμου στροβιλίζονταν σκόνη και σκισμένα παλιόχαρτα, και παρ’ όλο που ο ήλιος έλαμπε κι ο ουρανός είχε ένα σκληρό γαλάζιο χρώμα, όλα φαίνονταν άχρωμα, εκτός από τις αφίσες που ήταν κολλημένες παντού. Το πρόσωπο με το μεγάλο μουστάκι δέσποζε στα κεντρικά σημεία κάθε δρόμου. Υπήρχε μια τέτοια αφίσα στην πρόσοψη του απέναντι σπιτιού.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα, ενώ τα σκοτεινά μάτια κοίταζαν βαθιά, διαπεραστικά μέσα στα μάτια του Γουίνστον. Κάτω στον δρόμο μια άλλη αφίσα, ξεκολλημένη στη μια γωνιά, παράδερνε σπασμωδικά στον άνεμο, σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας διαδοχικά την μοναδική λέξη ΑΓΓΣΟΣ. Πέρα μακριά ένα ελικόπτερο βουτούσε ανάμεσα στις στέγες, αιωρούνταν στον αέρα σαν μύγα και ορμούσε ξανά προς τα εμπρός διαγράφοντας καμπύλη. Ήταν η αστυνομική περίπολος που κατασκόπευε μέσα από τα παράθυρα του κόσμου. Ωστόσο, οι περίπολοι δεν είχαν σημασία. Μόνο η Αστυνομία της Σκέψης είχε σημασία.

Πίσω από την πλάτη του Γουίνστον, η φωνή από την τηλεοθόνη φλυαρούσε ακόμα για το σίδερο και για την υπερκάλυψη του Ένατου Τριετούς Πλάνου. Η τηλεοθόνη ήταν ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Μπορούσε να συλλάβει κάθε θόρυβο προερχόμενο από τον Γουίνστον που ήταν πάνω από το επίπεδο ψιθύρου. Επί πλέον, όσο βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο της μεταλλικής πλάκας, οι κινήσεις του μπορούσαν να παρακολουθούνται όπως και ν’ ακούγονται. Βέβαια, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει κανείς ποιαν ακριβώς στιγμή παρακολουθούσαν. Πόσο συχνά ή με ποιο σύστημα συνδεόταν η Αστυνομία της Σκέψης με κάθε συσκευή, μόνο να το μαντέψει μπορούσε κανείς.

Θα μπορούσε ακόμα να διανοηθεί ότι παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς. Σε κάθε περίπτωση, μπορούσαν να συνδεθούν με την συσκευή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε να ζεις -πραγματικά ζούσες, από συνήθεια που είχε καταλήξει να γίνει ένστικτο- με την προϋπόθεση ότι κάθε ήχος που έβγαζες ακουγόταν και ότι κάθε σου κίνηση παρακολουθούνταν, εκτός αν ήταν σκοτάδι.

Ο Γουίνστον είχε πάντοτε την πλάτη γυρισμένη στην τηλεοθόνη. Ήταν πιο ασφαλές· παρ’ ότι, όπως ήξερε πολύ καλά, ακόμα και μια πλάτη μπορεί να είναι αποκαλυπτική. Ένα χιλιόμετρο μακριά, το Υπουργείο Αλήθειας, όπου εργαζόταν, υψωνόταν τεράστιο και άσπρο πάνω από το γυμνό τοπίο. Αυτό, σκέφτηκε με μια αόριστη αποστροφή, αυτό ήταν το Λονδίνο, η πρωτεύουσα της Πρώτης Περιοχής, η τρίτη πιο πυκνοκατοικημένη περιφέρεια της Ωκεανίας.

Προσπάθησε να στύψει το μυαλό του να βρει κάτι από τα παιδικά του χρόνια, κάτι που να τον κάνει να θυμηθεί αν το Λονδίνο ήτανε πάντα έτσι. Υπήρχε άραγε πάντα αυτή η θέα των σάπιων σπιτιών του δέκατου ένατου αιώνα, αυτοί οι τοίχοι οι στηριγμένοι σε ξύλινα δοκάρια, αυτά τα χαρτόνια που αντικαθιστούσαν τα τζάμια στα παράθυρα, οι στέγες από λαμαρίνα κι αυτοί οι ξεχαρβαλωμένοι φράχτες των κήπων;

Υπήρχε πάντα η θέα των βομβαρδισμένων περιοχών, όπου η σκόνη από τους σοβάδες στροβιλιζόταν στον αέρα κι οι θάμνοι πρόβαλλαν ανάμεσα από τους σωρούς των ερειπίων; Και οι περιοχές όπου οι βόμβες χέρσωσαν μεγάλες εκτάσεις γης κι όπου ξεφύτρωσαν ρυπαρές αποικίες ξύλινα χαμόσπιτα σαν κοτέτσια; Μάταια όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί· τίποτα δεν του ’μενε από την παιδική του ηλικία, παρεκτός μια σειρά φωτεινές εικόνες, ασύνδετες και ακατανόητες.

»Το Υπουργείο Αλήθειας είχε, λέγανε, τρεις χιλιάδες δωμάτια πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και αντίστοιχες υπόγειες διακλαδώσεις. Διάσπαρτα στο Λονδίνο, βρίσκονταν τρία ακόμα κτίρια παρόμοια σ’ εμφάνιση και μέγεθος. Με τον όγκο τους δέσποζαν τόσο πολύ σε όλη την αρχιτεκτονική της πόλης, που, αν βρισκόσουν στην στέγη του Μεγάρου της Νίκης, μπορούσες να τα δεις και τα τέσσερα ταυτόχρονα. Στέγαζαν τα τέσσερα Υπουργεία στα οποία καταμεριζόταν ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός.

Το Υπουργείο Αλήθειας που ασχολούνταν με την ειδησεογραφία, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις καλές τέχνες. Το Υπουργείο Ειρήνης που ήταν αρμόδιο για τον πόλεμο. Το Υπουργείο Αγάπης που μεριμνούσε για την τήρηση της τάξης. Και το Υπουργείο Αφθονίας που ήταν υπεύθυνο για τις οικονομικές υποθέσεις. Τα ονόματά τους στην Νέα Ομιλία ήταν ΥΠΑΛ, ΥΠΕΙΡ, ΥΠΑΓ και ΥΠΑΦ.

Το Υπουργείο Αγάπης ήταν το πιο τρομακτικό απ’ όλα. Δεν είχε ούτε ένα παράθυρο. Ο Γουίνστον δεν είχε μπει ποτέ στο Υπουργείο Αγάπης, ούτε καν το είχε πλησιάσει περισσότερο από μισό χιλιόμετρο. Ήταν ένα μέρος όπου δεν γινόταν να μπεις, εκτός αν ήσουν μέρος της υπηρεσίας, αλλά και τότε έπρεπε να διασχίσεις ένα δαίδαλο από συρματοπλεγμένα εμπόδια, χαλύβδινες πόρτες και κρυφά πολυβολεία. Ακόμα και στους διαδρόμους που οδηγούσαν στα εξωτερικά φράγματα, περιφέρονταν φύλακες με όψη γορίλα, ντυμένοι με μαύρες στολές και οπλισμένοι με ρόπαλα.

Ο Γουίνστον γύρισε απότομα. Έντυσε τα χαρακτηριστικά του μ’ εκείνη την έκφραση της ήρεμης αισιοδοξίας που έπρεπε να έχει όταν ατένιζε την τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο για να πάει στην μικροσκοπική κουζίνα. Με το να φύγει από το Υπουργείο εκείνη την ώρα της ημέρας, είχε θυσιάσει το γεύμα του στην καντίνα και ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε ίχνος φαγητού στην κουζίνα, εκτός από ένα ξεροκόμματο μαύρο ψωμί που έπρεπε να φυλάξει για το αυριανό πρόγευμα.

Κατέβασε από το ράφι ένα μπουκάλι άχρωμο υγρό με μια σκέτη άσπρη ετικέτα που έγραφε ΤΖΙΝ ΝΙΚΗΣ. Ανέδιδε μια λιπαρή άσχημη μυρωδιά που έφερνε αναγούλα, κάτι σαν κινέζικο ποτό από ρύζι. Ο Γουίνστον γέμισε ένα φλιτζάνι, προετοίμασε τον εαυτό του για το επερχόμενο σοκ και το κατάπιε όπως πίνει κανείς ένα φάρμακο. Στην στιγμή το πρόσωπό του έγινε μπλαβί και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του. Το ποτό ήταν σαν νιτρικό οξύ, και επί πλέον, όταν το κατάπινες, είχες την αίσθηση ότι σε χτυπούν κατακέφαλα με λαστιχένιο κλομπ. Αμέσως μετά όμως, το κάψιμο στο στομάχι του πέρασε και ο κόσμος άρχισε να μοιάζει πιο ευχάριστος.

Πήρε τσιγάρο από ένα τσαλακωμένο πακέτο που έγραφε ΤΣΙΓΑΡΑ ΝΙΚΗΣ· απρόσεκτος, το κράτησε ανάποδα κι έτσι άδειασε όλο τον καπνό στο πάτωμα. Με το επόμενο στάθηκε πιο τυχερός. Ξαναγύρισε στο λίβινγκ ρουμ και κάθισε σ’ ένα μικρό τραπέζι στ’ αριστερά της τηλεοθόνης. Έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού έναν κοντυλοφόρο, ένα μελανοδοχείο κι ένα χοντρό άγραφο τετράδιο, σχήματος τετάρτου, με σκληρό εξώφυλλο και κόκκινη ράχη.

»Αυτό που επρόκειτο να κάνει ήταν ν’ αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Τούτη η πράξη δεν ήταν παράνομη (τίποτα δεν ήταν παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι), αλλά, αν τον ανακάλυπταν, ήταν σίγουρο πως θα τον τιμωρούσαν με θάνατο ή τουλάχιστον με είκοσι πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Γουίνστον έβαλε μια πένα στον κοντυλοφόρο και την καθάρισε. Η πένα ήταν αρχαϊκό εργαλείο που σπάνια το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για υπογραφές- την είχε προμηθευτεί κρυφά, και με δυσκολία, απλώς και μόνο επειδή είχε το αίσθημα ότι σ’ αυτό το όμορφο χαρτί άξιζε να γράψεις με αληθινή πένα αντί να γρατσουνίσεις με στυλό.

Πραγματικά, δεν ήταν συνηθισμένος να γράφει με το χέρι. Εκτός από πολύ σύντομες σημειώσεις, συνήθως υπαγόρευε τα πάντα στο φωνογράφο, πράγμα που αποκλειόταν φυσικά στην προκειμένη περίπτωση. Βούτηξε την πένα στο μελάνι και για ένα δευτερόλεπτο δίστασε. Μια τρεμούλα συντάραξε τα σωθικά του. Το παν ήταν ν’ αρχίσει να γράφει στο χαρτί. Με μικρά αδέξια γράμματα έγραψε:

4 Απριλίου 1984.

»Ξαφνικά, άρχισε να γράφει μέσα σε πανικό χωρίς να καταλαβαίνει πλήρως τι έγραφε. Τα μικρά αλλά παιδικά γράμματά του ξετυλίγονταν πέρα δώθε στην σελίδα, παραλείποντας στην αρχή τα κεφαλαία γράμματα και στο τέλος ακόμα και τις τελείες:

4 Απριλίου 1984.

‘Χθες βράδυ στο σινεμά. Όλο πολεμικά έργα, ένα πολύ καλό, έδειχνε ένα πλοίο γεμάτο πρόσφυγες που βομβαρδιζόταν κάπου στην Μεσόγειο. Οι θεατές διασκέδαζαν πολύ με τα πλάνα ενός μεγαλόσωμου, χοντρού ανθρώπου που προσπαθούσε να ξεφύγει κολυμπώντας ενώ ένα ελικόπτερο τον κυνηγούσε, πρώτα, τον έβλεπες να τσαλαβουτάει στα νερά σαν δελφίνι, ύστερα, ανάμεσα από τις ριπές των πολυβόλων που έριχναν τα ελικόπτερα, ύστερα γέμισε τρύπες και η θάλασσα γύρω του κοκκίνισε και βυθίστηκε σαν να μπήκε το νερό απ’ τις τρύπες, οι θεατές ούρλιαζαν από τα γέλια όταν βυθιζόταν, ύστερα είδαμε μια σωστική λέμβο γεμάτη παιδιά κι ένα ελικόπτερο να αιωρείται από πάνω τους, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μπορεί να ήταν Εβραία, καθόταν στην πλώρη μ’ ένα αγοράκι περίπου τριών χρονών στην αγκαλιά, το αγοράκι στρίγκλιζε από φόβο και έκρυβε το κεφαλάκι του στο στήθος της σαν να προσπαθούσε να φωλιάσει μέσα της και η γυναίκα έβαζε τα μπράτσα της γύρω του και το παρηγορούσε, ενώ και η ίδια είχε μελανιάσει από τον φόβο, το σκέπαζε συνεχώς όσο περισσότερο μπορούσε, σαν να πίστευε ότι τα χέρια της θα το προστάτευαν από τις σφαίρες, τότε το ελικόπτερο έριζε πάνω τους μια βόμβα είκοσι κιλών με μια τρομαχτική λάμψη και η βάρκα έγινε συντρίμμια. μετά έδειξαν μια θαυμάσια λήψη ενός παιδικού χεριού που εκτοξεύτηκε ψηλά ψηλά στον αέρα θα πρέπει να το παρακολούθησε εκεί ψηλά ένα ελικόπτερο με κάμερα και ακούστηκαν πολλά χειροκροτήματα από τις θέσεις των μελών του κόμματος, αλλά μια γυναίκα απ’ τα καθίσματα των προλετάριων άρχισε ξαφνικά να κάνει φασαρία και να φωνάζει ότι δεν είναι σωστό μπροστά σε παιδιά όχι δεν έπρεπε να το δείξουν μπροστά σε παιδιά δεν είναι… (ώσπου η αστυνομία την έβγαλε έξω δεν φαντάζομαι να της έκαναν τίποτα κανείς δεν δίνει σημασία στα λόγια των προλετάριων η τυπική αντίδραση των προλετάριων ποτέ δεν…’

»Είτε συνέχιζε, είτε σταματούσε να γράφει το ημερολόγιο, δεν είχε σημασία. Η Αστυνομία Σκέψης θα τον έπιανε έτσι κι αλλιώς. Είχε διαπράξει – θα το είχε διαπράξει ακόμα κι αν δεν είχε πιάσει την πένα στα χέρια του – το βασικό έγκλημα που περιείχε όλα τ’ άλλα μέσα του. Έγκλημα της Σκέψης το έλεγαν. Το Έγκλημα της Σκέψης δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κρύψει κανείς για πάντα. Μπορούσες να ξεγελάσεις με επιτυχία για λίγο ακόμα και για χρόνια, αλλά αργά ή γρήγορα, θα σ’ έπιαναν.

»Η τηλεοθόνη σήμανε δύο. Έπρεπε να φύγει σε δέκα λεπτά· έπρεπε να είναι στην δουλειά του στις δυόμισι. Κατά περίεργο τρόπο, το χτύπημα της ώρας φάνηκε σαν να του ’δώσε καινούριο κουράγιο. Ήταν ένα μοναχικό φάντασμα που εξέφραζε μια αλήθεια την οποία δεν θ’ άκουγε κανείς ποτέ. Αλλά όσο την εξέφραζε, κατά κάποιο αόριστο τρόπο η συνοχή δεν έσπαζε. Συνεχίζεις την ανθρώπινη κληρονομιά, όχι με το να ακούγεσαι, αλλά με το να παραμένεις ισορροπημένος. Ξαναγύρισε στο τραπέζι, βούτηξε την πένα του στο μελάνι κι έγραψε:

‘Στο μέλλον ή στο παρελθόν, στον χρόνο που η σκέψη είναι ελεύθερη, τότε οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους και δεν είναι μόνοι, στο χρόνο που υπάρχει η αλήθεια και αυτό που έχει γίνει δεν μπορεί να καταστραφεί.

Από την εποχή της ομοιομορφίας, από την εποχή της μοναξιάς, από την εποχή του Μεγάλου Αδελφού, από την εποχή της διπλής σκέψης —Χαιρετίσματα!’

Ήταν ήδη νεκρός, σκέφτηκε. Του φάνηκε ότι μόνο τώρα που είχε αρχίσει να βάζει σε τάξη τις σκέψεις του είχε κάνει το αποφασιστικό βήμα. Κάθε πράξη περιέχει η ίδια τις συνέπειές της. Έγραψε:

‘Το έγκλημα της σκέψης δεν επιφέρει το θάνατο: το έγκλημα της σκέψης ΕΙΝΑΙ ο θάνατος.’

»Έβγαλε από την τσέπη ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς. Πάνω του ήταν γραμμένα τα ίδια συνθήματα με μικρά καθαρά γράμματα, ενώ στην άλλη όψη το κέρμα είχε το κεφάλι του Μεγάλου Αδελφού. Ακόμα κι εκεί τα μάτια του σε κυνηγούσαν. Στα νομίσματα, στα γραμματόσημα, στα εξώφυλλα των βιβλίων, στις σημαίες, στις αφίσες, ακόμα και στα πακέτα των τσιγάρων -παντού. Πάντα αυτά τα μάτια σε παρακολουθούσαν και η φωνή σε τύλιγε. Ξύπνιος ή κοιμισμένος, την ώρα που εργαζόσουν ή έτρωγες, μέσα ή έξω, στο μπάνιο ή στο κρεβάτι- δεν θα μπορούσες να ξεφύγεις. Δεν όριζες τίποτα εκτός από τα λίγα κυβικά εκατοστά μέσα στο κεφάλι σου.

»Το τι συνέβαινε στον αόρατο λαβύρινθο όπου οδηγούσαν οι αεροσωλήνες, δεν το ήξερε με λεπτομέρειες, αλλά το ήξερε σε γενικές γραμμές. Μόλις μαζεύονταν και γίνονταν η αντιπαραβολή όλων των διορθώσεων που ήταν απαραίτητες για κάθε αριθμό τεύχους των Τάιμς, αυτή η έκδοση ξανατυπωνόταν, η αρχική καταστρεφόταν και στην θέση της τοποθετούσαν στα αρχεία την διορθωμένη. Αυτή η διαδικασία των συνεχών διορθώσεων δεν αφορούσε μόνο τις εφημερίδες αλλά και τα βιβλία, τα περιοδικά, τα φυλλάδια, τις αφίσες, τα έντυπα, τις ταινίες, τις ηχητικές εγγραφές, τα κινούμενα σχέδια, τις φωτογραφίες.

Αφορούσε κάθε είδος λογοτεχνίας ή εγγράφου που θα μπορούσε να έχει πολιτική ή ιδεολογική σημασία. Μέρα με την μέρα και σχεδόν από λεπτό σε λεπτό το παρελθόν γινόταν παρόν. Έτσι κάθε προφητεία του Κόμματος μπορούσε να παρουσιαστεί σωστή με χειροπιαστές αποδείξεις. Δεν επιτρεπόταν να καταχωρηθεί καμιά πληροφορία, ή γνώμη που ερχόταν σε αντίθεση με τις ανάγκες της στιγμής. Όλη η ιστορία ήταν από δεύτερο χέρι, σβησμένη και ξαναγραμμένη τόσες φορές, όσες κρινόταν απαραίτητο. Από την στιγμή που γινόταν η αλλαγή, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσες ν’ αποδείξεις ότι έγινε οποιαδήποτε παραποίηση.»

»Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με την γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί την γυναίκα του, το παιδί του ή τον φίλο του.

Τα παιδιά θα τα παίρνουνε απ’ την μητέρα τους μόλις γεννιόνται, όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Οι νευρολόγοι εργάζονται πάνω σ’ αυτό τώρα. Δεν θα υπάρχει πίστη παρά μόνο για το Κόμμα, δεν θα υπάρχει αγάπη παρά μόνο για τον Μεγάλο Αδερφό. Δεν θα υπάρχει γέλιο, παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό. Δεν θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι, δεν θα την έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.

Δεν θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής. Δεν θα υπάρχει άμιλλα. Πάντα όμως -αυτό μην το ξεχνάς Ουίνστον – πάντα θα υπάρχει η μέθη της δύναμης, που ολοένα θα μεγαλώνει διαρκώς και ολοένα θα οξύνεται περισσότερο. Πάντα, σε κάθε στιγμή, θα υπάρχει η αγαλλίαση της νίκης, η συγκίνηση να ποδοπατάς έναν ανήμπορο εχθρό. Αν θέλεις μιαν εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου – για πάντα.

»Έλαμψε αμέσως μόλις έγινε λόγος για την Νέα Ομιλία. Έσπρωξε από μπροστά του την γαβάθα, πήρε το ψωμί στο ένα ντελικάτο του χέρι και το τυρί στο άλλο, κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να μπορεί να μιλάει χωρίς να φωνάζει.

«Η Ενδέκατη Έκδοση είναι η οριστική. Δίνουμε στην γλώσσα την τελική της μορφή, την μορφή που θα έχει όταν κανείς δεν θα μιλάει άλλη γλώσσα. Όταν τελειώσουμε, άνθρωποι σαν και σένα θα πρέπει να την μάθουν απ’ αρχής. Πιστεύεις, θα έλεγα, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφεύρουμε νέες λέξεις. Αλλά δεν συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις  -δεκάδες, εκατοντάδες λέξεις κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε την γλώσσα ως το κόκαλο. Η Ενδέκατη Έκδοση δεν θα περιέχει ούτε μια λέξη που να μπορεί να θεωρηθεί απαρχαιωμένη πριν από το 2050» είπε.

Δάγκωσε πεινασμένα το ψωμί του, κατάπιε δύο μπουκιές και συνέχισε να μιλάει με παθιασμένη σχολαστικότητα. Το αδύνατο σκούρο πρόσωπό του είχε ζωντανέψει, τα μάτια του είχαν χάσει την ειρωνική τους έκφραση και είχαν γίνει ονειροπόλα.

«Ωραίο πράγμα η καταστροφή των λέξεων. Βεβαίως, το μεγάλο κόψιμο γίνεται στα ρήματα και τα επίθετα, αλλά υπάρχουν επίσης και εκατοντάδες ουσιαστικά που μπορούμε να ξεφορτωθούμε. Δεν είναι μόνο τα συνώνυμα· υπάρχουν επίσης και τα αντίθετα. Στο κάτω κάτω, ποιος ο λόγος ύπαρξης μιας λέξης που απλώς είναι αντίθετη μιας άλλης; Μια λέξη εμπεριέχει από μόνη της την αντίθετή της. Πάρε, ας πούμε, την λέξη ‘καλός’. Τι χρειάζεται η λέξη ‘κακός’; ‘Μηκαλός’ είναι το ίδιο και καλύτερο γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο του ‘καλός’, ενώ η άλλη λέξη δεν είναι. Αν πάλι θέλεις μια λέξη πιο δυνατή από το ‘καλός’, τι νόημα έχει να υπάρχει αόριστες και άχρηστες λέξεις όπως ‘θαυμάσιος’, ‘υπέροχος’ και όλα τα υπόλοιπα; Η λέξη ‘δίσκαλος’ καλύπτει πλήρως την έννοια ή ‘τρίσκαλος’ αν θέλεις κάτι ακόμα πιο έντονο. Φυσικά, αυτούς τους τύπους τους χρησιμοποιούμε ήδη, αλλά στην τελική έκδοση της Νέας Ομιλίας δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο. Στο τέλος όλη η θεωρία του καλού και του κακού θα καλύπτεται από έξι λέξεις μόνο, στην πραγματικότητα από μία και μόνη. Δεν βλέπεις τι ομορφιά υπάρχει σ’ αυτά, Γουίνστον; Φυσικά», πρόσθεσε αμέσως μετά, «η αρχική ιδέα ήταν του Μεγάλου Αδελφού».

«Δεν βλέπεις ότι ο όλος σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. Κάθε γενική έννοια που μπορεί ποτέ να χρειαστεί θα καλύπτεται με μια μόνο λέξη, το νόημα της οποίας θα είναι αυστηρά καθορισμένο και όλες οι παραπλήσιές της έννοιες θα έχουν εκλείψει και ξεχαστεί. Ήδη, στην Ενδέκατη Έκδοση, δεν απέχουμε πολύ απ’ αυτό το σημείο. Αλλά η διαδικασία θα συνεχίζεται και πολύ αργότερα, όταν εσύ κι εγώ θα ’χουμε πεθάνει.

Κάθε χρόνο ολοένα και λιγότερες λέξεις, και οι ορίζοντες της συνείδησης ολοένα και θα στενεύουν. Ακόμα και τώρα, φυσικά, δεν υπάρχει λόγος ή δικαιολογία για να διαπράξει κανείς έγκλημα της σκέψης. Είναι απλώς θέμα αυτοκυριαρχίας, ελέγχου της πραγματικότητας. Στο τέλος όμως δεν θα χρειάζονται ούτε αυτά. Η Επανάσταση θα ολοκληρωθεί όταν η γλώσσα θα έχει τελειοποιηθεί. Η Νέα Ομιλία είναι ΑΓΓΣΟΣ και ο ΑΓΓΣΟΣ είναι Νέα Ομιλία», πρόσθεσε με κάτι σαν μυστική ικανοποίηση. «Σκέφτηκες ποτέ, Γουίνστον, ότι το 2050 το πολύ δεν θα υπάρχει ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα που να καταλαβαίνει μια συζήτηση σαν αυτή που κάνουμε τώρα;»

«Οι προλετάριοι δεν είναι άνθρωποι», είπε αδιάφορα. «Το 2050 -ίσως ακόμα νωρίτερα- η Παλαιά Ομιλία θα έχει εξαφανιστεί. Όλη η λογοτεχνία του παρελθόντος θα έχει καταστραφεί. Ο Τσόσερ, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Μπάιρον -θα υπάρχουν μόνο σε εκδόσεις της Νέας Ομιλίας, και δεν θα έχουν μόνο μεταβληθεί σε κάτι διαφορετικό, αλλά θα είναι εντελώς το αντίθετο απ’ ό,τι λέγαμε πως ήταν. Ακόμα και η λογοτεχνία του Κόμματος θ’ αλλάξει. Και τα συνθήματα θ’ αλλάξουν. Πώς θα μπορεί να υπάρχει το σύνθημα “η ελευθερία είναι σκλαβιά”, όταν η ιδέα της ελευθερίας θα έχει καταργηθεί; Το όλο κλίμα της σκέψης θα είναι διαφορετικό. Στην πραγματικότητα, δεν θα υπάρχει σκέψη όπως την εννοούμε τώρα. Ορθοδοξία σημαίνει να μην σκέφτεσαι -δεν υπάρχει λόγος να σκέφτεσαι. Ορθοδοξία είναι η έλλειψη συνείδησης».

«Υπάρχει μια λέξη στη Νέα Ομιλία», είπε ο Σάιμ, «δεν ξέρω αν την γνωρίζεις: παπιομιλιά, να κρώζεις σαν πάπια. Είναι απ’ αυτές τις ενδιαφέρουσες λέξεις που έχουν δύο αντίθετες σημασίες. Όταν χρησιμοποιείται για εχθρό, είναι βρισιά- όταν χρησιμοποιείται για κάποιον με τον οποίο συμφωνείς, είναι έπαινος».

Χωρίς αμφιβολία, ο Σάιμ θα εξατμιστεί, σκέφτηκε ξανά ο Γουίνστον. Το συλλογίστηκε αυτό με κάποια θλίψη, αν και ήξερε καλά ότι ο Σάιμ τον περιφρονούσε και τον αντιπαθούσε λιγάκι, κι ακόμα ήταν ικανός να τον καταγγείλει σαν εγκληματία της σκέψης, αν έβλεπε κάποιο λόγο να το κάνει. Υπήρχε σ’ αυτόν κάτι που χώλαινε ανεπαίσθητα. Κάτι του έλειπε: εχεμύθεια, επιφυλακτικότητα, του έλειπε ένα είδος σωτήριας βλακείας.

Δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν ανορθόδοξος. Πίστευε στις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ, λάτρευε τον Μεγάλο Αδελφό, πανηγύριζε στις νίκες, μισούσε τους αιρετικούς, κι όχι μόνο με ειλικρίνεια αλλά με ένα είδος ακαταπόνητου ζήλου, ήταν ενημερωμένος σε βαθμό που ένα συνηθισμένο μέλος του Κόμματος ούτε καν πλησίαζε. Παρά ταύτα, τον κύκλωνε μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας. Έλεγε πράγματα που θα ήταν καλύτερο να αποσιωπούσε, διάβαζε πάρα πολλά βιβλία, σύχναζε στο Καφενείο της Καστανιάς, στέκι ζωγράφων και μουσικών. Δεν υπήρχε νόμος, ούτε καν άγραφος, που ν’ απαγόρευε να πηγαίνεις στο Καφενείο της Καστανιάς, ωστόσο το μέρος αυτό ήταν δυσοίωνο.

Τα παλιά ηγετικά στελέχη του Κόμματος που είχαν πέσει σε δυσμένεια συνήθως συγκεντρώνονταν εκεί προτού υποστούν την τελειωτική εκκαθάριση. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι κι ο ίδιος ο Γκολντστάιν πήγαινε εκεί πριν από δεκαετίες. Δεν ήταν δύσκολο να προβλέψεις την μοίρα του Σάιμ. Κι όμως ήταν γεγονός ότι, αν ο Σάιμ μπορούσε να υποψιαστεί για μια στιγμή τις κρυφές απόψεις του Γουίνστον, θα τον πρόδινε αμέσως στην Αστυνομία της Σκέψης. Ο καθένας θα έκανε κάτι τέτοιο, ο Σάιμ όμως περισσότερο απ’ όλους. Ο ζήλος δεν αρκούσε. Ορθοδοξία ήταν η έλλειψη συνείδησης.

»Σκεφτόταν με δυσφορία τις υλικές συνθήκες της ζωής. Ήταν άραγε πάντα έτσι; Το φαγητό είχε πάντα αυτή την γεύση; Έριξε μια ματιά ολόγυρα στην καντίνα: μια ασφυκτικά γεμάτη χαμηλοτάβανη αίθουσα με τοίχους βρομισμένους από την επαφή τόσων ανθρώπινων σωμάτων.

Τραπέζια και καρέκλες από μέταλλο παντού βουλιαγμένο, τόσο στριμωγμένα μεταξύ τους που ο ένας ακουμπούσε στον άλλο όταν κάθονταν. Τα κουτάλια στραβωμένα. Οι δίσκοι χαραγμένοι. Τα άσπρα φλιτζάνια χοντροκομμένα. Όλες οι επιφάνειες λιγδιασμένες, βρόμικες σε κάθε χαραμάδα τους· και ολόγυρα αναδιδόταν μια υπόξινη ανάμεικτη μυρωδιά από κακής ποιότητας τζιν, καφέ, γιαχνί και βρόμικα ρούχα. Πάντα στο στομάχι σου και στο δέρμα σου υπήρχε ένα είδος διαμαρτυρίας, ένα αίσθημα ότι σε κοροϊδεύουν, ότι σου στερούν κάτι που δικαιούσαι. Ήταν αλήθεια ότι δεν θυμόταν τίποτα πολύ διαφορετικό.

Ποτέ, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, ποτέ δεν υπήρχε αρκετή τροφή, ποτέ δεν είχε κανείς κάλτσες ή εσώρουχα που να μην ήταν γεμάτα τρύπες, τα έπιπλα ήταν πάντα καταχτυπημένα και σάπια, τα δωμάτια πάντα είχαν λιγοστή θέρμανση, ο Υπόγειος ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτος κόσμο. Τα σπίτια ετοιμόρροπα, το ψωμί μαυριδερό και το τσάι σπάνιο, ο καφές είχε φριχτή γεύση, τα τσιγάρα λιγοστά -τίποτε φτηνό και άφθονο δεν υπήρχε εκτός από συνθετικό τζιν. Η κατάσταση ήταν αφόρητη, και όσο περνούσαν τα χρόνια και γερνούσε κανείς, τόσο πιο δυσβάσταχτη γινόταν η ζωή. Όμως το γεγονός ότι αποκαρδιωνόσουν από το καθετί γύρω σου -από την έλλειψη άνεσης, από την βρόμα και την ένδεια, από τους ατέλειωτους χειμώνες, από τις γλιτσιασμένες κάλτσες, από τα ασανσέρ που δεν λειτουργούσαν ποτέ, από το κρύο νερό, το τραχύ σαπούνι, τα τσιγάρα που διαλύονταν, από το φαγητό με την αηδιαστική γεύση -δεν ήταν σημάδι ότι η φυσική τάξη πραγμάτων είχε παραβιαστεί;

Το γεγονός ότι δεν μπορούσες ν’ αντέξεις αυτή την ζωή δεν αποδείκνυε ότι υπήρχε ανάμνηση μιας άλλης εποχής όπου το καθετί ήταν διαφορετικό;

Κοίταζε ξανά ένα γύρω στην κουζίνα. Όλοι σχεδόν ήταν άσχημοι, και θα ήταν άσχημοι ακόμα κι αν φορούσαν άλλα ρούχα αντί γι’ αυτή την μπλε φόρμα. Στην άκρη της αίθουσας καθόταν σ’ ένα τραπέζι μονάχος ένας ανθρωπάκος με μια παράξενη φάτσα σαν σκαθάρι κι έπινε καφέ, ρίχνοντας ολόγυρά του καχύποπτες ματιές. Πόσο εύκολο ήταν, σκέφτηκε ο Γουίνστον, αν δεν κοίταζες γύρω σου, να πιστέψεις ότι ο τύπος που το Κόμμα είχε σαν ιδεώδες υπήρχε, και μάλιστα υπερίσχυε: νέοι ψηλοί μυώδεις και νέες με πλούσιο στήθος, ξανθοί, ζωντανοί, ηλιοκαμένοι, ξένοιαστοι.

Στην πραγματικότητα, όσο μπορούσε να κρίνει, οι περισσότεροι κάτοικοι της Πρώτης Περιοχής ήταν κοντοί, μαυριδεροί και άχαροι. Ήταν περίεργο το πόσο κυριαρχούσε στα Υπουργεία ο τύπος που έμοιαζε με σκαθάρι- μικρόσωμοι άνθρωποι που πάχαιναν από πολύ νέοι, με κοντά πόδια, γρήγορες σπασμωδικές κινήσεις και πλαδαρά, ανέκφραστα πρόσωπα με πολύ μικρά μάτια. Ήταν ο τύπος που φαίνεται να ανθεί πιο πολύ κάτω από την κυριαρχία του Κόμματος.

»Εκείνη την στιγμή βγήκε από την ονειροπόλησή του μ’ ένα απότομο πήδημα. Η κοπέλα του διπλανού τραπεζιού είχε γυρίσει λίγο προς το μέρος του και τον κοίταζε. Ήταν η μελαχρινή. Τον κοίταζε μ’ ένα λοξό βλέμμα αλλά με μια περίεργη ένταση. Την στιγμή που είδε ότι την κοίταζε κι αυτός, γύρισε απότομα αλλού τα μάτια της.

Ο ιδρώτας ανάβλυσε από την ραχοκοκαλιά του Γουίνστον. Ένα σκίρτημα τρόμου τον διαπέρασε. Του έφυγε σχεδόν αμέσως, αλλά του άφησε μια εκνευριστική ανησυχία. Γιατί τον κοίταζε; Γιατί τον παρακολουθούσε συνεχώς; Δυστυχώς, δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε έρθει πριν ή μετά απ’ αυτόν. Αλλά σίγουρα, χθες, στο Δίλεπτο Μίσους, κάθισε ακριβώς πίσω του, ενώ δεν υπήρχε κανένας λόγος. Πολύ πιθανόν ο αντικειμενικός της σκοπός να ήταν να τον ακούσει για να βεβαιωθεί αν φώναζε αρκετά δυνατά.

Του ξαναήρθε η προηγούμενη σκέψη του: πιθανόν να μην ήταν μέλος της Αστυνομίας της Σκέψης αλλά ερασιτέχνης κατάσκοπος, δηλαδή το πιο επικίνδυνο είδος. Δεν ήξερε πόση ώρα καθόταν και τον κοίταζε, αλλά μπορεί να ’ταν και πέντε ολόκληρα λεπτά, και ίσως να μην έλεγχε εντελώς την έκφρασή του. Ήταν τρομερά επικίνδυνο ν’ αφήνεις τις σκέψεις σου να πλανιούνται όταν βρίσκεσαι σε δημόσιο χώρο ή μέσα στο πεδίο ορατότητας της τηλεοθόνης. Το παραμικρό μπορούσε να σε προδώσει. Ένα νευρικό τικ, ένα ασυναίσθητο βλέμμα αγωνίας, η συνήθεια να μουρμουρίζεις μόνος σου -καθετί που μπορούσε να φανεί αφύσικο ή να εγείρει την υποψία ότι πας να κρύψεις κάτι. Το να μην έχεις την πρέπουσα έκφραση στην οποιαδήποτε περίπτωση (να δείξεις δυσπιστία όταν ανάγγελναν μια νίκη, φέρ’ ειπείν) ήταν αξιόποινη παράβαση. Μέχρι που υπήρχε και όρος γι’ αυτή στην Νέα Ομιλία: έγκλημα έκφρασης την ονόμαζαν.

»Ο σκοπός του Κόμματος δεν ήταν μόνο να εμποδίζει να δημιουργηθούν ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες αισθήματα που δεν θα μπορούσε να ελέγξει. Ο πραγματικός ανομολόγητος σκοπός τους ήταν να αφαιρέσουν την ηδονή από την σεξουαλική πράξη. Ο εχθρός δεν ήταν τόσο η αγάπη, όσο ο ερωτισμός, είτε εντός, είτε εκτός γάμου. Όλοι οι γάμοι μεταξύ μελών του Κόμματος έπρεπε να εγκριθούν από ειδική επιτροπή -αν και δεν είχε ποτέ διατυπωθεί σαφώς αυτή η αρχή-, δεν δινόταν ποτέ άδεια αν το ενδιαφερόμενο ζευγάρι έδινε την εντύπωση ότι αισθανόταν αμοιβαία φυσική έλξη.

Ο μόνος σκοπός του γάμου που αναγνώριζαν ήταν να γεννηθούν παιδιά για να μπουν στην υπηρεσία του Κόμματος. Η σεξουαλική σχέση έπρεπε να θεωρείται κάπως σαν αηδιαστική μικρή εγχείρηση, σαν να κάνει κανείς κλύσμα. Και αυτό επίσης δεν είχε διακηρυχτεί έτσι καθαρά, αλλά, με έμμεσο τρόπο, το επαναλάμβαναν χιλιάδες φορές σε κάθε μέλος του Κόμματος από την παιδική του ηλικία.

Υπήρχαν ακόμα οργανώσεις σαν τον Αντισεξουαλικό Σύνδεσμο Νέων που υποστήριζαν πλήρη αποχή από το γάμο και για τα δύο φύλα. Όλα τα παιδιά έπρεπε να γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση και να ανατρέφονται σε δημόσια ιδρύματα. Ο Γουίνστον ήξερε πως αυτό δεν το εννοούσαν απόλυτα, αλλά οπωσδήποτε ταίριαζε με την γενική ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα προσπαθούσε να σκοτώσει το σεξουαλικό ένστικτο ή, αν δεν μπορούσε να το σκοτώσει, να το διαστρέφει και να το σπιλώσει. Δεν ήξερε γιατί ήταν έτσι, αλλά του φαινόταν φυσικό, και, όσο αφορούσε τις γυναίκες, οι προσπάθειες του Κόμματος είχαν πετύχει σε μεγάλο βαθμό.

Δεν θα επαναστατήσουν αν 8εν αποκτήσουν συνείδηση,
και δεν θ’ αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν.

Αυτό, σκέφτηκε, θα μπορούσε να ’ναι σχεδόν αντιγραφή από κάποιο βιβλίο του Κόμματος.

Το Κόμμα, βέβαια, ισχυριζόταν πως είχε απελευθερώσει τους προλετάριους από την σκλαβιά. Πριν από την Επανάσταση, είχαν γνωρίσει φοβερή καταπίεση από τους καπιταλιστές. Τους άφηναν να πεθαίνουν από την πείνα, τους μαστίγωναν, έστελναν τις γυναίκες να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία (στην πραγματικότητα, ακόμα και τώρα οι γυναίκες δούλευαν στα ανθρακωρυχεία), πουλούσαν τα παιδιά τους στις φάμπρικες από έξι χρονών.

Παράλληλα όμως μ’ αυτά, πιστό στις αρχές της διπλής σκέψης, το Κόμμα δίδασκε ότι οι προλετάριοι ήταν από την φύση τους κατώτερα όντα και ότι έπρεπε να κρατιούνται σε υποταγή σαν τα ζώα. Για να συμβαίνει αυτό, έπρεπε να εφαρμόζονται μερικοί απλοί κανόνες. Ήταν γεγονός ότι πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τους προλετάριους. Δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά γι’ αυτούς. Όσο συνέχιζαν να δουλεύουν και να γεννοβολούν, όλες οι άλλες δραστηριότητές τους δεν είχαν σημασία. Αφημένοι στην τύχη τους, σαν τα αμολημένα κοπάδια στις πεδιάδες της Αργεντινής, είχαν ξαναγυρίσει σ’ έναν τρόπο ζωής που τους φαινόταν φυσικός, πάνω στα πρότυπα των προγόνων τους.

Γεννιούνταν, μεγάλωναν στους δρόμους, πήγαιναν στην δουλειά από τα δώδεκά τους χρόνια, περνούσαν μια σύντομη περίοδο ανθηρής ομορφιάς και σεξουαλικού πόθου, παντρεύονταν στα είκοσι, ήταν κιόλας μεσόκοποι στα τριάντα, και πέθαιναν συνήθως γύρω στα εξήντα τους. Η βαριά δουλειά, η φροντίδα για το σπίτι και τα παιδιά, οι μικροπρεπείς καβγάδες με τους γείτονες, κινηματογράφος, ποδόσφαιρο, μπίρα και προπάντων ο τζόγος, ήταν όλος κι όλος ο πνευματικός τους ορίζοντας.

Δεν ήταν δύσκολο να τους ελέγχει το Κόμμα.

Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν διαρκώς πράκτορες της Αστυνομίας της Σκέψης, διαδίδοντας ψεύτικες φήμες. Και σημείωναν και εξοστράκιζαν τα λίγα άτομα που έκριναν ότι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα. Δεν έκαναν όμως καμιά προσπάθεια να τους μυήσουν στην ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα δεν ήθελε να έχουν οι προλετάριοι πολιτική συνείδηση. Ό,τι ζητούσε απ’ αυτούς ήταν ένας πρωτόγονος πατριωτισμός τον οποίον μπορούσε να επικαλείται κάθε φορά που χρειαζόταν να τους κάνει να δεχτούν περισσότερες ώρες δουλειάς ή μειωμένο συσσίτιο.

Ακόμα κι όταν ήταν δυσαρεστημένοι -πράγμα που συνέβαινε καμιά φορά- η δυσαρέσκειά τους δεν οδηγούσε πουθενά, γιατί, χωρίς απόψεις για τα γενικά ζητήματα, συγκεντρώνονταν μόνο σε ασήμαντες προσωπικές στενοχώριες. Τα σημαντικά πράγματα τους διέφευγαν. Οι περισσότεροι προλετάριοι δεν είχαν καν τηλεοθόνες σπίτι τους. Ακόμα και η Ασφάλεια πολύ λίγο ανακατευόταν στις δουλειές τους. Υπήρχε ένα μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας στο Λονδίνο, σωστό κράτος εν κράτει από κλέφτες, ληστές, πόρνες, λαθρέμπορους ναρκωτικών και φυγόδικους κάθε λογής· αλλ’ αφού αυτά συνέβαιναν μεταξύ των προλετάριων, δεν είχαν σημασία.

Στα θέματα ηθικής ήταν ελεύθεροι να ακολουθούν τον κώδικα των προγόνων τους. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν επιβαλλόταν σ’ αυτούς. Οι σεξουαλικές σχέσεις δεν τιμωρούνταν, το διαζύγιο επιτρεπόταν. Ακόμα και η θρησκευτική λατρεία θα επιτρεπόταν, αν οι προλετάριοι έδιναν κάποια ένδειξη ότι την χρειάζονταν ή την ήθελαν. Ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. ‘Οπως έλεγε και ένα σύνθημα του Κόμματος: «Τα ζώα και οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι».

Ο Γουίνστον έσκυψε κι έξυσε προσεκτικά την πληγή του. Άρχισε να τον τρώει πάλι. Πάντα ξαναγυρνούσε στο ίδιο σημείο: ήταν αδύνατο να ξέρει κανείς πώς ήταν η ζωή πριν από την Επανάσταση. Πήρε από το συρτάρι του ένα βιβλίο ιστορίας για παιδιά που είχε δανειστεί από την κυρία Πάρσονς κι άρχισε να αντιγράφει ένα απόσπασμα στο ημερολόγιό του:

‘Τα παλιά χρόνια πριν από την ένδοξη Επανάσταση, το Λονδίνο δεν ήταν η όμορφη πόλη που ξέρουμε σήμερα. Ήταν μια σκοτεινή βρόμικη άθλια πόλη, όπου σχεδόν όλοι πεινούσαν και εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν και στέγη να κοιμηθούν. Παιδιά σαν και σας έπρεπε να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα για απάνθρωπα αφεντικά, που τα μαστίγωναν αν εργάζονταν αργά και τους έδιναν να τρώνε ένα σκέτο μπαγιάτικο ξεροκόμματο και νερό.

Αλλά μέσα σ’ όλη αυτή την τρομερή φτώχεια, υπήρχαν μερικά όμορφα μεγάλα σπίτια, όπου ζούσαν πλούσιοι άνθρωποι που είχαν τριάντα άτομα να τους υπηρετούν. Αυτοί οι πλούσιοι άνθρωποι λέγονταν καπιταλιστές. Ήταν χοντροί, άσχημοι, με άγρια πρόσωπα, σαν αυτόν που βλέπετε στη διπλανή σελίδα. Βλέπετε πώς είναι ντυμένος, μ’ ένα μακρύ μαύρο σακάκι που το έλεγαν ρεντιγκότα κι ένα περίεργο γυαλιστερό καπέλο που είχε σχήμα σωλήνα της σόμπας και λεγόταν ημίψηλο. Αυτό ήταν το ντύσιμο των καπιταλιστών και δεν επιτρεπόταν να το φορέσει κανείς άλλος.

Οι καπιταλιστές εξούσιαζαν το καθετί στον κόσμο και όλοι οι άλλοι ήταν σκλάβοι τους. Κατείχαν όλη την γη, όλα τα σπίτια, όλα τα εργοστάσια και όλα τα χρήματα. Αν κάποιος τους έδειχνε ανυπακοή, μπορούσαν να τον ρίξουν στην φυλακή ή να τον διώξουν από την δουλειά και να τον αφήσουν να πεθάνει της πείνας. Όταν ένας κοινός άνθρωπος μιλούσε σ’ έναν καπιταλιστή, έπρεπε να υποκλίνεται με δουλοπρέπεια, να σκύβει το κεφάλι του, να βγάζει το καπέλο του και να τον αποκαλεί «Κύριο». Ο αρχηγός των καπιταλιστών λεγόταν Βασιλιάς, και…

Το καθετί έσβηνε μες στην ομίχλη. Το παρελθόν είχε σβηστεί, το σβήσιμο είχε ξεχαστεί, το ψέμα γινόταν αλήθεια. Μια μόνο φορά στην ζωή του —μετά από το γεγονός, κι αυτό ήταν που είχε σημασία — έπεσε στα χέρια του μια χειροπιαστή αδιάψευστη απόδειξη διαστρέβλωσης της αλήθειας. Την είχε στο χέρι του για λίγα λεπτά μόνο. Αυτό θα πρέπει να έγινε το 1973, σίγουρα ήταν την εποχή περίπου που χώρισε με την Κάθριν. Αλλά η πραγματική αντίστοιχη ημερομηνία ήταν πριν εφτά ή οκτώ χρόνια.

»Το Κόμμα σού ‘λεγε ν’ αρνιέσαι την μαρτυρία των ίδιων των ματιών και των αφτιών σου. Ήταν η τελική και πιο ουσιαστική του διαταγή. Η καρδιά του Γουίνστον σφίχτηκε στην σκέψη της τεράστιας δύναμης που ορθωνόταν εναντίον του. Σκεφτόταν πόσο εύκολα θα μπορούσε οποιοδήποτε έξυπνο μέλος του Κόμματος να τον νικήσει σε μια συζήτηση, κι ακόμα τα λεπτά επιχειρήματα που δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβει και -πολύ περισσότερο- ν’ αντικρούσει. Ωστόσο, αυτός είχε δίκιο. Εκείνοι, το Κόμμα, είχαν άδικο, κι αυτός είχε δίκιο.

Το προφανές, το απλοϊκό, η αλήθεια, έπρεπε να τύχουν υπεράσπισης. Οι κοινοί τόποι είναι αλήθεια, έπρεπε να στηρίζεται κανείς σ’ αυτούς. Ο υλικός κόσμος υπάρχει, οι νόμοι του δεν αλλάζουν. Οι πέτρες είναι σκληρές, το νερό είναι υγρό, τα πράγματα που δεν στηρίζονται πέφτουν καταγής. Με το αίσθημα ότι μιλούσε στον Ο’Μπράιεν και ότι διατύπωνε ένα σημαντικό αξίωμα, έγραψε:

Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα.
Αν αυτό γίνει παραδεκτό, όλα τα άλλα ακολουθούν.

»Μιλούσαν για το λαχείο. Ο Γουίνστον γύρισε και τους ξανακοίταξε, αφού είχε προχωρήσει τρία μέτρα. Τσακώνονταν ακόμα με ξαναμμένα πρόσωπα. Το λαχείο και τα τεράστια ποσά που μπορούσε κανείς να κερδίσει κάθε βδομάδα, ήταν το μόνο που απασχολούσε σοβαρά τους προλετάριους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς πως, για μερικά εκατομμύρια προλετάριους, το λαχείο αποτελούσε τον κύριο, αν όχι το μοναδικό λόγο να διατηρούνται ζωντανοί. Ήταν η χαρά τους, η τρέλα τους, το καταπραϋντικό τους, αυτό που τους τόνωνε το πνεύμα. Άνθρωποι που μετά βίας μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν, όταν επρόκειτο για το λαχείο, αποδεικνύονταν ικανοί για πολύπλοκους λογαριασμούς, ναι να εκτελούν άθλους της μνήμης.

Ολόκληρη τάξη ανθρώπων ζούσε αποκλειστικά από συστήματα, προγνωστικά και φυλαχτά για γούρι. Ο Γουίνστον δεν γνώριζε τίποτα από το μηχανισμό του λαχείου που διευθυνόταν από το Υπουργείο Αφθονίας, αλλά ήξερε (δηλαδή, όλοι στο Κόμμα ήξεραν) ότι τα περισσότερα κέρδη ήταν φανταστικά. Μονάχα μικρο-ποσά πληρώνονταν, κι αυτοί που υποτίθεται πως κέρδιζαν το πολύ χρήμα ήταν ανύπαρκτα πρόσωπα. Αυτό δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, μια και δεν υπήρχε καμιά πραγματική εσωτερική επικοινωνία ανάμεσα στις περιοχές της Ωκεανίας.

»Ο Σάιμ είχε εξαφανιστεί. Ξημέρωσε μία ημέρα, και έλειπε από την δουλειά του· μερικοί απερίσκεπτοι σχολίασαν την απουσία του. Την άλλη μέρα, δεν τον ανέφερε κανείς. Την τρίτη μέρα, ο Γουίνστον πήγε στον προθάλαμο του Τμήματος Αρχείων για να κοιτάξει τον πίνακα των ανακοινώσεων. Μια από τις σημειώσεις περιείχε έναν τυπωμένο κατάλογο των μελών της Επιτροπής Σκακιού όπου ανήκε ο Σάιμ. Ήταν ακριβώς ο ίδιος όπως πριν -δεν είχε κανένα σβήσιμο- αλλά είχε ένα όνομα λιγότερο. Αυτό ήταν αρκετό. Ο Σάιμ είχε πάψει να υπάρχει: δεν υπήρξε ποτέ.

»Καταλαβαίνεις ότι ολόκληρο το παρελθόν, από το χτες κιόλας, έχει σβηστεί; Αν επιζεί κάπου, είναι σε μερικά αντικείμενα που δεν φέρουν κανένα όνομα, όπως αυτό το κομμάτι το γυαλί πάνω στο τραπέζι. Δεν ξέρουμε κυριολεκτικά σχεδόν τίποτα για την Επανάσταση και τα χρόνια που προηγήθηκαν. Όλα τα ντοκουμέντα έχουν καταστραφεί ή παραποιηθεί, όλα τα βιβλία έχουν ξαναγραφτεί, όλοι οι πίνακες έχουν ξαναζωγραφιστεί. Κάθε άγαλμα, δρόμος, κτίριο έχει αλλάξει όνομα, κάθε ημερομηνία τροποποιήθηκε. Κι αυτό συνεχίζεται μέρα με την μέρα, λεπτό με το λεπτό. Η ιστορία έχει σταματήσει. Δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από ένα αιώνιο παρόν όπου το Κόμμα έχει πάντα δίκιο. Ξέρω, φυσικά, πως το παρελθόν έχει παραποιηθεί, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να το αποδείξω, ακόμα και όταν κάνω την παραποίηση εγώ ο ίδιος. Ό,τι γίνεται δεν αφήνει πίσω του κανένα ίχνος. Η μόνη μαρτυρία βρίσκεται μέσα στο μυαλό μου, και δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν υπάρχει κάποιος άλλος που να έχει τις ίδιες με μένα αναμνήσεις. Μόνο εκείνη την στιγμή σ’ όλη μου τη ζωή, κρατούσα στα χέρια μου μια συγκεκριμένη απόδειξη μετά το γεγονός -χρόνια μετά απ’ αυτό».

[…]

Το 1984 ή Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα είναι η τελευταία μυθιστορηματική εργασία του Τζορτζ Όργουελ. Θεωρείται βιβλίο-σταθμός του 20ού αιώνα στην πολιτική σκέψη και στην π ρ ο π α γ ά ν δ α. Περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, του Γουίνστον Σμιθ, στον εφιαλτικό κόσμο της Ωκεανίας, μιας χώρας που βρίσκεται κάτω από ένα δυστοπικό απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση.

Η χώρα βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με δύο άλλες υπερδυνάμεις και θυμίζει το απολυταρχικό καθεστώς των Χίτλερ-Στάλιν και οι άνθρωποί της ζουν υπό ιδιαίτερα καταπιεστικές συνθήκες (ναζισμός-σταλινισμός). Ο Όργουελ έγραψε το βιβλίο το 1948 (από αναριθμητισμό αυτού του έτους προέρχεται και ο τίτλος του έργου) και το εξέδωσε το 1949. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει επηρεάσει σημαντικά τον παγκόσμιο πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον Μεγάλο Αδελφό, τον (ανύπαρκτο) πολιτικό ηγέτη της χώρας. Ο Μεγάλος Αδελφός αποτελεί σήμερα έκφραση που υποδηλώνει καθεστώς παρακολούθησης.

Η κοινωνία που περιγράφεται στο βιβλίο είναι υπό κομμουνιστικού-ναζιστικού καθεστώτος και κυβερνάται από το «κόμμα». Το κόμμα παραποιεί τα στοιχεία παρόντος και παρελθόντος όποτε το κρίνει σκόπιμο, εξαφανίζει τους αντιφρονούντες χωρίς ίχνος και παρακολουθεί όλα τα μέλη του κόμματος. Το σύστημα είναι ειδικά σχεδιασμένο ώστε να μετατρέπει τους ανθρώπους σε πειθήνια όργανα και να συντηρεί τον εαυτό του εξαλείφοντας εγκαίρως οποιαδήποτε εν δυνάμει απειλή.

Κάνει χρήση οποιουδήποτε μέσου, ακόμα και του πολέμου, για να καταφέρει να περάσει απαρατήρητες τις πράξεις του. Όσον αφορά τους προλετάριους, οι οποίοι είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού και δεν έχουν σχέση με το κόμμα, φροντίζουν να τους έχουν το επίπεδο χαμηλά απασχολώντας τους με ασήμαντα πράγματα (π.χ. τζόγο, σεξ). Η ιστορία του 1984 ξεκινάει με τον κεντρικό χαρακτήρα, τον Γουίνστον Σμιθ ο οποίος είναι μέλος του κόμματος όντας δημόσιος υπάλληλος.

[…]

»Σκέφτηκε την τηλεοθόνη και την άγρυπνη παρακολούθησή τους. Μπορούσαν να σε κατασκοπεύουν νυχθημερόν, αλλά, αν κράταγες γερά, μπορούσες να τους ξεγελάσεις. Μ’ όλη τους την εξυπνάδα, δεν κατάφεραν να βρουν το μυστικό που θ’ αποκάλυπτε τις σκέψεις ενός ανθρώπου. Ίσως αυτό ήταν λιγότερο αληθινό όταν βρισκόσουν στα χέρια τους. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στο Υπουργείο Αγάπης, αλλά μπορούσε να το μαντέψει. Βασανιστήρια, παραισθησιογόνα, καταγραφή των αντιδράσεων του νευρικού συστήματος από ευαίσθητα όργανα, βαθμιαία ελάττωση της αντίστασης από αϋπνία, απομόνωση και εξαντλητική ανάκριση. Τα γεγονότα, οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά.

Τα ανακάλυπταν με τις ανακρίσεις, αναγκάζοντάς σε να ομολογήσεις με βασανιστήρια. Αν όμως ο σκοπός σου δεν ήταν να παραμείνεις ζωντανός, αλλά να παραμείνεις άνθρωπος, τι σημασία είχαν τελικά όλ’ αυτά; Δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα αισθήματά σου. Ούτε εσύ ο ίδιος μπορούσες να τ’ αλλάξεις, ακόμα και αν το ήθελες. Το Κόμμα μπορούσε να ξεγυμνώσει και την παραμικρή λεπτομέρεια για καθετί που έκανες, που είπες, που σκέφτηκες. Αλλά τα μύχια της ψυχής σου, που λειτουργούσε με τρόπο μυστηριώδη ακόμα και για σένα τον ίδιο, παρέμεναν απαραβίαστα.

»Διά μέσου των ιστορικών χρόνων και προφανώς από το τέλος της Νεολιθικής εποχής, υπήρξαν στον κόσμο τρεις τάξεις: η Ανώτερη, η Μεσαία και η Κατώτερη. Έχουν υποδιαιρεθεί με πολλούς τρόπους, έχουν πάρει αμέτρητες διαφορετικές ονομασίες, και η αριθμητική τους αναλογία καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους ποικίλλουν κατά καιρούς. Αλλά η βασική δομή της κοινωνίας δεν άλλαζε ποτέ. Ακόμα και ύστερα από τεράστιες εξεγέρσεις και φαινομενικά αμετάκλητες αλλαγές, η ίδια δομή αποκαθίσταται πάντα, ακριβώς όπως ένα γυροσκόπιο ξαναβρίσκει την ισορροπία του, όσο και αν το απομακρύνουν από την μια πλευρά ή την άλλη. Οι σκοποί αυτών των τριών ομάδων είναι εντελώς ασυμβίβαστοι…

Η διαίρεση του κόσμου σε τρία μεγάλα υπερκράτη ήταν ένα γεγονός που είχε προβλεφτεί πριν από τα μισά του εικοστού αιώνα. Δύο από τις τρεις τωρινές δυνάμεις, η Ευρασία και η Ωκεανία, με την απορρόφηση της Ευρώπης από την Ρωσία και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν ήδη δημιουργηθεί. Η τρίτη, η Ανατολασία, προβλήθηκε σαν σαφής ενότητα ύστερα από συγκεχυμένους αγώνες μιας δεκαετίας. Τα σύνορα ανάμεσα στα τρία υπερκράτη σε μερικά μέρη είναι αυθαίρετα, σε άλλα κυμαίνονται ανάλογα με την έκβαση του πολέμου, αλλά γενικά ακολουθούν τις γεωγραφικές γραμμές. Η Ευρασία περιλαμβάνει ολόκληρο το βόρειο τμήμα της ευρωπαϊκής και ασιατικής ηπείρου, από την Πορτογαλία ως τον Βερίγγειο Πορθμό. Η Ωκεανία περιλαμβάνει την Αμερική, τα νησιά του Ατλαντικού συμπεριλαμβανομένων και των Βρετανικών Νήσων, την Αυστραλία και το νότιο τμήμα της Αφρικής. Η Ανατολασία, μικρότερη και έχοντας ένα πιο ασαφές μέτωπο στη δύση, περιλαμβάνει την Κίνα και τις μεσημβρινές της χώρες, τα νησιά της Ιαπωνίας κι ένα μεγάλο αλλά ασταθές τμήμα της Μαντζουρίας, της Μογγολίας και του Θιβέτ.

Με τον ένα ή τον άλλο συνδυασμό, αυτά τα τρία υπερκράτη βρίσκονται μόνιμα σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Αυτός ο πόλεμος, πάντως, έπαψε πια να είναι ο άπελπις, μέχρις αφανισμού αγώνας των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Είναι ένας αγώνας με περιορισμένους στόχους, μεταξύ αντιπάλων που δεν μπορούν να καταστρέψουν οι μεν τους δε, που δεν μάχονται για υλικούς λόγους και δεν τους χωρίζει καμιά αληθινή ιδεολογική αντίθεση. Αυτό δεν σημαίνει πως η διεξαγωγή του πολέμου ή η κρατούσα στάση απέναντι σ’ αυτόν είναι λιγότερο αιματηρή ή πιο ιπποτική.

Απεναντίας, η πολεμική υστερία είναι συνεχής και γενικευμένη σε όλες τις χώρες, και πράξεις όπως ο βιασμός, η λεηλασία, η παιδοκτονία, ο εξανδραποδισμός των πληθυσμών, τα αντίποινα εναντίον των αιχμαλώτων που φτάνουν ως το σημείο να τους ρίχνουν σε βραστό νερό ή να τους θάβουν ζωντανούς, θεωρούνται φυσικές —όταν μάλιστα δεν τις διαπράττουν οι εχθροί, αλλά οι ίδιοι, θεωρούνται αξιέπαινες. Αλλά, ο πόλεμος, υπό την φυσική του έννοια, απασχολεί πολύ λίγα πρόσωπα, που είναι κυρίως ειδικοί άριστα εκπαιδευμένοι, και προξενεί συγκριτικά μικρές απώλειες. Η μάχη, όταν γίνεται, διεξάγεται στα ακαθόριστα σύνορα που την θέση τους ο μέσος άνθρωπος μόνο να μαντέψει μπορεί, ή γύρω από Πλωτά Οχυρά που φρουρούν τα στρατηγικά σημεία των θαλάσσιων οδών. Στα κέντρα, ο πόλεμος δεν σημαίνει παρά συνεχή έλλειψη καταναλωτικών αγαθών και ενίοτε την έκρηξη μιας τηλεκατευθυνόμενης βόμβας που μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο.

»Είναι μόνος, φοβισμένος και μισεί την ζωή του όπως είναι και ακόμα περισσότερο μισεί τον «Μεγάλο Αδελφό». Μέσα του γνωρίζει πως δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει τα πράγματα όμως δεν μπορεί να αντέξει άλλο και την ζωή του ως έχει και μέσα του αργοπεθαίνει. Ξέρει πως δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν και συνεχώς καταπιέζει τον εαυτό το ώστε να μην δείχνει τα πραγματικά του συναισθήματα, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πράγματα χειρότερα από τον θάνατο…

»Δυστυχώς για αυτόν είναι από τους λίγους ανθρώπους που σκέφτεται και αυτό αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ζωή του. Είναι η αιώνια μάχη των συναισθημάτων με την λογική, η ανάγκη για ελευθερία ενάντια στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Θεωρώ πως το 1984 είναι ένα βιβλίο που όλοι πρέπει να έχουν διαβάσει. Δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα αλλά ένα μάθημα ζωής, καθώς είναι αδιαμφισβήτητο πως αυτά που περιγράφονται σε κάποιον βαθμό γίνονται και σήμερα στην δική μας κοινωνία.

»Ήδη δεν είναι μυστικό πως οι τηλεφωνικές γραμμές παρακολουθούνται και παραβιάζονται οι ελευθερίες μας. Αλλά εκτός από τα συνηθισμένα, υπάρχουν και άλλες μεγάλες αλήθειες, λιγότερο γνωστές, που αναδεικνύονται. Για παράδειγμα η σχέση της γλώσσας με την σκέψη (και αυτό ας γίνει μάθημα σε εμάς που παρακολουθούμε να πετσοκόβουν συνεχώς την γλώσσα μας) καθώς ο Μεγάλος Αδελφός περιορίζει την γλώσσα σε μια προσπάθεια να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων. Ενδιαφέρον καθώς και θλιβερό είναι επίσης – σε τέλεια αναλογία με το σήμερα – πως τέτοιες προσπάθειες γίνονται ευχαρίστως δεκτές από τον πολύ κόσμο.

»Βλέπουμε ότι το σύστημα του Μεγάλου Αδελφού έχει επίτηδες απλοποιήσει υπερβολικά την γλώσσα, καταργώντας συνεχώς λέξεις, σε μία προσπάθεια να μειώσει το πνευματικό επίπεδο του κόσμου. Ποιος μπορεί να αρνηθεί την απλή αυτή αλήθεια, ότι δηλαδή το επίπεδο της γλώσσας αντικατοπτρίζει και το επίπεδο της κοινωνίας; Οι πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες είχαν απλές γλώσσες, ενώ οι νεότερες κοινωνίες ανέπτυσσαν πιο πολύπλοκες γλώσσες. Προόδευε η κοινωνία, εξελισσόταν και η γλώσσα.

»Το τέλεια μελετημένο σύστημα του Μεγάλου Αδελφού μας δείχνει και άλλες αλήθειες, για παράδειγμα το πως μπορεί ακόμα και η σεξουαλική ανάγκη των ανθρώπων να χρησιμοποιηθεί προς όφελος του ίδιου του συστήματος. Επιπλέον βλέπουμε τις κατασκευασμένες ειδήσεις, οι οποίες σίγουρα δεν είναι αποκλειστική πατέντα του Μεγάλου Αδελφού. Στοιχεία αποκρύπτονται, παλιότερα άρθρα παραποιούνται, βιβλία ξαναγράφονται, οτιδήποτε κρίνεται απαραίτητο από το κόμμα.

»Ενδιαφέρον επίσης είναι το πως πολλά πράγματα δεν απαγορεύονται νομικά, αλλά αρκούν για να διαγραφεί ο δράστης (όχι απλά να πεθάνει, αλλά να σβηστεί και κάθε ίχνος ύπαρξης του από παντού) και όλοι γνωρίζουν τους άγραφους αυτούς νόμους. Παρόλα αυτά, βλέπουμε πως το σύστημα ωθεί μερικές φορές τα μέλη του κόμματος στην παρανομία ώστε εκείνοι να νιώθουν συνεχώς φόβο.

»Το κόμμα σπείρει την διχόνοια ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που το πετυχαίνει. Κάνει τον έναν να υποψιάζεται τον άλλον, καθώς ακόμα και μέλη της οικογένειας μπορεί να καταγγείλουν το ένα το άλλο. Κάθε ένας είναι ύποπτος, με εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στον άλλον, καθώς μια αναφορά για «περίεργη συμπεριφορά» στην «Αστυνομία της Σκέψης» μπορεί να σημάνει το τέλος.

»Με τούτα τα παιδιά, σκέφτηκε, αυτή η δύστυχη πρέπει να ζει μέσα στον τρόμο. Ακόμα ένα χρόνο, δύο χρόνια και θα την παρακολουθούσαν μέρα νύχτα για να ανακαλύψουν συμπτώματα ανορθοδοξίας. Σχεδόν όλα τα παιδιά αυτές τις ημέρες ήταν τρομερά. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι, με τέτοιες οργανώσεις σαν τους Κατασκόπους, τα παιδιά μεταβάλλονταν συστηματικά σε μικρούς αγρίους. που δεν μπορούσε να δαμάσει κανείς. Κι όμως αυτό δεν τους δημιουργούσε διάθεση να επαναστατήσουν ενάντια στην πειθαρχία του Κόμματος. Απεναντίας, λάτρευαν το Κόμμα και καθετί που είχε σχέση με αυτό.

Τα τραγούδια, οι παρελάσεις, οι σημαίες, οι πεζοπορίες, τα γυμνάσια ψεύτικης σκοποβολής, τα ουρλιαχτά των συνθημάτων, η λατρεία του Μεγάλου Αδελφού, όλα αυτά τους φάνταζαν σαν ένα υπέροχο παιχνίδι. Όλη τους η θηριωδία εξωτερικευόταν ενάντια στους εχθρούς του κράτους, ενάντια στους ξένους, στους προδότες, στους σαμποτέρ, στους εγκληματίες της σκέψης. Ήταν σχεδόν φυσικό, άτομα πάνω απ’ τα τριάντα να φοβούνται τα παιδιά τους. Και είχαν δίκιο, γιατί σπάνια περνούσε βδομάδα που να μην έχουν οι Τάιμς μια στήλη για το πώς ένας μικρός σπιούνος (παιδί- ήρωα τον ονόμαζαν συνήθως) είχε κρυφακούσει μια παρατήρηση εναντίον του Κόμματος και είχε καταδώσει τους γονείς του στην Αστυνομία της Σκέψης.

»Όλες οι ολιγαρχίες του παρελθόντος έχασαν την εξουσία είτε γιατί ατρόφησαν είτε γιατί έχασαν την ενεργητικότητά τους. Είτε γίνονται ηλίθιες και αλαζονικές και, ανήμπορες να προσαρμοστούν στις καινούριες συνθήκες, ανατρέπονται είτε γίνονται φιλελεύθερες και δειλές και, κάνοντας παραχωρήσεις εκεί που πρέπει να δείξουν πυγμή, πάλι ανατρέπονται. Ανατρέπονται, θα λέγαμε, ή γιατί είναι συνειδητές ή γιατί είναι ασυνείδητες. Είναι επίτευγμα του Κόμματος το ότι έφτιαξε ένα σύστημα σκέψης όπου συνυπάρχουν και οι δυο καταστάσεις. Με καμιά άλλη πνευματική βάση δεν θα μπορούσε να διαιωνιστεί η κυριαρχία του. Αν κάποιος θέλει να κυβερνά και να συνεχίζει να κυβερνά, πρέπει να είναι ικανός να διαστρέψει την έννοια της πραγματικότητας. Το μυστικό της διακυβέρνησης είναι να συνδυάζεις την πίστη πως είσαι αλάθητος με την ικανότητα να διδάσκεσαι από τα λάθη του παρελθόντος.

«Το έγκλημα της σκέψης είναι τρομερό πράγμα, παλιόφιλε», είπε αποφθεγματικά. «Είναι ύπουλο. Σε κυριεύει χωρίς να το ξέρεις. Ξέρεις πώς κυρίεψε εμένα; Στον ύπνο μου! Μάλιστα, όπως σ’ το λέω. Εγώ προσπαθούσα να κάνω την δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι είχα κακό στο μυαλό μου. Και τότε, άρχισα να μιλώ στον ύπνο μου. Ξέρεις τι με άκουσαν να λέω;»
Χαμήλωσε τη φωνή όπως κάνει κάποιος που είναι υποχρεωμένος για ιατρικούς λόγους να πει κάτι άσεμνο.
«Κάτω ο Μεγάλος Αδελφός! Μάλιστα, το είπα! Φαίνεται πως το επανέλαβα ξανά και ξανά, πολλές φορές. Μεταξύ μιας, παλιόφιλε, χαίρομαι που μ’ έπιασαν πριν προχωρήσω περισσότερο. Ξέρεις τι θα τους πω όταν βρεθώ μπροστά στο δικαστήριο; Σας ευχαριστώ, θα τους πω, σας ευχαριστώ που με σώσατε πριν να είναι αργά».
«Ποιος σε κατήγγειλε;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Η κορούλα μου», είπε ο Πάρσονς. «Κρυφάκουγε από την κλειδαρότρυπα. Άκουσε τι έλεγα, και την άλλη μέρα πρωί πρωί έτρεξε και το πρόλαβε στην περίπολο. Πολύ έξυπνο για ένα παιδάκι εφτά χρονών, έτσι; Δεν της κρατώ κακία. Μάλιστα, είμαι περήφανος γι’ αυτήν. Αυτό δείχνει πως την ανάθρεψα με τις σωστές αρχές».

»Ο εφιάλτης είχε αρχίσει μ’ αυτό το πρώτο χτύπημα στον αγκώνα. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι όλα όσα είχαν συμβεί τότε δεν ήταν παρά μια προεισαγωγή, μια ανάκριση ρουτίνας που περνούσαν σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι. Υπήρχε μια μακρά σειρά από εγκλήματα —κατασκοπία, σαμποτάζ και παρόμοια— που όλοι έπρεπε φυσικά να ομολογήσουν. Η ομολογία ήταν τυπική, ενώ τα βασανιστήρια πραγματικά. Πόσες φορές τον είχαν ξυλοκοπήσει, πόση ώρα συνεχίζονταν τα χτυπήματα, δεν θυμόταν. Πάντα τον έβαζαν στην μέση ταυτόχρονα πέντε έξι άνδρες με μαύρη στολή.

Άλλοτε με γροθιές, άλλοτε με κλομπ, καμιά φορά με σιδερόβεργες και κάποτε με τις μπότες. Υπήρχαν φορές που κυλιόταν στο πάτωμα, χωρίς ντροπή, σαν ζώο, ενώ το κορμί του σπαρταρούσε σε μιαν ατέλειωτη, απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγει τις κλοτσιές- το μόνο που κατάφερνε είναι να δέχεται και άλλα, περισσότερα χτυπήματα, στα πλευρά, στην κοιλιά, στους αγκώνες, στα καλάμια, στους βουβώνες, στους όρχεις, στον κόκκυγα. Μερικές φορές το μαρτύριο παρατεινόταν τόσο που του φαινόταν πως το οδυνηρό, το φοβερό, το ασυγχώρητο δεν ήταν που οι φύλακες συνέχιζαν να τον χτυπούν, αλλά που δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τον εαυτό του να χάσει τις αισθήσεις του.

»Αυτοί ο ανακριτές φρόντιζαν να πονάει λίγο διαρκώς, αλλά ο κύριος σκοπός τους δεν ήταν τόσο να τον κάνουν να πονέσει. Τον χαστούκιζαν, του έστριβαν τα αφτιά, του τραβούσαν τα μαλλιά, τον έβαζαν να στέκεται στο ένα πόδι, δεν τον άφηναν να ουρήσει, τον τύφλωναν με δυνατό φως στα μάτια ώσπου να τρέξουν δάκρυα. Ο σκοπός τους ήταν να τον ταπεινώσουν και να εκμηδενίσουν την δύναμή του ν’ αντιστέκεται και να αμφισβητεί. Το πραγματικό τους όπλο ήταν αυτή η ανελέητη ανάκριση που συνεχιζόταν ώρες ατελείωτες, βάζοντάς του τρικλοποδιές, στήνοντάς του παγίδες, διαστρέφοντας καθετί που έλεγε, αποδεικνύοντάς του κάθε τόσο ότι λέει ψέματα και αντιφάσκει, ώσπου άρχιζε να κλαίει, τόσο από ντροπή όσο και από νευρική εξάντληση. Θα ’χε κλάψει και πάνω από πέντε φορές μέσα σε μια και μόνη ανάκριση.

Τις περισσότερες φορές, οι δήμιοί του φώναζαν πως ήθελε να τους ξεγελάσει και κάθε φορά που δίσταζε τον απειλούσαν πως θα τον παραδώσουν πάλι στους φύλακες· άλλες φορές όμως άλλαζαν ξαφνικά τόνο, τον αποκαλούσαν σύντροφο, επικαλούνταν το όνομα του ΑΓΓΣΟΣ και του Μεγάλου Αδελφού και τον ρωτούσαν λυπημένα αν, ακόμα και τώρα, δεν του είχε μείνει ούτε τόση δα πίστη στο Κόμμα αρκετή για να τον κάνει να επιθυμεί την αποκατάσταση του κακού που είχε κάνει.

Όταν, ύστερα από τόσες ώρες ανάκρισης, τα νεύρα του είχαν γίνει κουρέλια, ακόμα και αυτή η έκκληση τον ανάγκαζε να ξεσπάει σε υποκριτικό κλάμα. Τελικά, οι βροντερές φωνές τον εξουθένωναν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι μπότες και οι γροθιές των φρουρών. Κατάντησε ένα σκέτο στόμα που πρόφερε λέξεις, ένα χέρι που υπέγραφε ό,τι του ζητούσαν. Η μόνη του φροντίδα ήταν να ανακαλύψει τι ήθελαν να ομολογήσει και να το ομολογήσει το γρηγορότερο, προτού ξαναρχίσει η δοκιμασία. Ομολόγησε την δολοφονία διακεκριμένων μελών του Κόμματος, την διανομή επαναστατικών φυλλαδίων, την υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος.

Ομολόγησε ότι πούλησε στρατιωτικά μυστικά, ότι έκανε σαμποτάζ όλων των ειδών, ότι από το 1968 ήταν μίσθαρνος κατάσκοπος της Ανατολασίας. Ομολόγησε πως ήταν θρησκευόμενος, θαυμαστής του καπιταλισμού και σεξουαλικά διεστραμμένος. Ομολόγησε ότι είχε σκοτώσει την γυναίκα του, παρ’ όλο που ήξερε —και οι ανακριτές του πρέπει να το ήξεραν— πως η γυναίκα του ζούσε. Ομολόγησε ότι χρόνια τώρα διατηρούσε προσωπική επαφή με τον Γκολντστάιν και ότι υπήρξε μέλος μιας μυστικής οργάνωσης στην οποία ανήκαν όλοι οι γνωστοί του. Ήταν ευκολότερο να ομολογεί τα πάντα και να κατηγορεί τους πάντες. Εξ άλλου, όλα ήταν κατά κάποιο τρόπο αλήθεια. Ήταν αλήθεια ότι ήταν εχθρός του Κόμματος, και, στα μάτια του Κόμματος, δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην σκέψη και την πράξη.

«Υπάρχει ένα σύνθημα του Κόμματος που αναφέρεται στον έλεγχο του παρελθόντος», είπε. «Επανάλαβέ το, σε παρακαλώ».
«Αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον· αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν», επανέλαβε υπάκουα ο Γουίνστον.
«Αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν», είπε ο Ο’Μπράιεν, επιδοκιμάζοντας με μια κίνηση του κεφαλιού. «Κατά την γνώμη σου, Γουίνστον, το παρελθόν υπάρχει πραγματικά;» Το αίσθημα του αβοήθητου κατέλαβε πάλι τον Γουίνστον. Το βλέμμα του τρεμόπαιζε προς το καντράν. Όχι μόνο δεν ήξερε αν το «ναι» ή το «όχι», ήταν η απάντηση που θα τον γλίτωνε από τον πόνο· δεν ήξερε καν ποια απάντηση πίστευε για αληθινή.

«Μα πώς μπορείτε να εμποδίσετε τους ανθρώπους να θυμούνται;» φώναξε ο Γουίνστον, ξεχνώντας πάλι για μια στιγμή το καντράν. «Αυτό γίνεται αθέλητα. Είναι κάτι ανεξάρτητο, κάτι έξω από τον καθένα. Πώς μπορείς να ελέγξεις την μνήμη; Δεν μπόρεσες να ελέγξεις την δική μου!»
Η στάση του Ο’Μπράιεν έγινε πάλι αυστηρή. Έβαλε το χέρι στο καντράν.
«Απεναντίας», είπε. «Εσύ δεν μπόρεσες να την ελέγξεις. Γι’ αυτό βρίσκεσαι εδώ. Βρίσκεσαι εδώ γιατί σου λείπει η ταπεινοφροσύνη, η αυτοπειθαρχία. Αρνήθηκες την υποταγή, που είναι το τίμημα της λογικής. Προτίμησες να είσαι ένας τρελός, μειοψηφία του ενός. Μόνο το πειθαρχημένο πνεύμα μπορεί να δει την πραγματικότητα, Γουίνστον. Πιστεύεις ότι η πραγματικότητα είναι κάτι αντικειμενικό, εξωτερικό, αυθύπαρκτο. Πιστεύεις ακόμα ότι η φύση της πραγματικότητας είναι αυταπόδεικτη. Όταν αυταπατάσαι νομίζοντας πως βλέπεις κάτι, πιστεύεις πως και όλοι οι άλλοι το βλέπουν. Εγώ σου λέω, όμως, Γουίνστον, ότι η πραγματικότητα δεν είναι εξωτερική. Η πραγματικότητα υπάρχει στην ανθρώπινη σκέψη και πουθενά αλλού. Όχι στην ατομική σκέψη του καθενός, που μπορεί να σφάλει και, εν πάση περιπτώσει, είναι ταχείας φθοράς. Μόνο στην σκέψη του Κόμματος, που είναι συλλογική και αθάνατη. Αυτό που το Κόμμα πιστεύει σαν αλήθεια, είναι η αλήθεια. Είναι αδύνατον να δεις την πραγματικότητα, αν δεν κοιτάξεις μέσ’ από τα μάτια του Κόμματος. Αυτό είναι που πρέπει να ξαναμάθεις, Γουίνστον. Απαιτεί μια πράξη αυτοκαταστροφής, μια βουλητική προσπάθεια. Πρέπει να ταπεινώσεις τον εαυτό σου για να κερδίσεις την διανοητική υγεία».

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι σ’ αυτό το μέρος δεν υπάρχουν μάρτυρες. Έχεις διαβάσει για τους θρησκευτικούς διωγμούς στο παρελθόν. Στον Μεσαίωνα υπήρχε η Ιερά Εξέταση. Ήταν αποτυχία. Ξεκίνησε να ξεριζώσει την αίρεση και κατέληξε να τη διαιωνίσει. Για κάθε αιρετικό που έκαιγε στην πυρά, χιλιάδες άλλοι ξεσηκώνονταν. Γιατί; Γιατί η Ιερά Εξέταση σκότωνε τους εχθρούς της δημόσια και τους σκότωνε αμετανόητους. Μάλιστα, τους σκότωνε ακριβώς γιατί δεν είχαν μετανοήσει. Οι άνθρωποι πέθαιναν, γιατί δεν εγκατέλειπαν την πραγματική τους πίστη. Φυσικά, όλη η δόξα ανήκε στο θύμα και όλη η ντροπή στην Ιερά Εξέταση που το έκαψε.

Αργότερα, στον εικοστό αιώνα ήταν οι λεγόμενοι οπαδοί του ολοκληρωτισμού. Ήταν οι Γερμανοί ναζί και οι Ρώσοι κομμουνιστές. Οι Ρώσοι καταδίωξαν την αίρεση με περισσότερη αγριότητα, από ό,τι η Ιερά Εξέταση και πίστευαν ότι είχαν διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος. Ήξεραν, πάντως, ότι δεν πρέπει να δημιουργήσουν μάρτυρες. Προτού εκθέσουν τα θύματά τους σε δημόσια δίκη, έβαζαν τα δυνατά τους να συντρίψουν την αξιοπρέπεια τους. Τους εξαθλίωναν με τα βασανιστήρια και την απομόνωση, ώσπου να γονατίσουν αξιοθρήνητα όντα εξευτελισμένα και τιποτένια, που ομολογούσαν ό,τι τους έβαζαν στο στόμα.

Έβριζαν τους ίδιους τους εαυτούς τους, καλύπτονταν ενοχοποιώντας ο ένας τον άλλον, εκλιπαρούσαν χάρη κλαίγοντας. Κι όμως, ύστερα από λίγα μόνο χρόνια, το ίδιο πράγμα ξανάγινε. Οι νεκροί είχαν γίνει μάρτυρες και ο εξευτελισμός τους είχε ξεχαστεί. Για ποιο λόγο, τούτη την φορά; Κατ’ αρχάς, γιατί οι ομολογίες που είχαν κάνει ήταν φανερό πως είχαν αποσπαστεί με την βία και ήταν ψεύτικες. Εμείς δεν κάνουμε τέτοιου είδους λάθη. Όλες οι ομολογίες που γίνονται εδώ είναι αληθινές. Τις κάνουμε αληθινές, και, προπαντός, δεν επιτρέπουμε στους νεκρούς να ξεσηκωθούν εναντίον μας.

Πρέπει να πάψεις να φαντάζεσαι πως οι μέλλουσες γενιές θα σε δικαιώσουν, Γουίνστον. Οι επιγενόμενοι δεν θα ξέρουν τίποτα για σένα. Θα απαλειφθείς από την ιστορία. Θα σε κάνουμε αέριο και θα σε σκορπίσουμε στην στρατόσφαιρα. Δεν θα μείνει τίποτα από σένα, ούτε ένα όνομα σ’ έναν κατάλογο ούτε μια ανάμνηση σ’ ένα ζωντανό μυαλό. Θα εκμηδενιστείς στο παρελθόν όπως και στο μέλλον. Δεν θα έχεις υπάρξει ποτέ».

«Είσαι ένα ψεγάδι στο σχέδιο, Γουίνστον. Είσαι μια κηλίδα που πρέπει να σβηστεί. Δεν σου είπα μόλις τώρα πως διαφέρουμε από τους διώκτες του παρελθόντος; Δεν ικανοποιούμαστε με μιαν αρνητική υποταγή, ούτε ακόμα και με την πιο ταπεινή υποταγή. Όταν στο τέλος θα μας παραδοθείς, αυτό πρέπει να γίνει με την δική σου θέληση. Δεν καταστρέφουμε τον αιρετικό επειδή μιας αντιστέκεται. Όσο μιας αντιστέκεται, δεν τον καταστρέφουμε ποτέ. Τον προσηλυτίζουμε, κυριεύουμε την ψυχή του, τον αναπλάθουμε. Εξαλείφουμε κάθε κακό και κάθε ψευδαίσθηση από μέσα του. Τον παίρνουμε με το μέρος μιας, όχι μόνο φαινομενικά, αλλά πραγματικά, με την ψυχή και το μυαλό του.

Προτού τον σκοτώσουμε, τον κάνουμε δικό μιας. Είναι ανεπίτρεπτο για μιας να υπάρχει οπουδήποτε στον κόσμο μια παραπλανημένη σκέψη, όσο κρυφή και ανίσχυρη κι αν είναι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε καμιά παρέκκλιση, ακόμα και σ’ έναν ετοιμοθάνατο. Στο παρελθόν, ο αιρετικός βάδιζε στην πυρά παραμένοντας αιρετικός, διακηρύττοντας την αίρεσή του θριαμβευτικά. Ακόμα και το θύμα των ρωσικών εκκαθαρίσεων, καθώς κατέβαινε στο πεδίο των εκτελέσεων περιμένοντας την σφαίρα, έκλεινε μες στο κρανίο του μιαν επανάσταση. Εμείς, όμως, κάνουμε τέλειο το μυαλό προτού το τινάξουμε στον αέρα.

Η εντολή του παλαιού δεσποτισμού ήταν «Δεν θα θέλεις». Η εντολή του ολοκληρωτισμού ήταν «Θα θέλεις». Η δική μας εντολή είναι Θέλεις. Κανείς απ’ όσους φέρνουμε εδώ δεν σηκώνει κεφάλι εναντίον μιας. Όλους τους κάνουμε όπως τους θέλουμε, τέλειους. Ακόμα κι αυτούς τους τρεις άθλιους προδότες, που κάποτε πίστευες στην αθωότητά τους —τον Τζόουνς, τον Άαρονσον και τον Ράδερφορντ — στο τέλος τούς τσακίσαμε. Πήρα μέρος στην ανάκρισή τους εγώ ο ίδιος. Τους είδα σιγά σιγά να καταρρέουν, να βογκούν, να ικετεύουν, να κλαίνε, και στο τέλος δεν ήταν ούτε από πόνο ούτε από φόβο, αλλά από μετάνοια. Όταν τελειώσαμε πια μαζί τους, είχε μείνει μόνο το περίβλημα από δαύτους, ο φλοιός τους. Δεν είχε μείνει τίποτα μέσα τους εκτός από λύπη για ό,τι είχαν κάνει και αγάπη για τον Μεγάλο Αδελφό. Ικέτευαν να τουφεκιστούν γρήγορα, για να πεθάνουν όσο το μυαλό τους ήταν ακόμα καθαρό».

Πες μου τώρα το γιατί. Ποιο είναι το κίνητρό μας; Γιατί θέλουμε την εξουσία; Έλα, λοιπόν, μίλησε», πρόσθεσε καθώς ο Γουίνστον έμενε σιωπηλός.
«Τώρα θα σου πω εγώ την απάντηση στο ερώτημά μου. Είναι η ακόλουθη: Το Κόμμα θέλει την εξουσία αποκλειστικά και μόνο για δικό του όφελος. Δεν ενδιαφερόμαστε για το καλό των άλλων· μας ενδιαφέρει μόνο η εξουσία. Δεν μας ενδιαφέρουν ούτε τα πλούτη ούτε η πολυτέλεια ούτε η μακροβιότητα ούτε η ευτυχία. Δεν μας ενδιαφέρει παρά μόνο η εξουσία, η καθαρή εξουσία.

Τι σημαίνει καθαρή εξουσία θα το καταλάβεις αμέσως. Απ’ όλους τους ολιγαρχικούς του παρελθόντος εμείς διαφέρουμε κατά το ότι ξέρουμε τι κάνουμε. Όλοι οι άλλοι, ακόμα κι αυτοί που μας μοιάζουν, είναι δειλοί και υποκριτές. Οι Γερμανοί ναζί και οι Ρώσοι κομμουνιστές μάς πλησίασαν πολύ στις μεθόδους τους, αλλά δεν είχαν ποτέ το θάρρος να αναγνωρίσουν τα κίνητρά τους. Υποκρίνονταν, ίσως ακόμα και να πίστευαν, ότι είχαν πάρει την εξουσία παρά την θέλησή τους και μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και ότι, μόλις περνούσε το κρίσιμο σημείο, θα ερχόταν αμέσως ένας παράδεισος όπου οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι και ίσοι.

Εμείς δεν είμαστε έτσι. Ξέρουμε πως ποτέ δεν αρπάζει κανείς την εξουσία με την πρόθεση να την αφήσει έπειτα. Η εξουσία δεν είναι μέσον, είναι σκοπός. Δεν εγκαθιδρύει κανείς δικτατορία για να προστατεύσει μια επανάσταση. Κάνει επανάσταση για να εγκαθιδρύσει την δικτατορία. Το αντικείμενο της καταδίωξης είναι η καταδίωξη. Το αντικείμενο των βασανιστηρίων είναι τα βασανιστήρια. Το αντικείμενο της εξουσίας είναι η εξουσία. Αρχίζεις τώρα να με καταλαβαίνεις;»

»Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι ότι η δύναμη είναι ο έλεγχος που ασκείται στα άλλα ανθρώπινα όντα. Έλεγχος του σώματος, αλλά κυρίως του μυαλού. Ο έλεγχος της ύλης —η εξωτερική πραγματικότητα, όπως θα την ονόμαζες — δεν έχει σημασία. Ήδη εμείς ελέγχουμε απόλυτα την ύλη».
Για μια στιγμή ο Γουίνστον ξέχασε το καντράν. Έκανε μια απότομη προσπάθεια να καθίσει και το μόνο που κατάφερε ήταν να στραμπουλίζει το κορμί του οδυνηρά.
«Μα πώς ελέγχετε την ύλη;» ξέσπασε. «Δεν ελέγχετε καν το κλίμα ή το νόμο της βαρύτητας. Υπάρχουν η αρρώστια, ο πόνος, ο θάνατος…»
Ο Ο’Μπράιεν του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Ελέγχουμε την ύλη, γιατί ελέγχουμε το μυαλό. Η πραγματικότητα βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο. Θα μάθεις σιγά σιγά, Γουίνστον. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε να γίνουμε αόρατοι, να υψωθούμε στον αέρα, οτιδήποτε. Αν ήθελα, θα μπορούσα να ανυψωθώ από το πάτωμα και να πετάξω στον αέρα σαν σαπουνόφουσκα. Δεν το θέλω, γιατί δεν το θέλει το Κόμμα. Πρέπει να απαλλαγείς από τις ιδέες του δέκατου ένατου αιώνα για τους νόμους της Φύσης. Τους νόμους της Φύσης τούς φτιάχνουμε εμείς».
«Όχι! Δεν εξουσιάζετε ούτε καν αυτόν τον πλανήτη. Τι λες για την Ευρασία και την Ανατολασία; Δεν τις έχετε ακόμα κατακτήσει».
«Δεν έχει σημασία. Θα τις κατακτήσουμε όταν μας συμφέρει. Κι αν δεν τις κατακτήσουμε, τι μ’ αυτό; Μπορούμε να τις θέσουμε σε ανυπαρξία. Η Ωκεανία είναι ο κόσμος».
«Αλλά κι αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα μόριο σκόνης. Ο άνθρωπος είναι μικρός, αδύνατος! Από πότε χρονολογείται η ύπαρξή του; Για εκατομμύρια χρόνια, η γη ήταν ακατοίκητη».
«Ανοησίες. Η γη είναι όσων χρονών είμαστε και εμείς. Πώς θα μπορούσε να μας περνάει σε ηλικία; Ότι υπάρχει, υπάρχει διά μέσου της ανθρώπινης συνείδησης».
«Όμως οι βράχοι είναι γεμάτοι από κοκάλα ζώων που έχουν εξαφανιστεί —μαμούθ και μαστόδοντα και τεράστια ερπετά που έζησαν στην γη πολύ προτού ακουστεί να γίνεται λόγος για τον άνθρωπο».
«Τα έχεις δει ποτέ αυτά τα κόκαλα, Γουίνστον; Φυσικά όχι. Τα εφεύραν οι βιολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα. Πριν από τον άνθρωπο, δεν υπήρξε τίποτα. Μετά τον άνθρωπο, αν πάψει να υπάρχει, δεν θα υπάρξει τίποτα. Έξω από τον άνθρωπο, δεν υπάρχει τίποτα».

«Πώς βεβαιώνεται κάποιος για την δύναμή του πάνω σ’ έναν άλλον, Γουίνστον;»
Ο Γουίνστον σκέφτηκε: «Κάνοντάς τον να υποφέρει», είπε.
«Ακριβώς. Κάνοντάς τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί. Αν δεν υποφέρει, πώς μπορείς να είσαι βέβαιος πως υπακούει στην δική σου θέληση και όχι στην δική του; Δύναμη είναι να επιβάλεις πόνο και ταπείνωση. Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντάς του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές Ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλαιοί μεταρρυθμιστές. Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που, όσο τελειοποιείται, θα γίνεται ολοένα περισσότερο ανελέητος.

Η πρόοδος στον δικό μιας κόσμο θα σημαίνει πρόοδο προς περισσότερο πόνο. Οι παλαιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως ήταν θεμελιωμένοι στην αγάπη και την δικαιοσύνη. Ο δικός μας είναι θεμελιωμένος στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δεν θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, την θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τ’ άλλα θα τα καταπνίξουμε -όλα. Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την προεπαναστατική εποχή.

Σπάσαμε τους δεσμούς που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άντρες με τους άντρες, τον άντρα με την γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί την γυναίκα του, το παιδί του ή τον φίλο του. Στο μέλλον όμως, δεν θα υπάρχουν ούτε γυναίκες ούτε φίλοι. Τα παιδιά, θα τα παίρνουμε από την μητέρα τους μόλις γεννιούνται, όπως παίρνει κανείς τα αβγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξεριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία, όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων. Θα εξαλείψουμε τον οργασμό. Οι νευρολόγοι εργάζονται πάνω σ’ αυτό τώρα. Δεν θα υπάρχει πίστη παρά μόνο για το Κόμμα, δεν θα υπάρχει αγάπη παρά μόνο για τον Μεγάλο Αδελφό.

Δεν θα υπάρχει γέλιο, παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό. Δεν θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι, δεν θα την έχουμε πια την ανάγκη της επιστήμης. Δεν θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και στην ασχήμια. Δεν θα υπάρχει πια η περιέργεια, ούτε η χαρά της ζωής. Δεν θα υπάρχει άμιλλα. Πάντα όμως —αυτό μην το ξεχνάς, Γουίνστον— πάντα θα υπάρχει η μέθη της δύναμης, που ολοένα θα μεγαλώνει, ολοένα θα οξύνεται περισσότερο. Πάντα, σε κάθε στιγμή, θα υπάρχει η αγαλλίαση της νίκης, η συγκίνηση να ποδοπατάς έναν ανήμπορο εχθρό. Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου —για πάντα».

Και να θυμάσαι πως αυτό θα είναι για πάντα. Το πρόσωπο που θα ποδοπατιέται θα βρίσκεται εκεί πάντα. Ο αιρετικός, ο εχθρός της κοινωνίας, θα υπάρχει πάντα για να νικηθεί και να ταπεινωθεί ξανά και ξανά. Όλα όσα πέρασες από την στιγμή που έπεσες στα χέρια μας, όλ’ αυτά θα συνεχίζονται —και μάλιστα χειρότερα. Η κατασκοπία, οι προδοσίες, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι εξαφανίσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ. Θα είναι ένας κόσμος τρόμου όπως και ένας κόσμος θριάμβου. Όσο ισχυρότερο θα είναι το Κόμμα, τόσο λιγότερο ανεκτικό. Όσο μικρότερη η αντίσταση, τόσο μεγαλύτερος ο δεσποτισμός.

Ο Γκολντστάιν και οι αιρέσεις του θα υπάρχουν πάντα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, θα συντρίβεται, θα ατιμάζεται, θα γελοιοποιείται, θα γίνεται κατάπτυστος —κι ωστόσο θα υπάρχει πάντα. Το δράμα που παίζω μαζί σου εδώ και εφτά χρόνια θα παίζεται και θα ξαναπαίζεται, από γενιά σε γενιά, ολοένα και πιο έντεχνα. Θα έχουμε πάντα εδώ, στο έλεος μας, τον αιρετικό, που θα ξεφωνίζει από τον πόνο, συντετριμμένος, άξιος κάθε περιφρόνησης και στο τέλος μετανιωμένος θα σέρνεται με την θέλησή του στα πόδια μιας, ενώ θα έχει σωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτός είναι ο κόσμος που ετοιμάζουμε, Γουίνστον. Ένας κόσμος όπου η μια νίκη θα διαδέχεται την άλλη και ο ένας θρίαμβος θα έρχεται μετά τον άλλο. Μια αδιάκοπη πίεση, μια συνεχής πίεση στο απώτατο σημείο της δύναμης. Αρχίζεις, βλέπω, να καταλαβαίνεις πώς θα είναι αυτός ο κόσμος, στο τέλος όμως θα προχωρήσεις πιο πέρα από αυτό. Θα τον αποδεχτείς, θα τον καλωσορίσεις, θα γίνεις μέρος του».

»Κάθε κοινωνική συνοχή σπάει και κατά συνέπεια το σύστημα είναι απόλυτα ασφαλές, καθώς έτσι αποκλείει να καταφέρουν να βρεθούν μαζί οι εχθροί του. Οι άνθρωποι έχουν αποδεχτεί το γεγονός πως παρακολουθούνται, ακόμα και μέσα στα σπίτια τους, και μάλιστα το να προσπαθήσεις να αποφύγεις τις κάμερες είναι πράξη αξιόποινη και θανατηφόρα.

»Κανείς δεν άκουσε τι έλεγε ο Μεγάλος Αδελφός. Ήταν απλώς λίγα λόγια ενθαρρυντικά, αυτά που λένε μες στην αντάρα της μάχης: κανείς δεν ξεχωρίζει ακριβώς τι λένε, αλλά στο άκουσμά τους και μόνο η εμπιστοσύνη ξαναστυλώνεται. Ύστερα, το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού άρχισε να σβήνει και στην θέση του εμφανίστηκαν τα τρία συνθήματα του Κόμματος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα:

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ.
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ.

[…]

Όταν ο Όργουελ έγραφε το βιβλίο του, το 1984 ήταν μέλλον. Σήμερα είναι παρελθόν. Αλλά, μετά από το έργο αυτό, το πραγματικό 1984 θα είναι πάντα μια χρονιά του μέλλοντος, η πρώτη ενός ζοφερού μιλένιουμ που απειλεί την ανθρώπινη ιστορία. Ένα από τα μεγαλύτερα βιβλία του εικοστού αιώνα, το 1984 διαβάστηκε σαν μανιφέστο και θαυμάστηκε σαν προφητεία. Η εφιαλτική του αλήθεια για το κράτος της θανατερής τρομοκρατίας απέχει μόλις ένα βήμα από το να γίνει πραγματικότητα: ήδη ο Μεγάλος Αδελφός μας βλέπει.

***
Κατεβάστε το, σε pdf, διαβάστε το «1984: ο Μεγάλος Αδελφός» κι αν μπορείτε, Σ κ ε φ τ ε ί τ ε !

George-Orwell-1984-Ο-Μεγάλος-Αδελφός

***
Έχουμε γράψει επανειλημμένως στο terrapapers.com αλλά και στην θρυλική πλέον miastala.com πως μπορείς να γίνεις Αιτία (Δύναμη) και να μην σε ακουμπάνε αυτά τα δυστοπικά μέτρα είναι απαραίτητο να διευρύνεις την οπτική και τον ορίζοντα του ΝΟΥ σου (όχι του μυαλού). Να βάλεις στην ζωή σου, Ποιότητα κι Αισθητική. Αυτά τα στοιχεία στα προσφέρουν πλούσια και σε αφθονία η υψηλή καλλιτεχνία κάθε είδους, όπως και τα περίχωρα κάθε οριακά κλειστού κύκλου. Ζώντας έξω από το κουτί, έξω από τις σκιές στον τοίχο μπορείς (κατά μονάς) να κερδίσεις το παιχνίδι και του ελέγχου σκέψης αλλά και να ζήσεις σαν ανεξάρτητος άνθρωπος. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να το κατορθώσεις, αν το ‘εγώ’ σου το ‘χεις υπό έλεγχο.

Αγόρασε και μελέτησε την Τριλογία Η ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΗΣ και θα βρεις πληροφορίες, τεχνικές και τρόπους δράσης που σε καθιστούν Αιτία κι όχι αποτέλεσμα.

ORGONODROME.GR

@Ηώ Αναγνώστου / 2022