Topics:

Η Δυναμική της Συμπεριφοράς

Οι περισσότεροι άνθρωποι αφιερώνουν ένα σημαντικό μέρος της ζωής τους σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ζουν, εργάζονται και περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί με άλλους. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν επιλέγουμε μια μοναχική ζωή, σαν...

Η Δυναμική της Συμπεριφοράς

Οι περισσότεροι άνθρωποι αφιερώνουν ένα σημαντικό μέρος της ζωής τους σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ζουν, εργάζονται και περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί με άλλους. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν επιλέγουμε μια μοναχική ζωή, σαν ερημίτες, εργαζόμενοι και ζώντας απομονωμένοι;

Η αλήθεια είναι πως, για τους περισσότερους ανθρώπους, η μοναξιά και οι διάφορες μορφές απομόνωσης, όταν διαρκούν περισσότερο απ’ όσο αντέχεται, βιώνονται ως εξαιρετικά δυσάρεστες. Δεν είναι τυχαίο ότι η «απώλεια κοινωνικού προσώπου» θεωρείται αιτία αυτοκτονίας σε πολιτισμούς της Άπω Ανατολής. Στην δική μας κοινωνία, η απόρριψη από φίλους ή ο κοινωνικός αποκλεισμός συχνά οδηγεί σε βαθιά απογοήτευση και απελπισία.

Παλιότερες φιλοσοφικές προσεγγίσεις απέδιδαν αυτή την ανάγκη για κοινωνικότητα στο λεγόμενο «αγελαίο ένστικτο», ή αλλιώς στο «ένστικτο του κοπαδιού», που ωθεί τους ανθρώπους και τα ζώα στην συλλογική ζωή. Σήμερα, ωστόσο, κατανοούμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις εξυπηρετούν πολύ πιο σύνθετους και συγκεκριμένους στόχους, όπως η συνεργασία στην εργασία, η υποστήριξη σε δραστηριότητες, η φιλία, η καθοδήγηση, η αναγνώριση, η επιρροή, ο θαυμασμός και άλλα.

Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, κάθε άτομο επιδιώκει διαφορετικά οφέλη από τις σχέσεις του. Από όσο γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, η κοινωνική συμπεριφορά φαίνεται πως καθορίζεται από τουλάχιστον επτά διαφορετικά κίνητρα. Ως «κίνητρο» ορίζεται μια επίμονη εσωτερική τάση επιδίωξης κάποιου στόχου — μια δύναμη που γεννά ενέργεια και καθοδηγεί την συμπεριφορά.

Όταν ένα κίνητρο ενεργοποιείται, ο οργανισμός παρουσιάζει αυξημένη ζωτικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα βασικά βιολογικά κίνητρα, όπως η πείνα. Ένας πεινασμένος άνθρωπος θα επιμείνει περισσότερο στην αναζήτηση τροφής. Αυτά τα κίνητρα, μάλιστα, μπορούν να υποδιαιρεθούν σε πιο ειδικές ανάγκες, όπως για παράδειγμα επιθυμία για αλάτι ή για ζάχαρη. Ζώα που στερούνται κάποια συγκεκριμένη ουσία επιλέγουν τροφή που θα καλύψει αυτή την έλλειψη.

Η αναγνώριση των διαφορετικών κινήτρων είναι καθοριστική, όχι μόνο για να κατανοήσουμε τις μεταβολές της συμπεριφοράς στο ίδιο άτομο κάτω από διαφορετικές συνθήκες (όπως το να είναι κάποιος πεινασμένος ή όχι), αλλά και για να εντοπίσουμε τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων — ανάλογα με τους στόχους που επιδιώκουν και την ενέργεια που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν στην επίτευξή τους.

Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί πλήρης συμφωνία ως προς το πώς θα έπρεπε να ταξινομηθούν τα κοινωνικά κίνητρα. Στο παρόν κείμενο θα περιοριστούμε στην παρουσίαση ενός προσωρινού καταλόγου με τα βασικά κίνητρα που σχετίζονται με τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Κοινωνικά Κίνητρα και Βιολογικές Ρίζες

Η κοινωνική συμπεριφορά δεν πηγάζει μόνο από την επιθυμία για παρέα ή την φυγή από την μοναξιά. Υπάρχει ένας ευρύτερος κατάλογος κινήτρων που καθοδηγούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, πολλά από τα οποία έχουν βαθιές βιολογικές ρίζες, όπως:

  1. Εξάρτηση – Η ανάγκη για αποδοχή, βοήθεια, προστασία και καθοδήγηση, κυρίως από άτομα με κύρος ή κοινωνική ισχύ.
  2. Σχέσεις – Σωματική και οπτική επαφή, ζεστά συναισθήματα και αποδοχή από συνομήλικες ομάδες.
  3. Σεξουαλικότητα – Έλξη και φυσική εγγύτητα, συνήθως με άτομα του αντίθετου φύλου, με έμφαση στην συναισθηματική και κοινωνική αλληλεπίδραση.
  4. Κυριαρχία – Η αποδοχή της ηγετικής θέσης σε μια ομάδα, η δυνατότητα λήψης αποφάσεων και η απόλαυση του σεβασμού από τους άλλους.
  5. Επιθετικότητα – Η ανάγκη για επιβολή, είτε σωματικά είτε λεκτικά, ως μέσο άμυνας ή διεκδίκησης.
  6. Αυτοεκτίμηση και ταυτότητα – Η επιβεβαίωση της εικόνας του εαυτού μέσω της αποδοχής και της επιδοκιμασίας των άλλων.
  7. Άλλα κοινωνικά κίνητρα – Περιλαμβάνουν την επιθυμία για επιτεύγματα, υλικά αγαθά, ενδιαφέροντα και αξίες που κατευθύνουν τη συμπεριφορά.

Αν και ο κατάλογος αυτός δεν είναι απόλυτος, θεωρείται αντιπροσωπευτικός. Οι πρώτες έξι παρορμήσεις έχουν μελετηθεί εκτενώς τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους και φαίνεται να έχουν βιολογική και εξελικτική βάση. Ταυτόχρονα, επηρεάζονται καθοριστικά από τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας.

Οι Βιολογικές Λειτουργίες της Κοινωνικής Συμπεριφοράς στα Ζώα

Σημαντικές μελέτες σε πιθήκους στο φυσικό τους περιβάλλον έχουν αποκαλύψει τον βιολογικό ρόλο της κοινωνικής συμπεριφοράς στην επιβίωση. Κατά την πορεία της εξέλιξης, διαμορφώθηκαν έμφυτα κοινωνικά κίνητρα, τα οποία ωθούν τους πιθήκους σε δραστηριότητες όπως το συλλογικό φαγητό και η αναπαραγωγή, η φροντίδα των μικρών και η αμυντική συνεργασία.

  1. Διατροφή και Επικράτεια – Οι πίθηκοι επιλέγουν περιοχές πλούσιες σε πόρους, τις οποίες υπερασπίζονται ενάντια σε ανταγωνιστές. Η συμπεριφορά αυτή ποικίλει ανάλογα με το είδος και το οικολογικό περιβάλλον, δημιουργώντας «πολιτιστικά» πρότυπα που μεταδίδονται μέσω κοινωνικής μάθησης (Crook, 1970).
  2. Ιεραρχία και Ηγεσία – Οι ομάδες διατηρούν σταθερές ιεραρχίες, οι οποίες διαμορφώνονται μέσω επιθετικών επιδείξεων μεταξύ των ενήλικων αρσενικών. Ο αρχηγός έχει την ευθύνη της προστασίας και της διατήρησης της τάξης.
  3. Οικογενειακή Δομή – Τα φύλα ενώνονται για αναπαραγωγή, ενώ τα αρσενικά συχνά προστατεύουν τόσο τα θηλυκά όσο και τα μικρά της ομάδας.
  4. Μητρική Φροντίδα – Οι μητέρες φροντίζουν και εκπαιδεύουν τα μικρά, ενεργοποιώντας συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς μέσω οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων.
  5. Επιθετικότητα και Άμυνα – Αν και η επιθετικότητα υπάρχει, στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε επιδείξεις ισχύος χωρίς φυσική σύγκρουση, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαροί τραυματισμοί εντός της ομάδας.
  6. Παιχνίδι και Επίβλεψη – Οι μικροί πίθηκοι παίζουν, ενώ οι ενήλικες επιβλέπουν. Αυτές οι συμπεριφορές συμβάλλουν στην μείωση των συγκρούσεων και ενισχύουν τη συνεργασία.

Σε αντίθεση με τα πιο πρωτόγονα ζώα, των οποίων η κοινωνική συμπεριφορά είναι πλήρως ενστικτώδης, οι πίθηκοι διαθέτουν «ανοιχτά» ενστικτώδη συστήματα. Αυτά διαμορφώνονται και ολοκληρώνονται μέσω εμπειριών και κοινωνικής μάθησης, δημιουργώντας τις βάσεις για μια πιο ευέλικτη και πολιτισμικά χρωματισμένη συμπεριφορά.

Η σύγκριση με τους πιθήκους είναι χρήσιμη, αλλά ο άνθρωπος διαφέρει θεμελιωδώς: χρησιμοποιεί την γλώσσα, λειτουργεί βάσει κανόνων και αξιών, και συνθέτει έναν πολύ πιο σύνθετο πολιτισμικό κόσμο. Οι έμφυτοι παράγοντες υπάρχουν, αλλά λειτουργούν μέσα σε ένα πλέγμα συμβολισμών, τεχνολογιών και νοημάτων που εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε και μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά. Από τα καθημερινά αντικείμενα, μέχρι την τέχνη, την μόδα και την κοινωνική δομή, όλα αποτελούν μέρος ενός περιβάλλοντος που δεν το απλώς ζούμε – το δημιουργούμε.

Βιολογικά και Άλλα Κίνητρα

Ανάμεσα στα βιολογικά κίνητρα, εκείνα που κατανοούνται πιο εύκολα είναι η πείνα και η δίψα. Το ανθρώπινο σώμα φαίνεται να διαθέτει ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα που διατηρεί την ισορροπία στα επίπεδα τροφής και υγρών. Για παράδειγμα, όταν ο οργανισμός παρουσιάζει έλλειψη σε νερό, εμφανίζεται η αίσθηση της δίψας. Αυτό το βιολογικό κίνητρο κινητοποιεί τον άνθρωπο να αναζητήσει νερό, με σκοπό να αποκαταστήσει την ισορροπία.

Ωστόσο, τα περισσότερα άλλα βιολογικά κίνητρα δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Το σεξουαλικό κίνητρο, για παράδειγμα, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ενδιάμεση περίπτωση. Στα κατώτερα ζώα, η σεξουαλική διέγερση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα επίπεδα σεξουαλικών ορμονών στο αίμα — ακόμα κι αν δεν υφίσταται πραγματική «έλλειψη» όπως συμβαίνει στην πείνα ή την δίψα. Στα ανώτερα θηλαστικά και ειδικά στον άνθρωπο, η σύνδεση μεταξύ ορμονών και σεξουαλικής επιθυμίας είναι πολύ πιο αδύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ευνουχισμός στην εφηβεία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την εξαφάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας.

Ακόμα πιο σύνθετη είναι η περίπτωση άλλων βιολογικών ή ψυχοκοινωνικών κινήτρων, όπως η ανάγκη για σχέσεις ή το κίνητρο απόκτησης χρημάτων. Αυτά τα κίνητρα δεν συνδέονται με καμία φυσική ανεπάρκεια στο σώμα ή σε συστατικά του αίματος. Αντίθετα, η βάση τους φαίνεται να εντοπίζεται στον εγκέφαλο, και ενδεχομένως σε σύνθετα νευρωνικά ή ψυχολογικά κυκλώματα. Δεν υφίσταται αίσθηση «έλλειψης» με την βιολογική έννοια, και η ικανοποίησή τους δεν οδηγεί απαραίτητα σε παύση της δραστηριότητας — συχνά, μάλιστα, την ενισχύει.

Η ομοιότητα αυτών των κινήτρων με εκείνα της πείνας και της δίψας έγκειται στο γεγονός ότι εσωτερικές καταστάσεις και εξωτερικά ερεθίσματα οδηγούν σε αυτόνομη διέγερση, η οποία κατευθύνει την συμπεριφορά προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Παρά την απουσία φυσιολογικής ανεπάρκειας, η επιθυμία ενεργοποιείται, ενισχύεται και παραμένει, καθιστώντας αυτά τα κίνητρα εξίσου ισχυρά στην καθοδήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Διέγερση, Κορεσμός και Συναισθηματική Εμπλοκή

Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πείνα συνεχώς. Η ένταση κάθε βιολογικού κινήτρου εξαρτάται από το πόσο έχει διεγερθεί και από τον βαθμό στον οποίο έχει ικανοποιηθεί. Η ενεργοποίηση κάθε συστήματος βιολογικών κινήτρων προϋποθέτει ένα αντίστοιχο μοτίβο φυσιολογικής διέγερσης, το οποίο περιλαμβάνει ηλεκτρική δραστηριότητα στον υποθάλαμο και ενεργοποίηση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Αυτό με την σειρά του προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ταχύτερους καρδιακούς παλμούς και έντονη εφίδρωση. Παρ’ όλα αυτά, η φυσιολογική αντίδραση διαφέρει από άτομο σε άτομο.

Στην ψυχολογία, ένας γνωστός κανόνας αναφέρει ότι η αυξανόμενη διέγερση μπορεί αρχικά να βελτιώσει την απόδοση, αλλά όταν ξεπεραστεί ένα όριο, η ένταση των συναισθημάτων διαταράσσει την συμπεριφορά. Όσο χαμηλότερο είναι αυτό το «ανώτατο επίπεδο διέγερσης», τόσο πιο απαιτητικές εργασίες μπορεί να εκτελέσει κανείς με επιτυχία.

Η διέγερση αυξάνεται όταν μεγαλώνει είτε η ένταση του κινήτρου είτε η αναμενόμενη ανταμοιβή — ειδικά όταν η επιθυμία είναι έντονη και η πιθανότητα επιτυχίας υψηλή. Η φύση αυτής της επίδρασης εξαρτάται τόσο από την δύναμη του βιολογικού κινήτρου όσο και από πολιτισμικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά εργατικών οικογενειών κινητοποιούνται περισσότερο από χρηματικά κίνητρα, ενώ τα παιδιά μεσοαστικών οικογενειών επηρεάζονται περισσότερο από την ελπίδα της προσωπικής επιτυχίας.

Όταν ικανοποιείται μια βασική ανάγκη —όπως η πείνα— η ένταση του αντίστοιχου κινήτρου μειώνεται προσωρινά. Η πείνα υποχωρεί μόλις καταναλωθεί τροφή, αλλά επιστρέφει με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, τα κίνητρα που συνδέονται με την κοινωνική συμπεριφορά δεν λειτουργούν τόσο κυκλικά. Ένα άτομο που επιδιώκει την φήμη ή τον πλούτο, σπάνια σταματά όταν τα αποκτήσει· αντίθετα, συχνά επιθυμεί ακόμα περισσότερα. Σε πολλές περιπτώσεις, η επιτυχία δεν μειώνει το κίνητρο, αλλά το ενισχύει.

Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, μια βασική ομοιότητα: μπορεί να υπάρξει ένας προσωρινός κορεσμός, αλλά με την πάροδο του χρόνου, η επιθυμία για τον ίδιο στόχο επιστρέφει.

Συναισθήματα και Κίνητρα: Δύο Όψεις της Ίδιας Δυναμικής

Τα συναισθήματα και τα κίνητρα είναι δύο πλευρές της ίδιας ψυχοβιολογικής λειτουργίας. Οι βασικές συναισθηματικές καταστάσεις —ευτυχία, φόβος, θυμός, λύπη, απέχθεια, περιφρόνηση, έκπληξη και ενδιαφέρον— είναι υποκειμενικές εμπειρίες που συνδυάζονται με φυσιολογικές αντιδράσεις, εκφράσεις προσώπου και μη λεκτικά σήματα. Ο φόβος και ο θυμός, μάλιστα, θεωρούνται κινητήριες δυνάμεις που ενεργοποιούν συμπεριφορές, εντάσσοντας τους εαυτούς τους στον ευρύτερο κατάλογο των βιολογικών κινήτρων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα των Schachter και Singer (1962), που κατέδειξαν πώς η ίδια φυσιολογική κατάσταση μπορεί να βιωθεί με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το πλαίσιο και την ερμηνεία της εμπειρίας. Στο πείραμά τους, συμμετέχοντες δέχθηκαν ενέσεις είτε με αδρεναλίνη είτε με φυσιολογικό ορό. Σε κάποιες περιπτώσεις, υπήρχε ένας συνεργάτης του πειραματιστή που δρούσε με υπερβολικά χαρούμενο ή επιθετικό τρόπο.

Τα αποτελέσματα έδειξαν πως όσοι είχαν λάβει αδρεναλίνη επηρεάστηκαν πολύ περισσότερο από την συμπεριφορά του συνεργάτη. Είτε εμφάνισαν έντονη ευθυμία είτε επιθετικότητα, ανάλογα με το πλαίσιο. Αυτό απέδειξε ότι τα γνωστικά στοιχεία —δηλαδή η αντίληψη και η ερμηνεία— παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έκφραση των συναισθημάτων.

Η Μέτρηση του Κινήτρου: Συνειδητό και Ασυνείδητο

Οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά στην ένταση με την οποία επιδιώκουν βασικούς στόχους —όπως η σεξουαλική ικανοποίηση, η ανάγκη για κυριαρχία, ή η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων. Αλλά πώς μπορούμε να μετρήσουμε αυτές τις ατομικές διαφορές; Και πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις μόνιμες τάσεις από τις κατά στιγμές εντάσεις;

Ένας βασικός διαχωρισμός αφορά το φυσιολογικό επίπεδο ενός συναισθήματος (π.χ. άγχος ή θυμός) και το επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Για την μελέτη τέτοιων διαφορών, έχουν δημιουργηθεί ερωτηματολόγια που αξιολογούν είτε σταθερά γνωρίσματα είτε μεταβλητές ψυχολογικές καταστάσεις. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι το εργαλείο του Spielberger (1966) για τη μέτρηση του άγχους, το οποίο περιλαμβάνει μια ποικιλία ερωτήσεων σχεδιασμένων να εντοπίζουν διαφορετικές μορφές ανησυχίας.

Όπως συμβαίνει με όλα τα ερωτηματολόγια, υπάρχει ο περιορισμός ότι μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο τις συνειδητές όψεις της παρόρμησης. Πολλές φορές οι απαντήσεις διαστρεβλώνονται, επειδή οι συμμετέχοντες προσπαθούν (συνειδητά ή ασυνείδητα) να προβάλουν μια θετική εικόνα του εαυτού τους. Παρ’ όλα αυτά, κάποια ερωτηματολόγια έχουν αποδειχθεί αρκετά χρήσιμα στην έρευνα και την ψυχολογική αξιολόγηση.

Προβολικά Τεστ: Ανιχνεύοντας το Ασυνείδητο

Για να ξεπεραστεί αυτός ο περιορισμός, έχουν αναπτυχθεί και προβολικές τεχνικές, όπως τα λεγόμενα προβολικά τεστ. Σε αυτά, τα άτομα καλούνται να δημιουργήσουν μια ιστορία βασισμένη σε ασαφείς εικόνες με ανθρώπινες φιγούρες. Μέσα από τις αφηγήσεις τους αναλύονται τα υποκείμενα μοτίβα φαντασίας, όπως επιθετικότητα, κοινωνικότητα, ανάγκη για αναγνώριση κ.ά. Η λογική είναι πως τα άτομα προβάλλουν τις εσωτερικές τους παρορμήσεις πάνω στους χαρακτήρες που περιγράφουν.

Αν και τα τεστ αυτά παρέχουν ενδείξεις τόσο για συνειδητές όσο και για ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες, η εγκυρότητά τους παραμένει υπό αμφισβήτηση. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα που φτιάχνουν ιστορίες γεμάτες επιθετικότητα ή σεξουαλικά στοιχεία, δεν εκδηλώνουν απαραίτητα ανάλογες συμπεριφορές στην καθημερινότητά τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η φαντασίωση λειτουργεί ως υποκατάστατο της συμπεριφοράς, ειδικά όταν η πραγματική έκφραση του παρορμητικού στοιχείου είναι κοινωνικά απαγορευμένη ή εσωτερικά κατασταλμένη.

Ψυχολογική Σύγκρουση: Προσέγγιση και Αποφυγή

Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως το σεξ, η επιθετικότητα ή ακόμη και οι διαπροσωπικές σχέσεις, εμφανίζονται εσωτερικές συγκρούσεις που εμποδίζουν την ολοκλήρωση των επιθυμιών μας. Όταν ενεργοποιείται ένα βιολογικό κίνητρο, είναι πολύ συχνό να ενεργοποιούνται ταυτόχρονα και ανασταλτικοί μηχανισμοί — συνήθως ως αποτέλεσμα προηγούμενων εμπειριών τιμωρίας ή απόρριψης. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται σύγκρουση προσέγγισης – αποφυγής, ένα και το αυτό αντικείμενο (ή κατάσταση) είναι ταυτόχρονα επιθυμητό και ανεπιθύμητο. Το άτομο αισθάνεται έλξη και φόβο ταυτόχρονα. Όσο πλησιάζει προς το στόχο, τόσο ενισχύεται και η επιθυμία, αλλά ενισχύονται εξίσου και οι αναστολές — όπως το άγχος, η αμηχανία ή ο φόβος αποτυχίας.

Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το άγχος που βιώνει ένας αλεξιπτωτιστής λίγο πριν το άλμα — η αγωνία κορυφώνεται όσο πλησιάζει η κρίσιμη στιγμή. Ή ένα παιδί που θέλει να χαϊδέψει ένα άλογο αλλά διστάζει καθώς πλησιάζει, παλινδρομώντας κοντά του. Παρόμοια, πειραματικά ποντίκια που έχουν συνδέσει την πρόσβαση στην τροφή με ένα ηλεκτρικό σοκ στο τέλος ενός λαβυρίνθου, κινούνται με ολοένα και μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα όσο πλησιάζουν στον στόχο.

Ο ψυχολόγος Neal Miller (1944) ανέπτυξε ένα θεωρητικό μοντέλο που βασίζεται στις “κλίσεις” προσέγγισης και αποφυγής. Σύμφωνα με αυτό, η κλίση αποφυγής αυξάνεται πιο απότομα απ’ ό,τι η κλίση προσέγγισης. Το σημείο όπου τέμνονται οι δύο κλίσεις θεωρείται το σημείο ισορροπίας της σύγκρουσης. Αν αυξηθεί η ένταση του κινήτρου ή της πιθανής τιμωρίας, αυτό το σημείο μετατοπίζεται.

Ο Δαρβίνος είχε παρατηρήσει ότι οι συναισθηματικές εκφράσεις είναι μέρος ευρύτερων προτύπων συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, όταν κάποιος θυμώνει, συχνά σφίγγει τη γνάθο και δείχνει τα δόντια του — μια εξελικτική κληρονομιά από την φυσική μας ιστορία. Σύγχρονοι ερευνητές, όπως ο Izard (1971), υποστηρίζουν ότι αποκτούμε συνειδητή επίγνωση των συναισθημάτων μας, παρατηρώντας τις ίδιες μας τις σωματικές αντιδράσεις και, κυρίως, τις εκφράσεις του προσώπου. Με άλλα λόγια, νιώθουμε αυτό που δείχνουμε.

Αυτό το εύρημα επιβεβαιώνεται από πειράματα, σύμφωνα με τα οποία άτομα που καλούνται να κρατήσουν για λίγα λεπτά μια συγκεκριμένη έκφραση προσώπου, καταλήγουν να βιώνουν την συναισθηματική κατάσταση που της αντιστοιχεί. Για παράδειγμα, αν κάποιος διατηρήσει ένα “θυμωμένο” βλέμμα ή ένα “λυπημένο” χαμόγελο, συχνά αρχίζει να αισθάνεται θυμό ή λύπη αντίστοιχα.

Οι Ρίζες των Βιολογικών Κινήτρων

Ορισμένα κίνητρα, όπως η πείνα και η δίψα, έχουν καθαρά έμφυτο χαρακτήρα. Αποτελούν βασικές σωματικές ανάγκες, παρόλο που ο τρόπος ικανοποίησής τους επηρεάζεται από πολιτισμικά πρότυπα. Παρόμοια, και το σεξ, η επιθετικότητα και οι διαπροσωπικές σχέσεις φαίνεται να διαθέτουν μια ενστικτώδη βάση. Οι άνθρωποι έχουν μια φυσική τάση να επιδιώκουν αυτούς τους στόχους, όταν υπάρξουν τα κατάλληλα ερεθίσματα.

Ωστόσο, για να αναπτυχθούν ορισμένα από αυτά τα κίνητρα, απαιτούνται ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Μερικά κοινωνικά βιολογικά κίνητρα —όπως η δίψα για χρήμα— ενδέχεται να είναι σχεδόν εξολοκλήρου προϊόν εκμάθησης. Η παιδική ηλικία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση αυτών των κινήτρων, μέσα από διαδικασίες όπως η εγχάραξη. Για παράδειγμα, κατά τον πρώτο χρόνο ζωής, το βρέφος προσκολλάται σε ένα κυρίαρχο πρόσωπο του περιβάλλοντός του — συνήθως έναν γονέα — και προσπαθεί να το ακολουθεί. Παρόμοια φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί και σε ζώα, όπως τα πτηνά.

Ένα πρότυπο συμπεριφοράς μπορεί να μετατραπεί σε βιολογικό κίνητρο όταν οδηγεί συστηματικά σε κάποια μορφή ικανοποίησης. Η επιθυμία για χρήμα, για παράδειγμα, μπορεί να ξεκινήσει από την αναγνώριση ότι το χρήμα εξασφαλίζει τροφή ή ασφάλεια, αλλά σταδιακά η ίδια η επιθυμία αυτονομείται και γίνεται σκοπός από μόνη της. Παρόμοια, η ταύτιση με τους γονείς μπορεί να οδηγήσει στην ενσωμάτωση των κινήτρων τους στο παιδί, με αποτέλεσμα να υιοθετείται ασυνείδητα το γονεϊκό μοντέλο παρόρμησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταση και η μορφή αυτών των κινήτρων ποικίλλει ανάλογα με τον πολιτισμό. Σε ορισμένες κοινωνίες, κυριαρχεί η επιθετικότητα, ενώ σε άλλες κυρίαρχη είναι η ανάγκη κοινωνικής αναγνώρισης και η αποφυγή της δημόσιας ταπείνωσης. Συχνά, οι διαφορές αυτές σχετίζονται με περιβαλλοντικές συνθήκες: για παράδειγμα, φυλές που ζουν κάτω από συνεχή απειλή από γειτονικούς λαούς ενθαρρύνουν την επιθετικότητα ήδη από την παιδική ηλικία (Zigler & Child, 1969).

Οι Ρίζες των Αναστολών

Παρότι τα ζώα, από τη φύση τους, είναι οργανισμοί με εγωιστικά ένστικτα, οι βιολόγοι αναγνωρίζουν πλέον ότι, κατά την εξέλιξη, αναπτύσσουν αλτρουιστική συμπεριφορά, καθώς αυτή ευνοεί την επιβίωση των γονιδίων τους. Τα ζώα τείνουν να φροντίζουν συγγενικά τους πρόσωπα —παιδιά, εγγόνια, ξαδέρφια— ακριβώς επειδή μοιράζονται κοινό γενετικό υλικό. Επίσης, μια γενικευμένη τάση για αμοιβαιότητα —να βοηθά κανείς τους άλλους με την προσδοκία μελλοντικής ανταπόδοσης— λειτουργεί και ως στρατηγική επιβίωσης (Dawkins, 1976α).

Σε αντίθεση με αυτές τις βιολογικές παρορμήσεις, οι αναστολές που εμποδίζουν εγωιστική ή επιθετική συμπεριφορά στον άνθρωπο είναι κυρίως πολιτισμικής προέλευσης. Όπως υπάρχει βιολογική εξέλιξη, έτσι υπάρχει και κοινωνική εξέλιξη, η οποία παράγει τους μηχανισμούς εκείνους που βοηθούν μια κοινωνία να επιβιώσει και να λειτουργήσει ομαλά.

Ανάμεσα στους σημαντικότερους κοινωνικούς μηχανισμούς είναι οι ηθικές αξίες και οι πολιτισμικοί κανόνες που ρυθμίζουν την σεξουαλική, επιθετική και εγωιστική συμπεριφορά. Έτσι, στον άνθρωπο αναπτύσσεται μια εσωτερική σύγκρουση: από τη μία, οι βιολογικές επιθυμίες και, από την άλλη, οι κοινωνικές αναστολές που έχουν διαμορφωθεί μέσα από αιώνες πολιτισμικής εξέλιξης (Campbell, 1975).

Βιολογικά Κίνητρα και η Επίδρασή τους στην Κοινωνική Συμπεριφορά

Ορισμένα βιολογικά κίνητρα, όπως η πείνα, μπορούν να οδηγήσουν σε ποικίλες κοινωνικές συμπεριφορές. Σε πρωτόγονες κοινωνίες, η αναζήτηση τροφής ενθάρρυνε την συλλογική δράση. Κανείς δεν μπορούσε να επιβιώσει μόνος του, αλλά ως μέλος μιας ομάδας μπορούσε να τα καταφέρει. Αυτή η ανάγκη για επιβίωση μέσω της συνεργασίας αποτέλεσε την βάση για τη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών και ποιμενικών κοινοτήτων.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στα ζώα, όπου η τροφή οδηγεί σε κοινωνική οργάνωση. Στις σύγχρονες κοινωνίες, αν και η εργασία οδηγεί έμμεσα στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών, η αλληλεξάρτηση παραμένει βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Όμως, σε περιόδους έλλειψης πόρων, οι ίδιες βιολογικές ανάγκες μπορούν να προκαλέσουν ανταγωνισμό και σύγκρουση. Όταν ένα περιορισμένο αγαθό (όπως η τροφή) πρέπει να μοιραστεί, δημιουργείται ένταση μεταξύ των μελών της ομάδας.

Πειράματα έχουν δείξει ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί τεχνητός συναγωνισμός ή συνεργασία, ανάλογα με το πώς κατανέμονται οι ανταμοιβές. Αυτό αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό, πως τα βιολογικά κίνητρα μπορούν να λειτουργήσουν ως βάσεις για πιο σύνθετα συστήματα παρορμήσεων. Κάθε μοτίβο συμπεριφοράς που οδηγεί στην ικανοποίηση μιας ανάγκης μπορεί να μετατραπεί το ίδιο σε ανεξάρτητο, ισχυρό κίνητρο.

Εξάρτηση: Το Πρώτο Βήμα στην Κοινωνική Συμπεριφορά

Η εξάρτηση είναι από τις πρώτες και πιο βασικές μορφές κοινωνικής παρόρμησης. Τα βρέφη εξαρτώνται πλήρως από τους ενήλικες, κυρίως από την μητέρα ή τον φροντιστή τους. Υπάρχει μια έμφυτη τάση να αντιδρούν σε γυναικείες φωνές και ανθρώπινα μάτια, κάτι που παρατηρείται από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής και φαίνεται να συνδέεται με την ανάπτυξη συναισθηματικού δεσμού.

Αν και δεν είναι σαφές αν αυτός ο δεσμός είναι ανάλογος με την “εγχάραξη” που παρατηρείται στα ζώα, γνωρίζουμε ότι η οπτική και σωματική επαφή με την μητέρα μειώνει το άγχος του βρέφους, προσφέροντας συναισθηματική ασφάλεια. Η κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη αυτής της εξάρτησης φαίνεται να είναι μεταξύ της 6ης εβδομάδας και του 6ου μήνα ζωής.

Τα πρώτα μοτίβα κοινωνικής συμπεριφοράς διαμορφώνονται μέσα από καθημερινές αλληλεπιδράσεις όπως το κανάκεμα, το τάισμα, το πλύσιμο, που περιλαμβάνουν συνδυασμούς βλεμματικής επαφής, φωνητικών ήχων και σωματικής επαφής (Bruner, 1975). Καθώς το παιδί μεγαλώνει (1–5 ετών), γίνεται σταδιακά πιο ανεξάρτητο και μπορεί να αντέξει απομακρυσμένες επαφές από την μητέρα, ειδικά αν γεννηθούν μικρότερα αδέρφια.

Η εξαρτημένη συμπεριφορά ενισχύεται όταν η μητέρα ανταποκρίνεται έντονα στα κλάματα του παιδιού, με αποτέλεσμα μια βαθιά συναισθηματική αλληλεπίδραση (Schaffer & Emerson, 1964). Αυτό παρατηρείται έντονα στα πρωτότοκα ή μοναχοπαίδια, καθώς οι μητέρες τους συχνά εμπλέκονται πιο έντονα συναισθηματικά, αλλά και πιο ασυνεπώς.

Η ανάγκη για εξάρτηση δεν εξαφανίζεται στην ενήλικη ζωή — απλώς εκδηλώνεται διαφορετικά. Εμφανίζεται συχνά σε καταστάσεις αβεβαιότητας ή φόβου, όπου άλλοι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες ή πόρους. Σε τέτοιες συνθήκες, οι ενήλικες τείνουν να προσκολλώνται σε εκείνους που θεωρούν πιο ισχυρούς ή πιο έμπειρους.

Η εξάρτηση σχετίζεται στενά με την κυριαρχία. Πολλοί άνθρωποι παρουσιάζουν και τις δύο συμπεριφορές, ανάλογα με την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «αυταρχική προσωπικότητα», η οποία εμφανίζει υποταγή απέναντι στους ισχυρούς και κυριαρχία απέναντι στους αδύναμους. Αυτό το είδος προσωπικότητας τείνει να προκύπτει σε περιβάλλοντα με αυστηρή ιεραρχία, όπου οι κατώτερες βαθμίδες δεν έχουν πραγματική εξουσία.

Ψυχολογικά, η συμπεριφορά αυτή ερμηνεύεται ως συνέχεια της εξάρτησης από τους γονείς. Οι αυταρχικοί και υποτακτικοί ενήλικες προέρχονται συνήθως από οικογένειες όπου κυριαρχούσε η αυστηρότητα και ο έλεγχος. Η εξάρτηση τους διατηρεί δεμένη με το πρότυπο του γονέα, ενώ η κυριαρχική τους στάση αποτελεί μίμηση αυτού του γονικού ρόλου.

Η Ανάγκη για Σχέσεις: Το Κοινωνικό Κίνητρο της Οικειότητας

Η ανάγκη για σχέσεις αποτελεί μία από τις βασικότερες ανθρώπινες παρορμήσεις και εκδηλώνεται με την σωματική εγγύτητα, την βλεμματική επαφή, τις φιλικές αλληλεπιδράσεις και γενικά με κάθε μορφή κοινωνικής οικειότητας. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν έναν μέτριο βαθμό οικειότητας — αρκετό για να νιώθουν ασφάλεια και αποδοχή, χωρίς να αισθάνονται ευάλωτοι ή εκτεθειμένοι.

Πειραματικά, έχει φανεί ότι άτομα με υπερβολική ανάγκη για σχέσεις τείνουν να αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους σε κοινωνικές επαφές εις βάρος της συγκέντρωσης στη δουλειά. Αυτό σχετίζεται με την έννοια της κοινωνικής εξωστρέφειας, δηλαδή της ισχυρής εσωτερικής παρόρμησης για κοινωνική αλληλεπίδραση, ειδικά με άτομα παρόμοιας ηλικίας, κοινωνικής θέσης ή και φύλου. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να διαχωριστούν πλήρως τα αποτελέσματα της ανάγκης για σχέσεις από εκείνα της σεξουαλικής παρόρμησης, με την οποία συνδέεται στενά.

Παρότι η βάση της κοινωνικότητας μπορεί να είναι έμφυτη, διαμορφώνεται κυρίως μέσα από τις πρώιμες εμπειρίες στην οικογένεια. Για χρόνια πιστευόταν ότι η κοινωνική παρόρμηση προέρχεται από την ανάγκη για εξάρτηση. Τα ευρήματα από τα πειράματα του Harlow με μαϊμούδες σε απομόνωση δείχνουν ότι χωρίς πρώιμες συναισθηματικές επαφές, τα ζώα δεν αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες. Ομοίως, ψυχοπαθητικά άτομα που στερούνται συναισθημάτων, συχνά έχουν βιώσει πρώιμη απώλεια της μητέρας.

Μια εκδοχή αυτής της θεωρίας είναι ότι η μείωση του άγχους που προκαλεί η σωματική και οπτική επαφή με την μητέρα ενισχύει την γενικότερη τάση για κοινωνικές σχέσεις. Σε σχετικό πείραμα, ο Schachter (1959) διαπίστωσε ότι φοιτήτριες που ανέμεναν ένα αγχωτικό πείραμα (ηλεκτροσόκ), προτίμησαν να περιμένουν σε παρέα αντί μόνες. Όσες ήταν πρωτότοκες ή μοναχοπαίδια, έδειξαν μεγαλύτερη ανάγκη για συντροφικότητα — κάτι που ευθυγραμμίζεται με τις προηγούμενες παρατηρήσεις για την εξαρτημένη συμπεριφορά.

Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να εξηγηθεί πλήρως πώς ένα μοντέλο εξάρτησης μετατρέπεται σε κοινωνική παρόρμηση. Τα μωρά χρειάζονται την μητέρα στον πρώτο χρόνο της ζωής τους, αλλά η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους καθίσταται κρίσιμη στα επόμενα χρόνια για την ανάπτυξη της ικανότητας σύναψης σχέσεων.

Αν θεωρήσουμε το ενδιαφέρον για σχέσεις ως παρόρμηση, παρόμοια με την πείνα ή τη δίψα, τότε η απομόνωση λειτουργεί ως ερέθισμα που την ενεργοποιεί. Πειράματα έδειξαν ότι ακόμη και 20 λεπτά κοινωνικής απομόνωσης μπορούν να κάνουν τα παιδιά πιο δεκτικά στις κοινωνικές ανταμοιβές. Ωστόσο, άλλες μελέτες κατέληξαν ότι η απομόνωση δεν αυξάνει πάντα το κοινωνικό ενδιαφέρον — παρά μόνο όταν συνοδεύεται από άγχος (Walters & Parke, 1964). Ο Schachter κατέδειξε ότι ακόμη και το ίδιο το άγχος, χωρίς απομόνωση, μπορεί να πυροδοτήσει την ανάγκη για κοινωνική επαφή. Επίσης, η προσμονή κοινωνικών γεγονότων (όπως μια δεξίωση) μπορεί να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον για επαφές.

Η κοινωνικότητα προσφέρει πολλαπλά οφέλη όπως μείωση άγχους, ευκολότερη σύγκριση αντιλήψεων, ενίσχυση της συνεργασίας, και αναστολή της επιθετικότητας. Ωστόσο, η παρόρμηση για κοινωνικές σχέσεις φαίνεται να λειτουργεί αυτόνομα, ανεξάρτητα από τα οφέλη που προσφέρει. Δηλαδή, δεν κάνουμε σχέσεις μόνο για να κερδίσουμε κάτι — αλλά επειδή η ίδια η επαφή μάς καλεί.

Οικειότητα και Σύγκρουση Προσέγγισης – Αποφυγής

Η θεωρία της σύγκρουσης προσέγγισης – αποφυγής, που αναφέρθηκε πιο πάνω, μπορεί να εφαρμοστεί και στην κοινωνική συμπεριφορά. Φανταστείτε δύο άτομα που νιώθουν έλξη, επειδή σε παλιότερες επαφές ανταμείφθηκαν για την σωματική εγγύτητα. Αν όμως σε κάποια άλλη στιγμή τιμωρήθηκαν ή ντράπηκαν, τότε αυτή η επαφή γίνεται και αντικείμενο αποφυγής.

Σύμφωνα με τη θεωρία του Miller, όταν η κλίση αποφυγής είναι πιο έντονη από την προσέγγιση, οι άνθρωποι θα κινηθούν προς ο ένας τον άλλο, αλλά μέχρι ένα σημείο ισορροπίας — και θα σταματήσουν εκεί. Αυτή η «ιδανική απόσταση» που διατηρούν, διαμορφώνεται από εμπειρίες, αξίες και πολιτισμικά πρότυπα.

Η οικειότητα μεταξύ ανθρώπων περιλαμβάνει:

  • Σωματική εγγύτητα
  • Βλεμματική επαφή
  • Εκφράσεις του προσώπου (π.χ. χαμόγελο)
  • Προσωπικό τόνο στη συζήτηση
  • Ζεστό και φιλικό ύφος φωνής

Η κάθε μορφή οικειότητας αποτελεί έναν τρόπο να πλησιάσουμε τον άλλον — αλλά πάντα εντός των ορίων που έχουμε μάθει να θεωρούμε ασφαλή.

Κυριαρχία: Η Παρόρμηση για Εξουσία και Επιρροή

Η κυριαρχία αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές κοινωνικές παρορμήσεις και περιλαμβάνει την ανάγκη για εξουσία, έλεγχο της συμπεριφοράς των άλλων, καθώς και την αναγνώριση ή τον θαυμασμό από το κοινωνικό περιβάλλον. Στην ουσία, πρόκειται για την επιθυμία του ατόμου να επηρεάζει το πλαίσιο στο οποίο δρα — και κυρίως, τους ανθρώπους γύρω του.

Η παρόρμηση για κυριαρχία εκδηλώνεται έντονα σε καταστάσεις πρόσωπο με πρόσωπο, ιδιαίτερα μέσα σε μικρές ομάδες. Τα άτομα που έχουν έντονη αυτή την ανάγκη επιζητούν να έχουν τον λόγο, να προωθούν τις ιδέες τους και να συμμετέχουν ενεργά στην λήψη αποφάσεων. Επιθυμούν να αναγνωρίζονται ως οι ηγέτες ή οι καθοδηγητές — αυτοί που κρατούν τα ηνία της ομάδας.

Η Κυριαρχία στις Ανθρώπινες και Ζωικές Κοινωνίες

Η συμπεριφορά αυτή δεν παρατηρείται μόνο στους ανθρώπους. Σε κοινωνίες ζώων, όπως οι ομάδες πιθήκων, η κυριαρχία καθιερώνεται μέσω επιδείξεων δύναμης ή ακόμη και μέσω σωματικών συγκρούσεων. Ο νικητής της αναμέτρησης αποκτά το σεβασμό της ομάδας και έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στους πόρους και τα θηλυκά.

Η ανάγκη για κυριαρχία μπορεί να μετρηθεί μέσω ερωτηματολογίων ή προβολικών τεστ, τα οποία προβλέπουν κατά πόσο ένα άτομο είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί για μια θέση εξουσίας. Ωστόσο, αυτά τα εργαλεία δεν μπορούν να προβλέψουν αν το άτομο τελικά θα επιτύχει στην προσπάθειά του. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι η κυριαρχική συμπεριφορά έχει βιολογικές ρίζες. Θεωρείται πως εξελίχθηκε για να εξυπηρετήσει την συλλογική επιβίωση μιας ομάδας, καθώς ο αρχηγός έχει κρίσιμο ρόλο: επιβάλλει τάξη, καθοδηγεί και προστατεύει από εξωτερικούς κινδύνους.

Σε πολλές κοινωνίες —και σε πολλά θηλαστικά είδη— τα αρσενικά εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα κυριαρχικής συμπεριφοράς (Wilson, 1975). Πειραματικά, έχει αποδειχθεί ότι η χορήγηση ανδρικών ορμονών αυξάνει την επιθετικότητα και τη διάθεση για κυριαρχία σε πιθήκους και άλλα ζώα. Όμως, η κυριαρχία δεν είναι μόνο βιολογική — επηρεάζεται σημαντικά και από τις πρώιμες εμπειρίες. Ένα παιδί που ταυτίζεται με κυριαρχικούς γονείς, ιδίως με τον πατέρα, είναι πιο πιθανό να υιοθετήσει αυτήν την συμπεριφορά. Ειδικά ο σεξουαλικός ρόλος του αρσενικού διαμορφώνεται κατά μεγάλο μέρος μέσω της ταύτισης με τον πατέρα.

Η παρόρμηση της κυριαρχίας δεν είναι διαρκώς ενεργή. Εμφανίζεται επιλεκτικά, κυρίως όταν υπάρχει πεδίο διεκδίκησης — για παράδειγμα, όταν μια θέση είναι διαθέσιμη ή όταν η ιεραρχία της ομάδας δεν είναι σταθερή. Μόλις διαμορφωθεί μια σχετική σταθερότητα στις σχέσεις δύναμης, η παρόρμηση τείνει να υποχωρεί. Παρόμοιες καταστάσεις εντοπίζονται σε εκλογικές διαδικασίες, σε ομάδες εργασίας, σε κοινωνικούς κύκλους και ακόμη και σε οικογένειες. Η κυριαρχία επανέρχεται στο προσκήνιο όταν υπάρχει ευκαιρία ή ανάγκη για ανακατανομή εξουσίας — και τότε, ο αγώνας για την κορυφή αναζωπυρώνεται.

Σεξουαλικότητα: Από τη Βιολογία στην Κοινωνική Συμπεριφορά

Στα πιο πρωτόγονα ζώα, η σεξουαλική παρόρμηση είναι καθαρά ενστικτώδης και ελέγχεται από τις ορμόνες του φύλου και εξυπηρετεί κυρίως τον βιολογικό σκοπό της αναπαραγωγής. Αντίθετα, στον άνθρωπο, η σεξουαλικότητα έχει μετατραπεί σε ευχάριστο αυτοσκοπό, που ρυθμίζεται κυρίως από ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες (εγκεφαλικός φλοιός) και όχι αποκλειστικά από τις ορμονικές επιρροές.

Για τους σκοπούς της κοινωνικής ανάλυσης, το σεξ μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κίνητρο κοινωνικής προσέγγισης, παρόμοιο με την ανάγκη για δημιουργία σχέσεων. Διαφέρει όμως στο ότι συνοδεύεται από υψηλότερο επίπεδο διέγερσης και εντονότερη σωματική και συναισθηματική ενεργοποίηση. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα όταν άτομα μεταξύ 15 και 40 ετών έλκονται το ένα από το άλλο και πλησιάζουν σε περιβάλλοντα κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Στα κατώτερα ζώα —και σε μικρότερο βαθμό στα ανθρωποειδή— η σεξουαλικότητα είναι σχεδόν αποκλειστικά ενστικτώδης. Ωστόσο, στους ανθρώπους, διαμορφώνεται και μέσα από τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Οι Harlow και Harlow (1965) παρατήρησαν ότι πίθηκοι που μεγάλωσαν σε απομόνωση δεν ανέπτυξαν φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά, στοιχείο που δείχνει πόσο σημαντική είναι η κοινωνική αλληλεπίδραση στα πρώιμα στάδια της ζωής.

Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα διέπεται από λεπτούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς κανόνες, οι οποίοι απαιτούν κοινωνική αντίληψη και προσωπική ωρίμανση για να γίνουν κατανοητοί και σεβαστοί. Σε αντίθεση με τα ζώα, στις πολιτισμένες κοινωνίες η σεξουαλική έκφραση επιτρέπεται μόνο σε περιορισμένα κοινωνικά πλαίσια, αν και η παρόρμηση παραμένει συνεχώς ενεργή. Η σεξουαλική διέγερση μπορεί να προκληθεί από ποικίλα ερεθίσματα όπως το βλέμμα, το άγγιγμα, η φωνή, η οσμή, αλλά και από οπτικά μέσα, όπως εικόνες και ταινίες με σεξουαλικό περιεχόμενο.

Ωστόσο, η ικανοποίηση της σεξουαλικής παρόρμησης δεν είναι πάντα εύκολη. Υπάρχουν εξωτερικά εμπόδια, όπως η απροθυμία του συντρόφου ή η κοινωνική αποδοκιμασία, αλλά και εσωτερικές αναστολές, που οφείλονται συχνά στην γονεϊκή πειθαρχία. Η ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας κατά την παιδική ηλικία —ιδίως όταν τιμωρείται η αυτοεξερεύνηση— οδηγεί σε σύνδεση του σεξ με άγχος.

Έτσι, οι ενήλικες διαφέρουν έντονα μεταξύ τους. Άλλοι φοβούνται και αποφεύγουν την σεξουαλική επαφή, ενώ άλλοι την επιδιώκουν ελεύθερα, χωρίς αίσθημα ενοχής. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αναστολές μειώνονται υπό την επίδραση του αλκοόλ — ένδειξη πως πρόκειται για εσωτερικά, αλλά και βιολογικά ελεγχόμενα φαινόμενα. Είναι πιθανό αυτές οι αναστολές να αποτελούν μηχανισμό που εξυπηρετεί την σταθερότητα της οικογένειας, η οποία είναι απαραίτητη για την μακρόχρονη φροντίδα των παιδιών και την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Σεξουαλικότητα και Κοινωνική Συμπεριφορά

Η σεξουαλική παρόρμηση επηρεάζει βαθιά την κοινωνική συμπεριφορά. Πρόκειται για ακόμα μία περίπτωση σύγκρουσης προσέγγισης – αποφυγής, στην οποία η επιθυμία συναντά αναστολές, είτε εξωτερικές είτε εσωτερικές. Η ισορροπία δημιουργείται συχνά μέσα από έμμεσες μορφές σεξουαλικής έκφρασης, όπως:

  • φλερτ,
  • διάλογος με ερωτική χροιά,
  • επαφή με τα μάτια,
  • σωματική εγγύτητα χωρίς άγγιγμα.

Τέτοιες εκφράσεις δεν περιλαμβάνουν απαραίτητα σωματική επαφή, αλλά συνθέτουν το πλαίσιο μιας πολιτισμικά προσαρμοσμένης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η σεξουαλική και η σχεσιακή παρόρμηση πιθανόν να έχουν κοινή προέλευση. Και οι δύο αναπτύσσονται από τις πρώιμες σχέσεις εξάρτησης — κυρίως με την μητέρα. Η ανάγκη για επαφή, αποδοχή και οικειότητα είναι ο πυρήνας από τον οποίο ξετυλίγονται τόσο η συναισθηματική όσο και η σεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου.

Επιθετικότητα: Μηχανισμοί, Παράγοντες και Κοινωνικές Προεκτάσεις

Η επιθετικότητα ορίζεται ως η πρόθεση ενός ατόμου να προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική βλάβη, είτε σε άλλα άτομα είτε σε αντικείμενα, μέσα από πράξεις ή λόγια. Δεν αποτελεί αυτόνομη βιολογική ανάγκη, όπως η πείνα ή η δίψα, αλλά ενεργοποιείται ως αντίδραση σε ερεθίσματα και περιβαλλοντικές συνθήκες.

Η επιθετικότητα μπορεί να έχει λειτουργικό χαρακτήρα και χρησιμεύει για την προστασία της περιοχής και της ομάδας, την εξασφάλιση τροφής, ή την προσέγγιση συντρόφου στα ζώα. Εμφανίζεται ιδιαίτερα σε καταστάσεις αποστέρησης, όπου ένα εμπόδιο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο άτομο και στον στόχο του. Όταν οι προσδοκώμενες αμοιβές αποτυγχάνουν να εμφανιστούν, ενισχύεται η πιθανότητα επιθετικής αντίδρασης.

Στους ανθρώπους, η επιθετικότητα εμφανίζεται συχνότερα όταν:

  • Η αποστέρηση είναι έντονη ή ανεξήγητη.
  • Δεν υπάρχουν ισχυρές ποινές ή κοινωνικές κυρώσεις για την εκδήλωσή της.
  • Υπάρχει προηγούμενο τραυματικό ή απορριπτικό βίωμα.
  • Η προσωπική απειλή ή ταπείνωση ξεπερνά τα όρια αντοχής του ατόμου.

Η λεκτική προσβολή προκαλεί εντονότερη αντίδραση από την απλή στέρηση. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η επιθετικότητα στους ανθρώπους συνδέεται ισχυρά με το ψυχολογικό πλήγμα και την ανάγκη για αποκατάσταση της προσωπικής αξιοπρέπειας. Αν και η επιθετικότητα δεν είναι καθαρά βιολογική παρόρμηση, εμφανίζεται ως έμφυτη αντίδραση σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως η απειλή ή η στέρηση. Στην πορεία της ανάπτυξης όμως, ο ρόλος της μάθησης είναι καθοριστικός:

Παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου ενθαρρύνεται η βία, είναι πιθανό να εκδηλώσουν περισσότερη επιθετικότητα. Σωματική τιμωρία, βίαια πρότυπα και τηλεοπτική έκθεση σε βία αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που ενισχύουν την μίμηση επιθετικών συμπεριφορών. Η επιθετικότητα αναστέλλεται φυσικά, όταν το υποκείμενο λαμβάνει σήματα ειρήνευσης από τον άλλον, όπως αποστροφή βλέμματος, υποτακτική στάση, ή εκφράσεις μεταμέλειας. Στους ανθρώπους, αυτή η αναστολή ενισχύεται από κοινωνικούς κανόνες, φόβο τιμωρίας και εσωτερικευμένες ηθικές αξίες.

Όπως και η σεξουαλική παρόρμηση, έτσι και η επιθετικότητα εκδηλώνεται με έμμεσους τρόπους όταν απαγορεύεται η άμεση έκφρασή της. Αυτές οι μορφές περιλαμβάνουν:

  • Λεκτική ειρωνεία ή σαρκασμό
  • Επιθετική φαντασίωση, π.χ. παρακολούθηση βίαιων ταινιών
  • Έμμεση κοινωνική απόρριψη ή παθητική επιθετικότητα

Σύμφωνα με τον Berkowitz και τον Geen (1966), η τηλεοπτική προβολή επιθετικών χαρακτήρων μπορεί να επηρεάσει την συμπεριφορά του θεατή, ειδικά όταν υπάρχει ταύτιση με το όνομα ή την μορφή του χαρακτήρα.

Η Έννοια της Κάθαρσης

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της επιθετικότητας είναι η κάθαρση — η ιδέα ότι η έκφραση του θυμού μειώνει την συναισθηματική ένταση. Τα πειράματα των Hokanson & Burgess (1962) έδειξαν ότι τα άτομα που είχαν την δυνατότητα να ανταποδώσουν με ελεγχόμενο τρόπο (λεκτικά ή με μικρή «τιμωρία») ένιωθαν λιγότερη επιθετικότητα στην συνέχεια. Όμως, αυτό ίσχυε μόνο όταν το άτομο που τους είχε προσβάλει ήταν σε υποδεέστερη θέση. Η κάθαρση δεν επιτυγχάνεται μέσα από επιθέσεις σε άψυχα αντικείμενα ή την απλή παρακολούθηση βίαιων σκηνών. Αντίθετα, αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να διατηρούν ή και να ενισχύουν το επίπεδο θυμού, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο εσωτερικής έντασης.

Η επιθετικότητα είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο με βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε αναγκαία, αλλά αναδύεται μέσα από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εσωτερικού κόσμου του ατόμου και των εξωτερικών συνθηκών. Η κατανόηση και η επαναπλαισίωση αυτών των παρορμήσεων είναι κρίσιμη τόσο για την προσωπική ισορροπία όσο και για την ειρηνική κοινωνική συνύπαρξη.

Αυτοεκτίμηση και Αυτοσυνοχή: Οι Βάσεις της Ψυχολογικής Σταθερότητας

Η αυτοεκτίμηση, δηλαδή η ανάγκη του ανθρώπου να διατηρεί μια θετική εικόνα του εαυτού του, θεωρείται από πολλούς ψυχολόγους θεμελιώδης για την ψυχολογική ευημερία (Rogers, 1942). Πρόκειται για την εσωτερική πεποίθηση πως αξίζουμε την αποδοχή, τον σεβασμό και την αγάπη — τόσο από τους άλλους όσο και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτή η ανάγκη γίνεται πιο έντονη όταν βρισκόμαστε υπό εποπτεία ή αξιολόγηση -μπροστά σε κοινό, σε κάμερες, ή ακόμα και στον καθρέφτη. Η προσοχή των άλλων λειτουργεί ως καθρέφτης που αντανακλά —ή διαστρεβλώνει— την εσωτερική μας εικόνα.

Οι ρίζες της αυτοεκτίμησης εντοπίζονται συχνά στην παιδική ηλικία, ιδιαίτερα στο είδος των αξιολογήσεων που λαμβάνουμε από τους γονείς μας. Όταν οι γονείς προσφέρουν θετική ενίσχυση και αναγνώριση, τα παιδιά μαθαίνουν να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από αυτό το ευνοϊκό πρίσμα. Αργότερα στην ζωή τους, αναζητούν εμπειρίες που επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα. Αντιθέτως, παιδιά που λαμβάνουν αρνητικά μηνύματα, συχνά εσωτερικεύουν την απόρριψη και παύουν να επιδιώκουν την κοινωνική επιβεβαίωση. Έτσι, η ανάγκη για αυτοεκτίμηση μπορεί είτε να ενισχυθεί είτε να κατασταλεί ανάλογα με την ποιότητα των πρώτων βιωμάτων.

Αξιοσημείωτο είναι πως η σημασία της αυτοεκτίμησης διαφέρει ανάμεσα στους πολιτισμούς. Για παράδειγμα, σε πολλούς ανατολικούς πολιτισμούς, η απώλεια της κοινωνικής υπόληψης —«το χάσιμο του προσώπου»— θεωρείται βαθύτατη ψυχολογική απειλή, πολύ εντονότερη απ’ ό,τι στη Δύση. Πέρα από την αυτοεκτίμηση, οι άνθρωποι έχουν και μια δεύτερη, πιο σύνθετη ανάγκη, την ανάγκη για αυτοσυνοχή. Πρόκειται για την επιθυμία να έχουμε μια συνεπή, ευδιάκριτη και ενιαία εικόνα του εαυτού μας, που να εξηγεί ποιοι είμαστε, ποιοι είναι οι στόχοι μας, και πού ανήκουμε.

Η αίσθηση μοναδικότητας —το να νιώθουμε ξεχωριστοί και διαφορετικοί από τους άλλους— είναι ένα βασικό συστατικό αυτής της ανάγκης. Παράλληλα, η κοινωνία ασκεί πιέσεις για ομοιομορφία, προτρέποντας το άτομο να υιοθετήσει ρόλους (επαγγελματικούς, ταξικούς, οικογενειακούς) που του δίνουν ταυτότητα αλλά και τον περιορίζουν.

Αυτοεικόνα, Κοινωνική Συμπεριφορά και Σύγκρουση

Για να διατηρήσει την συνοχή της αυτοεικόνας του, το άτομο επιδιώκει συνέπεια στις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις του, ιδιαίτερα όταν αυτές σχετίζονται με τον εαυτό. Αυτό γίνεται για τρεις βασικούς λόγους:

  1. Για να συμμορφωθεί στους κοινωνικούς ρόλους και τις απαιτήσεις.
  2. Για να αποφύγει εσωτερικές συγκρούσεις, που προκαλούν συναισθηματική ένταση.
  3. Για να εδραιώσει ένα σταθερό προσωπικό αφήγημα, με σαφή ιδανικά και προσανατολισμούς.

Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στην κοινωνική συμπεριφορά. Το άτομο προσπαθεί να επιβεβαιώσει την αυτοεικόνα του μέσω των άλλων. Αν οι άλλοι τον εκτιμούν, ενισχύεται η εσωτερική του σταθερότητα· αν τον απορρίπτουν, αντιδρά με απόσυρση, υπερπροσπάθεια ή αλλαγή της εικόνας που πιστεύει πως οι άλλοι έχουν για εκείνον.

Η αυτοεκτίμηση και η αυτοσυνοχή δεν είναι πολυτέλειες ή εγωκεντρικές επιδιώξεις. Αποτελούν κεντρικούς πυλώνες της ανθρώπινης ψυχικής υγείας. Μέσα από την επιβεβαίωση του εαυτού και την νοηματοδότηση της προσωπικής μας πορείας, δομούμε όχι μόνο το ποιοι είμαστε, αλλά και το πώς στεκόμαστε απέναντι στους άλλους και στον κόσμο. Η ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά δεν καθορίζεται μόνο από βασικές παρορμήσεις όπως η ανάγκη για σχέσεις, κυριαρχία ή σεξ. Υπάρχουν και πρόσθετα κίνητρα, εξίσου ισχυρά, που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο δρούμε και αλληλεπιδρούμε με τους άλλους — ιδίως σε κοινωνικά ή επαγγελματικά πλαίσια.

Το Κίνητρο της Επιτυχίας

Το κίνητρο της επιτυχίας αποτελεί μια σημαντική δύναμη που ωθεί το άτομο στην κατάκτηση όλο και υψηλότερων στόχων, είτε πρόκειται για εξετάσεις, είτε για αθλητικούς αγώνες, είτε για επαγγελματικά εγχειρήματα. Όταν υπάρχει μια εργασία ή αποστολή —π.χ. μια μελέτη, ένα ομαδικό project ή μια επιτροπή— άτομα με έντονο το κίνητρο αυτό επικεντρώνονται στην αποδοτική ολοκλήρωση της εργασίας. Αντίθετα, άτομα με υψηλότερο ενδιαφέρον για κοινωνικές σχέσεις στρέφουν περισσότερο την προσοχή τους στην καλλιέργεια θετικών διαπροσωπικών επαφών.

Έρευνες δείχνουν ότι το κίνητρο της επιτυχίας είναι συχνά ισχυρότερο στα πρωτότοκα παιδιά, σε εκείνα που έλαβαν ενθάρρυνση για ανεξαρτησία, αλλά και σε παιδιά που προέρχονται από πετυχημένες οικογένειες. Ο Weiner (1974) παρατήρησε πως τα άτομα με υψηλές φιλοδοξίες τείνουν να αποδίδουν την επιτυχία τους στις προσωπικές τους προσπάθειες και όχι σε εξωτερικούς παράγοντες. Πρόκειται για μια παρόρμηση χωρίς κορεσμό, όπως ο άλτης που πάντα επιδιώκει να πηδήξει ψηλότερα, έτσι και το άτομο που επιζητεί την επιτυχία δε σταματά ποτέ να προσπαθεί.

Παρά την παγκόσμια ανθρώπινη επιθυμία για πρόοδο, οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις στην επιδίωξη της επιτυχίας. Σύμφωνα με την Horner (1970), αρκετές γυναίκες αποφεύγουν ενσυνείδητα την επιτυχία από φόβο κοινωνικής απόρριψης, ή επειδή θεωρούν ότι η επιτυχία ενδέχεται να υπονομεύσει την γυναικεία τους ταυτότητα. Έτσι, πολλές στρέφονται σε πεδία που θεωρούνται πιο «συμβατά» με τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο, ακόμα κι αν η διάκριση σ’ αυτούς τους τομείς απαιτεί εξίσου —αν όχι περισσότερη— προσπάθεια και ικανότητα.

Επίκτητες Ανάγκες και Πολυπλοκότητα των Κινήτρων

Εκτός από τις βιολογικές και ψυχολογικές παρορμήσεις, η κοινωνική συμπεριφορά διαμορφώνεται και από επίκτητες ανάγκες, όπως η επιθυμία για οικονομική ασφάλεια, χόμπι, καλλιέργεια αξιών ή επαγγελματική καταξίωση. Σε πολλές κοινωνικές περιστάσεις, αυτές οι ανάγκες συνυπάρχουν και ενεργοποιούνται ταυτόχρονα. Ένα απλό δείπνο, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελεί ευκαιρία για φλερτ, κοινωνική δικτύωση, ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, αλλά και προώθηση επαγγελματικών συμφερόντων.

Ο πολυπαραγοντικός χαρακτήρας των κινήτρων γίνεται ακόμα πιο εμφανής σε επαγγελματικές καταστάσεις όπως οι συνεντεύξεις, η διδασκαλία ή οι πωλήσεις. Εκεί, η συμπεριφορά δεν καθοδηγείται απαραίτητα από μια εγγενή κοινωνική ανάγκη, αλλά από την πρόθεση να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό αποτέλεσμα — είτε αυτό είναι να πειστεί ένας μαθητής, είτε να αγοράσει ο πελάτης ένα προϊόν.

Ακόμη κι όταν ο στόχος είναι επαγγελματικός, το άτομο δεν παύει να επηρεάζεται από τις κοινωνικές παρορμήσεις —και συνήθως, και το ίδιο το κοινό του. Η επιτυχής επίτευξη ενός στόχου απαιτεί συχνά κοινωνικές δεξιότητες, ενσυναίσθηση και συναισθηματική νοημοσύνη — στοιχεία που διαμορφώνονται από το ευρύτερο φάσμα των ανθρώπινων αναγκών.

@OWL / 2025