«Δεν σου χαρίζεται η σοφία, αν και υπάρχει καμουφλαρισμένη μέσα στο γονιδίωμα σου. Πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου, μετά από ένα πολεμικό ταξίδι που κανένας δεν μπορεί να κάνει για λογαριασμό σου ή να σε γλιτώσει απ’ αυτό.» Ηω
«Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε. »Αν μια μικρή ονειροπόληση είναι επικίνδυνη, η θεραπεία δεν είναι να ονειρευόμαστε λιγότερο, αλλά να ονειρευόμαστε περισσότερο, να ονειρευόμαστε όλη την ώρα. Ανέκαθεν τα όνειρα που κάνουμε στον ύπνο μας με ενδιέφεραν πάρα πολύ κι αυτό επειδή, αντισταθμίζοντας την διάρκεια με την ένταση, μας βοηθούν να κατανοούμε ό,τι είναι υποκειμενικό, για παράδειγμα ο έρωτας» Μαρσέλ Προυστ
Η απλότητα είναι η υπέρτατη επιτήδευση.
ΑΝΤΙ ΕΥΧΩΝ (ΚΕΝΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ) ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ
Εγερθείτε, πάμε να ζήσουμε την Νέα Χρονιά, πάμε να την ανακατέψουμε, αλλιώς, πάμε για να πεθάνουμε.
Καλώς να ορίσει ο νέος χρόνος και να φέρει ό,τι ποθεί ο καθένας μας. Εμείς από την πλευρά μας αν συντονιστούμε στην συχνότητα της Δύναμης με Θέληση και Πάθος μπορούμε να βιώσουμε αυτό που ποθούν όλοι, μα το χαίρονται μόνον οι εκλεκτοί, είναι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι, που η μάζα τους αποκαλεί και Μάγους. Πως μπορούμε να γίνουμε Μάγοι; Η μοναδική του δυσκολία έγκειται στην υπέρτατη επιτήδευση, δηλαδή στην απλότητα του.
Είναι το λεγόμενο «ο Ξυράφι του Όκαμ» Το Ξυράφι του Όκαμ, (αποδίδεται και ως Λεπίδα του Όκαμ), είναι επιστημονική αρχή, η οποία αποδίδεται στον Άγγλο φιλόσοφο Λογικής και φραγκισκανό μοναχό του 14ου αιώνα, Γουλιέλμο του Όκαμ. Η αρχή αυτή αποτελεί την βάση της μεθοδολογικής απαγωγής και αποκαλείται επίσης αρχή της οικονομίας ή αρχή της απλότητας. Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: «Κανείς να μην προβαίνει σε περισσότερες εικασίες απ’ όσες είναι απαραίτητες».
Η αρχή αυτή πρωτοδιατυπώνεται από του Πυθαγόρειους δυο χιλιετίες νωρίτερα, όπως μας πληροφορεί ο φιλόσοφος Πρόκλος, του οποίου το Πανεπιστήμιο είναι στην οδό Ηρώδου Αττικού, θαμμένο κάτω από το πεζοδρόμιο, μπροστά στο θέατρο του Διονύσου. Στα Ελληνικά διατυπώνεται ως εξής «τῶν μὲν Πυθαγορείων … παρακέλευσμα ἦν … δι’ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῖς κλεινοῖς Πυθαγορείοις» και «δεῖν γὰρ ἐπ’ ἐκείνων καὶ αὐτὸν παρακελεύεσθαι τὸν Πυθαγόραν ζητεῖν ἐξ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων δεικνύναι τὰ ζητούμενα·» Στα λατινικά διατυπώνεται ως: Pluralitas non est ponenda sine necessitate
Η φράση αυτή μπορεί να αποδοθεί πολύ ελεύθερα ως εξής: Όταν δύο θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, που έζησε μετά τον Όκαμ διατύπωσε μία παραλλαγή του Ξυραφιού του Όκαμ. Η παραλλαγή του βραχυκυκλώνει την ανάγκη για επιτήδευση, εξισώνοντας την τελευταία με την απλότητα: Η απλότητα είναι η υπέρτατη επιτήδευση.
Για να πας από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, υπάρχουν εκατομμύρια δρόμοι, αλλά ο Λογικός κι Έξυπνος άνθρωπος επιλέγει πάντα τον συντομότερο, δηλ. τον απλούστερο. Αυτή η έννοια δεν είναι μονοσήμαντη, (όπως τίποτε σε αυτό το φρακταλικό Σύμπαν) αλλά αμφίσημη κι αφηρημένη. Το μόνο που την κάνει απλή, είναι η Θέληση του Ανθρώπου. Ο απλοϊκός άνθρωπος θα χρησιμοποιήσει τον συντομότερο δρόμο και δεν θέλει να γνωρίζει τίποτε για τους εκατομμύρια άλλους δρόμους. Θα φτάσει στον προορισμό του (στο τέλος του ταξιδιού) γκρινιάζοντας για τα ακριβά διόδια και την ακριβή βενζίνη.
Ο άνθρωπος της Δύναμης ενώ ΓΝΩΡΙΖΕΙ (δηλ. έχει Επίγνωση) για τον συντομότερο δρόμο και κατά καιρούς –ανάλογα με την ανάγκη ή την διάθεση του- τον χρησιμοποιεί, εν τούτοις αυτό που τον παθιάζει είναι οι μύριοι άλλοι δρόμοι ταξιδιού, αυτό που τον συνδέει με την Δύναμη είναι η εξερεύνηση των άλλων επιλογών πορείας. Αυτή η Εξερεύνηση της διαφορετικής επιλογής είναι που ισχυροποιεί τον άνθρωπο της Δύναμης και μετατρέπει το ανηφορικό μονοπάτι σε κυλιόμενο δρόμο. Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος της Δύναμης να μην αφήνει να τον παρασύρει ούτε η Ανάγκη ούτε η Διάθεση του γιατί στο μονοπάτι της Δύναμης περπατά κανείς με την Θέληση και το Πάθος. Λέγοντας “Θέληση” είναι το να μπορεί κανείς όλα, όσα δεν εξαρτώνται από τη δική του Θέληση, όπως πολύ σοφά αναφέρει ο Προυστ.
«Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούργια μέρη, αλλά να έχεις καινούργια μάτια.» Μ. Προυστ
«Στον πρόλογο της Παναγίας των Παρισίων ο αφηγητής διαβάζει χαραγμένη στον τοίχο της Νοτρ Νταμ την κρίσιμη ελληνική λέξη: ΑΝΑΓΚΗ. Τρεις δεκαετίες αργότερα στον πρόλογο των Αθλίων μιλάει ξανά για τούτη την ΑΝΑΓΚΗ: «όσο υπάρχει η εξαθλίωση του άντρα από την ανέχεια, το κατρακύλισμα της γυναίκας από την πείνα, η καχεξία του παιδιού από το νυχτέρι, με δυο λόγια όσο υπάρχει κοινωνική ασφυξία που καταδικάζει τους ανθρώπους σε φτώχεια και αμάθεια, βιβλία σαν κι αυτό ΔΕΝ είναι ανώφελα». Τα μυθιστορήματα του Ουγκό δεν είναι τίποτε άλλο από την σπαρακτική λαχτάρα των ανθρώπων να μετουσιώσουν την ζωή τους σε πράξη: ο Κουασιμόδος, ο Γιάννης Αγιάννης, ο Ενζολωράς, ο Γαβριάς, ο γέρο Μαμπέφ μα και ο Κλοντ Φρόλο και ο Ιαβέρης, ψαύουν, ο καθένας με τον τρόπο του, αυτήν την πράξη, αποφασίζοντας με ποιους θα παν και ποιους θα αφήσουν. Αποφασίζουν για το διακύβευμα του καιρού τους. Διαβάστε τα στην Δεύτερη Προσοχή όμως και θ’ ανακαλύψετε μαγικά νοήματα και παράξενες προεκτάσεις, όπως και γιατί είναι τόσο μεγάλος, επίκαιρος κι άχρονος ο Ουγκώ.
[…] Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτε από την αλλόκοτη λέξη και το ολέθριο πεπρωμένο που έκρυβε μέσα της. Όποιος κι αν την έγραψε έχει φυσικά χαθεί, η λέξη έχει ξυθεί κι ίσως η Νοτρ Νταμ αφανιστεί κι αυτή με τη σειρά της. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για εκείνη τη λέξη. (Βίκτορ Ουγκό, Φεβρουάριος 1831, Πρόλογος στην πρώτη έκδοση της Παναγίας των Παρισίων.)
Χρειάστηκαν περίπου τετρακόσια χρόνια για να νιώσουν οι γραμματικοί πως το κείμενο γίνεται από τον αναγνώστη του, όσο γίνεται κι από τον συγγραφέα του: ήταν εκείνοι οι τρομεροί γραμματικοί της Αλεξάνδρειας που, κλεισμένοι στο Μουσείο και τη μυθική Βιβλιοθήκη, κατάλαβαν πως αν ανακατέψεις τα βιβλία, μπορείς να ανακατέψεις και τον κόσμο. Ο Συρακούσιος Θεόκριτος, ο Ρόδιος Απολλώνιος και ο Κυρηναίος Καλλίμαχος, ιδίως αυτός ο τελευταίος, πάλεψαν να ανακατώσουν τα κείμενα του ελληνικού κόσμου παραδίντας στα χέρια των (Λατίνων) επιγόνων τους μια πολλαπλασιασμένη επικράτεια μέσα σε έναν αινγματώδη καθρέφτη. Τα Αίτια ετούτου του Καλλιμάχου γράφηκαν σε ελεγειακό δίστιχο μα ίσως να είναι το πρώτο ενσυνείδητο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Τριακόσια χρόνια μετά ο πιο καλός μαθητής του, ο πιο καλός αναγνώστης του καθρέφτη των Αλεξανδρινών, ο Οβίδιος, έκανε μια μεγάλη ανασκόπηση ολόκληρης της ελληνικής περιπέτειας σε ένα ακόμη έμμετρο μυθιστόρημα: ήτανε οι Μεταμορφώσεις.
Δώδεκα αιώνες μετά τον Οβίδιο ένα ακόμη έμμετρο μυθιστόρημα που ξαναέγραφε τις Μεταμορφώσεις ένωσε την Δύση: η Κωμωδία του Δάντη Αλιγκιέρι ήταν μια περιπέτεια αναγέννησης μέσα στον χριστιανικό ορίζοντα. Κάπου στα 1600 ένας Ισπανός αξιωματικός όταν αποφάσισε να γράψει μια ανθρώπινη εκδοχή των Ομηρικών επών, προτίμησε τον πεζό λόγο: ο Δον Κιχώτης με τις ονειροφαντασίες του, τις κακοδαιμονίες και τις ήττες του είναι ο εαυτος μας ως Οδυσσέας που λογαριάζει τους ανεμόμυλους για γίγαντες. Ο τίτλος Ανθρώπινη Κωμωδία που διάλεξε ο Μπαλζάκ για ένα σύνθεμα 150 μυθιστορημάτων του είναι ενδεικτικός για το πώς είδαν το μυθιστόρημα στο δέκατο ένατο αιώνα: ένα εργαλείο κάθε λογής ένωσης – ένωσης εθνικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, εθνικής, ένα νέο ανθρώπινο έπος (για την ακρίβεια: κάτι σαν έπος). Έτσι ήρθαν ο Γκαίτε, ο Ουγκό, ο Σταντάλ, ο Φλωμπέρ, ο Μοπασάν, ο Ζολά, ο Βέρν, ο Ντίκενς, ο Μέλβιλ, ο Τουέιν, ο Λόντον, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Ανατόλ Φρανς, ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσσε να ανακατέψουν και να ξαναενώσουν τον κόσμο που πια μπορούσες να τον γυρίσεις σε ογδόντα μέρες.
Τα χρόνια –χρόνο με τον χρόνο- περνάν. Στην ματιά της Τζοκόντα όμως απομένει και κάτι από ‘μας, αν κάθε Νέος Χρόνος, είναι μια επανάληψη του περασμένου χρόνου, σημαίνει πως είναι κι ένα χρονικό του θανάτου μας. Σκέφτομαι τον Σεφέρη: τον σπαρακτικό τρόπο που ρωτά σε εκείνην την Τελευταία μέρα το «πώς θα πεθάνουμε;» Το ερώτημα πιθανώς να μην είναι ερώτημα μα ξόρκι, θα πεθάνουμε όπως και όπου αντέχουμε, ανάλογα με την Δύναμη μας, κάποιοι από εμάς, αν έζησαν στα βράχια του Λεονάρντο, σε ένα σταροχώραφο του Βαν Γκογκ, ή σε κάποια παρδαλή εκκλησία που τάζει παγερή αιωνιότητα, πιθανόν αυτή να είναι η εικόνα του θανάτου μας. Η Ζωή που ζούμε, το μονοπάτι που βαδίζουμε -Χρόνο με τον Χρόνο- δείχνει και το που θα πεθάνουμε.
Ο Έκο κλείνοντας το Όνομα του Ρόδου βάζει τον Άντζο της Μέλκ να γράφει: nomina nuda tenemus. Από την σκοπιά του ο Άντζο ίσως να έχει δίκιο, κάποιος άλλος, ωστόσο, γνωρίζει, πως τα ονόματα είναι μονάχα συμφωνίες, απλές δικαιοπραξίες, δηλαδή ανταλλαγές που σκορπάνε στον άνεμο, οπότε στα χέρια μας απομένουν γυμνές εικόνες, ανεξέλεγκτες σαν πληγές που μεγαλώνουν, ζωντανές σαν άνθη που ανοίγουν κάτω από έναν κι μοναδικό Θεό, τον Λαμπερό Ηλιο. Κρατήστε τις πολύτιμες στιγμές του κάθε Χρόνου και υποδεχτείτε κάθε καινούργιο με την Μεγαλοπρέπεια, την Μεγαλοσύνη, το Δέος και το Πάθος που του αξίζει. Αυτό είναι η Ζωή μας, ανακατέψε την, γιατί αυτό είναι κι ο Θάνατος μας.» @ Ηω Αναγνώστου
Εδώ που Ήρθαμε, Πάμε να Φύγουμε
«Έχω πλήρη επίγνωση ότι αυτή είναι μια επικίνδυνη δήλωση. Το δηλώνω κατηγορηματικά –ή, αν θέλετε, επαναστατικά: Ο κόσμος μας είναι κατασκευασμένος. Η «πραγματικότητα» του είναι αυθαίρετη και κατασκευασμένη, (και δεν είναι η μοναδική που μπορεί να κατασκευαστεί). Η πραγματικά δική μας συμμετοχή σ’ αυτήν τη μεγάλη κατασκευή είναι πολύ μικρή, σχεδόν πάντα αμελητέα και πολύ σπάνια χωρίς καθοδήγηση. Παντού επικρατεί μια παντοδύναμη Εξήγηση, χωρίς κανείς να ξέρει ποιός είναι αυτός που Εξηγεί. Ακόμη και αυτοί που υπηρετούν την κοσμική αυτή Εξήγηση, την κληρονόμησαν από άλλους που επίσης την υπηρετούσαν. Την διαιωνίζουν μέσα από αυθαίρετα –και στην ουσία τους εξουσιαστικά– επιτηδευμένα συστήματα ανάλυσης, έχοντας εφεύρει την σημασία της «κατηγορίας» και της «απόδειξης».
Αυτή η «κατηγορία» έχει διπλή έννοια, και χαράζει τα όρια των περιορισμών. Αυτή η «απόδειξη», δεν είναι παρά η ανάκληση μιας παλαιότερης αυθαίρετης εξήγησης, που με την σειρά της πατά πάνω σε μια παλαιότερη εξήγηση, κ.ο.κ. Γνωρίζουμε πολύ καλά, με ποιόν τρόπο ένα πολύπλοκο σύστημα μπορεί να ενισχύει με τις δικτυώσεις του τα επιμέρους κομμάτια του, και το γνωρίζουμε διότι αυτή η ενισχυτική και επεξηγηματική δομή είναι αυτή ακριβώς που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε την λογοτεχνία μας. Έχουμε αποκωδικοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο το Σύστημα εξηγεί και δημιουργεί την πραγματικότητα –και το χρησιμοποιούμε πειρατικά για να κατασκευάσουμε ό,τι θέλουμε και να το καταστήσουμε λειτουργικό όπως το δικό τους. Είναι σαν να ξέρεις τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού. Παύεις να είσαι θεατής και ανεβαίνεις στην σκηνή. Μόνο που, μπορεί να κάνεις πράγματα που δεν εγκρίνει η Διεύθυνση του Θεάτρου. Είναι αλήθεια ότι αυτό είναι λίγο επικίνδυνο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παράξενα πράγματα κάνει στα παρασκήνια ο Διευθυντής με την παρέα του» @ Παντελής Γιαννουλάκης
Το Να Αναρωτιέσαι
«Γνωρίζουμε ότι η συνείδηση ενοικεί σε κάθε ανθρώπινο ον, παρ’ όλα αυτά κατέχουμε την αντίληψη μόνο του δικού μας νου. Μερικές φορές ξυπνάμε, φευγαλέα μας παρουσιάζεται μία αινιγματική γνώση, είμαστε βέβαιοι ότι ο νους μπορεί να υπάρξει ξεχωριστά από εμάς. »Φυσικά, είναι πολύ παράξενο το γεγονός ότι υπάρχουμε. Επίσης, τελικά νιώθω ότι αυτή τη στιγμή δεν σε ονειρεύομαι, ή, ας το θέσουμε αλλιώς, ότι δεν με ονειρεύεσαι. Θα μπορούσε να συμβαίνει όμως, είναι συναρπαστική ιδέα, και γιατί να στερήσουμε από τον εαυτό μας την πιθανότητα ύπαρξης των συναρπαστικών πραγμάτων; Αλλά, το να αναρωτιέσαι για τη ζωή και για τη φύση της πραγματικότητας, είναι η αληθινή ουσία της Ποίησης. Ολόκληρη η Ποίηση συνίσταται στην αίσθηση ότι όλα τα πράγματα είναι παράξενα, ενώ ολόκληρη η Ρητορική στο να σκεφτόμαστε όλα τα πράγματα ως κοινότυπα, ως πολύ φανερά.
»Αν μας εξηγούνταν κάποτε το νόημα της ζωής, πιθανώς δεν θα το καταλαβαίναμε. Το να σκέφτεσαι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να το ανακαλύψει, είναι παράλογο. Ζούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τί είναι ο κόσμος ή ποιοι είμαστε. Τα σημαντικά πράγματα είναι το ένστικτο της ηθικής και το ένστικτο της διανόησης, δεν είναι; Το ένστικτο της ηθικής (λογικής) είναι αυτό που κρατάει σταθερό τον κόσμο. Το ένστικτο της διανόησης (αίσθησης – αντίληψης) είναι αυτό που μας κάνει να αναζητούμε, ενώ ξέρουμε ότι ίσως δεν θα βρούμε ποτέ καμία απάντηση. Όλα μα όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην Φαντασία» @Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986)
Το Τραγούδι του Πνεύματος
«Το Τραγούδι που θα τραγουδήσω είναι ένα πολύ παλιό τραγούδι, τόσο παλιό που κανένας δεν ξέρει ποιος το έφτιαξε. Παραδόθηκε για μένα από γενιά σε γενιά, και μου διδάχθηκε όταν ήμουν ακόμη ένα μικρό παιδάκι. Τώρα πλέον είναι το δικό μου Τραγούδι. Μου ανήκει. Είναι ένα ιερό Τραγούδι, και πολύ μεγάλη είναι η δύναμή του. Το Τραγούδι λέει πώς, καθώς τραγουδώ, φεύγω μακριά μαζί με τον άνεμο που με παίρνει και με πηγαίνει σε έναν μυστικό ιερό τόπο, όπου το Υπέρτατο Όν θα μου δώσει δύναμη για να κάνω τα πιο θαυμαστά πράγματα. Είμαι περικυκλωμένος από τα σύννεφα του ουρανού, και, καθώς περνώ μέσα στον άνεμο, αλλάζω, μεταμορφώνομαι και γίνομαι πνεύμα μονάχα. Το Τραγούδι μου ακούγεται πια στον άνεμο, είναι το τραγούδι του ανέμου, και είναι το Τραγούδι που τραγουδά το πνεύμα μου.» @Geronimo, Apache (1819 – 1909)
Ο Προστατευτικός Ουρανός των Ψευδαισθήσεων
«Λένε πως κάνουμε τους απολογισμούς μας, για να γαληνέψουμε την συνείδηση μας – πως κάθε ξελογάριασμά μας γίνεται όχι για να ταράξουμε τον ύπνο μας μα για να τον κάνουμε γλυκότερο, για να αποδιώξουμε μακριά τις απρόσκλητες κι ανυπότακτες ενοχές μας. Ωστόσο, απολογίζοντας τον εικοστό αιώνα της, τουλάχιστον δυο φορές η Δύση έφτασε στα όριά της (δηλαδή: στα όρια του διαλεκτικού ιστορισμού της). Κι οι δυο περιπτώσεις είναι σχεδόν σύγχρονες και έκτοτε χιλιοσυζητημένες: το Άουσβιτς και η Χιροσίμα – αλλιώς: το Ολοκαύτωμα και η Ατομική Βόμβα, Arbeit Macht Frei και Little Boy, χιλιάδες παιδικά παπούτσια που μοιράζονται στον γερμανόφωνο πληθυσμό της Πολωνίας και χιλιάδες αλαλάζοντες αμερικάνοι στην Τάιμς Σκουέρ να πανηγυρίζουνε ως Νίκη τη ρίψη της Βόμβας. Δηλαδή: το παλιό παραμύθι με το κουμπί και τους δέκα χιλιάδες μανδαρίνους της Κίνας.
Όχι, δεν ήταν οι μόνες εκατόμβες του σύντομου αιώνα, αν κανείς σκεφτεί τον Μάο, τον Πολ Ποτ, τα Γκουλάκ, την προαποφασισμένη πείνα της Ουκρανίας, την γενοκτονία των Αρμενίων, τα χαρακώματα του Βέρντεν, την Καλλίπολη, τους Ναζί στην Σοβιετική Ρωσία, τους Σοβιετικούς στην καταρρέουσα Γερμανία, την Δρέσδη, το Βιετνάμ και την Καμπότζη, το εμπάργκο του Ιράκ, τον ιό Έμπολα και τη Ρουάντα, εύκολα καταλαβαίνει πως το Άουσβιτς και η Χιροσίμα βαραίνουν μέσα μας πιότερο ως σύμβολα τελετουργικού φόνου παρά ως φριχτές και απόκοσμες εξαιρέσεις. Κάποιος ψυχραιμος (σοφός;) μπορεί να το πει: «Οι άνθρωποι το κάνουν αυτό από την αρχή τους – παράγουν ιστορία εξοντώνοντας ανθρώπους. Απλώς στο Άουσβιτς και στη Χιροσίμα η λογική απόφαση προηγήθηκε του ενστίκτου και τούτο δηλώθηκε καθαρά, σε όλους τους τόνους. Αυτό φαντάζομαι πως πρέπει να γίνει σαφέστερο.
Ποτέ δεν μπορεί κανείς να λογαριάσει με ακρίβεια που μπαίνει το τέλος. Άνθρωποι ματαιόσπουδοι και ματαιόσποροι είμαστε, θρεμμένοι βιολογικά και πνευματικά από τις υπεραξίες της Δύσης – πάντως άνθρωποι και με αυτά τα κριτήρια βγάζουμε τις βουλές μας. Το Άουσβιτς και την Χιροσίμα δεν τα γέννησε ο παραλογισμός μας ή, έστω, τα ανεξέλεγκτα ένστικτά μας· το Άουσβιτς και την Χιροσίμα τα θελήσαμε, είτε γιατί είναι η ασυνείδητα επιθυμητή εικόνα μας στον καθρέφτη της αριστοτελικής λογικής, είτε γιατί είναι η κορύφωση της προσευχής μας μας προς τον μεγάλο μας Θεό που φροντίσαμε να τον μεγαλώσουμε με τις Δέκα ή τις Χίλιες Δέκα Εντολές φόβου και τρόμου, τα ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμου εστί και τα αλάθητά μας. Το Άουσβιτς και η Χιροσίμα τα θελήσαμε, όταν αποδεχτήκαμε πως μπορούμε να τα συζητήσουμε με όρους ποσοτικούς – όταν δηλαδή τα κάναμε μέρος της διαλεκτικής μας. Το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα τα θελήσαμε, όταν είπαμε να φτάσουμε μέχρι το κέντρο της γης και το κέντρο της ιστορίας.
Και μετά κάνουμε πως είδαμε και δεν καταλάβαμε. Και την ιστορία δεν την πολυπειράζουμε. Λέμε: εμείς είμαστε άνθρωποι ματαιόσπουδοι και ματαιόσποροι – έτσι λέμε και πηγαίνουμε στη διανομή των παιδικών παπουτσιών. Μα πού βρέθηκαν τόσα παιδικά παπούτσια;
Έτσι καταλαβαίνω και την (κατά γράμμα ανιστόρητη) απόφαση του Αντόρνο, περί της ανημποριάς να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς: προφανώς ο Αντόρνο δεν κυριολεκτεί· ποίηση υπήρξε και τους καιρούς που σφαγιάστηκαν οι Μήλιοι, ποίηση υπήρξε και τους αιώνες που οι Χριστιανοί εξολόθρευαν με σίδερο και με φωτιά τους αλλόθρησκους, ποίηση υπάρχει και τις δεκαετίες που οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν από αέρος. Όμως τώρα πια ξέρουμε τι κουβαλάμε στον σάκο μας. Αυτό νομίζω πως ένιωσε ο Αντόρνο: πως πια τα ποιήματα μας θα τα γράφουμε με τον καπνό του Άουσβιτς, με το μανιτάρι της Χιροσίμα, με την πείνα και τον θάνατο, με τον όλεθρο της διαλεκτικής μας.
Κι ακόμη, πως ζούμε σε μιαν σύντομη ανακωχή ανάμεσα στο ένα Άουσβιτς και στο επόμενο. Πως το Καθαρτήριο και ο Παράδεισος είναι μέσα στην Κόλαση. Ναι, ποίηση υπάρχει – μα πλέον δεν υπάρχει ο προστατευτικός ουρανός των ψευδαισθήσεων. Οι ποιητές προφέρουν την τελευταία τους λέξη: Εγερση, «Wstawać» (Πολωνική λέξη που σημαίνει «Για να σηκωθείτε»)
Ανακωχή: δηλαδή ένα πρόσκαιρο διάλειμμα
«Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες
όνειρα βίαια και πυκνά,
ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα
να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.
Ώσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά
το πρόσταγμα που συνόδευε την αυγή
«Wstawać»
και ράγιζε την καρδιά μας.
Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,
τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας
και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,
σήμανε η ώρα
Όπου να ’ναι θ’ ακούσουμε πάλι
το ξενικό πρόσταγμα:
«Wstawać».
» Από το παράγγελμα Wstawac, μέχρι τον αναχρονισμό του Δάντη, ο άνθρωπος έχει να περπατήσει έναν κρίσιμο δρόμο· κι ο δρόμος αυτός αφορά τον καθένα, σήμερα και πάντοτε κι όχι μονάχα τους καταραμένους Häftlinge του Άουσβιτς εκείνου του καλοκαιριού του 1944» @Θανάσης Τριαρίδης
«Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους. »Δεν μας απονέμεται η σοφία. Πρέπει να την ανακαλύψουμε μόνοι μας, μετά από ένα ταξίδι που κανένας δεν μπορεί να κάνει για λογαριασμό μας ή να μας γλιτώσει από αυτό.» Μαρσέλ Προυστ
Ενα χρήσιμο δώρο στον Εαυτό, για την χρονιά που φεύγει και την Νέα χρονιά που έρχεται
Είναι ένα χρήσιμο τεστ που αποτελείται από ερωτήσεις κι έχει ως στόχο ο άνθρωπος που υποβάλλεται στη διαδικασία να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Το τεστ ονομάστηκε «ερωτηματολόγιο του Προυστ». Αν και δεν είναι σίγουρο ότι το δημιούργησε ο ίδιος ο Προυστ, όμως πήρε το όνομά του όταν ο ίδιος υποβλήθηκε σ’ αυτό. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η φίλη του Μαρσέλ Προυστ, Αντουανέτα Φορ, έφτιαξε το ερωτηματολόγιο και ο Προυστ απάντησε σε αυτό όταν ήταν 13 και το επανέλαβε όταν ήταν 20 ετών. Το σίγουρο είναι ότι ο Προυστ από την εφηβική ηλικία είχε εκπαιδεύσει το πνεύμα του και ήταν σε θέση να αναζητήσει και να αντιμετωπίσει τους περισσότερους φόβους του και τους φιλοσοφικούς του προβληματισμούς. Το ενδιαφέρον στο τεστ είναι, ότι όταν υπάρχει χρονική απόσταση [αχ αυτος ο Παντοκράτωρ Χρόνος] στις απαντήσεις, παρατηρεί κάποιος πως αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα κριτήριά του. Είναι σαν να βάζεις έναν καθρέφτη και να βλέπεις την ψυχή σου, χρόνο με τον χρόνο κι αν είσαι αρκετά ικανός, που πάει να πει, αρκετά Δυνατός, ίσως μπορέσεις να κοιτάξεις και «πίσω από τον καθρέφτη»
Χαρτί και Μολύβι λοιπόν κι Ανακατέψτε τον Κόσμο
Το ερωτηματολόγιο του Marcel Proust
Ποια είναι η αγαπημένη σας αρετή;
Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα ενός άντρα;
Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα σε μια γυναίκα;
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας ελάττωμα;
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας προτέρημα;
Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σας;
Ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Τι σημαίνει για εσάς ευτυχία;
Τι θα αποτελούσε για εσάς τη μεγαλύτερη δυστυχία;
Ποιος και πώς θα θέλατε να είστε;
Σε ποια χώρα θα θέλατε να μένετε;
Ποιο είναι το αγαπημένο σας χρώμα;
Ποιο είναι το αγαπημένο σας λουλούδι;
Ποιο είναι το αγαπημένο σας πουλί;
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας εικαστικοί;
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές;
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες;
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας φανταστικοί ήρωες και ηρωίδες;
Ποιοι είναι οι αγαπημένες σας προσωπικότητες; (άντρες, γυναίκες)
Τα αγαπημένα σας ιστορικά πρόσωπα;
Τι απεχθάνεστε περισσότερο;
Ποιο ιστορικό πρόσωπο απεχθάνεστε περισσότερο;
Ποιο στρατιωτικό γεγονός εκτιμάτε περισσότερο;
Ποιο φυσικό χάρισμα θα θέλατε να έχετε;
Πώς θα προτιμούσατε να πεθάνετε;
Πώς νιώθετε αυτή τη στιγμή;
Ποια είναι η μεγαλύτερή σας αδυναμία για την οποία μετανιώνετε περισσότερο;
Το προσωπικό σας απόφθεγμα;
Καλή και η Νέα Χρονιά / οι συντελεστές του terrapapers.com