Topics:

Ο Σύλλογος της Ελπίδας

Η φυλακή μας δεν μου αρέσει καθόλου, αλλά έχω μερικούς καλούς συγκρατούμενους. Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα για να μας κάνουν αισιόδοξους. Ζούμε σε μία τραγωδία. Ο Πλίνιος έχει περιγράψει πολύ καλά την κατάστασή μας...

Ο Σύλλογος της Ελπίδας

Η φυλακή μας δεν μου αρέσει καθόλου, αλλά έχω μερικούς καλούς συγκρατούμενους.

Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα για να μας κάνουν αισιόδοξους. Ζούμε σε μία τραγωδία. Ο Πλίνιος έχει περιγράψει πολύ καλά την κατάστασή μας των ανθρώπων. Στην Φυσική Ιστορία του λέει ότι, ο Άνθρωπος, το μόνο που ξέρει να κάνει από γεννησιμιού του είναι να κλαίει…

Είμαστε όλοι φυλακισμένοι εδώ πέρα, και όποιοι αναζητούν τη γνώση ανακαλύπτουν συνέχεια τη θλίψη πίσω από τα πάντα. Το ιδιόμορφό μας πρόβλημα έγκειται κυρίως στο ότι αρνούμαστε να αποδεχθούμε ότι είμαστε μηδαμινοί, σκουπίδια, αμελητέα περαστικά γεγονότα, ανήμποροι και παθητικοί, ανάξιοι και ανόητοι, ίσως και γελοίοι. Αλλά, στην ουσία, αυτό είμαστε. (Αυτός που το γνωρίζει και το καταλαβαίνει πολύ καλά αυτό, δεν είναι λιγότερο απ’ τους άλλους, ίσως μάλιστα να είναι και περισσότερο).

Το μόνο που μας παρηγορεί καμιά φορά είναι το ότι, π.χ. αν βρέθηκε όντως ο Θεός ανάμεσά μας, ένιωσε το ίδιο και την ίδια απελπισία με εμάς, και βασανίστηκε μέχρι θανάτου. Α, κι επίσης, εμένα προσωπικά με παρηγορεί πολύ εκείνη η ρήση του Μπλέηζ Πασκάλ, «Ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια καλαμιά, η πιο ευαίσθητη της φύσης, αλλά είναι μια σκεπτόμενη καλαμιά…»)

Επίσης, εμένα με παρηγορούν οι ζωές, τα έργα και οι ημέρες, διαφόρων «larger than life» ανθρώπων, όπως π.χ. του Λοχαγού Richard F. Burton, του Jack London, και άλλων. Και με παρηγορούν και τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες των –αξιότερων από εμάς– αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Αλλά χάθηκαν ακόμη και αυτοί.

Έχει ειπωθεί ότι η Βασιλεία των Ουρανών (δηλαδή το διάστημα) βρίσκεται μέσα μας, κάτι που όλοι αποφεύγουν να το συζητάνε και την περιμένουν να προσγειωθεί ή να απαχθούν προς τους ουρανούς, γιατί αν είναι μέσα μας τότε εμείς έχουμε όλη την ευθύνη, μια ευθύνη που κανείς δεν την θέλει…

Φαντάζομαι την Φαντασία μας σαν ένα φως που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας, μια δέσμη φωτός που φωτίζει σκοτεινούς και μακρινούς ορίζοντες, κι έτσι μπορούμε να ρίξουμε μια βιαστική ματιά προς τα εκεί, και κάτι να ψιθυρίσουμε από εκείνο το φως, πριν μας αντιληφθούν οι άλλοι και μας κρεμάσουν επί παραδειγματισμό…

Θυμάμαι τον Παράκελσο, που από τις πολλές περιπλανήσεις και τις διώξεις και τους χλευασμούς και τις δυσκολίες, έχασε το βροντερό γέλιο του, δεν είχε κανέναν φίλο, και μια ιστορία λέει ότι επειδή δεν είχε κανέναν για να του μιλήσει, είχε αρχίσει να συνομιλεί με την σκιά του. Άναβε ένα κηροπήγιο, καθόταν μπροστά σε έναν τοίχο και συνομιλούσε με την σκιά του σαν να ήταν άνθρωπος. Πολλές φορές τον άκουγαν να φωνάζει μόνος του.

Εκείνη την εποχή έγραψε το μεγαλύτερο αριστούργημα του, το Signa Rerum. Δυστυχώς, σώζονται μόνο τα τελευταία κεφάλαια του, γιατί ο Παράκελσος κάθε βράδυ έσχιζε μερικές σελίδες, τις έβαζε φωτιά και τις πετούσε από το παράθυρο «για να δουν λίγο φως μέσα στην νύχτα επιτέλους οι άνθρωποι…»

Είναι νύχτες σαν κι αυτήν που σκέφτομαι ότι δεν έχουμε καμία ελπίδα. Ότι η Ανθρωπότητα, εγώ, εσύ, εμείς, δεν έχουμε καμία ελπίδα, είμαστε εδώ τώρα επειδή έχει γίνει κάποιο φριχτό λάθος…

Αλλά…

Ένα μεσημέρι κάποτε, θυμάμαι, ήρθε ο μακαρίτης πολύ καλός φίλος μου Νικόλας Ορφανουδάκης στο γραφείο μας στο περιοδικό, ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, ψηλός μέχρι το ταβάνι, όλο καρδιά και γνώσεις, (θυμάμαι κάποτε πυροβολούσαμε μέσα στη νύχτα με κανόνια «υγρού πυρός» που είχε κατασκευάσει κατά τα πρότυπα των Βυζαντινών, και του άρεσαν πολύ τα συναρμολογούμενα και οι μακέτες, συζητούσαμε για τον μυστικισμό, και για πολλά ιδιαίτερα πράγματα πάντοτε, αλλά τον περικύκλωσε ο δράκος της καθημερινότητας και τον πίεζε και μια νύχτα πέθανε).

Ήρθε, λοιπόν, ο Νίκος στο γραφείο και μας λέει:
«Παιδιά, σήμερα κιόλας πρέπει να φτιάξουμε έναν “Σύλλογο για την Μετανάστευση σε Άλλους Πλανήτες”»

Εμείς του λέμε, γελώντας: «Τι λες τώρα ρε Νίκο, γιατί να το κάνουμε αυτό;»

Εκείνος με το πιο απλοϊκό ύφος του κόσμου απάντησε: «Μα, για να μεταναστεύσουμε σε άλλους πλανήτες, να οργανωθούμε λίγο.»

Εμείς απαντήσαμε: «Μα, αφού το ξέρεις ότι είναι τελείως ουτοπικό Νικόλα, και δεν είναι στο χέρι μας να μεταναστεύσει η ανθρωπότητα σε άλλους πλανήτες. Τί μπορούμε να κάνουμε εμείς;; Άλλωστε, ποιος θα γίνει μέλος και γιατί να γίνει; Ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια για όλα αυτά;»

«Εμείς!!» είπε εκείνος τελείως φυσικά και με απορία για την αντίδρασή μας. «Δεν έχει σημασία αυτό που μου λέτε, μού είναι αδιάφορο. Πρέπει κάποτε να μεταναστεύσουμε, να φύγουμε από εδώ, να πάμε σε άλλους πλανήτες, να εξερευνήσουμε το Σύμπαν. Γι’ αυτό, λοιπόν, ελάτε τώρα αμέσως να φτιάξουμε τον σύλλογο, κι όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους.»

«Χαλάρωσε Νικόλα», του λέμε συγκαταβατικά, «δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;»

Ο ενθουσιασμός του ήταν πολύ μεγάλος, κουνούσε τα χέρια του πάνω κάτω, πήγαινε πέρα-δώθε, μιλούσε με βλέμμα χαμένο στα άστρα. Έμοιαζε σαν να είναι έτοιμος να φύγει εκείνη την στιγμή και απλά μάς προσκαλούσε στο διαστημόπλοιο, έμοιαζε απλά να υπήρχαν κάποια γραφειοκρατικά ζητήματα, όπως, ας πούμε, ένας σύλλογος για να αναλάβει το εγχείρημα. Προσπαθήσαμε να τον συνεφέρουμε και να τον «προσγειώσουμε», θυμάμαι ότι σχεδόν θύμωσε μαζί μας.

«Παιδιά, δεν είμαι χαζός, τα ξέρω αυτά που μου λέτε! Δεν τα ξέρω;; Αλλά, αν δεν γίνει ένας σύλλογος για την διαπλανητική μετανάστευση, να προετοιμάσει το έδαφος, πώς θα μπορέσει κάποτε να γίνει πραγματικότητα κάτι τέτοιο; Είναι απίθανο λέτε. Ωραία!! Ας κάνουμε ένα σύλλογο για το Απίθανο, τότε!

»Μα, δεν καταλαβαίνετε; Θα κάνουμε τον σύλλογο, θα κάνουμε βραδιές συζητήσεων, θα επιλέξουμε προτεινόμενους προορισμούς, θα διαδώσουμε την σχετική λογοτεχνία, θα βραβεύουμε ανθρώπους που συνεισφέρουν στην προσπάθεια, θα λέμε καμιά καλή κουβέντα, θα εκπέμπουμε την αισιοδοξία ότι γίνεται κάτι τέτοιο, ότι είναι απλό, είναι εύκολο, να, ορίστε, κάναμε και σύλλογο, μοιάζει για τελείως τρελό αλλά δεν είναι, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται, θα γίνει λιγότερο τρελό, θα φαντάζει λιγότερο απίθανο. Με καταλαβαίνετε παιδιά; Θέλετε να μού πείτε ότι είναι το ίδιο με το να μην υπάρχει ο σύλλογος; Δεν θα είναι το ίδιο!! Θα κάνουμε την αρχή, κι έτσι, σιγά-σιγά, θα πάμε! Θα πάμε ρε! Θα γίνει πραγματικότητα! Μπορεί να μην το προλάβουμε εμείς, αλλά θα γίνει για τα παιδιά μας ή για τα εγγόνια μας, και μέσω αυτών θα είμαστε κι εμείς εκεί, εμείς, που τα ξεκινήσαμε όλα αυτά μαζί με τους φίλους μας…»

Ο Νικόλας έφυγε, χάθηκε, αλλά κάποτε θα κάνουμε έναν σύλλογο για την μετανάστευση σε άλλους πλανήτες, και θα δώσουμε το όνομά του στο σύλλογο, και έτσι εκείνο το μεσημέρι δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Έτσι λέμε. Αλλά δεν το κάναμε ακόμη, μόνο το λέμε. Ίσως να μην το κάνουμε ποτέ. Χωρίς τον Νικόλα δεν είναι το ίδιο. Πώς να το κάνεις χωρίς τον Νικόλα; Είμαστε τιποτένιοι! (Δεν είμαστε καν πια μαζί τώρα εκείνοι που ήμασταν τότε εκεί).

Καταλαβαίνετε τι λέω;; Η ελπίδα μας, η αισιοδοξία μας, είναι οι Νικόλες αυτού του κόσμου, χωρίς αυτούς είμαστε σκουπίδια για πέταμα, δεν είμαστε τίποτα.

Και υπάρχει κάτι που εντοπίζει τους Νικόλες και τους εμποδίζει, τους επιτίθεται, τους στριμώχνει στην γωνία, τους απογοητεύει, τους εξολοθρεύει! Υπάρχει πόλεμος!! Δεν το καταλαβαίνετε; Πρέπει να ρίξουμε κι εμείς καμιά πιστολιά! Αλλιώς οι Νικόλες είναι μόνοι τους, ολομόναχοι μέσα στην νύχτα, παραδίνονται, πεθαίνουν αβοήθητοι και μάς αφήνουν ορφανούς. Κι εμείς καταλαβαίνουμε πολύ αργά πια τι συνέβαινε…

Κάτι αφηρημένο λειτουργούσε μέσα από τον φίλο μου τον Νικόλα, κάτι απρόσωπο που προσωποποιούταν σε αυτόν, και λειτουργούσε μέσα από αυτόν, ανάμεσα σε άλλους που τους συνέβαινε το ίδιο. Και κάτι αφηρημένο, απρόσωπο, λειτουργεί και προσωποποιείται μέσα σε τυχαίους ανθρώπους που ευχαρίστως θα επιτίθονταν στον οποιονδήποτε αντίστοιχο Νικόλα για να τον εξευτελίσουν, να τον συκοφαντήσουν, να τον προβληματίσουν, να τον εξολοθρεύσουν.

Το βλέπουμε γύρω μας παντού αυτό, είναι κοσμοϊστορικός πόλεμος, αγνώστου προελεύσεως.

Το έργο τους, ανθρώπων σαν τον φίλο μου τον Νικόλα, συνεχίζεται, αλλά οι απώλειες είναι πολύ μεγάλες.

Κι όμως, θα τα καταφέρουμε…

Το μεγάλο μυστικό το τραγουδάει ένα παλιό ροκ’ν’ρολλ τραγούδι, το White Lightning (Λευκή Αστραπή):
….Lived my pappy and he had him a still.
He brewed white lightning ’till the sun went down,
And then he’d fill him a jug, an’ pass it around….
Yeah, G-men, T-men, revenuers too,
Searchin’ for the place where he made his brew.
They were lookin’, tryin’ to cut him,
But my pappy kept on cookin’
White Lightning…

@Π. Γιαννουλάκης / περιοδικό Strange

Γράψε την άποψη σου ελεύθερα με ευπρέπεια κι ορθό λόγο.
Δεν επιτρέπεται η προπαγάνδα ή το κουτσομπολιό.

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.
Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

*