Topics:

Το Δράμα του Κόσμου

Ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού Η φιλοσοφική συζήτηση γύρω από την φύση του Καλού και του Κακού διαρκεί αιώνες. Είναι ένα από τα πλέον διαχρονικά και πολυεπίπεδα θέματα στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης...

Το Δράμα του Κόσμου

Ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού

Η φιλοσοφική συζήτηση γύρω από την φύση του Καλού και του Κακού διαρκεί αιώνες. Είναι ένα από τα πλέον διαχρονικά και πολυεπίπεδα θέματα στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης — ένα ζήτημα για το οποίο έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι, ικανοί να γεμίσουν βιβλιοθήκες που θα έφταναν, μεταφορικά, από την Γη μέχρι την Σελήνη. Πρόκειται για μια διαρκή και ατέρμονη αναζήτηση, καθώς τα ερωτήματα που γεννά είναι θεμελιώδη και τα συμπεράσματα, συχνά, αλληλοσυγκρουόμενα.

Δεν είναι στις προθέσεις μου να επιχειρήσω μία πλήρη ανάλυση αυτού του τεράστιου ζητήματος στο παρόν κείμενο. Αντίθετα, περιορίζομαι στο να καταθέσω δύο βασικά και, κατά την γνώμη μου, καίρια συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η συζήτηση για το Καλό και το Κακό είναι, στην ουσία της, μία συζήτηση για τα πάντα. Ακουμπά κάθε πλευρά της ύπαρξης, μπορεί να επεκταθεί σε κάθε ανθρώπινο και υπαρξιακό ερώτημα και γι’ αυτό η έκτασή της δεν έχει τέλος. Και δεύτερον, ότι ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού δεν διεξάγεται μόνο στον έξω κόσμο ή εντός μας, αλλά και μέσα στην ίδια την συζήτηση που τον αφορά. Καθεμία από τις αντίθετες θεωρήσεις, τις κοσμοαντιλήψεις και τις διαφωνίες συνιστά και μία μορφή αυτού του πολέμου, συχνά συγκαλυμμένη. Κι ενώ η θεωρητική διαμάχη συνεχίζεται χωρίς σαφή κατάληξη, ο πόλεμος συνεχίζει να μαίνεται – σε κοινωνίες, σε σχέσεις, σε συνειδήσεις.

Εκτιμώ ότι, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου ή φιλοσοφικής κατάρτισης, ο καθένας από εμάς διαθέτει κάποια εσωτερική, σχεδόν ενστικτώδη, επίγνωση για το τι είναι Καλό και τι είναι Κακό. Αυτή η γνώση γεννιέται συχνά μέσα από την εμπειρία, τον πόνο, την χαρά, την συνύπαρξη. Δεν είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε σε σχολές σκέψης ή σε θεωρητικά μοντέλα για να αντιληφθούμε αυτά τα δύο αντίθετα — τα νιώθουμε. Κι ίσως, ακριβώς γι’ αυτό, έχει περισσότερο νόημα να αναδειχθούν ορισμένα κοινά σφάλματα και παρεξηγήσεις που συνοδεύουν την σχετική συζήτηση.

Η άποψη ότι το Καλό και το Κακό είναι έννοιες «σχετικές» προκύπτει συχνά από μια επιλεκτική ανακάλυψη της σχετικότητας. Αν, όμως, κάποιος πάρει στα σοβαρά αυτήν την ιδέα, θα έπρεπε λογικά να την εφαρμόσει και σε όλα τα υπόλοιπα — ακόμη και στην ίδια την πραγματικότητα. Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, πως αυτή η σχετικότητα συνήθως καταρρέει όταν το Καλό ή το Κακό αγγίξει προσωπικά εκείνον που την υποστηρίζει.

Από την άλλη, ο ισχυρισμός ότι το Κακό είναι απλώς μια “κατασκευή της Συνείδησης”, είναι επιφανειακός και σε τελική ανάλυση παιδαριώδης. Είναι σαν να λέμε ότι ο αέρας είναι «κάτι των πνευμόνων μας». Η συνείδηση, πράγματι, είναι το πεδίο στο οποίο εδράζονται οι εμπειρίες και οι αντιλήψεις μας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως όλα εξαντλούνται σε νοητικές ετικέτες. Τα πράγματα υπάρχουν, δρουν και επηρεάζουν, ακόμη κι όταν εμείς προσπαθούμε να τα περιορίσουμε σε έννοιες.

Ορισμένοι υποστηρίζουν πως το Καλό και το Κακό είναι κοινωνικές συμβάσεις, προϊόντα γλωσσικών σχημάτων ή πολιτισμικών προτύπων. Όμως, αν δεχθούμε ότι κάθε λέξη είναι μία συμβατική έννοια, τότε αποδομούμε όχι μόνο το Κακό και το Καλό, αλλά και το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγεται η σκέψη μας. Δεν μιλάμε πλέον για το περιεχόμενο των εννοιών, αλλά για την αρχιτεκτονική του λόγου και των επιχειρημάτων. Κι όμως, το Καλό και το Κακό δεν είναι απλώς «επιχειρήματα». Είναι βίωμα, είναι κρίση, είναι συνέπεια.

Πριν επιχειρήσουμε, λοιπόν, να ορίσουμε το Καλό και το Κακό, ίσως πρέπει πρώτα να στοχαστούμε πάνω στο πώς ορίζουμε, στο τι σημαίνει διερεύνηση, τι σημαίνει νόημα, τι σημαίνει εμπειρική ή ηθική αλήθεια.

Μια συχνή σύγχυση εμφανίζεται όταν εξισώνουμε το Καλό με το Δίκαιο ή με το Χρήσιμο. Όμως, το Δίκαιο είναι κάτι διαφορετικό — ένα σύστημα κανόνων, μια συμφωνία. Το Καλό δεν ταυτίζεται απαραίτητα με αυτό. Και, αντιστοίχως, το Χρήσιμο μπορεί να υπηρετεί είτε το Καλό είτε το Κακό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το Κακό είναι απείρως πιο αποτελεσματικό και «χρήσιμο» από το Καλό — ιδίως όταν το κριτήριο είναι το συμφέρον και όχι η ηθική. Δεν είναι, επίσης, πάντοτε αληθές ότι ένα πράγμα είναι είτε καλό είτε κακό. Μπορεί να είναι και τα δύο, αναλόγως συνθηκών, σκοπού, προθέσεων και αποτελέσματος — όπως ένα μαχαίρι, που άλλοτε σώζει κι άλλοτε πληγώνει.

Συχνά υποπίπτουμε στο λάθος να ταυτίζουμε το Καλό με αυτό που μας ωφελεί προσωπικά, και το Κακό με αυτό που μας βλάπτει. Όμως, αυτή η οπτική είναι περιορισμένη και, κατά μία έννοια, εγωκεντρική. Αν μία πράξη είναι καλό για εμένα αλλά ταυτόχρονα βλάπτει κάποιον άλλο, τότε —στην προσωπική μου ηθική εποπτεία— πρόκειται για κάτι κακό. Όχι καλό. Δεν κρίνουμε την πράξη απομονωμένα, αλλά με βάση το σύνολο των συνεπειών της. Ούτε μπορούμε να δεχτούμε ως έγκυρη τη γενίκευση ότι το ίδιο πράγμα είναι ταυτόχρονα καλό και κακό — είναι δύο διαφορετικά πράγματα, με διαφορετικά αποτελέσματα, και το να τα συνδέουμε τεχνητά δημιουργεί μονάχα σύγχυση.

Τέλος, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η ύπαρξη των εννοιών του Καλού και του Κακού δεν είναι δημιούργημα των πολιτισμικών ή θρησκευτικών μας συστημάτων. Αντιθέτως: αυτά τα συστήματα απλώς προσπάθησαν να περιγράψουν, να διαχειριστούν ή να νοηματοδοτήσουν κάτι που προϋπήρχε ως εσωτερική αίσθηση. Ο άνθρωπος, πολύ πριν τους κανόνες και τις θεωρίες, είχε μέσα του την αίσθηση του σωστού και του λάθους, του φωτός και του σκότους.

Και ίσως, τελικά, αυτός ο αόρατος Πόλεμος του Καλού και του Κακού δεν είναι μία θεωρητική διαμάχη που διεξάγεται σε συνέδρια φιλοσοφίας. Είναι μια καθημερινή σύγκρουση που παίζεται στον κόσμο, στις επιλογές μας, στις μικρές και μεγάλες μας αποφάσεις, στο βλέμμα μας προς τον άλλον — και στον καθρέφτη.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Καλό και το Κακό είναι, πρώτα και κύρια, δύο λέξεις· λέξεις που σκοπό έχουν να καταδείξουν κάτι που συμβαίνει — όχι να αποτελέσουν το ίδιο το γεγονός. Οι ίδιες οι λέξεις δεν είναι η πραγματικότητα, είναι μόνο δείκτες που μας βοηθούν να την περιγράψουμε. Από αυτήν την σκοπιά, το συχνά επικαλούμενο ζήτημα του «διπολισμού» δεν φαίνεται να ισχύει με τον τρόπο που συνήθως παρουσιάζεται. Αν και για κάποιον λόγο ο διπολισμός θεωρείται κάτι αρνητικό ή «μη αποδεκτό», δεν μας ενοχλεί όταν λειτουργεί πρακτικά — όπως στις μπαταρίες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν δίχως τους δύο αντίθετους πόλους τους.

Αντίστοιχα, το παράδειγμα του Άσπρου και του Μαύρου δεν αποτελεί απόλυτο δίπολο· ούτε το Καλό και το Κακό μπορούν να περιοριστούν σε έναν απόλυτο διπολισμό. Υπάρχει, αντίθετα, μια κλίμακα — ένα συνεχές φάσμα που απλώνεται ανάμεσα στα δύο άκρα. Όπως μεταξύ του Άσπρου και του Μαύρου παρεμβάλλονται αμέτρητες αποχρώσεις, μεταβάσεις, διαβαθμίσεις και συνδυασμοί χρωμάτων, έτσι και μεταξύ του Καλού και του Κακού υφίσταται ένα πλήθος ενδιάμεσων ποιοτήτων. Πρόκειται για κάτι πολυπλοκότερο από ένα απλό «είτε-είτε». Μπορούμε να φανταστούμε αυτή την κλίμακα γραφικά: από την μία τα «άσπρα» χρώματα, από την άλλη τα «μαύρα», και ανάμεσά τους ένα σύνορο — μικρό, λεπτό, σχεδόν δυσδιάκριτο — πέρα από το οποίο η τάση αρχίζει να αλλάζει.

Το ενδιάμεσο αυτό σύνορο είναι καθοριστικό. Διαχωρίζει το ένα άκρο από το άλλο, όχι απόλυτα, αλλά με μια σταδιακή μετάβαση. Κι όμως, για λόγους απλότητας, αναφερόμαστε στα άκρα: λέμε «άσπρο» ή «μαύρο», ενώ στην πράξη εννοούμε μια συνολική περιοχή που καταλήγει σε αυτά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις έννοιες του Καλού και του Κακού. Δεν μιλάμε για δύο απόλυτες δυνάμεις σε σύγκρουση — μιλάμε για μία δυναμική καταστάσεων, ενεργειών και επιρροών, οι οποίες καταλήγουν, ή αποκτούν τάση, προς το ένα ή το άλλο άκρο.

Άρα, ο διπολισμός είναι απλώς μία απλουστευτική γλώσσα για να περιγράψουμε κάτι πολύ πιο σύνθετο. Το Καλό και το Κακό δεν υπάρχουν ως απόλυτες οντότητες — υπάρχουν ως δύο ευρύτερες περιοχές μέσα σε ένα συνεχές φάσμα. Η αληθινή εικόνα είναι εκείνη μιας κλίμακας: μιας πορείας με μεταβατικά στάδια, μιας δυναμικής όπου οι πράξεις, τα αποτελέσματα, οι προθέσεις και οι συνέπειες συγκλίνουν — σταδιακά — προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Ουσιαστικά, λοιπόν, όταν μιλάμε για το Καλό και το Κακό, δεν αναφερόμαστε σε απόλυτα σημεία. Αναφερόμαστε σε τάσεις, σε κατευθύνσεις, σε ενέργειες που ανήκουν σε ένα σύστημα με αρχή, μέση και τέλος — ή καλύτερα, χωρίς σταθερό τέλος, αφού το φάσμα αυτό είναι συνεχές και σε διαρκή ροή. Και ίσως το πιο τίμιο που μπορούμε να κάνουμε απέναντί του είναι να το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο: όχι για να χαθούμε μέσα στην σχετικότητα, αλλά για να αποκτήσουμε πιο καθαρή ηθική και υπαρξιακή όραση.

Η Αλυσίδα των Αιτίων και ο Αόρατος Πόλεμος των Δυνάμεων

Μια ακόμη συχνή άποψη που εμφανίζεται στις σχετικές συζητήσεις είναι η εξής: αν, για παράδειγμα, ένας λύκος φάει ένα μωρό, μπορεί να πει κανείς ότι ναι μεν αυτό είναι κακό για το μωρό — ή για εμάς που ταυτιζόμαστε με το μωρό — όμως από την πλευρά του λύκου δεν πρόκειται για κάτι κακό, καθώς «ο λύκος υπακούει απλά στο ένστικτο της πείνας». Άρα, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, ο λύκος δεν είναι κακός· απλώς εμείς το ερμηνεύουμε έτσι. Βάσει αυτής της λογικής, το Κακό δεν υφίσταται στην Φύση — τα πράγματα είναι απλώς «φυσικά».

Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν εξηγεί γιατί η Φύση απενοχοποιείται τόσο αυτόματα, σχεδόν σαν αυθεντία πέρα από κάθε κρίση. Δεν αποσαφηνίζει τι εννοούμε λέγοντας «η Φύση», ούτε γιατί την αντιμετωπίζουμε ως κάτι εξαγνισμένο και υπεράνω ηθικών αξιολογήσεων. Αν ένας λύκος τρώει ένα μωρό και αυτό θεωρείται φυσικό, τότε γιατί αυτόματα καταλήγουμε ότι δεν είναι και κακό; Γιατί να μη θεωρούμε ότι η ίδια η Φύση μπορεί να είναι φορέας Κακού — ή έστω μιας απάνθρωπης σκληρότητας; Το ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου πολλά πλάσματα αναγκάζονται να κατασπαράζουν το ένα το άλλο για να επιβιώσουν, γιατί να το αποδεχόμαστε ως ουδέτερα φυσικό και όχι ως ένδειξη ενός κόσμου που εμπεριέχει και στοιχεία τραγικά ή ακόμη και «κακά»; Ο όρος «φυσικό» εδώ μοιάζει να λειτουργεί ως ένα μανδύας εξωραϊσμού· σαν να λέμε: εφόσον είναι φυσικό, τότε δεν μπορεί να είναι κακό. Όμως αυτή η θέση, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, φαίνεται να παραδέχεται ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προσπαθεί να υποστηρίξει: ότι δηλαδή το Κακό υπάρχει, ακόμη και εντός της Φύσης.

Ίσως εδώ είναι χρήσιμο να επιχειρήσουμε έναν διαχωρισμό: άλλο το Κακό καθαυτό και άλλο αυτό που εμείς νομίζουμε ως «κακό». Δυστυχώς, η νέα ελληνική γλώσσα δεν μας προσφέρει σαφές λεξιλόγιο για να κάνουμε εύκολα αυτόν τον διαχωρισμό. Χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη και για το αντικειμενικά Κακό και για το υποκειμενικά δυσάρεστο. Η αγγλική, αντίθετα, μας βοηθά με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο evil και στο bad — το πρώτο έχει μια βαθύτερη, υπαρξιακή και ηθική βαρύτητα, το δεύτερο εκφράζει απλώς κάτι ανεπιθύμητο ή αρνητικό. Εδώ, λοιπόν, όταν μιλάμε για το Κακό, αναφερόμαστε κυρίως στο evil, όχι απλώς στο bad. Και η συζήτηση παίρνει άλλο βάθος όταν αντιληφθούμε αυτήν την διάκριση.

Αυτές ήταν κάποιες κρίσιμες παρατηρήσεις που, κατά την άποψή μου, είναι σημαντικές και σχετίζονται με τα πιο συνηθισμένα ερωτήματα που προκύπτουν στα πρώτα στάδια κάθε συζήτησης για την φύση του Καλού και του Κακού. Αν υπήρχε περισσότερος χώρος, θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές ακόμη, καθώς το θέμα είναι ανεξάντλητο· αλλά οι παραπάνω σκέψεις θεωρώ πως θίγουν ορισμένα από τα πιο κομβικά σημεία.

Για να κατανοήσουμε το Καλό και το Κακό, και για να διακρίνουμε τον διαρκή πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσά τους — και ο οποίος επηρεάζει τα πάντα, μέσα μας και γύρω μας — δεν χρειάζεται να εισχωρήσουμε σε περίπλοκες φιλοσοφικές θεωρίες ή σοφιστείες. Αρκεί να παρατηρήσουμε, με ανοιχτά μάτια και ήσυχο νου, τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας. Να στραφούμε προς την ζωή και να την αφουγκραστούμε. Η βαθύτερη κατανόηση αυτών των πραγμάτων δεν είναι προνόμιο κάποιων «εκλεκτών»· είναι κάτι που όλοι διαθέτουμε μέσα μας, ως άνθρωποι. Αν δεν την είχαμε, δεν θα μπορούσαμε να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το ανούσιο, το φωτεινό από το σκοτεινό. Θα ήμασταν απλώς βιολογικές υπάρξεις, χωρίς ηθική διάκριση.

Το Καλό και το Κακό δρουν — και με πνευματικούς και με υλικούς τρόπους — μέσα από τα πάντα και μέσα στα πάντα. Ή, ακριβέστερα, και πίσω από τα πάντα και πάνω από τα πάντα. Ο πόλεμός τους φαίνεται να αποτελεί την μεγαλύτερη αναμέτρηση δυνάμεων όχι μόνο στον κόσμο μας, αλλά, ίσως, και σε ολόκληρο το Σύμπαν. Ή, αντιστρόφως, από το Σύμπαν και πέρα, εκδηλώνεται και στον κόσμο μας — μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία, τις επιλογές, τις συνέπειες.

Συχνά επιχειρούμε να αλλάξουμε τις λέξεις. Αντί για Καλό και Κακό, προτιμάμε να μιλάμε για Θετικό και Αρνητικό, για Τάξη και Χάος, Δημιουργία και Καταστροφή, Ανώτερο και Κατώτερο, Φως και Σκοτάδι, Ζωή και Θάνατο. Ίσως επειδή οι αρχικές λέξεις μάς φαίνονται φορτισμένες, ταυτισμένες με συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες ή απλώς παρωχημένες. Όμως, ακόμη κι αν αλλάξουμε τις λέξεις, αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζει και η ουσία. Στην πραγματικότητα, αυτές οι εναλλακτικές έννοιες περιγράφουν —συχνά με πιο ποιητικό ή συμβολικό τρόπο— τα ίδια πράγματα: την ύπαρξη δύο αντίθετων δυνάμεων, που συγκρούονται, μεταμορφώνονται, αλληλεπιδρούν. Δεν ξεφεύγουμε από το Καλό και το Κακό αλλά, βαθύτερα, προσπαθούμε να το ορίσουμε εκ νέου.

Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, γύρω μας και μέσα μας, αυτό που καθορίζει τις καταστάσεις και τις ζωές μας, είναι ένας διαρκής, αθέατος πόλεμος μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων. Δεν γνωρίζουμε αν υφίσταται από πάντα, ή αν θα συνεχίσει για πάντα — αυτή είναι μια ερώτηση ανοιχτή, κι ίσως άλυτη. Όμως, το βέβαιο είναι ότι συμβαίνει αυτήν την στιγμή. Εδώ, τώρα.

Αν παρατηρήσουμε λίγο βαθύτερα, θα δούμε ότι το Καλό και το Κακό δεν είναι απλώς δυνάμεις που δρουν εντός των καταστάσεων, αλλά συχνά μοιάζουν να αποτελούν την ίδια την αιτία ή το αιτιατό. Και ίσως γι’ αυτό βρίσκονται «μέσα σε όλα» — επειδή όλα προκύπτουν από αιτίες και οδηγούν σε συνέπειες. Αυτό μας οδηγεί σε μία από τις πιο κρίσιμες επισημάνσεις: το ζήτημα των αλυσιδωτών αντιδράσεων.

Κάθε τι που συμβαίνει, σε κάθε επίπεδο — είτε μιλάμε για την παγκόσμια ιστορία, είτε για τα γεγονότα στην ζωή ενός ανθρώπου — είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αιτίων και αιτιατών. Μιας αλυσίδας γεγονότων, όπου το ένα φέρνει το άλλο, το ένα προκαλεί το επόμενο, και ούτω καθεξής. Κάθε κατάσταση που βιώνουμε, κάθε σύμπτωση, κάθε απόφαση, δεν προέκυψε «από το πουθενά». Αν αναζητήσουμε προσεκτικά την αρχή της, θα δούμε ότι είναι αποτέλεσμα ενός άλλου γεγονότος, που με την σειρά του ήταν αποτέλεσμα κάποιου άλλου, και πάει λέγοντας — μια διαδοχή που μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στον χρόνο μέχρι τα απώτατα όρια του παρελθόντος. Κάποια στιγμή, όμως, η παρακολούθηση αυτής της αλυσίδας καθίσταται αδύνατη: χανόμαστε στα βάθη του χρόνου, περιορισμένοι από την γνώση και την αντίληψή μας.

Και όμως, αυτή η αλυσίδα είναι αληθινή. Υφίσταται. Κάθε τι που συμβαίνει σήμερα είναι καρπός μιας τέτοιας αλληλουχίας — ακόμη και αν δεν μπορούμε να την αποδείξουμε πλήρως. Μπορεί να φτάνει μέχρι την δημιουργία του Σύμπαντος· μπορεί να εκτείνεται στο μέλλον, επηρεάζοντας γεγονότα που ούτε φανταζόμαστε. Ίσως σήμερα τράκαρες με το αυτοκίνητό σου επειδή, με τρόπους ανεξιχνίαστους, ο Ναπολέων ηττήθηκε κάποτε στο Βατερλώ. Κι αυτή η ήττα οδήγησε, μέσα από μια μακρά αλυσίδα εξελίξεων, στο σημερινό σου συμβάν. Ίσως αυτό που έγινε σήμερα, να προκαλέσει στο μέλλον τον βίαιο θάνατο ενός ελέφαντα· ίσως όλα να ξεκίνησαν από μια έκλειψη ηλίου, ή να καταλήξουν στην κατάρρευση ενός άστρου. Φανταστικά παραδείγματα — αλλά φιλοσοφικά βάσιμα.

Αυτή είναι η ίδια αλυσίδα που δημιουργεί, προκαλεί και μεταδίδει το Καλό και το Κακό. Αν θέλουμε να τα κατανοήσουμε όχι ως αφηρημένες έννοιες αλλά ως ενεργές επιρροές, πρέπει να τα παρατηρήσουμε μέσα σε αυτήν την αλυσίδα. Να εντοπίσουμε τις συνέπειες των πράξεων, τις επιρροές που μεταφέρονται από γεγονός σε γεγονός, τον τρόπο που μια κακή πράξη γεννά μια άλλη κακή πράξη. Εκεί, μέσα σε αυτήν την ροή, θα εντοπίσουμε και την «αλυσίδα του Κακού» — το ντόμινο που προκαλεί το ένα κακό μετά το άλλο. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί το Κακό, μέσα από τις αλυσιδωτές του αντιδράσεις, τις συνέπειες που επεκτείνονται και διαχέονται.

Και το ίδιο ισχύει και για το Καλό — αλλά αυτό είναι ένα άλλο, εξίσου βαθύ και ουσιαστικό κεφάλαιο.

Αν παρατηρήσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια αυτή την αλυσίδα, θα αρχίσουμε να εντοπίζουμε και πολλά άλλα ενδιαφέροντα φαινόμενα. Όπως, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο οι «αλυσίδες» του Κακού και του Καλού φαίνεται να συμπλέκονται μεταξύ τους, να συναντιούνται, να συγκρούονται, να προσπαθούν η μία να επηρεάσει, να αποδυναμώσει ή ακόμη και να μεταστρέψει την άλλη. Μοιάζει σαν να βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαρκής πάλη επιρροών, με το Καλό να προσπαθεί να σταματήσει την εξάπλωση του Κακού — ή το αντίστροφο — μέσα από μια αόρατη στρατηγική που ξεδιπλώνεται μέσα στον χρόνο.

Αν κοιτάξουμε ακόμη πιο προσεκτικά, θα δούμε πως μέσα σε αυτήν την ροή των καταστάσεων υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν σαν να είναι σκηνοθετημένες. Σαν να παρεμβαίνουν κάποιοι — αόρατοι, αδιόρατοι — σκηνοθέτες. Συχνά, γεγονότα παρουσιάζονται σαν να έχουν ενορχηστρωθεί από κάποιο «χέρι» που δεν φαίνεται. Οι συμπτώσεις δεν είναι πάντα τυχαίες. Η Συγχρονικότητα — όπως την έχει ορίσει η ψυχολογία και η μυστικιστική παράδοση — κάνει την εμφάνισή της με τρόπο που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε: πρόκειται για απλή σύμπτωση ή για σημάδι; Για αλληλουχία ή για πρόθεση; Πολλά γεγονότα φαίνεται να οδηγούνται σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα — σαν να έχουν στόχο, σκοπό, αποστολή. Και, εξίσου συχνά, αυτή η πορεία παρεμποδίζεται, πολεμιέται, ανατρέπεται· σαν να υπάρχουν δυνάμεις που είτε προωθούν είτε αναχαιτίζουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ξεχωριστή σημασία η διδασκαλία που λέει πως πρέπει να απαντούμε στο Κακό με Καλό. Όχι από αδυναμία, αλλά από επίγνωση. Διότι όταν κάποιος επιλέγει να απαντήσει στο Κακό με Κακό, τότε ενισχύει την αλυσίδα του — την τροφοδοτεί, την συνεχίζει. Αντιθέτως, όταν κάποιος απαντά με Καλό, δημιουργεί ένα εμπόδιο. Σπάει τον μηχανισμό της αλυσιδωτής μετάδοσης του Κακού, τον σταματά ή έστω τον αποδυναμώνει. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος πίσω από την γνωστή φράση: «αν κάποιος σε χτυπήσει στο ένα μάγουλο, γύρνα και το άλλο». Όχι για να παραδοθείς, αλλά για να διακόψεις τον μηχανισμό. Για να δημιουργήσεις ένα ρήγμα στην ροή. Για να προκαλέσεις ενδεχομένως την μετάνοια, την συνείδηση, ή έστω την αμηχανία· κι αν όχι, τουλάχιστον θα έχεις περιορίσει την εξάπλωση του Κακού από την δική σου πλευρά.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η λαϊκή σοφία που μας προτρέπει: «Κάνε το Καλό και ρίξ’ το στο γιαλό». Ο γιαλός εδώ λειτουργεί ως συμβολικό πεδίο, ένας ωκεανός επιστροφής — μια υπενθύμιση ότι οι πράξεις μας, όποιες κι αν είναι, επιστρέφουν. Ο γιαλός τις ξεβράζει, αργά ή γρήγορα, ξανά στα πόδια μας. Το Καλό, ακόμη κι αν δεν ανταμειφθεί αμέσως, αφήνει ίχνος· μεταφέρεται, ταξιδεύει, συνεχίζει. Και τότε η αλυσίδα, η αρχικά αδιόρατη, αρχίζει να διαφαίνεται.

Το ίδιο φως αναδύεται και μέσα από εκείνη την αινιγματική αλλά τόσο βαθιά ρήση: «όταν κάνεις το Καλό, να μην γνωρίζει η αριστερά σου τί ποιεί η δεξιά σου». Πρόκειται για μια προτροπή στην ανιδιοτέλεια, αλλά και για μια υπαρξιακή τεχνική. Το Καλό δεν πρέπει να γίνεται εργαλείο αυτοπροβολής ή ανταλλαγής· πρέπει να παραμένει αληθινό. Όσο πιο καθαρό, όσο πιο σιωπηλό, τόσο ισχυρότερο. Η ισχύς του Καλού, τελικά, δεν μετριέται στην εξωτερική επιβράβευση, αλλά στην ρήξη που προκαλεί στην αλυσίδα του Κακού.

Μέσα από αυτές τις λεπτές αλλά καθοριστικές παρατηρήσεις, μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε τον κόσμο με άλλη ματιά. Όχι ως στατικό σύνολο αντικειμένων, αλλά ως έναν ζωντανό μηχανισμό αλυσιδωτών αλληλεπιδράσεων. Και μέσα σε αυτόν, το Καλό και το Κακό δεν είναι απλές έννοιες. Είναι ενεργές αρχές, δυνάμεις, κινήσεις. Το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα τις κατανοήσουμε. Είναι κυρίως πώς — και σε ποια αλυσίδα — θα επιλέξουμε να ενταχθούμε εμείς.

Η μεταφυσική οπτική του Καλού και του Κακού — σε απόλυτη συνάφεια με την ατέρμονη αλυσίδα αιτίων και αιτιατών, γεγονότων και καταστάσεων, δικτύων και συσχετισμών — υποστηρίζει πως πίσω από την πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε, υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις υπερ-νοημοσύνης. Πρόκειται για δύο αρχές οι οποίες, με τρόπο που παραμένει ανεξιχνίαστος στην ανθρώπινη κατανόηση, φαίνεται να διαθέτουν την δυνατότητα απόλυτης εποπτείας: να παρατηρούν την αλυσίδα των πραγμάτων από πολύ ψηλά, να εντοπίζουν κάθε διακλάδωση της, να προβλέπουν πού αυτή οδηγεί στο μέλλον, και να παρεμβαίνουν προκειμένου να την στρέψουν προς την επιθυμητή για την καθεμία έκβαση.

Μπορούμε να φανταστούμε το εξής: μια δύναμη γνωρίζει ότι αυτό που συμβαίνει σε κάποιον την δεδομένη στιγμή είναι αποτέλεσμα προηγούμενων παρεμβάσεων της αντίπαλης δύναμης, και επιχειρεί να το ανατρέψει, να το ανακατευθύνει, να το μεταμορφώσει ώστε να εξυπηρετήσει το δικό της σκοπό. Το ίδιο πράττει και η άλλη. Και οι δύο δυνάμεις, μέσα από αυτήν τη μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων, έχουν πλήρη πρόσβαση στο παρελθόν που γέννησε το παρόν, και πλήρη εποπτεία των πιθανών μελλοντικών εκβάσεων στις οποίες μπορεί να οδηγηθεί αυτό το παρόν.

Μόνο που αυτό το «μέλλον» δεν είναι σταθερό ή δεδομένο. Βρίσκεται σε μια κατάσταση κβαντικής εκκρεμότητας — όπως στο γνωστό παράδειγμα με την “Γάτα του Σρέντινγκερ”. Η έκβασή του «παίζεται», και η τελική κατεύθυνση που θα πάρει εξαρτάται από το ποια δύναμη θα κατορθώσει να παρέμβει αποτελεσματικότερα: να ανατρέψει, να εμποδίσει, να καθοδηγήσει. Εδώ δεν πρόκειται για μια σύγκρουση εννοιών, αλλά για έναν λεπτομερή, στρατηγικό, σχεδόν «στρατιωτικό» πόλεμο, όπου κάθε στιγμή, κάθε κρίσιμο σημείο, κάθε λεπτομέρεια έχει σημασία.

Ο Πόλεμος Πίσω από την Πραγματικότητα

Αυτός ο πόλεμος, σύμφωνα με την φρακταλική λογική που διαπερνά την μυστικιστική παράδοση — «όπως πάνω, έτσι και κάτω» — δεν διεξάγεται μόνο σε συμπαντική κλίμακα. Επαναλαμβάνεται παντού, στον πλανήτη, στην κοινωνία, στον πολιτισμό, στο σπίτι σου, στην σχέση σου, στο κύτταρό σου, σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε μορφή ζωής. Διεξάγεται ταυτόχρονα σε κάθε πεδίο — από την ατομική σου ψυχή μέχρι το απειροελάχιστο μόριο ενός χορταριού που δονείται από ανεξιχνίαστες δυνάμεις.

Μιλάμε για έναν πόλεμο που δεν γίνεται με όπλα, αλλά με εποπτεία, πρόθεση και παρέμβαση. Είναι μυστικός, σιωπηλός και, συχνά, αόρατος. Όμως είναι εκεί, σε κάθε καμπή της ύπαρξης. Σε κάθε απόφαση, κάθε κίνηση, κάθε συνέπεια. Για κάθε πράγμα που συμβαίνει, «παίζονται όλα για όλα». Το αποτέλεσμα ενός γεγονότος μπορεί να είναι μια κερδισμένη μάχη για την μία δύναμη και μια χαμένη μάχη για την άλλη. Και, βέβαια, αν και η απώλεια μιας μάχης δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί και ο πόλεμος, πολλές διαδοχικές ήττες οδηγούν, σταδιακά, στην ενδυνάμωση του αντιπάλου. Η συσσωρευμένη πλάστιγγα των μαχών δεν είναι ποτέ αδιάφορη. Υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο σημείο, μια μάζα επιρροής που μπορεί να γείρει την έκβαση προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Κι ίσως αυτός να είναι, τελικά, ο αληθινός «πόλεμος των κόσμων». Όχι ανάμεσα σε έθνη, όχι ανάμεσα σε ιδεολογίες, αλλά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, που αγωνίζονται μέσα από τα πάντα, για τα πάντα, πάνω και πέρα από τον κόσμο, αλλά και μέσα στο βλέμμα μας κάθε φορά που καλούμαστε να πράξουμε.

Το μυστικό μέσα σε όλον αυτόν τον αόρατο και αέναο πόλεμο δεν βρίσκεται μόνο στην κατανόηση των δυνάμεων ή στην αναγνώριση των αλυσίδων, αλλά στην παρατήρηση εκείνων των καταστάσεων, των γεγονότων, των ανθρώπων ή των επιλογών που είναι ιδιαίτερα κομβικά. Πρόκειται για εκείνα τα σημεία μέσα στο δίκτυο των αλληλεπιδράσεων που, αναλόγως με την κατεύθυνση που θα πάρουν, μπορούν να επηρεάσουν απείρως περισσότερα από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Είτε στο πλαίσιο της προσωπικής μας ζωής, είτε σε συλλογικό επίπεδο – στην ανθρωπότητα, στον κόσμο, ή και στο ίδιο το Σύμπαν – υπάρχουν πάντα τέτοιες στιγμές-σταυροδρόμια όπου η μάχη γίνεται με όλη την διαθέσιμη ένταση, με όλα τα μέσα.

Τα κομβικά σημεία δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν. Δεν λάμπουν ούτε προειδοποιούν. Συχνά είναι μικρά, σχεδόν αδιόρατα — λεπτομέρειες της καθημερινότητας που προσπερνάμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι όμως, από την οπτική μιας πολύ υψηλότερης εποπτείας, αυτά τα φαινομενικά αμελητέα στοιχεία αποτελούν κρίσιμα σημεία καμπής. Είναι οι λεπτές τομές όπου διασταυρώνονται τα μεγάλα ρεύματα της αιτιότητας. Και όσο πιο ψηλά βλέπει κανείς, τόσο πιο καθαρά αντιλαμβάνεται το βάθος της σημασίας τους.

Όσοι έχουν μάθει να παρατηρούν, όσοι έχουν αποκτήσει —μέσα από εμπειρία, άσκηση, ευαισθησία ή χάρη— την ικανότητα να διαβάζουν πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων, αντιλαμβάνονται την «σκηνοθεσία» του κόσμου. Κατανοούν με κάποιον τρόπο αυτά τα κομβικά σημεία — τα νιώθουν, τα διαισθάνονται, εντοπίζουν την δόνησή τους. Αυτά τα σημεία μοιάζει να εκπέμπουν μια «αρμονική» στο περιβάλλον, σαν ηχητικό κύμα που συντονίζεται με βαθύτερες δομές της πραγματικότητας. Και, ανάλογα με το «ύφος» ή την «υπογραφή» αυτής της αρμονικής, μπορεί κανείς να διακρίνει από ποια δύναμη προέρχεται η επέμβαση, ποιος είναι ο στόχος της και τι ακριβώς επιχειρεί να προωθήσει ή να αποτρέψει.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έδιναν τόση σημασία στους οιωνούς. Κατανόηση τέτοιων αρμονιών, σημάτων και συμβόλων είναι ακριβώς αυτό: μια παρατήρηση της αόρατης δομής μέσα στην οποία λειτουργούν οι δυνάμεις και παίζονται οι αποφάσεις. Δεν πρόκειται για δεισιδαιμονία, αλλά για μια ανώτερη μορφή επίγνωσης: να βλέπεις την ροή και τα ρεύματα, όχι μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων.

Τα κομβικά αυτά σημεία είναι σταυροδρόμια· και, όπως σε κάθε σταυροδρόμι, η κατεύθυνση που θα επιλεγεί μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την πορεία. Ο ποιητής Robert Frost το αποτυπώνει θαυμάσια στο περίφημο ποίημά του The Road Not Taken: «πήρα τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, και αυτό έκανε όλη την διαφορά». Και πράγματι, ο δρόμος είναι συχνά σαν σιδηροδρομική γραμμή: όταν η αμαξοστοιχία πλησιάζει το σημείο διακλάδωσης, δύο σταθμάρχες —οι δύο αντίθετες δυνάμεις— στέκονται έτοιμοι στους μοχλούς, έτοιμοι να καθορίσουν ποιο ρεύμα θα επικρατήσει, προς ποια κατεύθυνση θα συνεχιστεί το ταξίδι.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γνωστή προτροπή «ακολούθα το ρεύμα» (go with the flow) δεν είναι πάντοτε σοφή. Αν το ρεύμα το ακολουθήσεις μηχανικά, χωρίς επίγνωση, χωρίς καμία εποπτεία, τότε ίσως να έχεις παραδοθεί σε μια δύναμη που δεν έχει τους σκοπούς σου κατά νου. Το σημαντικό δεν είναι να υποταχθείς στην ροή, αλλά να αποκτήσεις επίγνωση της φύσης της. Ποιο είναι αυτό το ρεύμα; Πού πηγαίνει; Από ποια δύναμη καθοδηγείται; Τι πρόκειται να προκαλέσει; Χωρίς αυτήν την ελάχιστη έστω εποπτεία, γίνεσαι μέρος της αλυσίδας χωρίς να το γνωρίζεις· και δεν επιλέγεις, απλώς ακολουθείς.

Και ίσως, τελικά, εκεί ακριβώς να βρίσκεται και το νόημα της ελεύθερης βούλησης: όχι στο ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, αλλά στο ότι μπορούμε να διακρίνουμε ποιας αλυσίδας κρίκος θέλουμε να γίνουμε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να αποδίδουν τις περισσότερες καταστάσεις στην Τύχη. Κι όμως, σχεδόν κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς είναι αυτή η περιβόητη «Τύχη»· μια έννοια τόσο ασαφής, που μοιάζει περισσότερο με αόριστη πανάκεια απέναντι στο ανεξήγητο και στο άγνωστο, παρά με πραγματική εξήγηση. Το «Τυχαίο» δεν είναι, στην ουσία, τίποτε περισσότερο από την αναγκαία εφεύρεση του νου μας όταν δεν διαθέτει τις πληροφορίες ή την εποπτεία να αντιληφθεί τους μηχανισμούς μιας κατάστασης. Πρόκειται για ένα επίχρισμα ασφάλειας: μια ψευδής ερμηνεία, που σκοπό έχει να καλύψει την άγνοιά μας — να πούμε «κάτι», αντί να παραδεχτούμε πως δεν ξέρουμε.

Η επίφαση του «τυχαίου» προκύπτει απλώς και μόνο από την έλλειψη οπτικής — από την περιορισμένη μας θέση μέσα στο ίδιο το γεγονός. Για παράδειγμα, αν δούμε μπροστά μας δύο οχήματα να συγκρούονται στον δρόμο — ή ακόμη κι αν είμαστε οι οδηγοί τους — συνήθως θα πούμε πως ήταν μια σύμπτωση, μια ατυχής στιγμή, «η κακιά ώρα». Το γεγονός αυτό φαίνεται τυχαίο, ακριβώς επειδή δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο χωροχρονικό ορίζοντα για να το δούμε μέσα από την συνολική του πορεία. Το μυαλό μας, αντί να δεχτεί αυτήν την έλλειψη, προτιμά να καλύψει το κενό με μια λέξη: Τύχη.

Όμως, αν ανεβαίναμε ψηλότερα — κυριολεκτικά και μεταφορικά — θα βλέπαμε τα πράγματα διαφορετικά. Αν, για παράδειγμα, βρισκόμασταν σε ένα ελικόπτερο και παρατηρούσαμε από ψηλά την πορεία των δύο οχημάτων, θα μπορούσαμε, με σχετική βεβαιότητα και εκτός σοβαρής παρέμβασης, να προβλέψουμε τη σύγκρουσή τους. Θα βλέπαμε ξεκάθαρα πως οι πορείες τους, οι ταχύτητές τους, η τροχιά που ακολουθούν, τους οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο ίδιο σημείο, την ίδια χρονική στιγμή. Δεν θα ήταν, επομένως, κάτι «τυχαίο»· θα ήταν ένα επερχόμενο αποτέλεσμα, ένα αναμενόμενο αιτιατό, απλώς μη ορατό από τη θέση των ίδιων των εμπλεκομένων.

Και αν, πέρα από την οπτική αυτή, είχαμε στην διάθεσή μας ακόμη υψηλότερα μέσα — γνώση, επίγνωση, τεχνολογία ή και δύναμη — θα μπορούσαμε όχι μόνο να προβλέψουμε την σύγκρουση, αλλά και να την αποτρέψουμε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μία λεπτή παρέμβαση στην αλυσίδα των αιτίων που οδήγησαν εκεί, και να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων προτού το συμβάν φτάσει στην τελική του εκδήλωση. Θα μπορούσαμε, επίσης, να προκαλέσουμε την σύγκρουση, οδηγώντας τα δύο οχήματα εκεί μέσω μιας σειράς φαινομενικά ασήμαντων μεταβολών σε μικρές επιλογές και γεγονότα, που ωστόσο συντονίζονται για να δημιουργήσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι που συμμετέχουν στο γεγονός, από την δική τους θέση, δεν θα γνώριζαν ποτέ ούτε ότι η σύγκρουση επρόκειτο να συμβεί, ούτε ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.

Αυτό το παράδειγμα είναι πολύ πιο βαθύ απ’ όσο φαίνεται. Δεν περιγράφει απλώς ένα τροχαίο. Είναι μεταφορά για τον τρόπο που λειτουργεί η πραγματικότητα, για το πώς η έλλειψη εποπτείας μάς οδηγεί σε απλουστεύσεις, και για το πώς, τελικά, το «τυχαίο» είναι μία έννοια που καλύπτει προσωρινά την αδυναμία μας να αντιληφθούμε την αιτιακή αλυσίδα των πραγμάτων. Ίσως, επομένως, να μην υπάρχει τίποτε απολύτως τυχαίο. Ίσως, εκεί όπου νομίζουμε ότι κυριαρχεί το χάος, στην πραγματικότητα να απουσιάζει απλώς η γνώση του συνόλου.

Αλλά τι συμβαίνει, άραγε, όταν — στο ίδιο παράδειγμα της υψηλής εποπτείας — δεν υπάρχει μόνο μία ανώτερη δύναμη που παρακολουθεί και παρεμβαίνει, αλλά δύο; Δύο δυνάμεις υπερβατικής φύσης, με διαμετρικά αντίθετες προθέσεις, στρατηγικές και επιδιώξεις, που παρακολουθούν από διαφορετικές κορυφές την ίδια αλυσίδα γεγονότων και αντιλαμβάνονται μια συγκεκριμένη φάση ως κομβική για την έκβαση της μεταξύ τους σύγκρουσης;

Σε τέτοια περίπτωση, οι επιδράσεις τους δεν είναι απλώς θεωρητικές. Εκδηλώνονται, μεταφέρονται, απλώνονται στο ανθρώπινο πεδίο. Μόνο που —και εδώ έγκειται η κρίσιμη ιδιαιτερότητα— αυτές οι δυνάμεις δεν ενεργούν απευθείας με τον τρόπο που ίσως θα φανταζόμασταν. Στο ανθρώπινο επίπεδο, δρουν κυρίως μέσω των ανθρώπων· μέσα από τις επιλογές, τα συναισθήματα, τα πάθη, τις αρετές, τις αποφάσεις, τα λάθη και τα φωτεινά ξεσπάσματα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν είναι άβουλα όργανα· μπορούν να συμμετέχουν — και συμμετέχουν — σ’ αυτόν τον πόλεμο, άλλοι ασυνείδητα, άλλοι εν μέρει, και λίγοι με πλήρη επίγνωση.

Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της αρχαίας ιερατικής ρήσης: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Δεν σημαίνει «κάνε εσύ κάτι κι ύστερα θα φανεί η Αθηνά». Σημαίνει: αν δεις την Αθηνά να κινείται, βάλε κι εσύ το χέρι σου να βοηθήσεις. Διότι αν δεν το κάνεις, αν δεν ενισχύσεις το έργο της, η κίνηση αυτή μπορεί να ανακοπεί· να εξουδετερωθεί από την αντίρροπη παρέμβαση της άλλης δύναμης. Και μην ξεχνάμε πως κι εκείνη — η άλλη πλευρά — έχει «χέρια» που κινούνται γύρω μας, μέσα σε ανθρώπους, σε συστήματα, σε σκέψεις και πράξεις.

Ο Καζαντζάκης το αποδίδει με τρόπο συγκλονιστικό: «Είμαστε οι Σωτήρες του Θεού» λέει. Ο Θεός, η δύναμη του Καλού — όπως και αν την ορίσει κανείς — έχει ανάγκη την βοήθειά μας. Όχι επειδή είναι αδύναμη, αλλά επειδή αυτός είναι ο Νόμος του Παιχνιδιού: η συμμετοχή μας είναι προϋπόθεση για να επιτρέψουμε στην μία δύναμη να δράσει στον κόσμο μέσω ημών.

Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε εν μέσω δύο πυρών. Κι αν δεν πάρουμε θέση, αν μείνουμε σε μια θολή ουδετερότητα, τότε αναπόφευκτα θα βαλλόμαστε και από τις δύο πλευρές — είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Αν δεν αποκτήσουμε εσωτερική εποπτεία, αν δεν επιλέξουμε συνειδητά πλευρά, τότε απλώς κινούμαστε σαν εκκρεμή: μια εδώ, μια εκεί, χωρίς πυξίδα, χωρίς πρόθεση. Και τότε γινόμαστε πιόνια. Όχι στρατιώτες· απλώς αριθμοί μέσα σε έναν χάρτη επιρροής που δεν καταλαβαίνουμε.

Αν όμως αρχίσουμε να κατανοούμε, να διακρίνουμε, να βλέπουμε — αν ανεβούμε λίγο στην εποπτεία μας — τότε αναγνωρίζουμε ότι καλούμαστε να λάβουμε το «βάπτισμα του πυρός»: να εισέλθουμε κι εμείς συνειδητά στον πόλεμο αυτόν. Όχι απαραίτητα με όπλα, αλλά με το ήθος, την φωνή, την πράξη, την ιδέα, την καλοσύνη μας, την ευθύνη. Όλοι θα πολεμήσουμε τελικά — είτε το θελήσουμε είτε όχι. Το ερώτημα είναι: με ποιον; Ή μάλλον: σε ποια πλευρά της μάχης θα επιλέξουμε να σταθούμε.

Αν δεν το κάνουμε, τότε το σύστημα μάς θεωρεί άμαχο πληθυσμό· στατιστικές απώλειες. Εύκολα χειραγωγήσιμους· εύκολα αναλώσιμους. Και τότε επιβεβαιώνεται η φράση που αποδίδεται στον Ιησού: «Όφειλες να είσαι ή θερμός ή ψυχρός. Τους χλιαρούς θα τους ξεράσω». Δεν είναι λόγια σκληρά· είναι λόγια ακριβείας. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, η ουδετερότητα δεν είναι αρετή· είναι άγνοια, είναι φόβος, είναι παράδοση στον δυνατότερο.

Αυτά όλα, βέβαια, μέσα από την ευρύτερη μεταφυσική οπτική του πολέμου του Καλού και του Κακού. Κι αν κάποιος ρωτήσει ποια είναι η φυσική οπτική, δύσκολα μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση. Η φυσική οπτική περιορίζεται, ίσως, σε εργαλεία της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, ή της βιολογίας· αλλά τίποτα από αυτά δεν μοιάζει επαρκές για να αγγίξει την βαθύτερη ουσία αυτού του κοσμικού αγώνα. Γιατί αυτός ο πόλεμος, αν είναι κάτι, είναι πάνω απ’ όλα υπαρξιακός.

Όταν το Σύμπαν Δεν Συνωμοτεί

Μια από τις πλέον διαδεδομένες –και συνήθως άκριτα αποδεκτές– φράσεις του σύγχρονου «πνευματικού» αφηγήματος είναι η φράση του Paolo Coelho: «Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις». Πρόκειται για μια ατάκα που, αν και ακούγεται εμπνευστική, είναι ταυτόχρονα απλοϊκή και παραπλανητική — αν όχι αποπροσανατολιστική. Παραβλέπει, είτε από αφέλεια είτε από πρόθεση, το πιο θεμελιώδες: ότι στο Σύμπαν δεν υπάρχει μόνο μία συνωμοσία. Υπάρχουν δύο.

Το Σύμπαν μοιάζει να διακατέχεται από δύο αντίθετες τάσεις. Η μία είναι η τάση προς την διατήρηση της υπάρχουσας τάξης, η εμμονή στο προβλέψιμο, στο σταθερό, στο «ακίνητο» — μια στατική επανάληψη της πεπατημένης, που αντιστέκεται σε κάθε ουσιαστική μεταβολή. Αυτή είναι η τάση που ενσαρκώνει την Εντροπία, την αποσύνθεση, την φθορά, την σιωπηλή παρακμή των πάντων προς την διάλυση. Η άλλη τάση είναι η δύναμη της δημιουργίας· μια ενέργεια που επιζητεί την κίνηση, την ζωή, την αλλαγή, την διερεύνηση δυνατοτήτων, την μετάβαση από το δεδομένο στο άγνωστο, από την κατάσταση στην ανάσταση.

Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντιμαχόμενες ροπές εκτυλίσσεται η καθημερινή μας εμπειρία. Όταν αυτό που θέλεις, αυτό που οραματίζεσαι ή ετοιμάζεσαι να πραγματοποιήσεις, είναι κάτι αληθινά σημαντικό — κάτι κομβικό που πρόκειται να προκαλέσει αλυσιδωτές μεταβολές όχι μόνο για σένα αλλά και για άλλα σημεία της αλυσίδας των πραγμάτων — τότε το Σύμπαν δεν «συνωμοτεί» υπέρ σου. Τουναντίον, συνήθως σε πολεμά. Όσο μεγαλύτερη η δυναμική της αλλαγής που φέρεις, τόσο ισχυρότερη η αντίσταση που θα δεχθείς.

Το Σύμπαν, στην τάση του προς την σταθερότητα, εκλαμβάνει κάθε «μεγάλη» πράξη ως απειλή. Όπως ακριβώς σε μια γεμάτη μπανιέρα, όπου ένα σώμα μεγαλύτερου όγκου προκαλεί μεγαλύτερη μετατόπιση του νερού, έτσι και ένα γεγονός με βαρύνουσα σημασία προκαλεί πιο έντονες αντιδράσεις. Το νερό ξεχειλίζει. Οι αναταράξεις είναι εγγενές στοιχείο της μεγάλης αλλαγής. Είναι, στην ουσία, ένδειξη.

Μέσα από παρατήρηση χρόνων — και όχι μόνο στο προσωπικό πεδίο αλλά και στο συλλογικό, στο ιστορικό, στο υπαρξιακό — διαπίστωσα ότι αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι ένας νόμος. Όταν προσπαθείς να υλοποιήσεις κάτι πραγματικά σημαντικό, θα συναντήσεις εμπόδια· και όχι απλώς τυχαία εμπόδια, αλλά μια καθορισμένη και επίμονη αντίσταση που προκύπτει από το ίδιο το Σύμπαν, σαν να σε δοκιμάζει, σαν να ελέγχει την βαρύτητα αυτού που πας να κάνεις.

Μάλιστα, αν ποτέ αναρωτηθείς αν αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις είναι πράγματι σημαντικό, τότε μπορείς να το διαπιστώσεις παρατηρώντας τον βαθμό αντίστασης που εμφανίζεται μπροστά σου. Όσο περισσότερα και σοβαρότερα τα εμπόδια, τόσο βαθύτερο και κομβικό το ενδεχόμενο αποτέλεσμα. Όσο πιο επίμονες οι παρεμβάσεις της πραγματικότητας για να σε αποτρέψουν, τόσο πιο προφανές γίνεται ότι αυτό που ξεκινάς έχει σημασία — όχι μόνο για εσένα, αλλά και για την ισορροπία της αλυσίδας.

Έτσι, αντί να ακολουθούμε αφελώς την ρομαντική προτροπή του Coelho, είναι ίσως πιο ρεαλιστικό —και πιο τίμιο— να αναγνωρίσουμε την αντίσταση ως ένδειξη. Να μετατρέψουμε τα εμπόδια σε πυξίδα. Όχι για να εγκαταλείψουμε, αλλά για να καταλάβουμε. Να διακρίνουμε πότε βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι κομβικό — και να αντιληφθούμε ότι τα σημαντικά πράγματα δεν συμβαίνουν με ευκολία, δεν ευλογούνται εξ αρχής από την «καλή τύχη», αλλά συναντούν πόλεμο, γιατί ακριβώς μπορούν να ανατρέψουν ολόκληρη την τάξη του υπαρκτού.

(Θυμάμαι τον Γιώργο Μπαλάνο, που έλεγε κάποτε: «Πού είναι ο θησαυρός; Από ποια κατεύθυνση, σε ποιο σημείο; Μα, εκεί όπου υπάρχουν τα τέρατα, οι φύλακες, εκεί απ’ όπου θα εμποδιστείς να πας. Εκεί που είναι δύσκολο, που φοβάσαι. Διότι, ο θησαυρός δεν είναι αφύλακτος. Αν είναι αφύλακτος, κι ο δρόμος είναι ανοιχτός, και τα πάντα ξεκλείδωτα, δεν υπάρχει θησαυρός εκεί…»)

Από την άλλη πλευρά, όπως ήδη έχει αναφερθεί, υπάρχει και η αντίρροπη όψη του Σύμπαντος — η άλλη, δημιουργική δύναμη, η οποία, όταν αντιληφθεί ότι πρόκειται να προκληθούν σημαντικές και ουσιαστικές αλλαγές, σπεύδει να βοηθήσει. Η βοήθειά της δεν έρχεται απαραίτητα ως θριαμβευτική επέμβαση· είναι πιο διακριτική, πιο σιωπηλή, αλλά βαθιά στοχευμένη. Συχνά —όπως έχω παρατηρήσει μέσα από εξειδικευμένη και μακροχρόνια παρατήρηση— αυτή η καλή δύναμη δραστηριοποιείται ακριβώς επειδή εντοπίζει πρώτα την κίνηση της αντίπαλης δύναμης. Παρατηρεί την συγκέντρωση εμποδίων, την συστηματική αναχαίτιση της αλυσίδας αλλαγών, τις δονήσεις μέσα στο σύστημα — σαν την αράχνη που αντιλαμβάνεται την ταραχή στον ιστό της.

Η επέμβαση της δημιουργικής δύναμης, όμως, δεν περνά απαρατήρητη. Όταν κινηθεί η μία πλευρά, κινητοποιείται και η άλλη. Και τότε ξεκινά μια πιο ευθεία, πιο έντονη σύγκρουση· όχι απλώς σε ενεργειακό επίπεδο, αλλά μέσα στις καταστάσεις. Η μάχη εκδηλώνεται μέσα από γεγονότα, μέσω γεγονότων, μέσω ανθρώπων, μέσω συμπτώσεων και συγχρονισμών — μέσω των πάντων. Αυτό το «μέσω» είναι καθοριστικής σημασίας. Δεν πρόκειται για απλή αλληγορία· περιγράφει την ίδια τη μέθοδο με την οποία οι δυνάμεις αυτές δρουν, όχι απ’ έξω, αλλά από μέσα — μέσα από τις υπάρχουσες συνθήκες. Το πώς λειτουργεί αυτό, βέβαια, είναι μια τεράστια και πολύπλοκη συζήτηση, που ξεπερνά τα όρια αυτών των σελίδων.

Εδώ είναι που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η ρήση που αναφέραμε νωρίτερα: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Όταν κάποιος κατανοήσει πως βρέθηκε εν μέσω αυτής της σύγκρουσης, πως παρατηρεί —ή καλύτερα, αισθάνεται— τις δυνάμεις να παλεύουν στον χώρο της ζωής του, τότε οφείλει να συνδράμει. Να μην μείνει αμέτοχος. Αν δει πως κινείται η Αθηνά, να βοηθήσει· γιατί αλλιώς η κίνηση μπορεί να σβήσει, να παρασυρθεί, να εξουδετερωθεί από την αντίσταση της άλλης πλευράς. Καμία επέμβαση του Καλού δεν είναι δεδομένη· χρειάζεται στήριξη, ενίσχυση, αποδοχή.

Το ειδικό —και κρίσιμο— ζήτημα, όμως, είναι η ίδια η συνείδηση του εμπλεκόμενου· το να αντιληφθεί, δηλαδή, ότι βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ευρύτερης, αθέατης σύγκρουσης. Ότι είναι, χωρίς να το γνωρίζει απαραίτητα, το πεδίο δράσης δύο αντίθετων δυνάμεων, δύο κυμάτων που κινούνται αντίρροπα μέσα στον ίδιο του τον χωροχρόνο. Και η ουσία είναι ότι, αν κινηθεί άτσαλα ή ασυνείδητα, δεν θα χτυπηθεί μόνο από την αρνητική πλευρά, αλλά πιθανόν και από την ίδια την ωστική δύναμη της μεταξύ τους σύγκρουσης. Η πίεση της σύγκρουσης δεν κάνει διακρίσεις — απλώς παρασύρει ό,τι δεν έχει τοποθετηθεί με ακρίβεια και επίγνωση.

Εδώ συναντάμε ξανά το ζήτημα της «πλεύσης με το ρεύμα» — του γνωστού go with the flow. Αλλά αυτό δεν σημαίνει «παραδίδομαι παθητικά σε ό,τι έρθει». Αντιθέτως: σημαίνει να αποκτήσω την διορατικότητα και την ευαισθησία να αναγνωρίσω το σωστό κύμα. Να περιμένω την κατάλληλη στιγμή, να δω πότε εμφανίζεται η κίνηση που αξίζει να ακολουθηθεί, και τότε —με προσοχή και προσπάθεια— να την προφτάσω, να την «καβαλήσω», όπως κάνει ο έμπειρος σέρφερ που δεν βουτάει στην τύχη, αλλά ξέρει ποιο κύμα θα τον οδηγήσει και ποιο θα τον καταπιεί.

Μια συγκλονιστική, σχεδόν κρυπτογραφημένη παραβολή αυτής της ιδέας εμφανίζεται στο τέλος της ταινίας Ο Πεταλούδας (Papillon), εκεί όπου η απόδραση δεν έρχεται με βία, αλλά με την αναμονή του σωστού κύματος. Της μοναδικής στιγμής που το σύμπαν θα επιτρέψει μια ρήξη στην κανονικότητα — και αν είσαι έτοιμος, αν είσαι παρών, αν έχεις παρατηρήσει σωστά, τότε μπορείς να την εκμεταλλευτείς.

Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζεται να είσαι ξύπνιος. Να έχεις ήδη καταλάβει τι συμβαίνει. Να είσαι μέσα στο παιχνίδι — αλλά από την σωστή πλευρά.

Η ιστορία της εποπτείας και των εντοπισμών, των παρεμβάσεων και των επεμβάσεων, των εισβολών και των καταλήψεων, των συμμαχιών, των μεταλλάξεων και των μεταστοιχειώσεων, δεν είναι τίποτα άλλο από την ιστορία του Πολέμου του Καλού και του Κακού. Ένας πόλεμος αδιάκοπος, σιωπηλός, που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε κάθε επίπεδο της ύπαρξης. Και οι άνθρωποι, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, είναι συχνά φορείς αυτής της μάχης· άλλοτε ως ξενιστές κάποιας δύναμης — του Καλού ή του Κακού — και άλλοτε ως συνειδητοί σύμμαχοι. Κι αυτό δεν γίνεται πάντα σταθερά· οι ρόλοι αυτοί αλλάζουν, μεταβάλλονται. Άνθρωποι που σε μια στιγμή είναι ενεργά όργανα της μίας πλευράς, μπορεί την επόμενη να γίνουν ασυνείδητα εργαλεία της άλλης. Μπορεί να είναι πιόνια, αλλά μπορεί να είναι και παίκτες.

Έχουμε όλοι μας ακούσει την παράξενη αλλά εύγλωττη φράση: «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Για όσους έχουν μάθει να διαβάζουν τα στρώματα της πραγματικότητας, αυτή η φράση φανερώνει μια από τις πιο συχνές και βαθιές μεθόδους της καλής δύναμης μέσα στον πόλεμο: την μέθοδο της μεταστοιχείωσης. Όταν το Κακό δράσει, όταν η παρεμβολή του είναι τόσο ισχυρή ώστε να μην μπορεί να ανακοπεί εγκαίρως, το Καλό –αν προλάβει και αν βρει πεδίο– παρεμβαίνει σε επόμενο σημείο της αλυσίδας. Εκεί όπου μπορεί να αλλάξει την πορεία των συνεπειών· εκεί όπου μπορεί να αξιοποιήσει την φορά του Κακού και να την μετατρέψει σε κάτι απρόσμενα φωτεινό. Δεν πρόκειται για δικαίωση του Κακού, αλλά για ανατροπή του νοήματος· για την ικανότητα του Καλού να διαβάζει το σκοτάδι και να το στρέφει εναντίον του εαυτού του.

Η μετατροπή του Κακού σε Καλό –έστω και ετεροχρονισμένα– δεν είναι μια αυτόματη διεργασία. Απαιτεί συνειδητότητα, ετοιμότητα, παρέμβαση. Και, συνήθως, γίνεται αθόρυβα, μέσα στις λεπτομέρειες. Εκεί όπου οι περισσότεροι δεν βλέπουν τίποτα — εκεί δρουν οι πραγματικοί μεταστοιχειωτές.

Όμως, κι από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια μέθοδος εξίσου διαδεδομένη: η μεταμφίεση. Το Κακό —ίσως περισσότερο από κάθε άλλη στρατηγική του— προτιμά να παρουσιάζεται με την μορφή του Καλού. Να εμφανίζεται ως ωφέλιμο, δίκαιο, αναγκαίο, ακόμα και φωτεινό. Να πείθει αυτόν που το υπηρετεί πως πράττει για το σωστό, πως βοηθά, πως βρίσκεται στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Έτσι γεννιούνται οι διπλοί πράκτορες. Όχι κατάσκοποι κάποιας υπηρεσίας· αλλά καθημερινοί άνθρωποι που, πιστεύοντας πως δρουν για το Καλό, στην ουσία εργάζονται για το αντίθετό του. Κι αυτό κάνει την σύγκρουση ακόμη πιο δύσκολη. Διότι δεν είναι μάχη ανάμεσα στο φανερό καλό και στο φανερό κακό. Είναι μάχη ανάμεσα στο αυθεντικό και στο παραποιημένο. Ανάμεσα στο φωτεινό και το παραφωτισμένο.

Κι εδώ, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται διάκριση. Όχι μόνο για το ποια πλευρά υπερισχύει, αλλά για το ποια είναι η πλευρά που εμείς υπηρετούμε.

Το Κακό λειτουργεί με την φήμη του (όπως ένα μεγάλο ισχυρό στράτευμα που προελαύνει, και από την φήμη του πολλές φορές δεν χρειάζεται να πολεμήσει, γιατί πολλοί παραδίνονται με το που μαθαίνουν ότι έρχεται ή με το που το βλέπουν ή το νιώθουν). Το Κακό, με την φήμη του, προκαλεί το Κακό, περισσότερο Κακό, διαδίδεται γρήγορα και άμεσα, και μεταμφιεσμένα. Κάποιος που φοβάται το Κακό, για να το αποφύγει να μην του συμβεί, για προληπτική «άμυνα», κάνει το Κακό. Και νομίζει ότι το κάνει για να αποφύγει το Κακό, προληπτικά, ένα κακό που προς το παρόν δεν υπάρχει, και έτσι κάνει ο ίδιος το κακό! Και το Κακό έτσι διαδίδεται ακάθεκτο, από όλους αυτούς που το κάνουν ακριβώς επειδή θέλουν να το αποφύγουν.

(Φανταστείτε κάποιον που λέει: αυτός θα μού κάνει κακό, πρέπει να αμυνθώ, για το καλό μου, είναι κακός, θα του επιτεθώ για να αμυνθώ πρώτος. Και κάνει το κακό χωρίς κάποιος να του έχει κάνει κακό. Αλλά, δείτε το κι έτσι: Ακόμη κι αν δεν το κάνει πρώτος, και του κάνει κάποιος κακό όντως, θα απαντήσει πάλι με το κακό, για άμυνα ή εκδίκηση. Η διάδοση του Κακού, με τους δύο αυτούς τρόπους, σαν «μόλυνση», είναι ραγδαία, είτε με έμμεσο μεταμφιεσμένο τρόπο, ως «Καλό», είτε με άμεσο εκδηλωμένο τρόπο, ως «αναγκαίο Κακό»).
(Θυμάμαι μια παλιά ωραία ποιητική ατάκα: «Το Κακό είναι Τερατώδες». Όταν είσαι με το Κακό, δηλαδή, είσαι με τα τέρατα. Και συμβολίζεται με τέρατα –σε αντίθεση με το Καλό που εμφανίζει ανθρωποειδή σύμβολα– και εμφανίζει τέρατα. Και, όπως λέει ο Νίτσε, «αυτός που κυνηγάει τέρατα πρέπει να προσέχει για να μη γίνει τέρας ο ίδιος», και «όταν κοιτάς την άβυσσο, κι αυτή κοιτάει μέσα σε σένα…»)

Είναι δεδομένο, ή θα έπρεπε να είναι, ότι το Κακό υπάρχει και μέσα μας, είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι ο κατώτερος εαυτός, ο εχθρός, τα ένστικτα, το ασυνείδητο (αντιδιαμετρικά με την συνείδηση), το απομονωμένο εγώ, που δεν βρίσκεται σε σύνδεση με το Όλον, η έλλειψη κατανόησης, αυτή η «σκιά» μας με την οποία κατά την «μύηση» πρέπει να μονομαχήσουμε και να την νικήσουμε, να νικήσουμε τον φύλακα κατώτερο εαυτό μας για να περάσουμε το κατώφλι για τα υψηλά πράγματα, να τον μεταστοιχειώσουμε σε κάτι ανώτερο, καλύτερο, να εξελιχθούμε, να προεκταθούμε, να πεθάνουμε τον «μικρό θάνατο» (η κάμπια που γίνεται πεταλούδα).

Ο Εσωτερικός Πόλεμος και η Μεταμόρφωση του Ανθρώπου

Ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού, μέσα μας, είναι ο πόλεμος του κατώτερου και του ανώτερου εαυτού μας, ο πόλεμος του ζώου μας και του ανθρώπου μας, με στόχο τον υπάνθρωπο ή τον υπεράνθρωπο, με στόχο την εντροπία ή την εξέλιξη, τον θάνατο ή την ζωή, την στάση ή την ανάσταση, την παρανόηση ή την κατανόηση, το σκότος ή το φως…
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για αυτόν τον συγκλονιστικό αιώνιο πόλεμο, που διεξάγεται παντού και πάντα, και που ελπίζουμε –ή είναι αναπόφευκτο, σύμφωνα με το Θείο Σχέδιο, αν όλα πάνε καλά– να υπερισχύσει το Καλό και να νικήσει. Μέσα μας, έξω μας, γύρω μας, στα πάντα, παντού. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε πολλά, ακριβώς επειδή βρισκόμαστε σε πολεμική κατάσταση…

Και όλα αυτά περιγράφουν την τραγωδία του ανθρώπου, το τραγικό έπος των Θεών, το «Δράμα του Κόσμου». Μπορούμε να πούμε ότι όλος ο κόσμος είναι ένα πεδίο μάχης, κι εμείς πολεμιστές, παραφράζοντας τον Σαίξπηρ που λέει ότι όλος ο κόσμος είναι μία θεατρική σκηνή, κι εμείς ηθοποιοί που αλλάζουμε ρόλους…

Το Κακό λειτουργεί μέσα από την φήμη του. Όπως ένα πανίσχυρο στράτευμα που προελαύνει προκαλώντας πανικό μόνο με το όνομά του, έτσι και το Κακό, χάρη στην φήμη του, συχνά δεν χρειάζεται καν να πολεμήσει. Πολλοί παραδίδονται αμέσως μόλις το αντιληφθούν, το δουν, το νιώσουν. Η απειλή και μόνο αρκεί για να παραλύσει την βούληση. Κι έτσι εξαπλώνεται. Ραγδαία. Επιθετικά. Μεταμφιεσμένο. Πείθει τον άνθρωπο πως, για να προστατευτεί, πρέπει να το προλάβει, να επιτεθεί πρώτος, να δράσει «προληπτικά» — και μέσα σε αυτή την ψευδαίσθηση άμυνας, γίνεται ο ίδιος φορέας του Κακού.

Όποιος λέει «θα μου κάνει κακό, άρα πρέπει να επιτεθώ για να αμυνθώ», ουσιαστικά γίνεται θύτης από φόβο· θυσιάζει την διάκριση στο όνομα της πρόβλεψης. Ακόμη κι όταν η επίθεση δεν είναι προληπτική αλλά απάντηση σε πραγματικό χτύπημα, ο κύκλος του Κακού συνεχίζεται. Η διάδοσή του, είτε έμμεση και μεταμφιεσμένη, είτε άμεση και δικαιολογημένη, εξελίσσεται σαν μια επιδημία που μεταδίδεται όχι από πρόθεση, αλλά από φόβο, από αντανακλαστικά επιβίωσης. Όσο περισσότερο προσπαθεί κάποιος να το αποφύγει, τόσο πιο εύκολα το ενσαρκώνει. Το Κακό είναι τερατώδες. Όταν κάποιος συμμαχεί με το Κακό, συμμαχεί με τα τέρατα· γίνεται μέρος του παραλογισμού. Όπως προειδοποιεί ο Νίτσε, όποιος κυνηγά τέρατα πρέπει να προσέχει να μη γίνει τέρας ο ίδιος. Γιατί όταν κοιτάς βαθιά μέσα στην άβυσσο, η άβυσσος κοιτάζει πίσω μέσα σε σένα.

Το Κακό, βέβαια, δεν είναι κάτι εξωτερικό. Είναι μέρος του εαυτού μας. Είναι ο κατώτερος εαυτός μας· το απομονωμένο εγώ που αποκόπτεται από το Όλον, τα ανεξέλεγκτα ένστικτα, το ασυνείδητο που αντιμάχεται την συνείδηση, η σκιά που στέκεται μπροστά από το φως και το αλλοιώνει. Αυτή είναι η εσωτερική σύγκρουση που καλείται κάθε άνθρωπος να βιώσει, να συνειδητοποιήσει, και –ιδανικά– να υπερβεί. Ο πόλεμος του Καλού και του Κακού είναι, πρώτα και πάνω απ’ όλα, εσωτερικός. Είναι ο πόλεμος του ζώου και του ανθρώπου μέσα μας· η διαρκής πάλη ανάμεσα στον υπάνθρωπο και τον υπεράνθρωπο, ανάμεσα στην εντροπία και την εξέλιξη, στην φθορά και στην μεταμόρφωση, στον πνευματικό θάνατο και στην ανάσταση.

Αυτός είναι ο μεγάλος εσωτερικός αγώνας: να πεθάνουμε ως κάμπια και να αναγεννηθούμε ως πεταλούδα. Να μεταστοιχειώσουμε τον κατώτερο εαυτό και να περάσουμε το κατώφλι της εξέλιξης. Όσοι το επιχειρούν, βιώνουν έναν «μικρό θάνατο» που δεν είναι απώλεια, αλλά αναγέννηση.

Ο πόλεμος του Καλού και του Κακού διεξάγεται παντού: μέσα μας, έξω μας, γύρω μας. Είναι πανταχού παρών, αόρατος και ορατός, ψίθυρος και βροντή. Ελπίζουμε, ή ίσως βαθιά γνωρίζουμε, ότι τελικά το Καλό θα υπερισχύσει. Αν όλα πάνε όπως πρέπει. Αν η Θεία Αρχή δεν διακοπεί, αν ο Άνθρωπος σταθεί στο ύψος της πνευματικής του αποστολής.

Όμως δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα. Όχι επειδή δεν υπάρχουν, αλλά επειδή βρισκόμαστε ακόμη εντός της μάχης. Είμαστε εν ενεργεία στρατιώτες σε πόλεμο. Δεν έχουμε πλήρη εποπτεία, ούτε τελική κατανόηση.

Και ίσως αυτή είναι η μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου. Το τραγικό έπος των Θεών. Το Δράμα του Κόσμου. Ολόκληρη η δημιουργία μοιάζει με πεδίο μάχης· κι εμείς, πολεμιστές που αλλάζουμε ρόλους, όπως αλλάζουμε προσωπεία στην θεατρική σκηνή.

Όπως είπε ο Σαίξπηρ, «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή, κι εμείς παίζουμε ρόλους· ίσως, όμως, αυτοί οι ρόλοι δεν είναι μόνο για να παιχτούν, αλλά για να αναληφθούν — σαν ευθύνη, σαν αποστολή.»

@Ηώ Αναγνώστου / Terrapapers 2024