»Όταν είχαμε όλες τις απαντήσεις, μας άλλαξαν τις ερωτήσεις.
»Το έλεγε ο Γκόγια: ‘Η λογική γεννάει τέρατα‘. Προσοχή με αυτούς που σκέφτονται μόνο λογικά. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Όταν η λογική χωρίζεται από την καρδιά, να φοβάστε. Αυτά τα άτομα να τα φοβάστε, γιατί θα μας οδηγήσουν στο τέλος της ανθρωπότητας. Εγώ πιστεύω στην αντιφατική, δύσκολη, μα αναγκαία μίξη ανάμεσα σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σε αυτό που νιώθουμε. Όταν βλέπω κάποιον που αισθάνεται μόνο, λέω ‘είναι γλυκανάλατος’. Όταν βλέπω κάποιον που σκέφτεται μόνο, σκέφτομαι ‘τι τρομερό, είναι διανοούμενος’. Εγώ δεν θέλω να είμαι ένα κεφάλι που γυρνάει μόνο του!
»Πριν από εκατόν τριάντα χρόνια η Αλίκη, αφού επισκέφθηκε τηn χώρα των θαυμάτων, μπήκε σ’ έναν καθρέφτη για να ανακαλύψει τον κόσμο από την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας, δεν θα χρειαζόταν να περάσει πίσω από τον καθρέφτη, θα ήταν αρκετό να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο.
»Ο επιτυχημένος άνδρας: Δεν μπορεί να κοιτάξει το φεγγάρι δίχως να υπολογίσει την απόσταση. Δεν μπορεί να κοιτάξει το δέντρο δίχως να υπολογίσει την αξία του ξύλου. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν πίνακα δίχως να υπολογίσει την τιμή του. Δεν μπορεί να κοιτάξει τον κατάλογο δίχως να υπολογίσει τις θερμίδες. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν άνθρωπο δίχως να υπολογίσει το όφελος. Δεν μπορεί να κοιτάξει μια γυναίκα δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο.
»Είμαι παιδί των καφέ … Ό, τι ξέρω το οφείλω σ’ αυτά. Κυρίως την τέχνη της αφήγησης. Την έμαθα ακούγοντας, στα τραπέζια των μπαρ, αυτούς τους θαυμάσιους προφορικούς αφηγητές των οποίων τα ονόματα αγνοώ, που έλεγαν θαυμαστά ψέματα, και τα έλεγαν με τόσο ωραίο τρόπο που, όσα έλεγαν, συνέβαιναν ξανά, κάθε φορά που τα αφηγούνταν. Είμαι παιδί αυτών των καφέ και αυτού του Μοντεβιδέο όπου υπήρχε χρόνος για να χάνεις χρόνο.
»Είναι σαν κάποιος να έχει μέσα στην ψυχή θραύσματα από γυαλί που τον πληγώνουν. Όλοι έχουμε κάποιο σπασμένο γυαλί στην ψυχή μας, που πληγώνει και τη ματώνει, έστω και μικρό. Έτσι, γράφοντας, νιώθω ότι βγάζω λίγα απ’ αυτά τα γυαλάκια έξω από μένα. Τα βάζω σ’ ένα χαρτί και πια δεν μου κάνουν κακό. Δεν μου κάνουν τη ζωή ανυπόφορη, αλλά την πολλαπλασιάζουν, επειδή μου επιτρέπουν να συνεννοούμαι καλύτερα με τους άλλους. Γιατί ο καθένας έχει τα γυαλάκια του που τον πονάνε [χαμογελά λίγο]. Πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι επικοινωνία ή δεν είναι τίποτα. Δεν γράφω για μένα, γράφω για να επικοινωνήσω με άλλους, για να φτάσω στους άλλους που θα γίνουν φίλοι μου, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζω ακόμα.
»Στο νοσοκομείο Ναλαμάντα, στη Νότια Ινδία, ένας αυτόχειρας επανέρχεται στη ζωή. Γύρω από το κρεβάτι του, χαμογελούν εκείνοι που του έσωσαν τη ζωή. Ο αναστημένος τους κοιτάζει και λέει: «Τι περιμένετε; Να σας ευχαριστήσω; Χρωστούσα εκατό χιλιάδες ρουπίες, και τώρα θα χρωστάω και τέσσερις μέρες νοσοκομείου. Μεγάλη χάρη μου κάνατε, ηλίθιοι.»
»Για τους καμικάζι αυτοκτονίας ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο τύπος μιλάει καθημερινά για τους τρομοκράτες. Όμως δεν γνωρίζουμε τίποτα για τους αγρότες που αυτοκτονούν. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, οι Ινδοί αγρότες αυτοκτονούν από τα τέλη του 20ου αιώνα μέχρι τα πρώτα χρόνια του 21ου, με ρυθμό χίλιοι το μήνα. Πολλοί αγρότες καταπίνουν τα εντομοκτόνα που αδυνατούν να πληρώσουν. Η αγορά τους υποχρεώνει να δανείζονται, τα απλήρωτα χρέη τους υποχρεώνουν να πεθάνουν. Κάθε φορά ξοδεύουν περισσότερα και κάθε φορά κερδίζουν λιγότερα. Αγοράζουν σε εξωφρενικές τιμές και πουλάνε σε εξευτελιστικές τιμές. Είναι όμηροι των ξένων χημικών βιομηχανιών, των εισαγόμενων σπόρων, των μεταλλαγμένων: η Ινδία, που παρήγε για να φάει, τώρα παράγει για να την φάνε.
»Τα κράτη δεν ασχολούνται πλέον με την διοίκηση και αφοσώνονται στην αστυνόμευση. Οι πρόεδροι μετατρέπονται σε διαχειριστές ξένων εταιριών. Οι Υπουργοί Οικονομικών είναι καλοί διερμηνείς. Οι βιομήχανοι μετατρέπονται σε εισαγωγείς. Οι πολλοί εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα περισσεύματα των λίγων. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Οι αγρότες χάνουν την γη τους. Τα παιδιά χάνουν την παιδική τους ηλικία. Οι νέοι χάνουν την επιθυμία να πιστεύουν. Οι ηλικιωμένοι χάνουν την σύνταξή τους. “Η ζωή είναι λαχείο” ισχυρίζονται όσοι κερδίζουν.»
»Ο κόσμος απ’ την ανάποδη επιβραβεύει ανάποδα: υποτιμά την τιμιότητα, επικρίνει την εργασία, ανταμείβει την έλλειψη τύψεων και τρέφει τις θηριωδίες. Οι δάσκαλοί του ρίχνουν το φταίξιμο στην φύση: η αδικία, λένε, είναι φυσικός νόμος. Ο Μίλτον Φρίντμαν, ένα από τα πιο ισχυρά μέλη των διδασκόντων, μιλάει για «φυσικό περιορισμό της ανεργίας». Οι φυσικοί νόμοι ευθύνονται που οι μαύροι βρίσκονται στο χαμηλότερο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας, επιβεβαιώνουν οι Ρίτσαρντ Χέρσταϊν και Τσαρλς Μαρεϊ. Για να εξηγήσει την επιτυχία των εμπορικών συναλλαγών του, ο Ροκφέλερ συνήθιζε να λέει ότι η φύση ανταμείβει τους ικανούς και τιμωρεί τους ανίκανους. Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, πολλά από τα αφεντικά του κόσμου εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Δαρβίνος έγραψε τα βιβλία του μόνο και μόνο για να προαναγγείλει την δική τους ανωτερότητα.
Το 1996 ανέρχονταν ήδη σε δεκαέξι οι συνοικίες του Μπουένος Λίρες με πολύ επικίνδυνο επίπεδο θορύβου, του συνεχούς εκείνου βουητού που, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, «μπορεί να δημιουργήσει μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία του ανθρώπου». Ο Τσάρλι Τσάπλιν συνήθιζε να λέει, ότι η ησυχία είναι ο χρυσός των φτωχών. Με την πάροδο των χρόνων, όμως αποδείχτηκε ότι η ησυχία είναι προνόμιο των λίγων, που μπορούν να την πληρώσουν.
»Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος, είναι η ηχώ ξένων.
»Κάθε άνθρωπος είναι τόσο μικρός όσο ο φόβος που αισθάνεται και τόσο μεγάλος όσο ο εχθρός που επιλέγει.
»Η Εκκλησία λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι αμαρτία. Η επιστήμη λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι μια μηχανή. Η διαφήμιση λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι εμπόριο. Το ίδιο το σώμα λέει: Εγώ το γιορτάζω. (t.p. …και άντε γαμηθείτε όλοι σας)
»Ο δημόσιος κίνδυνος: Το 1997 οι Βραζιλιάνοι τηλεθεατές κλήθηκαν να ψηφίσουν. Τι τέλος αξίζει σε ένα νέο που διέπραξε μια βίαιη επίθεση; Οι ψήφοι υπέρ της θανατικής καταδίκης ήταν υπερδιπλάσιοι των ψήφων της φυλάκισης. Σύμφωνα με την ερευνήτρια Βέγκα Μαλαγκούτι, ο Νο1 (τηλε) δημόσιος κίνδυνος έχει την μορφή αγοριού, είναι απόγονος σκλάβων, ζει στις παραγκουπόλεις, δεν ξέρει να διαβάζει, λατρεύει την μουσική funk, παίρνει ναρκωτικά ή ζει απ’ αυτά, είναι αλαζόνας και χούλιγκαν και δεν δείχνει κανένα σημάδι συμβιβασμού. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού επικροτεί επίσης, τα τάγματα θανάτου που επιβάλλουν την εσχάτη των ποινών, παρά το ότι ο νόμος δεν την επιτρέπει, με την συνηθισμένη συμμετοχή και κάλυψη των αστυνομικών και των στρατιωτικών. Στην Βραζιλία οι ομάδες αυτές ξεκίνησαν σκοτώνοντας γκεριγέρος. Στην συνέχεια ενήλικους εγκληματίες. Έπειτα ομοφυλόφιλους και ζητιάνους. Κι έπειτα έφηβους και παιδιά.
»Αν συμμορφωθούμε “προς τας υποδείξεις” τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρόμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητα μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει ούτε πόδια ούτε φτερά ούτε ρίζες. Η χειρότερη τάση του ανθρώπου είναι: να επιβάλλουμε έναν μοναδικό Θεό, μια μοναδική αλήθεια, έναν μόνο τρόπο ζωής και θανάτου. Η καλύτερη είναι: η ικανότητα δημιουργίας, το δικαίωμα να ονειρευόμαστε και επίσης η ικανότητα να βλέπουμε τον διπλανό μας σαν υπόσχεση και όχι σαν απειλή.
»Επιβίωση των ικανοτέρων; Η πιο χρήσιμη ικανότητα για την επιβίωση και την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, το δολοφονικό ένστικτο, όταν χρησιμοποιείται για την αφομοίωση μιας μικρής επιχείρησης από μια μεγάλη ή για την καταδυνάστευση μιας αδύναμης χώρας από μια δυνατή θεωρείται ανθρώπινη αρετή, αλλά όταν ένας άνεργος κακομοίρης ψάχνει για λίγο φαγητό με ένα μαχαίρι στο χέρι, τότε είναι απόδειξη κτηνωδίας.
Όταν ένας παραβάτης σκοτώνει για τα χρέη που οφείλει, η εκτέλεση ονομάζεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ενώ όταν η διεθνής τεχνοκρατία αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση σε μια υπερχρεωμένη χώρα, η εκτέλεση ονομάζεται πρόγραμμα μακροοικονομικής ρύθμισης. Ο οικονομικός εκβιαστής, αν δεν πάρει τα λύτρα, δημεύει τις χώρες και ανακατεύεται στα εσωτερικά τους: σε σύγκριση μαζί του, οποιοσδήποτε μαχαιροβγάλτης αποδεικνύεται αβλαβής σαν τον Δράκουλα στο φως της μέρας. Η παγκόσμια οικονομία είναι η πιο αποδοτική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος. Οι διεθνείς οργανισμοί ελέγχουν το νόμισμα, το εμπόριο και τις πιστώσεις των φτωχών χωρών με τόσο ψυχρό επαγγελματισμό και ατιμωρησία, που τρομοκρατούν και εξευτελίζουν πολίτες περισσότερο κι από τα βομβαρδιστικά.
Οι φτωχές χώρες, προκειμένου να διαθέτουν όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια, χρειάζονται ολόκληρα τάγματα από δήμιους, βασανιστές, ιεροεξεταστές, δεσμοφύλακες και χαφιέδες. Για να ταίσουν και να εξοπλίσουν αυτά τα τάγματα, οι φτωχές χώρες χρειάζονται περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων, οι φτωχές χώρες χρειάζονται ακόμα περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των συσσωρευμένων δανείων, οι φτωχές χώρες πρέπει να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Για να αυξηθούν οι εξαγωγές οι φτωχές χώρες πρέπει να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Για να μειωθεί το κόστος παραγωγής οι φτωχές χώρες χρειάζονται όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια. Για να γίνονται κάθε φορά φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα τα εργατικά χέρια, οι φτωχές χώρες χρειάζονται τάγματα ολόκληρα από δήμιους, βασανιστές και ιεροεξεταστές…
»Οι αιώνες πέρασαν και η λατινική Αμερική τελειοποίησε τον ρόλο της. Δεν είναι πια το βασίλειο των θαυμάτων, όπου η φαντασία ωχριούσε μπροστά στα τρόπαια της κατάκτησης, στα ορυχεία χρυσού και στα βουνά από ασήμι. Διατήρησε όμως την υπηρετική της σύσταση. Παραμένει στην υπηρεσία των ξένων αναγκών, όντας η πηγή και αποθήκευση πετρελαίου και σίδερου, χαλκού και κρέατος, καφέ και φρούτων, πρώτων υλών και ειδών διατροφής γι’ αυτές τις πλούσιες χώρες οι οποίες, καταναλίσκοντας όλα τούτα, κερδίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα κερδίζει παράγοντάς τα η λατινική Αμερική. Οι φόροι που εισπράττουν οι αγοραστές είναι πολύ πιο υψηλοί απ’ τα ποσά που καταβάλλονται στους πωλητές. Και, στο κάτω της γραφής, όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1968 ο Covey Τ. Oliver, συντονιστής του Συνδέσμου για την Πρόοδο, «το να μιλάμε σήμερα για δικαιοσύνη τιμών, αυτό είναι μεσαιωνική αντίληψη. Ζούμε στην εποχή της εμπορικής ελευθερίας…
Μα όσο πιο πολύ δεχόμαστε την ελευθερία στις εμπορικές μας υποθέσεις, τόσο πιο πολύ πρέπει να χτίζουμε φυλακές γι’ αυτούς που δεν ευνοούνται απ’ τις υποθέσεις αυτές. Τα συστήματά μας, σε ανακριτές και δήμιους, λειτουργούν όχι μόνο σε όφελος της εξωτερικής καπιταλιστικής αγοράς, μα προστατεύουν και σημαντικές εισοδηματικές πηγές που προέρχονται από τα δάνεια και τις ξένες επενδύσεις μέσα στις ελεγχόμενες εσωτερικές αγορές. «Ακούσαμε να μιλούν για προνομιακές παραχωρήσεις που έκανε η Αμερική στο ξένο κεφάλαιο, μα όχι και για τις παραχωρήσεις που έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο κεφάλαιο άλλων χωρών… Είναι που δεν κάνουμε παραχωρήσεις», υπογράμμιζε στα 1913 ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον. Διαβεβαίωνε ακόμα ότι «μια χώρα καταπιέζεται και κυριαρχείται από το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στην χώρα αυτή». Είχε δίκιο. Με το πέρασμα του χρόνου, χάσαμε ως και το δικαίωμα να λεγόμαστε Αμερικανοί, παρόλο που οι Αϊτινοί και οι Κουβανοί εμφανίζονται στην Ιστορία ως καινούργιοι λαοί έναν αιώνα προτού οι μετανάστες του Mayflower πατήσουν το πόδι τους στις ακτές του Πλύμουθ. Σήμερα, για ολόκληρο τον κόσμο, Αμερική σημαίνει: Ηνωμένες Πολιτείες. Εμείς όλοι, το πολύ πολύ, κατοικούμε σε μιαν υπο-Αμερική, μιαν Αμερική δεύτερης διαλογής και απροσδιόριστης ταυτότητας.
»Τα φαντάσματα όλων των επαναστάσεων που στραγγαλίστηκαν ή προδόθηκαν στο διάβα της βασανισμένης ιστορίας της λατινικής Αμερικής, ξαναπαρουσιάζονται μες στις καινούργιες δοκιμασίες, όσο οι καιροί που ζούμε υπήρξαν προαίσθηση και γέννημα των αντιθέσεων του παρελθόντος. Η ιστορία είναι ένας προφήτης με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω: απ’ αυτό που υπήρξε και σε αντίθεση μ’ ό,τι υπήρξε, προαναγγέλλει ό,τι μέλλει να συμβεί. Να γιατί στο βιβλίο αυτό, που επιδιώκει να παρουσιάσει μια ιστορία της λεηλασίας και διαρπαγής μιας ηπείρου και ταυτόχρονα να δείξει πώς λειτουργούν στην εποχή μας οι μηχανισμοί της στέρησης, οι κονκισταδόρες πάνω στις καραβέλλες τους γειτονεύουν με τους τεχνοκράτες των τζετ, ο Ερμάν Κορτές με τους βορειοαμερικανικούς στόλους, οι κορεγιδόρες του βασιλείου με τις αποστολές του διεθνούς νομισματικού Ταμείου, τα μερίσματα όσων εκμεταλλεύονταν αισχροκερδώς τους σκλάβους, με τα κέρδη της Τζένεραλ Μότορς. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι νικημένοι ήρωες με τις σημερινές επαναστάσεις, οι ατιμώσεις με τις νεκρές και αναστημένες προσδοκίες, τις γόνιμες θυσίες. Όταν ο Αλέξανδρος του Χούμπολντ άρχισε τις έρευνές του πάνω στα έθιμα των αρχαίων ιθαγενών κατοίκων του οροπεδίου της Μπογκοτά, έμαθε πως οι Ινδιάνοι ονόμαζαν quihica τα θύματα των τελετουργικών εορτών. Quihica σήμαινε πόρτα: ο νεκρός κάθε εκλεκτού άνοιγε έναν καινούργιο κύκλο εκατόν ογδόντα πέντε φεγγαριών.
»Η φτώχεια δεν είναι κάτι γραμμένο στα άστρα. Η υπανάπτυξη δεν είναι καρπός ενός υποχθόνιου σχεδίου του Θεού. Υπάρχουν χρόνια επαναστατικά, εποχές απολύτρωσης. Οι άρχουσες τάξεις κρατούν τα ηνία εξαγγέλλοντας την κόλαση για όλους.
@Eduardo Galeano (Εντουάρντο Γκαλεάνο) 1940-2015
Ηταν Ουρουγουανός δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, εξόριστος και πολυτεχνίτης, γελοιογράφος, δημοσιογράφος, αρθρογράφος, ιστορικός, ο Γκαλεάνο είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους ισπανόφωνους συγγραφείς, γνωστός και αγαπητός στη χώρα μας και στον κόσμο ολόκληρο για τα κείμενά του που πασχίζουν να διατηρήσουν ζωντανή την μνήμη, να διασφαλίσουν την συνέχεια μέσα από τους αγώνες για την ελευθερία και την δικαιοσύνη. Τα πιο γνωστά έργα του είναι τα Μνήμες φωτιάς (1986) και Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής (1971), που έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Οι δουλειές του υπερβαίνουν τις ορθόδοξες τεχνοτροπίες, συνδυάζοντας το ντοκιμαντέρ, το μυθιστόρημα, την δημοσιογραφία, την πολιτική ανάλυση και την ιστορία. Ο Γκαλεάνο αρνείτο ότι ήταν ιστορικός: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή».
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΦΛΕΒΕΣ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ / GALEANO EDUARDO
Έτος 1982. Ένας κόσμος πανάρχαιων πολιτισμών και σπάνιας λεπτότητας έρχεται να ραπίσει το αυθάδες πρόσωπο της απανταχού καταναλωτικής κοινωνίας των “πολιτισμένων” εθνών, με μόνη την αποκάλυψη του αίματος που ρέει ακατάπαυστα από τις ανοιχτές φλέβες του, καθώς σφαδάζει αλλού ετοιμοθάνατος, κι αλλού μαχόμενος για το δικαίωμα να υπάρξει. Αν οι εφιάλτες της ανθρωπότητας έχουν πάψει προ πολλού ν’ ανήκουν στη σφαίρα των μεταφυσικών φόβων, το βιβλίο αυτό του Εντουάρντο Γκαλεάνο ανήκει στους τρομαχτικούς εκείνους εφιάλτες του 20ού αιώνα, που έχουν υλική υπόσταση κι ακόμη υλικότερο στόχο: την αφύπνιση της ενοχής των χορτασμένων κοινωνιών που είναι έτοιμες, ακόμα μια φορά, να δεχτούν αδιαμαρτύρητα την προσβολή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου στο όνομα της καταναλωτικής ελευθερίας και των “ελεύθερων” συναλλαγών.
Η παράθεση ντοκουμέντων, η συναρπαστική διάρθρωση του βιβλίου και η ωμή του ειλικρίνεια, βγάζουν στο φως το ανήκουστο έγκλημα που διέπραξαν οι φωτισμένες δεσποτείες της Ευρώπης -Ισπανία, Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Γερμανία- κατά την “ανακάλυψη” της Αμερικής, κι αυτό που διαπράττουν σήμερα, αντάξιοι αντικαταστάτες τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι “Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής” φωτίζουν ανελέητα. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου αυτού, κανείς πια πάνω στην γη δεν θα μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα ότι δεν ξέρει. Ό,τι συμβαίνει με τηΝ συνενοχή της άγνοιας που βολεύει, της αδιαφορίας που καιροφυλαχτεί και της υποκρισίας. Μπεστ σέλλερ σ’ όλες τις χώρες που κυκλοφόρησε. Το βιβλίο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής» λογοκρίθηκε από τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής.
Το Νοέμβριο του 2008, μιλώντας για την νίκη του Ομπάμα λέει: «Ο Λευκός Οίκος θα είναι σύντομα ο οίκος του Ομπάμα, αλλά ο Λευκός Οίκος χτίστηκε από μαύρους σκλάβους. Και θα μου άρεσε και ελπίζω να μην το ξεχάσει ποτέ» (φυσικά και το ξέχασε). Το 1971 εξέδωσε το δίτομο έργο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», με θέμα τον οικονομικό στραγγαλισμό της Λατινικής Αμερικής από τους αποικιοκράτες την εποχή των “ανακαλύψεων” και τους Αμερικανούς στην σύγχρονη εποχή. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι έγινε το κλασικό έργο του λεγόμενου κινήματος της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Το 2009 επανήλθε στο προσκήνιο, όταν κατά την διάρκεια της συνόδου των Κρατών της Αμερικανικής Ηπείρου στο Πορτ οφ Σπέιν του Τρίνιδαδ και Τομπάγκο, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, το χάρισε στον αμερικανό ομόλογό του, Μπαράκ Ομπάμα.
Το Μάιο του 2009, σε μία συνέντευξη δήλωσε: «Όχι μόνο οι ΗΠΑ, αλλά και μερικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν σπείρει δικτατορίες σε όλο τον κόσμο., και νιώθουν ότι θα μπορούσαν να διδάξουν τι σημαίνει δημοκρατία;».
Στα τέλη της χιλιετίας, ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, με την πρωτότυπη όπως πάντα γραφή του και το ιδιαίτερο ύφος του, αποφασίζει να μας ξαναστείλει στο σχολείο. Σε ένα σχολείο που αποκαλύπτει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και καυστικό χιούμορ την ανεστραμμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, όπου τα αριστερά βρίσκονται δεξιά, τα πάνω κάτω και τα μπρος πίσω. Αγανακτισμένος από την κατάφωρη κοινωνική αδικία καταγγέλλει τους διεθνείς οργανισμούς και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, καταδικάζει την εκμετάλλευση και την αδικία, υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και καλεί τον καθένα μας σε εγρήγορση και δράση, δίνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας.
Σαν τον Καβάφη, ο Γκαλεάνο εμπνέεται από τους ξεχασμένους της Ιστορίας και από την διαδρομή, τον δρόμο. Φέρνει στο φως την μυστική συνύφανση των πραγμάτων, σχολιάζοντας έτσι τα τεκταινόμενα παντού και πάντα, και στην Ελλάδα σήμερα: το χρυσάφι που καταριέται τους τόπους όπου εμφανίζεται, σαν τη Χαλκιδική· την καταστροφή της φύσης που θα σωζόταν αν ήταν τράπεζα· την απόλυτη ανασφάλεια της εργασίας με τους εργάτες που αναρωτιούνται «Πόσοι περισσεύουμε; Ποιος θα μας αγοράσει;» να πληθαίνουν καθημερινά· τους ζωντανούς και τους πεθαμένους πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας· την δύναμη της λέξης, που διαστρέφεται αλλά και μόνη αυτή μπορεί να τρομάξει τον θάνατο. Σαν το μαγικό αμπρακατάμπρα, με το οποίο κλείνει το ημερολόγιο· δηλαδή, «ρίξε τα πυρά σου μέχρι τέλους».
Απεβίωσε στις 13 Απριλίου 2015 στο Μοντεβιδέο, σε ηλικία 74 ετών
Αναζήτησε το άρθρο: Ινδιάνοι: Το Αληθινό Ολοκαύτωμα