Topics:

Πολιτική Δουλεία 

Το Ίδρυμα του Μέλλοντος της Ελευθερίας Το 1977, η Ανατολική Γερμανία επέλεξε να “πουλήσει” εκατοντάδες από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες της στην Δυτική Γερμανία. Το κίνητρο δεν ήταν μόνο οικονομικό – ήταν κυρίως...

Πολιτική Δουλεία 

Το Ίδρυμα του Μέλλοντος της Ελευθερίας

Το 1977, η Ανατολική Γερμανία επέλεξε να “πουλήσει” εκατοντάδες από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες της στην Δυτική Γερμανία. Το κίνητρο δεν ήταν μόνο οικονομικό – ήταν κυρίως πολιτικό: η απομάκρυνση επικριτικών φωνών ενόψει μιας Διεθνούς Διάσκεψης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Και όμως, η παγκόσμια κοινότητα δεν αντέδρασε. Δεν συγκλονίστηκε. Δεν εξέφρασε αποστροφή. Παρά την εξαγορά ανθρώπων, η Ανατολική Γερμανία δεν καταδικάστηκε, δεν απονομιμοποιήθηκε. Κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες τόλμησαν ακόμη να ισχυριστούν ότι το καθεστώς της είχε μεγαλύτερη “νομιμότητα” από εκείνο της Δυτικής Γερμανίας, χάρη στην εκτεταμένη κοινωνική του πρόνοια. Ο πατερναλισμός εξαγόρασε την συνείδηση.

Η Ρουμανία, λίγο αργότερα, υιοθέτησε παρόμοια πολιτική: εξήγαγε ανθρώπινες ζωές – Εβραίους, Γερμανούς της μειονότητας – στην παγκόσμια αγορά με αντάλλαγμα σκληρό νόμισμα. Το ερώτημα παραμένει: Πόσους ανθρώπους πρέπει να “πουλήσει” μια κυβέρνηση για να χάσει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται “κυβέρνηση”; Πόσους υπηκόους της μπορεί να εμπορευθεί πριν αναγνωριστεί παγκοσμίως πως αυτοί οι πολίτες δεν είναι παρά κρατικοί σκλάβοι;

Ακόμη πιο σκοτεινά παραδείγματα βρίσκονται στην Ιστορία. Κατά την διάρκεια του πολέμου Ιράκ–Ιράν (1980–1988), η ιρανική κυβέρνηση έστειλε χιλιάδες παιδιά –κάποια μόλις δώδεκα ετών– να καθαρίσουν ναρκοπέδια μπροστά από τα τανκς της. Τους χάριζαν ένα μικρό ασημένιο κλειδί, διαβεβαιώνοντάς τα πως αυτό θα τους ανοίξει την Πύλη του Παραδείσου. Τα αλυσόδεναν, τα προωθούσαν στις πρώτες γραμμές, τα θυσίαζαν. Οι μεγαλύτεροι στρατιώτες χρησιμοποιούνταν σε επιθέσεις αυτοκτονίας, μόνο και μόνο για να εξαντλήσουν τα πυρομαχικά του εχθρού.

Αν μια κυβέρνηση έχει την “εξουσία” να ρίχνει τα παιδιά της πάνω σε νάρκες, τότε ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτά τα παιδιά δεν είναι σκλάβοι της κρατικής ιδεολογίας; Ότι δεν είναι ιδιοκτησία του έθνους-κράτους που τα γέννησε;

Η ιστορία δεν ξεχνά, αλλά οι κοινωνίες συχνά συγχωρούν. Το παρόν, εντούτοις, επαναλαμβάνει αθόρυβα τις ίδιες πράξεις. Με νέες μορφές. Με νέες τεχνολογίες. Με καινούριες λέξεις. Η ουσία, όμως, παραμένει αναλλοίωτη, όταν ο άνθρωπος παύει να είναι σκοπός και γίνεται εργαλείο, τότε κάθε ίχνος ελευθερίας διαλύεται στον αέρα. Και το “Ίδρυμα του Μέλλοντος της Ελευθερίας” μετατρέπεται σιωπηλά σε Μνημείο της Υποταγής.

Αμερικανοί Νεοσύλλεκτοι

Κατά την διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί νεοσύλλεκτοι δεν στάλθηκαν απλώς στο μέτωπο – μετατράπηκαν σε αναλώσιμους πόρους για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αν και η μοίρα τους δεν ήταν απολύτως καταδικασμένη, η θυσία τους δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη των νέων που χρησιμοποιήθηκαν ως “ανθρώπινα κύματα” σε άλλες, φαινομενικά πιο βάρβαρες, συγκρούσεις. Η διαφορά ήταν περισσότερο ποσοτική παρά ηθική ή αρχής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο με το πρόσχημα της προστασίας του λαού του Νοτίου Βιετνάμ από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Ωστόσο, αυτή η “υψηλή” ιδεολογική επιδίωξη χτίστηκε πάνω στην υποχρεωτική στρατολόγηση, ένα εργαλείο που προσέφερε σχεδόν απόλυτη εξουσία στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση επάνω στις ζωές εκατομμυρίων νέων ανδρών. Χωρίς την στράτευση -και τα ψέματα που την συνόδευαν- οι πρόεδροι Λίντον Τζόνσον και Ρίτσαρντ Νίξον, καθώς και το Κογκρέσο, θα μπορούσαν να μην είχαν διακινδυνεύσει την ζωή δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών μέσα στις αφιλόξενες ζούγκλες και τους ορυζώνες της νοτιοανατολικής Ασίας.

Ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα περιέγραψε τον πόλεμο του Βιετνάμ ως έναν «πόλεμο κοινωνικών επιστημόνων» μια τραγική ειρωνεία, καθώς αυτό έδωσε την επίφαση επιστημονικής ψυχραιμίας στην πολιτική εξαπάτηση και την ανθρώπινη θυσία. Ο ΜακΝαμάρα, στο βιβλίο του το 1995, παραδέχτηκε ότι οι αποτυχίες δεν ήταν απλώς επιχειρησιακές, αλλά θεσμικές. Προήλθαν δηλαδή από την αδυναμία των ανώτατων κλιμακίων της εξουσίας να διαχειριστούν ένα περίπλοκο και παρατεταμένο πόλεμο υπό περιορισμούς. Αλλά αυτή η παραδοχή δεν αρκεί για να σβήσει την ηθική ευθύνη.

Ο συνταγματάρχης HR McMaster, βετεράνος του Πολέμου του Κόλπου και συγγραφέας του βιβλίου “Dereliction of Duty” (Παράβλεψη Καθήκοντος, 1997), είναι πιο σαφής. Δεν επρόκειτο απλώς για λάθη υπερβολικής εμπιστοσύνης ή αλαζονείας, αλλά για σκόπιμη παραπλάνηση του αμερικανικού λαού και του Κογκρέσου, ώστε να εξυπηρετηθούν οι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι του Προέδρου Τζόνσον. Μάλιστα, υποστηρίζει πως ο πόλεμος σχεδιάστηκε όχι με γνώμονα την νίκη, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εμποδίζει την υλοποίηση του εγχώριου κοινωνικού προγράμματος της “Μεγάλης Κοινωνίας”.

Αυτή η ιεράρχηση -η εσωτερική πολιτική σταθμισμένη έναντι χιλιάδων ανθρώπινων ζωών- συνιστά ένα από τα πιο στυγνά παραδείγματα πολιτικού κυνισμού. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο ΜακΝαμάρα σε συνέντευξή του το 1995: «Η υποχρέωσή μου ήταν να κάνω αυτό που ήθελε ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού», υπονοώντας ότι η πίστη στον Πρόεδρο υπερίσχυε της πίστης στην αλήθεια ή στο δίκαιο. Ακόμη χειρότερα, τόνισε πως «όλοι έχουμε την υποχρέωση να υπηρετούμε την κυβέρνησή μας ή να υποστούμε την ποινή», λες και η υπακοή στο κράτος είναι υπέρτατη αρετή, ανεξαρτήτως του ηθικού ή ψευδούς χαρακτήρα των διαταγών του.

Η απολυταρχική αυτή αντίληψη για την πολιτική ευθύνη φτάνει στο απόγειό της όταν εξετάζουμε την πραγματική λειτουργία της στρατηγικής αποχώρησης από το Βιετνάμ. Σε μια καταχώριση ημερολογίου του Χ.Ρ. Χάλντεμαν, επικεφαλή του προσωπικού του Νίξον, σημειώνεται ότι ο Χένρι Κίσινγκερ αντιτάχθηκε στην πρόωρη αποχώρηση από τον πόλεμο, διότι φοβόταν την αρνητική πολιτική αντίδραση πριν τις εκλογές του 1972. Προτιμούσε μια “ύφεση” που θα οδηγούσε στην αποχώρηση το φθινόπωρο του ίδιου έτους, όταν θα ήταν πια πολύ αργά για να επηρεάσει τις εκλογές. Παρότι ο Κίσινγκερ διέψευσε κατηγορηματικά την καταγραφή αυτήν, η χρονολογική σύμπτωση ενισχύει την δυσπιστία. Η ειρηνευτική συμφωνία υπογράφηκε στις αρχές του 1973 και το Νότιο Βιετνάμ κατακτήθηκε μόλις δύο χρόνια αργότερα, αφού το Βόρειο Βιετνάμ αγνόησε την συμφωνία και εισέβαλε στην Σαϊγκόν.

Η ουσία είναι πως οι ζωές χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικά μέσα πίεσης -τόσο απέναντι στον εχθρό όσο και απέναντι στο ίδιο το εκλογικό σώμα. Και αυτό μας φέρνει σε ένα θεμελιώδες συμπέρασμα, πως η πολιτική δουλεία συχνά αποδεικνύεται πιο απάνθρωπη από την οικονομική. Ελάχιστοι ιδιώτες δουλοκτήτες θα καταστρέφονταν τόσο εύκολα από την απώλεια των σκλάβων τους· αντίθετα, οι κυβερνήτες φάνηκαν έτοιμοι να απαρνηθούν τις ζωές των «στρατευμένων υπηκόων» τους με τρομακτική ευκολία και πλήρη πολιτική ψυχραιμία.

Ξεχασμένα Λουριά

Περισσότερα από 400 χρόνια πριν, ο Γάλλος φιλόσοφος Ετιέν ντε Λα Μποετί παρατήρησε πως:

«Είναι μάταιο να διαφωνούμε για το αν η ελευθερία είναι φυσική· κανείς δεν μπορεί να διατηρείται στην δουλεία χωρίς να αδικείται».

Μέσα από τέτοια λόγια, αναγνωρίζουμε μια διαχρονική αλήθεια. Πως η ελευθερία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά φυσικό δικαίωμα. Ίδιες ανησυχίες διατύπωσαν και Άγγλοι στοχαστές από τον 17ο αιώνα και εξής, ταυτίζοντας την ανεξέλεγκτη κρατική εξουσία με την ίδια την σκλαβιά.

Ο Τζον Λοκ υπογράμμιζε:

«Κανείς δεν μπορεί να θέλει να έχει την Απόλυτη Εξουσία επάνω μου, εκτός αν σκοπεύει να με εξαναγκάσει σε κάτι αντίθετο με το Δικαίωμά μου στην Ελευθερία – δηλαδή να με μετατρέψει σε σκλάβο».

Ο Τζον Τρέντσαρντ και ο Τόμας Γκόρντον, στις Επιστολές του Κάτωνα (1721), ήταν εξίσου σαφείς:

«Ελευθερία είναι να ζεις με τους δικούς σου όρους· δουλεία είναι να ζεις στο έλεος άλλων».

Ο Γουίλιαμ Πιτ προειδοποίησε ότι αν οι Αμερικανοί υπέκυπταν στον Νόμο περί Σφραγίδας, θα παραδίδονταν «οικειοθελώς στην σκλαβιά». Το 1775, όταν το Ηπειρωτικό Κογκρέσο εξέδιδε την Έκκληση για Όπλα, διακήρυσσε:

«Υπολογίσαμε το κόστος αυτού του αγώνα και δεν βρίσκουμε τίποτε τόσο φρικτό όσο την οικειοθελή δουλεία».

Ο ιστορικός Τζον Φίλιπ Ριντ σημείωσε:

«Η λέξη “δουλεία” υπήρξε ανεκτίμητη κατά την διάρκεια της επαναστατικής διαμάχης – όχι μόνο γιατί συμπύκνωνε έννοιες νομικές, πολιτικές και συνταγματικές, αλλά και γιατί επέτρεπε στον συγγραφέα να μιλήσει βαθιά για την έννοια της ελευθερίας».

Αναμφίβολα, μέρος της ρητορικής των δεκαετιών του 1760 και 1770 μπορεί να μοιάζει υπερβολικό με τα σημερινά μέτρα. Όμως οι φωνές εκείνης της εποχής κατανοούσαν κάτι ουσιώδες, πως η απεριόριστη κρατική εξουσία αλλοιώνει την ζωή των ανθρώπων. Οι πρώτοι Αμερικανοί διέθεταν βαθιά διαίσθηση ότι η εξουσία εύκολα ξεπερνά τα όρια. Τα πρώτα πολιτειακά συντάγματα, όπως και το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα και ο Χάρτης Δικαιωμάτων, σχεδιάστηκαν με στόχο να διατηρήσουν την κυβέρνηση σε διαρκή ταπεινότητα απέναντι στους πολίτες.

Σε παλαιότερες εποχές, όταν το κράτος ήταν πιο αδύναμο, το ζήτημα της κυριαρχίας περιοριζόταν κυρίως στην διαμάχη μεταξύ πολιτειών και ομοσπονδίας. Όμως όσο η κρατική εξουσία γιγαντωνόταν, η ερώτηση άλλαξε: “ποιος έχει τον τελικό λόγο για την ζωή του ατόμου;”. Κάθε νομοθετική ή γραφειοκρατική εισβολή πρέπει να μας θέτει σε εγρήγορση – όχι απλώς για την νομική της υπόσταση, αλλά για το τι συνεπάγεται για την προσωπική κυριαρχία.

Στην αρχαία Ρώμη, οι φιλόσοφοι αναρωτιούνταν αν μπορεί ένας πολίτης να θεωρείται ακόμα ελεύθερος, αν έχει επιλέξει να πουλήσει τον εαυτό του στην σκλαβιά; Αντίστοιχα, σήμερα είναι πράγματι ελεύθερος ένας πολίτης που, ψηφίζοντας, εκχωρεί ουσιαστικά την αυτεξουσιότητά του στο κράτος-κηδεμόνα;

Η συνεχής εξάπλωση πατερναλιστικών πολιτικών καθιστά την δημοκρατία σκιά του εαυτού της. Όταν οι πολίτες δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν ούτε την τουαλέτα που θέλουν να αγοράσουν, πώς να πειστούν ότι είναι ελεύθεροι, μόνο και μόνο επειδή μπορούν να ψηφίζουν εκπροσώπους; Η ψευδαίσθηση συμμετοχής μέσω της κάλπης δεν αρκεί. Αν το μόνο που επιτρέπεται στον πολίτη είναι να σπρώξει το πρώτο ντόμινο, αλλά δεν έχει έλεγχο για τα υπόλοιπα που πέφτουν επάνω του, τότε η «αυτοδιοίκηση» είναι μια πολιτικά ωραιοποιημένη εκδοχή της οικειοθελούς υποταγής.

Σύγχρονη Δουλεία: Η Εξουσία με Άλλο Όνομα

Έχουμε, άραγε, μεταβιβάσει στην κάθε κυβέρνηση μια εξουσία παρόμοια με εκείνη που άλλοτε καταδικάζαμε στους δουλοκτήτες; Ο Αμερικανός νομικός και πολιτικός φιλόσοφος Λύσανδρος Σπούνερ το είχε διατυπώσει εύστοχα ήδη από το 1867:

«Ένας άνθρωπος παραμένει σκλάβος, ακόμη κι αν του επιτρέπεται να επιλέγει νέο αφέντη κάθε λίγα χρόνια… Αυτό που τον καθιστά σκλάβο είναι το γεγονός ότι βρίσκεται, και θα εξακολουθεί να βρίσκεται, στα χέρια ανθρώπων των οποίων η εξουσία είναι απόλυτη και ανεύθυνη.»

Αυτή η φράση αποτυπώνει έναν επικίνδυνο μετασχηματισμό της έννοιας της ελευθερίας στον σύγχρονο κόσμο. Η πολιτική δουλεία δεν εκδηλώνεται απαραίτητα με αλυσίδες ή βασανιστήρια. Αντιθέτως, γίνεται αισθητή στις στιγμές που η διαδρομή του πολίτη συναντά εκείνη του κράτους – όταν, δηλαδή, ο πολίτης έρχεται αντιμέτωπος με την νομική του ανυπαρξία.

Η δουλεία δεν είναι απλώς θέμα κακών προθέσεων. Είναι μια δομική πραγματικότητα που θεμελιώνεται στην απόλυτη νομική υπεροχή του κράτους έναντι του ατόμου. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η υπεροχή, τόσο περισσότερο ο πολίτης παύει να είναι ελεύθερος άνθρωπος και μετατρέπεται σε υποκείμενο εξουσίας, σε εργαλείο υπηρεσίας και κατανάλωσης -σε αναλώσιμο μέσο για τις φιλοδοξίες των ηγεμόνων του.

Ο Νόμος ως Όργανο Υποταγής

Οι Ιδρυτές Πατέρες έχοντας βιώσει την αυθαιρεσία μιας κυβέρνησης μακριά από τα εδάφη τους, φρόντισαν να δημιουργήσουν μια εξουσία αυστηρά υποταγμένη στον νόμο. Γνώριζαν ότι, αν οι κυβερνώντες βρίσκονται υπεράνω του νόμου, τότε ο ίδιος ο νόμος μετατρέπεται σε εργαλείο τυραννίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ελευθερία του πολίτη είναι παρόμοια με εκείνη του σκλάβου στον οποίο ο αφέντης απλώς επιλέγει να μη σηκώσει το μαστίγιο. Το πρόβλημα δεν είναι πόσο συχνά χρησιμοποιείται η καταστολή, αλλά αν υπάρχει το νομικό δικαίωμα και η δυνατότητα χρήσης της κατά βούληση.

Η δουλεία δεν είναι δυαδική -όλα ή τίποτα. Υπάρχουν διαβαθμίσεις: όπως και η ελευθερία, έτσι και η σκλαβιά κινείται σε φάσμα.

Το Πείραμα της Παγκόσμιας Υποταγής

Στην σύγχρονη εποχή, η απειλή δεν προέρχεται πλέον μόνο από τα κράτη. Παγκόσμιοι θεσμοί, όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), έχουν αναλάβει να σχεδιάσουν έναν νέο κόσμο – για εμάς, χωρίς εμάς. Μία από τις πιο προβεβλημένες εξαγγελίες τους είναι πως μέχρι το 2030 “δεν θα κατέχετε τίποτα και θα είστε ευτυχισμένοι.”

Αυτός ο ισχυρισμός προβάλλεται ως “όραμα” προόδου, αλλά στην πραγματικότητα περιγράφει μια νέα μορφή δουλοπαροικίας. Η ατομική ιδιοκτησία –πυλώνας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας– διαβρώνεται σκόπιμα. Οι πολιτικές που προωθούνται διεθνώς καταστρέφουν την οικονομική αυτάρκεια των πολιτών, υποσκάπτοντας την δυνατότητα επιλογής και αντίστασης.

Ο Αυστραλός γερουσιαστής Μάλκολμ Ρόμπερτς προειδοποίησε εύστοχα:

«Το σχέδιο της Μεγάλης Επαναφοράς είναι ότι θα πεθάνετε χωρίς τίποτα. Η “ζωή με συνδρομή” του Κλάους Σβαμπ είναι στην πραγματικότητα δουλοπαροικία. Είναι δουλεία.»

Σε αυτό το σύστημα, όλα –σπίτια, μεταφορικά μέσα, ακόμη και προσωπικά αντικείμενα– θα ανήκουν σε λίγους διεθνείς παίκτες, ενώ οι απλοί άνθρωποι θα νοικιάζουν τα αναγκαία για την επιβίωση, εφόσον πληρούν τα κριτήρια του κοινωνικού πιστωτικού τους σκορ. Για την επίτευξη αυτού του παγκόσμιου ελέγχου, αναπτύσσονται εργαλεία τεχνολογικής παρακολούθησης. Οι λεγόμενοι “ατομικοί ιχνηλάτες αποτυπώματος άνθρακα” είναι μόνο η αρχή. Το WEF ήδη προτείνει τον καθορισμό “αποδεκτών ορίων για τις προσωπικές εκπομπές”.

Πώς θα εφαρμοστεί κάτι τέτοιο; Μέσω ψηφιακής ταυτοποίησης, ίσως με εμφυτεύσιμα RFID. Και για όσους τολμήσουν να αποκλίνουν από την “ορθή” συμπεριφορά, έρχεται η εφαρμογή των Ψηφιακών Νομισμάτων Κεντρικής Τράπεζας (CBDC), τα οποία θα επιτρέπουν την άμεση αφαίρεση κεφαλαίων ή τον αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Η λογοκρισία αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα αυτού του οικοδομήματος, δηλαδή μια πραγματικότητα όπου η αμφισβήτηση βαφτίζεται “παραπληροφόρηση” και η ελευθερία λόγου πνίγεται στο όνομα της “ασφάλειας”.

Η Ελπίδα της Αντίστασης

Η πανδημία και τα lockdown αποκάλυψαν την σαθρή βάση του αφηγήματος περί δημόσιας προστασίας. Η αχρείαστη καταστολή και οι παράλογες εντολές γέννησαν αμφιβολία και, σε κάποιες περιπτώσεις, αντίσταση.

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι καθοριστικό. Υπάρχει ακόμη χρόνος για να αποκρούσουμε αυτήν την νέα δουλεία;

Ίσως ναι – εφόσον ακόμη υπάρχουν πολίτες με δική τους περιουσία, ελευθερία έκφρασης, δικαίωμα στην αυτοάμυνα και, πάνω απ’ όλα, θέληση να υπερασπιστούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με κάθε κόστος.

@OWL / 2024

Γράψε την άποψη σου ελεύθερα με ευπρέπεια κι ορθό λόγο.
Δεν επιτρέπεται η προπαγάνδα ή το κουτσομπολιό.

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.
Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

*